Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

ε όχι και παραδοσιακό… μουσική και ενορχήστρωση τυπική της εποχής και στίχοι ελαφροί και επιθεωρησιακοί. μάλιστα ο σαββίδης, αφού έγραψε αυτούς τους πιασάρικους στίχους για να πουλήσει (και πουλάει ακόμα) με την πρώτη ευκαιρία μπήκε στην επιτροπή λογοκρισίας (και φαντάζομαι λογόκρινε τον εαυτό του).
όσο για την 4η εκδοχή που αναφέρεται με τον καλυβόπουλο, προφανώς είναι “ο πρεζάκιας” του τσαούς -εντελώς άλλο κομμάτι. αυθεντικό ρεμπέτικο και φυσικά ενάντια στην πρέζα (όπως και “ο πόνος του πρεζάκια” του δελιά).

υγ: ελλείψει αυστηρού “διορθωτή”, κάποιος πρέπει να κάνει την βρώμικη δουλειά…

Σωστά!
Οι σουπιές εκκρίνουν μελάνι για να θολώσουν τα νερά, όταν νιώσουν ότι κινδυνεύουν.

Καλώς τον και ευπρόσδεκτες (πάντα) οι διορθώσεις! :slight_smile:

“Ο πρεζάκιας” είναι φυσικά άλλο τραγούδι, δημιουργία του Γιοβάν Τσαούς, με τον Καλυβόπουλο.

Το “Είμαι πρεζάκιας”, - όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Νικόλας - είναι επιθεωρησιακό και αξιοποιεί και δίστιχα της ανώνυμης δημιουργίας.

Με την ευκαιρία, άλλο ένα λήμμα να προστεθεί, από το ίδιο τραγούδι, το “Είμαι πρεζάκιας”,
από το τελευταίο τετράστιχο, το οποίο ακούγεται μόνο στην εκτέλεση από την Άννα Παγανά (Πολίτισσα):

“Την Γκρέτα Γκάρμπο έχω γκόμενα
τη Μάρλεν Ντήντριχ ερωμένη
και το Ναβάρο καμαριέρη μου
τα πόδια να μου πλένει”

Ναβάρο: (1899 - 1968) Μεξικανός ηθοποιός, ξεκίνησε την καριέρα του από το βωβό κινηματογράφο και στις δεκαετίες 1920 και 1930 αναδείχτηκε ως Λατίνος εραστής και sex symbol.

Και όχι μόνο αυτό. Κάνουν και κάτι ακόμα, πολύ πιό αποτελεσματικό για τη διάσωσή τους (μιλάμε βέβαια για τα εξελιγμένα μαλάκια: σουπιά, χταπόδι, καλαμάρι): πριν εκτοξεύσουν το μελάνι, αναρροφούν μεγάλη ποσότητα νερού. Ενεργοποιώντας τώρα την απελευθέρωση του ολού, εκτοξεύουν ταχύτατα το μίγμα νερού και μελανιού που προκύπτει και “θολώνει τα νερά” αλλά κατά την εκτόξευση αυτή, εκτοξεύονται και τα ίδια προς την αντίθετη, φυσικά, κατεύθυνση, με το φαινόμενο “τζέτ”, στο οποίο βασίζεται και η προώθηση του αεροπλάνου, με εκτόξευση προς τα πίσω καυσαερίων της μηχανής τζέτ που διαθέτει και αυτό, όχι μόνο τα μαλάκια. Έτσι, εν ριπή οφθαλμού μετακινούνται σε απόσταση ασφαλείας από τον “κίνδυνο”, ο οποίος δεν μπορεί να μετακινηθεί και εκείνος τόσο γρήγορα. Το “μελάνι αμολάω” λοιπόν, εκτός από το θόλωμα των νερών έχει και την έννοια του “εξαφανίζομαι ευθύς και τάχιστα”.

