Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Χασκίλ πιστεύω ότι απάντησες στο ερωτημά μου, καθώς η ηχογράφηση που έχω μάλλον δεν με βοηθάει πολύ. Σε ευχαριστώ
Παρεπιπτόντως θα ήθελα να πω σε όλα τα παιδιά ότι στο επάγγελμά μου είμαι ιχθυολόγος-ενυδρειολόγος. Αν χρειάζεσται κάποια πληροφορία η συμβουλή είμαι διαθέσιμος. Τα περι παραγαδιού κ.τ.λ. ήταν γνωστά αλλά αναφερόμουν σε άλλη στροφή του τραγουδιού.

ΜΑΝΤΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΗ :

Βρε τσίφτη μου Άρη…
Σακουλεύομαι πως έγινες τζούρας, που δεν μπανίσαμε τα κιτάπια -μια τζούρα παραπάνω… Κατόπιν εορτής τα μπάνισα τα δικά σου κουσουμαρίσματα στις παρόλες μας, γιατί τα σέα σου ήτανε στη ζούλα, είχανε πιαστεί στα δίχτυα παραγαδιώνε. Κι έτσι πέσαμε στη μανίτα. Δεν ήταν ματσαράγκα…

Το ξέρω ότι είσαι μερακλής, ένας μαγκιώρος μάγκας κι όχι κανα κουτσαβάκι! Μα μη μου είσαι αδελφάκι μου αβανταδόρος. Σε θέλω σαλταδόρο! Μπούκαρε κανονικά, κάνε το σαρμάκο σου -κουρνάζε μου !- και μην μας μπανίζεις και μας κογιονάρεις απ’ τη ρούγα σου… Έλα στο κονάκι μας αυτό.
Εσύ τα κουλαντρίζεις αυτά σωστά. Μην πάει στράφι τούτο το κόλπο… Να γίνουνε όλα τσίλικα και φίνα ! Αυτό είναι το σεκλέτι μας… Να τα κάνουμε παστρικά.

Ανθίστηκες τι λέω, γιαβάση μου ;
Γιατί κάνεις μόκο; Άσε τα κορδελάκια και τις τσίλιες! Μην κάνεις την κυρία… Μας βαλαντώνεις με το γινάτι σου!
Γιατί εδώ, στο τσαράκι, οι σατράπισσες είναι μπελαλούδες και κάνουν ζορμπαλίκια, και θα μας έρθει κανα μπουγιουρντί από το μάστορα ΓΑΠ (όχι του ΠΑΣΟΚ, αλλά τού φόρουμ μας τον αφεντικό !!! χεχεχε)

Μπάφιασα τώρα απ’ το χαβά μου και αυτό το λακριντί, και θα την πουλέψω.
Χαρμάνιασα για κανα σέρτικο γκαϊφέ γιατί είμαι μαχμουρλού, από τα χτε…
Βλάμη μου, την κάνω γιαβάς-γιαβάς… γιατί ήρθα στα ντουζένια μου !!!

ΥΓ:
Κανόνισε να τρακάρουμε οι ασίκηδες (και οι σερέτισσες) νταβατζή μου !
(με την καλή έννοια… χοχοχοοο)

[b]Εϊ γκιουλέ – ολσούν !!!

[/b]

Ιωάννα,
πολύ εμπνευσμένο κείμενο! :019:

Συμπληρώσεις.

μόρτης, μόρτισσα: μάγκας, αλάνι, άνθρωπος με συμπεριφορά πέραν της κοινωνικής συμβατικότητας.
[από το ιταλ. Morti: “νεκροθάφτης”.
Από το 14ο και 15ο αιώνα μάστιζαν την Ευρώπη μεγάλες επιδημίες και ο θάνατος θέριζε.
Όμως από το φόβο εξάπλωσης της επιδημίας, δεν πλησίαζε κανείς τους νεκρούς, έμεναν άταφοι, δημιουργώντας - ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα - ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο η πολιτεία αντιμετώπισε με άνεργους περιπλανώμενους, στους οποίους ανάθεσε έναντι αδράς αμοιβής το έργο της ταφής.
Έτσι προέκυψε ένα νέο «επάγγελμα», οι μόρτηδες, (νεκροθάφτες, κατά λέξη), οι απόλοιμοι, όπως λέγονταν, επειδή είχαν αποκτήσει ανοσία, άρα είχαν επιβιώσει επιδημιών.
Αυτοί αναλάμβαναν το μακάβριο έργο της ταφής των νεκρών και μετά του καθαρισμού της πόλης.
Κατ΄επέκταση, η λέξη πήρε τη σημασία αυτού που αψηφά το θάνατο, που ζει μια ιδιαίτερη ζωή, πέρα από τις κοινωνικές συμβατικότητες.
Η λέξη χρησιμοποιείται με θετική σημασία στο λαϊκό μας τραγούδι].

