Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Ετσι. Το “καλάρω” έχει επικρατήσει για όλα τα ψαράδικα εργαλεία που ρίχνονται στη θάλασσα. Με βάση τη λογική θα έπρεπε να είχε επικρατήσει το “φουντάρω”, το οποίο παρέμεινε π.χ. για την άγκυρα, για το σκαντάγιο κλπ.

Μερικές λέξεις ακόμα.

κασαδόρος: διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου
[ιταλ. cassa]

«….λένε πως ο Νικοκλάκιας
πριν να γίνει κοχλαράκιας
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος
τουφατζής και κασαδόρος…»

καναβούρι: συνθηματική λέξη για το χασίσι.
«…και καναβούρι να τραβώ καμιά φορά…»

μετρέσα : γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν.
[ γαλλ. maîtress(e) ]

φιντάνι: το νέο φυτό, το βλαστάρι .
Μεταφορικά το νεαρό πρωτοεμφανιζόμενο άτομο.
[ τουρκ. fidan < ίσως από το ελληνικό ουσ. φυτάνη]

Δυο λέξεις που άκουσα σ΄ένα αφιέρωμα για το ρεμπέτικο::102:

Μουρμούρης = Ο σκληρός μάγκας.
Στην κυριολεξία είναι αυτός που μιλά μεσα απο τα δόντια του και απ’ όσο ακουσα η λέξη έχει τούρκικη καταγωγή ( mirmir ή κάπως έτσι ) και σημαίνει το ίδιο πράγμα. Στην πορεία βέβαια, απέκτησε και την δεύτερη έννοια που αναφέρω στην αρχή. Εξ ου και τα πρώτα τραγούδια των φυλακών, ονομάζονται αδέσποτα ή μουρμούρικα.

Γιουρούτης - γιουρούτικα τραγούδια = Ακριβώς οτι και το μουρμούρης, δλδ ο σκληρός μάγκας. Επίσης τουρκικής ρίζας, αλλά δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή προέλευση και έννοια.

Δεν νομιζω πως υπαρχει λεξη “γιουρουτος”.
“Γιουρουκος” ειναι το σωστο και "γιουρουκικα" λεγονταν τα τραγουδια της φυλης αυτης.

:084:Ανδρέα, το τσέκαρα και λέει γιουρούτης. Τώρα τι σημαίνει, αν σχετίζεται με την φυλή των Γιουρούκων ή είναι άσχετο, θα σε γελάσω. :084:

Πώς το τσέκαρες, Barcino; αν συμβουλεύτηκες τον Μάρκο, το έχει ακούσει (ή εμπεδώσει) λανθασμένα. Γιουρούκοι λέγονται οι άνθρωποι, όχι Γιουρούτοι και ο ρυθμός γιουρούκικος.

Πράγματι, πρόκειται για λάθος του Μάρκου.

Μερικές λέξεις ακόμα.
μπακαράς: είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τραπουλόχαρτα.
[γαλλ. baccara]
(«…πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες από τον μπακαρά,
να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά…»,
από το «Με ζουρνάδες και νταούλια» του Τούντα)

γκραν: πολυτελής, αυτός που αρμόζει σε επίσημες περιστάσεις
[γαλ. Grand = μεγάλος, σπουδαίος]
(«…ντυμένη γκραν μες στα βελούδα…»,
“Είσαι της νύχτας η γυναίκα”, Κλουβάτου)

φόρτσα : επιρ. (προτρεπτικά) με δύναμη, υπερβολικά, ορμητικά
[ιταλ. forza < λατιν. fortis =ισχυρός, δυνατός]
("…Έχω ντερβίση, μάγκα κι αλανιάρη
έχω λεβέντη και φόρτσα μπελαλή…", “Το κουτσαβάκι”)

σίδερα: σημαίνει και χειροπέδες,( εκτός από φυλακή).
("…Τα σίδερα τους φόρεσαν
και στη στενή τους πάνε…" Παπάζογλου)

ντορβάς και τορβάς: σακκίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορία, ταγάρι.
βάζω το κεφάλι μου στον τορβά: βάζω σε κίνδυνο τη ζωή μου, παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα, διακινδυνεύω.
[τουρκ. torba < περσ. Tobra]
(«…και το κακό κεφάλι σου
μες στον τορβά να βάζεις…», «Ο Λαθρέμπορας»).

