Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Ρε συ Παράδοξε, τσατ το κάναμε! Θα μας πάρουνε για ψώνια!:112:

Παιδια,
και το σακουλευομαι με τον ιδιο τροπο με το ανθιζομαι χρησιμοποιειται και οχι μονο στο τραγουδι.
Και στην καθημερινοτητα λεμε με αρκετη δοση περηφανιας π.χ. “…τη σακουλευτηκα τη δουλεια κι εκανα πισω…”
Και οι δυο λεξεις αυτη τη σημασια εχουν, δηλαδη :<< παίρνω ειδηση καποιο σχεδιο, ψυχανεμιζομαι πλεκτανη, αντιλαμβανομαι κατι το πονηρο>>

Τελος παντων.
Τα λεξικα τι λενε επ΄αυτου;
Οι υπολοιποι συνομιλητες;

Όταν πάντως ο Μάρκος λέει “το πρόβλημα δε λύνεται κι’ η γκρίνια πάντα αρχίζει, σαν η γυναίκα ανθίζεται πως το πουγγί στραγγίζει”, δεν οσμίζεται δόλο.

Αν μπορεί να βοηθήσει κάπως για τις λέξεις που συζητάμε, παραθέτω τα λήμματα από τα λεξικά:

(Τριανταφυλλίδη) σακουλεύομαι : αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη κτλ.· υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι, το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν:
Πήγαν να με ρίξουν στη μοιρασιά μα εγώ την είχα σακουλευτεί τη δουλειά.
[τουρκ. şakull(e)- `μετράω το βάθος με βαρίδι, υπολογίζω -εύομαι]

( Μπαμπινιώτη) σακουλεύομαι: αντιλαμβάνομαι τις κακές προθέσεις του άλλου ή τον επερχόμενο κίνδυνο (π.χ. τη σακουλεύτηκα τη δουλειά και την κοπάνησα εγκαίρως)

( Τριανταφυλλίδη) ανθίζομαι : (λαϊκ.) υποπτεύομαι, καταλαβαίνω· μυρίζομαι:
Tα παραμύθια σου τ΄ ανθίστηκα πια τώρα, κατάλαβα τα ψέματά σου. [άνθ(ος) -ίζομαι κατά το μυρίζομαι]

(Μπαμπινιώτη) ανθίζομαι: αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι που υποκρύπτεται, παίρνω είδηση.(«τα παραμύθια σου τ΄ανθίστηκα πια τώρα»)= πιάνω, ψυχανεμίζομαι.

Προσθέτω ακόμα:
σουρμελίδικα (μάτια): μαύρα [από τον “Αγαπησιάρη” του Τούντα, σουρμές < τουρκ. sourmes= μαύρο φυσικό χρώμα για το βάψιμο βλεφάρων και βλεφαρίδων].

δεφτέρι και τεφτέρι : τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώσεις, αρχείο δημόσιας αρχής, κιτάπι, κατάστιχο, βιβλιαράκι, σημειωματάριο.
[< τουρκ. tefter, defter < αραβ. diftar ]

Tefter, defter, diftar: κατά μίαν άποψη από το αρχαιοελληνικό διφθέρα (δέρμα, περγαμηνή)

Μερικές λέξεις ακόμα.

ντερτσάκι (“Ήτανε και ο Στελάκης, το ντερτσάκι το γλυκό, ήτανε και ο Μητσάκης, το παιδί το ζόρικο…”, από το “Μια συννεφιασμένη νύχτα” του Ροβερτάκη) - - και τερτσάκι: η τρίτη φωνή.
[από το ιταλ. τerzo =τρίτος]

ζαράρι ("…θα λιμάρουμε τα ζάρια, θα τους κάνουμε ζαράρια…": ζημιά, κακό, χασούρα.
[ Δεν βρίσκω ετυμολογία, αν και η λέξη απαντά και στον Παπαδιαμάντη και σε κρητικές μαντινάδες].

τζογαδούρα και τσογαδούρα: ("…Στου Περαία το λιμάνι, μου συστήσαν ένα αλάνι. Τζογαδούρα και στιβάλι και μεταξωτό ζουνάρι…" Δ. Μπαρούση): στενό παντελόνι πολυτελείας.