Μπαϊρακτάρης Δημήτριος: διευθυντής Αστυνομίας.
Η δράση του αρχίζει το 1892, όταν η κυβέρνηση Τρικούπη αποφασίζει να δώσει ένα γερό πλήγμα στους κουτσαβάκηδες του Ψυρή και γενικά της Αθήνας.
Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής μιας κουστωδίας επίλεκτων ευζώνων, εισέβαλε στις ταβέρνες και τα καφενεία, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στη συνέχεια τους εξευτέλιζε. Τους συγκέντρωνε στο προαύλιο της αστυνομίας, δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος, και με την απειλή του βούρδουλα τους ανάγκαζε να σπάσουν τα όπλα τους με σφυρί κι αμόνι. Όλα τα σπασμένα (μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμες, πιστόλια, ρεβόλβερ) πουλιούνταν στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα.
Μετά από τα όπλα, εξευτελίζονταν οι άνθρωποι.
Ένας αρχάριος κουρέας τους έκοβε αφέλειες, μουστάκια, το δεξί μανίκι του σακακιού, το ζωνάρι και τη μύτη των παπουτσιών τους.
Μετά απ΄αυτό, οι πιο ζόρικοι στέλνονταν στις φυλακές και σε περίπτωση υποτροπής, τιμωρούνταν με το βαρύ βούρδουλα του σκληρού Μπαϊρακτάρη. Το μαστίγωμα αυτό θεωρούνταν ο έσχατος εξευτελισμός…
Ένα σχετικό δίστιχο:
(«Μια ξυλιά με το καμτσίκι,
είν΄αιώνιο ρεζιλίκι»).
Αλλά και μετά το θάνατό του, οι κουτσαβάκηδες, ίσως λιγότεροι αριθμητικά και με ηπιότερη συμπεριφορά, εξακολούθησαν να υπάρχουν.

Απορία:
φρατέλος. (Από το “Τους Κενταύρους δε φοβάμαι”)
Ιταλική λέξη, “αδελφός”, στα ιταλ.
Αλλά, τι σημαίνει στο τραγούδι; “Στρατιώτης” μήπως;
Και πώς από το “αδελφός” φτάνουμε σ΄αυτή την έννοια;;;

Φρατέλος: πώς είναι το κείμενο; Fratello, νομίζω, είναι (κατ’ επέκτασιν) και ο καλόγερος.

Ιωάννα, αυτό κι αν σου πήρε χρόνο, φαντάζομαι,αλλά βγήκε πολύ καλό!

Γιασάν της Ιωάννας:)

Σας ευχαριστώ πολύ !!!

Όχι, Νίκο μου… Γράφτηκε σε 5 λεπτά !!! (άντε 7 ! )
Με τη χαρά και εμπειρία τής συναναστροφής μου με μπόλικους παλιούς “ρεμπέτες” για 20 χρόνια σχεδόν (Ζαμπέτας, Μπίνης, Γενίτσαρης, Μητσάκης, Καπλάνης, Ακης Πάνου, Κατσαρός κλπ…κλπ… -που ήταν μέσα στο λεξιλόγιό τους αυτές -οι περισσότερες- λέξεις) τελικά “τό 'χω” !!!
Αυθόρμητα γράφτηκε… (εκτός η ευχή… “Εϊ γκιουλέ – ολσούν” που δεν θυμόμουν τι σήμαινε !!!)
:slight_smile:

“Οι φρατέλοι σα με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
μα τους στρώνω στο κυνήγι
κι εκείνοι όπου φύγει-φύγει”