Για την ετυμολογία της λέξης"κασόμπρα" μια γνώμη από το Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο:’

“μπορεί να προέρχεται από τους μεσαιωνικούς Φράγκους κατακτητές, γιατί αυτοί έχουν το ίσκιωμα, ombre, που σπάει casse, δηλαδή το πνεύμα του μοχθηρού Γασμούλου που θέλει να διαλύσει τις γεμάτες φαντασία συνθέσεις ή αντικείμενα και σκεύη των καλών ανθρώπων”

πηγή

Υ.Γ. Βελούδιος είναι αυτός βέβαια, αλλά είναι και αυτή μια άποψη.

Νομίζω ότι το λέει ποιητικά, όχι διεκδικώντας πιθανότητες ετυμολογικής ακρίβειας…

Αν και υποψιάζομαι ότι ο καλαμαράς είναι κατευθείαν μετάφραση από την αντίστοιχη ισλαμική ιδέα του χειριστή της γραφίδας από καλάμι Αραβική καλλιγραφία - Βικιπαίδεια

Όπως ακριβώς και με την ετυμολογία που έδινε στη λέξη “ζεϊμπέκικο”…

Να μην ξεχνάμε και τα φτερά αγγέλων που φυτρώνουν, λέει, στις ωμοπλάτες του χορεύοντος ζεϊμπέκικο…

Μερικά συμπληρωματικά στοιχεία για το γλωσσάρι.

Το χαμάμ ήταν ένα κτίσμα θρησκευτικής φύσης. Μέσα από την καθαριότητα του σώματος (υπήρχαν μάλιστα καταγεγραμμένες σαφείς οδηγίες καθαριότητας πριν την είσοδο σ’ αυτό) απέβλεπε στον εξαγνισμό της ψυχής.
Αν και ο καθένας , ανεξαιρέτως θρησκεύματος, μπορούσε να πάει στο χαμάμ, υπήρχαν ξεχωριστές αίθουσες για τους πιστούς (μουσουλμάνους) και άλλες για τους “άπιστους” (χριστιανούς, εβραίους κλπ.), όπως ξεχωριστές υπήρχαν για άντρες και για γυναίκες.
Το χαμάμ ήταν δωρεά ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου: από τη μια, το ισλάμ πίστευε και διέδιδε την ιδέα της κοινωνικής προσφοράς ως μέλημα των πιστών του - άρα ήταν μέσα στις υποχρεώσεις τους η δημιουργία του και από την άλλη, ένα χαμάμ ήταν ιδιαίτερα δαπανηρό και για το στήσιμο και για τη λειτουργία του.

Το μπεζεστένι είναι ένα κτίσμα για τις συνδιαλλαγές ακριβών προϊόντων.
Είχε ψηλά παράθυρα, βαριές πόρτες για αποφυγή ληστών και διέθετε και θυρίδες για τη φύλαξη πολύτιμων ειδών.
Οι πιο πλούσιες πόλεις μόνο διέθεταν μπεζεστένια.

μια ερώτηση:
Στο Αθηναίος Σεβταλής στο 2.37 λέει
και άλλη μια ταταυλιάνή έχει …(καργκούνι?) και κλειδί.

Τι εννοεί ο ποιητής;

ευχαριστώ

ΛΟΙΠΟΝ Ο ΜΠΑΡΜΠΟΥΤΖΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΟΥΤΙ
ΣΩΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΤΖΟΓΟ(ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΛΕΝΕ . ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΑ ΣΩΤΟ?(ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ?)
ΝΤΕΡΤΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ(ΕΧΕΙ ΣΚΟΤΟΥΡΕΣ) ,ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ.ΓΙΑΥΤΟ ΛΕΕΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΝΤΕΡΤΣΟΣ ΠΑΝΑΙΤΣΑ ΜΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟΝ ΜΠΕΛΑ ΤΗΣ Η ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 17:26 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:19 —

ΣΩΤΟΣ Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ (ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΛΕΝΕ ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΑ ΣΩΤΟ ΔΛΔ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ?)
ΝΤΕΡΤΣΟΣ Ο ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΕΙ(ΓΙΑΥΤΟ ΛΕΕΙ ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΝΤΕΡΤΣΟΣ ΠΑΝΑΙΤΣΑ ΜΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΜΠΕΛΑ ΤΗΣ Η ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ)

Για αυτό καμιά.σκέψη?