Καρούζο Ενρίκο: διάσημος Ιταλός τενόρος, (1873-1921).

Κεπούρα Ζαν: διάσημος βαθύφωνος της Σκάλας Mιλάνου.

Το φλιτζάνι του Γιάννη, Μαν. Χρυσαφάκης (1934)
Ρίτα Αμπατζή

Μας την έσκασες, βρε Γιάννη,
με το άσπρο το φλιτζάνι,
τα γεμάτα εκουνούσες,
τις εξάρες μας κολλούσες.

Γιάννη, άλλαξε τα ζάρια,
να μην έχομε ζαράρια
και σε πήραμε χαμπάρι,
που μας άλλαξες το ζάρι.

Πρόσεξε να μη σε πιάσω,
γιατί αμέσως θα τα σπάσω,
για κορόιδα, ρε μας παίρνεις
κι ολοένα μας τη φέρνεις.

Με αυτά που μας σκαρώνεις,
από μας δεν τη γλιτώνεις,
για σπαθί θα μας τα πάρεις
ή αλλιώς θα μας ρεφάρεις.

Ζαράρ λένε οι γύφτοι την εσκεμμένη ζημιά (το κακό) που κάνει ένας σε κάποιον άλλο, όχι το κατά λάθος ή το ατύχημα.
Το θυμάμαι απ’ την θητεία μου στην οικοδομή.
Πιθανόν να μην υπάρχει καν ετυμολογία.

Τζογαδούρα: παντελόνι «τζογιέ»: πολύ στενό παντελόνι που προτιμούσαν οι κουτσαβάκηδες. Ίσως από τον τζουτζέ, τον γελωτοποιό, κλόουν. Και το στιβάλι του δικού μας, η μπότα του, μάλλον μυτερή θα ήταν.

Ζαράρ(ι): Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ετυμολογία, απλά μας έχουν σήμερα πιά ξεφύγει και χάθηκαν πολλές. Εδώ όμως:

Zarar (και hasar): 1. ζημιά, βλάβη, πλήγμα, στραπάτσο, χουνέρι. 2. απώλεια, χάσιμο, χασούρα 3. ντόρτια (να και το ζάρι!!) και πλήθος εκφράσεων.

Μερικές λέξεις ακόμα:

γιούργια:[ “Γεια σου Περαία αθάνατε, απόψε κάνω γιούργια στη Ζέα, στα λιπάσματα και στα γνωστά Ταμπούρια…”]έφοδος, επίθεση
[τουρκ. yuruyus =περπάτημα, πεζοπορία]

ζαργάνα: λεπτή, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα.
(κυριολεκτικά, είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας.
[μεσαιων. ζαργάνη < πιθανόν, αρχ. σαργάνη]
("… Πολύ καλά με δούλεψες και σαν ζαργάνα πούλεψες…).

τσακιρισμένος ( “…Τσακιρισμένος μια βραδιά, κι ως ήταν άντρας με καρδιά, τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές, ξεσήκωσε τις γειτονιές, κι έσπασε δυό μπορντέλα…”): σε κατάσταση έντονης ευφορίας και μεθυσμένος.
[τουρκ. cakir]

καλάρω ("…έλα καπετάνιο, έλα, να καλάρουμε, μια και είμαστε μπατίρια να ρεφάρουμε…") : ανοίγομαι στη θάλασσα, ρίχνω τα δίχτυα.
[<ιταλ. calare].

κερχανάς ( Και την παράλλη την αυγή, βγάζει η Τουρκιά διαταγή, ο κερχανάς να κλείσει, μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς…": μπορντέλο.

[Πιθανόν να υπάρχουν λάθη ή να χρειάζονται διορθώσεις στις δυο λέξεις και από τους …ναυτικούς του φόρουμ !]