Το τραγούδι μιλάει καθαρά για στρατιώτη (αφού υψώνεται η ξιφολόγχη απειλητικά γι’ αυτόν και ο φρατέλο όπου φύγει-φύγει)
Η έννοια φρατέλο “αδελφός” -κυρίως στην κατοχή- ήταν πολύ συνηθισμένη. Η ιταλική κατοχή ήταν ήπια, όχι σαν την γερμανική. Οι “καλοί” Ιταλοί ήταν αδέλφια μας. Κι αυτά κατεχόμενα.
Τα : “Αμίκο Γκρέκο, Φρατέλο Ιταλιάνο” τα συναντάμε σε πολλά λογοτεχνικά ενθυμήματα.

Πρέπει να ερευνηθεί, αν το “Φρατέλο” σαν καθαρά στρατιωτική λέξη, προέρχεται από καμια επίλεκτη ομάδα του ιταλικού στρατού. (κάτι τέτοιο θυμάμαι αμυδρά, αν και όχι με σιγουριά)
Μήπως οι επίλεκτες ομάδες Κένταυροι και Λύκοι, λέγονταν φρατέλοι;
Προς έρευνα λοιπόν !


Μια σκέψη, μετά από λίγο :
Ίσως πρέπει να αναζητηθεί η λέξη και στα “φραγκολεβαντίνικα” νησιά. Και εκεί χρησιμοποιούσαν πολύ το “φρατέλο”. Μην και προκύπτει από την τότε “συγκατοίκηση”…

Λοιπόν…
Πιθανότατα «Φρατέλ(λ)οι: «αδελφάκια» κατά λέξη, ονομάζονταν γενικά οι Ιταλοί από τους Έλληνες, με ειρωνική χροιά, κατά το Β΄Παγκ. Πόλεμο.
Συναντάται πολλές φορές και η φράση: «οι φρατέλοι και οι ναζί».
Δεν φαίνεται να σχετίζονται με στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες ήταν κυρίως οι «μπερσαλιέροι», οι «λύκοι της Τοσκάνης» και οι «καραμπινιέροι».

Για το “τσίφτης”.
Μάλλον προηγήθηκε το αλβ. qift με την έννοια `γεράκι΄ (τελικά προφέρεται “κ” το q)χαρακτηρίζοντας τον ξύπνιο άνθρωπο και μετά συναντάται ως δάνειο στα τουρκικά, με τη σχετική αλλαγή και στην προφορά
Πηγή: Λεξικό Τριανταφυλλίδη.

Δυο λέξεις ακόμα.

μποέμικα: ανέμελα, χωρίς τις κοινωνικές συμβατικότητες.
[ γαλλ. bohème]

ζαπτιές και ζαπιές : χωροφύλακας ή αστυνομικός του παλαιού τουρκικού κράτους. [τουρκ. zaptiye]

Φρατέλοι :
Μια ακόμα ακραία άποψη !!!
Βρε μπας και παραέχει πολύ πιο ειρωνική “ειδική” ερμηνεία;
Από τα παθήματα των Ιταλών και τις πρώτες νίκες του Μετώπου;
Φρατέλοι = “αδελφές”…

ΣΗΜ (21 Νοε.) :
Και αναφέρομαι και κάνω το συνειρμό, από τα “φτερά και πούπουλα” της επίσημης στρατιωτικής ενδυμασίας…

[Οι αναφορές βεβαίως, στα ενθυμήματα και ημερολόγια, είναι πολύ κατανοητά και μόνο στην ερμηνεία “του αγαπητού και πονεμένου μεσόγειου αδελφού” -εκτός όταν υπάρχουν κι εκεί κάποιες ειρωνικές υβριστικές αναφορές]

Τσίφτης :
Δεν ξέρω αν ευσταθεί η εκδοχή της προέλευσης και απόδοσης από την αλβανική λέξη.
Ακούγεται και ο ήχος της, αλλά και το νόημά της πιο ταιριαστό από την τουρκική.
ΣΗΜ (21 Νοε.) : Και μάλιστα στην παλιά γλώσσα, την οθωμανική.