Μήπως λέει “καρτσούνι” δλδ ότι φοράει κάλτσες κ έχει και σπίτι;

Επειδή αυτό το “μεζεκλής” του α’ στίχου, δεν διευκρινίζεται καθόλου μετέπειτα,
αντίθετα από το “σεβνταλής”, για το οποίο παρατίθενται εξηγήσεις,
θα μπορούσε να λέει ο στίχος:

“έχει γαρντούνι…”, όπου “γαρντούνι”, “γαρδούμι”, [“χορδούνιν” στους βυζαντινούς], είναι η γνωστή μας, μετέπειτα “γαρδούμπα”.

Δεν έχω απάντηση. Αλλά, γιατί μόνο αυτό, όλα τα άλλα τα απαντήσαμε;

“Είμαι ντερλίτσι” τι σημαίνει;
“Είμαι Μεζεφκλής”;
Η Μορτακιώτισσα, από πού είναι;
Η Τσαρμαδιώτισσα; Η Φασουλιώτισσα;

Έχω την εντύπωση ότι ο στιχουργός (κατά Μανιάτη, ο ίδιος ο Ογδόντας) “μάζεψε” όσες περισσότερες εκφράσεις μπορούσε που να σχετίζονται με τους πρόσφυγες, τους συνοικισμούς όπου ζούσαν, τις περιοχές απ’ όπου κατάγονταν στην Μικρασία κλπ, για να εντυπωσιάσει (και φυσικά να πουλήσει). Ούτε η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε η τελευταία. Δεν νομίζω να βρεθεί άκρη.

Μπάμπη, το “καρτσούνι” (πρώτη φορά ακούω τη λέξη έτσι καταγραμμένη) γιατί να σχετίζεται με την κάλτσα; Με το σπίτι;

Εγώ παιδιά καρβούνι άκουσα, που μου φαίνεται πιο λογικό. Καρβούνι είναι γνωστή καταγεγραμμένη λέξη. Σημαίνει (φυσικά) το κάρβουνο, αλλά κυρίως μεταφορικά, τον καημό, τη σπίθα στην ψυχή.

Αντίθετα, το κλειδί είναι που δε μου πάει. Μήπως λέει άλλη λέξη;

Ντερβίσης δε λέει;

Μεζεκλής. Και σήμερα δε λέμε μεζεκλήκια; (πρβλ. μερακλής - μερακλήκια κλπ.)

Μήπως από το Ορτάκιοϊ της Πόλης;;;

Η Φασουλιώτισσα από τον Φασουλά. Είναι και στο τραγούδι για το γιαγκίνι της Σμύρνης.

Ωραίος και σπάνιος ο παλαιινός ιδιωματισμός “εγλεντζές”. Δεν είναι ποιητική αδεία για το μέτρο, ούτε ανήκει στα αδικαιολόγητα Ε εντός παρένθεσης που λατρεύουν να χώνουν ανάμεσα στους στίχους οι συγκεκριμένοι ανεβάστορες του ΥΤ.

http://libsearch.teiep.gr/Record/1%2F287

…έχεις μπαρμπούνι και πληγή

Δεν το πολυπιστεύω…αλλα οκ ας το εξετάσουμε:
Μπαρμπούνι όπως… Μπαρμπούνι μου θαλασσινό κι ολόχρυσό μου ψάρι…κάποιου είδους κοπλιμέντο
Πληγή???

Να το ρε μάγκα!

Καρβούνι και πληγή!