:241:Παρατήρησα στο ρεμπέτικο φρασεολόγιο που μας έδωσε η Ελένη (και την ευχαριστούμε γι’αυτό), οτι η λέξη κουτσαβάκης αναφέρεται ως άγνωστης ετυμολογίας. Πάνω σ΄αυτό θα ήθελα να πω οτι η λέξη πιθανότατα να είναι σύνθετη και να προέρχεται απο το βαίνω (δλδ βαδίζω) και το κουτσά. Όπως όλοι ξέρουμε, οι μάγκες είχαν εναν ιδιαίτερο μονόπαντο τρόπο βαδίσματος. Ο δε τρόπος αυτός συμβόλιζε τον τραυματισμό του μάγκα απο συμπλοκή είτε με αστυνομικούς, είτε με άλλο μάγκα και αποτελούσε αναπόσπαστο συμπλήρωμα της όλης εικόνας του.
Αν κάποιος ξέρει κάτι άλλο ή έχει κάποια παρατήρηση πάνω σ’αυτό…πάσα προσφορά δεκτή!

Barcino, συζητήθηκε και η εκδοχή που αναφέρεις και άλλες, απορρίφθηκαν όλες. Το μόνο που ισχύει είναι αυτό που αναφέρεται, περί προσώπου με το όνομα Κουτσαβάκης.

Ρίχνω, αμολάω πετονιά, παραγάδι, δίχτυα κλπ. Τίποτ’ άλλο. Το “ανοίγομαι στη θάλασσα” δεν ισχύει.

Καλάρω στην ελληνική ναυτική ορολογία σημαίνει αρχικά γεμίζω: το καράβι καλάρισε νερά. Έτσι, και το δίχτυ καλάρει (φουσκώνει) όταν φουνταριστεί για να ψαρέψει: κάνε άλλη μια καλάδα, καπετάνιο! Κυρίως εννοείται η τράτα, με το σάκο που γεμίζει ψάρια αλλά επικράτησε και γενικότερα η έκφραση.

Ετσι. Το “καλάρω” έχει επικρατήσει για όλα τα ψαράδικα εργαλεία που ρίχνονται στη θάλασσα. Με βάση τη λογική θα έπρεπε να είχε επικρατήσει το “φουντάρω”, το οποίο παρέμεινε π.χ. για την άγκυρα, για το σκαντάγιο κλπ.

Μερικές λέξεις ακόμα.

κασαδόρος: διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου
[ιταλ. cassa]

«….λένε πως ο Νικοκλάκιας
πριν να γίνει κοχλαράκιας
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος
τουφατζής και κασαδόρος…»

καναβούρι: συνθηματική λέξη για το χασίσι.
«…και καναβούρι να τραβώ καμιά φορά…»

μετρέσα : γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν.
[ γαλλ. maîtress(e) ]

φιντάνι: το νέο φυτό, το βλαστάρι .
Μεταφορικά το νεαρό πρωτοεμφανιζόμενο άτομο.
[ τουρκ. fidan < ίσως από το ελληνικό ουσ. φυτάνη]

Δυο λέξεις που άκουσα σ΄ένα αφιέρωμα για το ρεμπέτικο::102:

Μουρμούρης = Ο σκληρός μάγκας.
Στην κυριολεξία είναι αυτός που μιλά μεσα απο τα δόντια του και απ’ όσο ακουσα η λέξη έχει τούρκικη καταγωγή ( mirmir ή κάπως έτσι ) και σημαίνει το ίδιο πράγμα. Στην πορεία βέβαια, απέκτησε και την δεύτερη έννοια που αναφέρω στην αρχή. Εξ ου και τα πρώτα τραγούδια των φυλακών, ονομάζονται αδέσποτα ή μουρμούρικα.

Γιουρούτης - γιουρούτικα τραγούδια = Ακριβώς οτι και το μουρμούρης, δλδ ο σκληρός μάγκας. Επίσης τουρκικής ρίζας, αλλά δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή προέλευση και έννοια.

Δεν νομιζω πως υπαρχει λεξη “γιουρουτος”.
“Γιουρουκος” ειναι το σωστο και "γιουρουκικα" λεγονταν τα τραγουδια της φυλης αυτης.

:084:Ανδρέα, το τσέκαρα και λέει γιουρούτης. Τώρα τι σημαίνει, αν σχετίζεται με την φυλή των Γιουρούκων ή είναι άσχετο, θα σε γελάσω. :084:

Πώς το τσέκαρες, Barcino; αν συμβουλεύτηκες τον Μάρκο, το έχει ακούσει (ή εμπεδώσει) λανθασμένα. Γιουρούκοι λέγονται οι άνθρωποι, όχι Γιουρούτοι και ο ρυθμός γιουρούκικος.