Από το çift= ολοκληρωμένος, άρτιος
(από: ζυγός, ζεύγος, ζευγαρώνω, ολοκληρώνομαι - çiftlesmek = συνουσιάζομαι )

Άξιο προσοχής για την κατανόηση, το :
Τσιφλίκι = Το συγκεκριμένο (άρτιο) κομμάτι γης
(çiftçi = αγρότης, γεωργός – çiftlik = φάρμα, αγρόκτημα)

Προσθήκες:

Λιμοκοντόρος: ο νέος που, παρά τη φτώχια ή την πείνα του, ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά και γενικότερα με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους.
[Από το λιμός (=πείνα) + κόντης < κόντες]

μαυραγορίτης: αυτός που πουλά , διοχετεύει αγαθά στη μαύρη αγορά.
Ειδικά στην Κατοχή οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την ανάγκη του πληθυσμού για τρόφιμα πουλώντας σε υπέρογκες τιμές και θησαυρίζοντας απ΄ αυτή τους την απασχόληση.

κορτάκιας, κορτάκηδες: αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς.
[κόρτ(ε) -άκιας]

γκλάβα: το κεφάλι.
[σλαβ. glava]

χαμάμ : δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου.
Κατ΄επέκταση: το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ΄ αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο, αλλά και κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος.
[τουρκ. hamam (από τα αραβ.)]

Τσακιτζής (Cakici, στα τούρκ.)
Διάσημος αρχιζεϊμπέκης και εφές του Αϊδινίου.
Οργάνωσε από το 1899 ανταρσία κατά της Οθωμανικής εξουσίας και ανέπτυξε δράση αντιεξουσιαστική και τόσο έντονα φιλολαϊκή που η ζωή, οι έρωτες και οι περιπέτειές του υμνήθηκαν εκτός από τους Τούρκους και από τους Έλληνες σε τραγούδια:
[«Ο Τσακιτζής», 1930 με τη Ρόζα,
«Ο νέος Τσακιτζής», Γκούτη – Μπακάλη με το Διονυσίου,
«Αμάν αμάν Τσακιτζή», Περπινιάδη, Αργ. Βαμβακάρη με το Βαγ. Περπινιάδη].
Επίσης στο θέατρο Σκιών, στη λογοτεχνία, ακόμα και στον κινηματογράφο.
Δολοφονήθηκε σε ενέδρα το 1911.

Και άλλες λέξεις.

τσαλαπάτημα: ποδοπάτημα, εξευτελισμός

μαχαραγιάς : Κυριολεκτικά: τίτλος Iνδών πριγκίπων ή ηγεμόνων.
Κατ΄επέκταση, άνθρωπος που ζει μέσα στην πολυτέλεια και τις ανέσεις
[ γαλλ. maharaja < σανσκρ. mahā μεγάλος΄ rājāβασιλιάς΄·]

στραπατσάρω: καταταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά.
Επίσης: προκαλώ μεγάλη ζημιά, τσαλακώνω.
[ιταλ. strapazzar(e)]

ψιλό γαζί: συστηματικά κοροϊδεύω κάποιον χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται.

Καντίνι (ντύθηκε στο …): άψογα, στην τρίχα.

κεμεντζές : η ποντιακή λύρα.
[τουρκ. kemenὀe < περσ. keman `δοξάρι΄]

Μπαξέ Τσιφλίκι ή Μπαχτσέ Τσιφλίκ: περιοχή κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπυ παραθέριζαν τα καλοκαίρια. Διέθετε πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες.

Καραμπουρνάκι: ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.

Μπεξινάρι ή Μπεχ Τσινάρ ή “Κήπος των πριγκήπων” ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης όπου σήμερα βρίσκονται τα Σφαγεία, μέσα στο λιμάνι της πόλης.
Η λέξη στα Τούρκικα σημαίνει “Πέντε πλατάνια” (beş-πέντε çınar-πλατάνι).

«Κούτσουρα του Δαλαμάγκα»: ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη. Είχε το όνομα του ιδιοκτήτη της, Γιώργου Δαλαμάγκα και λειτούργησε από το 1936 και για 10 χρόνια.
Στην Κατοχή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και Γιάννης Παπαϊωάννου δούλευαν σε αυτήν την ταβέρνα.