Α γειά σου!
Δατς ίτ λέμε!
Με είχε φάει αυτή η στροφή
Ευχαριστώ

Το τραγούδι λέει:

Είμαι ντερβίσης1 μεζεκλής2
απʼ την Αθήνα σεβνταλής
είμʼ Αθηναίος εγλεντζές
που μʼ αγαπούν πάρα πολλές.

Σπάω σεβντά με τις Σμυρνιές
τις Μορτακιώτισσες3 που λες
και με τις Τσαρμαδιώτισσες4
και με τις Φασουλιώτισσες.

Απʼ τα Ταμπάχανα είναι μια
ποʼ ʼχει τρελάνει τον ντουνιά
για μένανε τρελαίνεται
και μη σας κακοφαίνεται.

Μια μόρτισσα Αθηναίισσα
τσαχπίνα ντερμπεντέρισσα
και άλλη μια Ταταυλιανή
έχει5 καρβούνι και πληγή.

  1. Ντερβίσης: έχει φάει το τελικό σίγμα.
  2. Μεζεκλής: ακούγεται «μεζευκλής».
    Μπορεί να πρόκειται για απανωτά σαρδάμ. Ψυχολογικά δεν είναι απίθανο, μόλις κάνεις το ένα, να κάνεις κι άλλο. Το «μεζευκλής» θα μπορούσε να προκύψει ως μπέρδεμα με το «ζεφκιλής» (=γλεντζές), που άλλωστε είναι πιο λογικό από το μεζεκλής και θα μπορούσε κάποιος να περιμένει ότι αυτό θα είχε ο στίχος.
    Άλλη υπόθεση: λέει άλλες λέξεις που δεν άκουσα καλά και δεν τις αναγνωρίζω.
  3. Μορτακιώτισσες: δε γνωρίζω τη λέξη, άρα δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά ότι την άκουσα σωστά.
  4. Τσαρμαδιώτισσες: το ίδιο. Ίσως στην αρχή ακούω Χ- αντί Τσ- (αλλά και πάλι δεν αναγνωρίζω τη λέξη).
  5. Έχει, και όχι έχεις. Και ακουστικά και νοηματικά είμαι βέβαιος.

Για όλες τις υπόλποιπες λέξεις δεν έχω αμφιβολία. Αναγνωρίζονται και με το αφτί και με τη λογική και το συμφραζόμενο.

Και μια ακόμη παρατηρησούλα:
Το «πο’χει» δεν υπάρχει σωστός τρόπος να γραφτεί. Παλιά γραφόταν με κορωνίδα, ένα σημάδι ίδιο με την ψιλή (πὄχει), που δηλώνει ότι το όμικρον δεν ανήκει ούτε στην πρώτη λέξη ούτε στη δεύτερη αλλά και στις δύο εξ αδιαιρέτου. Δεν έχω υπόψη μου να καταργήθηκε ποτέ η κορωνίδα (εκτός αν μου διέφυγε), αλλά με το μονοτονικό χάθηκε από τα τυπογραφικά στοιχεία και σιωπηρά καταργήθηκε.
Με απλή προσαρμογή της παλιάς γραφής σε μονοτονικό προκύπτει «πόχει»: λάθος, γιατί το παρουσιάζει σαν μία λέξη ενώ είναι δύο.
Με απόστροφο προκύπτει «πο 'χει»: λάθος, γιατί είναι σαν η δεύτερη λέξη να έχασε το έψιλον και η πρώτη να έμεινε ακέραια, ενώ δεν υπάρχει λέξη «πο» - και άλλωστε κανένα φωνήεν δε χάθηκε, ενώθηκαν με κράση.
Κράτησα την εξίσου αδικαιολόγητη γραφή με δύο αποστρόφους, όπως είναι στο σάιτ του λινκ του #2095, με το απλό αιτιολογικό ότι δεν είναι δική μου επιλογή αλλά δική τους.