Κορτάκιας: δεν έχω ιταλικό λεξικό αλλά νομίζω πως corte σημαίνει αυλή. Άρα και οι Ιταλοί πρέπει να χρησιμοποιούν τη λέξη με την ίδια σημασία που τη χρησιμοποιούν και οι Γερμανοί, δηλαδή «περιτριγυρίζω μια γκόμενα», όπως η Αυλή περιτριγυρίζει το βασιλιά .

Τσακιτζής: efe = αρχιζεϊμπέκης. Όταν μικρός έβλεπα στα περίπτερα στην Απογευματινή την επιφυλλίδα «Τσακιτζής, ο Εφές του Αιδινίου» νόμιζα, και ίσως και πολλοί άλλοι, ότι Εφές είναι οθωμανικό αξίωμα, διοικητής ή κάτι τέτοιο. Όχι, απλά ο Τσακιτζής έζησε και έδρασε στην περιοχή του Αϊδινίου.

Μαχαραγιάς: ενδιαφέρουσες οι σανσκριτικές ερμηνείες. Δηλαδή maha πολύ κοντά στο Μέγας και raja πολύ κοντά στο Ρήγας, Rex.

Ακριβώς, Νίκο.
corte, ιταλ. (<cohors, λατιν. ) σημαίνει αυλή παλατιού.
Κατ΄επέκταση, “φέρομαι ευγενικά”, όπως αρμόζει σε αυλικούς. Αργότερα πήρε την έννοια “ερωτοτροπώ”

Και στα γερμανικά, μάλλον το ίδιο: Hof < hoflich.

έλειπα και σχεδόν δεν είναι δυνατόν να διαβάζω τα πάντα που γράφτηκε για όλες τις λέξεις. Που μπορώ να βρω την τελευταία λίστα (exel)? Ευχαριστώ πολύ.

Μάρθα, εδώ (o σύνδεσμος δεν μπορεί να ανακτηθεί).
Θα ετοιμάσω, σύντομα, και καινούριο πίνακα με διορθώσεις και προσθήκες.

Σ’ ευχαραιστώ πολύ, Ελένη, περιμένω την καινούργια λίστα.
Σχετικά με τη λέξη “τσιφτ- ης” εγώ είμαι σίγουρη ότι δεν έχει τόσο ενδιαφέρον απλά η λέξη, αλλά η κοινωνιολογική σημασία, δηλαδή στο περιοδός τότε, στην οσμανική κοινωνία. Το τσιφτλικ ήταν ένα ολογκληρο κοινωνιολογική σύστημα, μετά από ορισμένες αναρθυμήσεις. και γι’ αυτό για μένα ο τσιφτης σημαίνει κάτι σαν “κύριος”, “πλούσιος”, και μάλλον σε ιρωνική νόημα. Μου ήρθε στο μυαλό μου ένα γνωστό τραγούδι της πατρίδας μου που λέει ένας λήστης> “εγώ είμαι ο ηγεμόνας των θάσσων…” (εδώ οι λήστες δεν πιάνουν τα βουνά αλλά τα θάση) και σημαίνει ότι ο λήστης είναι επίσης ένας κυριαρχός (στη δική του κόσμο και σε αντίθεση με το σωστό ηγεμόνα).

Τζες: ο σωματοφύλακας
Τούφα: το κελί του ύπνου

Από το ένθετο του δίσκου « Η Θεοδώρα Νταλγκά τραγουδά Χοντρονάκο»Πρώτη εκτέλεση.(Δεν γράφει εάν η ερμηνεία των λέξεων έγινε από τον Θωμά Κοροβίνη)

rhodian,
Μήπως μπορείς να μας γράψεις τους στίχους, όπου αναφέρονται οι λέξεις αυτές;

Το “σύρμα” με τη σημασία “χορδή” στο “Σύρμα πάνω σύρμα κάτω…”

Στη λίστα βλέπω “Σύρμα μαύρο” τρόπος επεξεργασίας του χασισιού.

Νομίζω (το αναφέρει και ο Άρης πιο πάνω) πως εδώ “σύρμα” σημαίνει “πολύ καλής ποιότητας μαύρο” και το “μαύρο” από μόνο του, τον τρόπο επεξεργασίας.