Νίκο, έχω στην κατοχή μου ένα αφιέρωμα του Κ.Φέρρη για την ιστορία του ρεμπέτικου. Στον εν λόγω αφιέρωμα εκτός απο 4 DVD, υπάρχει και ενα συνοδευτικό εγχειρίδιο που αναφέρει οτι τα πρώτα “περιθωριακά” τραγούδια ειναι τα λεγόμενα μάγκικα, αλανιάρικα, μουρμούρικα ή γιουρούτικα. Μάλιστα και μέσα στο DVD αναφέρεται το ίδιο, με τον Η. Πετρόπουλο (ως ομιλητή) να λέει γιουρούτικα τα μάγκικα τραγούδια των φυλακών, και συγκεκριμένα εκείνα που λεγόντουσαν με “κοφτό” τρόπο.
Αν υπάρχει λάθός σ’ αυτό,…γράψε λάθος!

Αυτό ακριβώς κάνω, Barcino. Όλοι μας κάνουμε λάθη, ο Μάρκος πέθανε, ο Πετρόπουλος όμως αρνήθηκε να τα διορθώσει όταν ακόμα μπορούσε (και να ήταν μόνο αυτό το λάθος του…)

Δε νομιζω οτι ειναι συνθηματικη λεξη, ειναι απο την φυτικη προελευση του χασις : κάνναβις (ινδικη).
Αλλα ειδη κανναβης χρησιμοποιουνται για υφασματα οπως κανναβόσκοινο, κανναβόπανο=λινάτσα
Οι σποροι του κανναβουριου ειναι η γνωστη τροφη των καναρινιων και αλλων “σπιτικων” πτηνων. Πολλες φορες πεφτουν στο εδαφος και φυτρωνουν πολυ ευκολα, με τη διαφορα οτι αυτο το φυτο δεν εχει τις ιδιοτητες του χασις, παρ’ολο που εμφανισιακα ειναι σχεδον το ιδιο. Την εχουμε παθει στο παρελθον οταν η αστυνομια την επεσε στο συχωρεμενο τον παπου μου, μια και ειχε καναρινια και ξαφνικα γεμισε ο κηπος κανναβουριές !! Αντε να σε πιστεψουν μετα …

Ο ντορβάς ή ντορμπάς ή ντουρβάς, στην Κρητη (και αλλου φανταζομαι) ειναι το γνωστο μεσο που χρησιμοποιουσαν τα παλια ελαιοτριβεια για να συμπιεσουν τις ελιες και να βγαλουν το λαδι καθως οι ελιες εμπαιναν αναμεσα. Λογω της συμπιεσης αυτης φανταζομαι βγηκε και το “εβαλα το κεφαλι μου στο ντορβα”.

παπάζι = παπάτζι = παπάκι = φέσι (με χρυση φουντα)
χωρις την παρενθεση, ειναι η ερμηνεια που δινει στο γλωσσαρι της η Αλικη Λαμπρου στο βιβλιο : Τραγουδια και εθιμα της Σκυρου (συνοδευεται απο 4 cd οπου και το παραδοσιακο τραγουδι που περιεχει το στιχο : Οταν βαζεις το παπατζι με τη φουντα τη χρυση, που χρησιμοποιει και ο Μπατης στη Γυφτοπουλα, που φαινεται οτι ειναι παλιο διστιχο της δημοτικης μουσας, παραδοσιακο που λεμε σημερα ή και αδεσποτο που λεει κι ο Πετροπουλος).
http://www.studio52.gr/info_gr.asp?infoID=00000vsv
Συμπληρωνω 11.1.08
Συμφωνα με το λαογραφο Αντ.Μπουζάκη (Χανια) το παπάζι ειναι το γυναικειο φεσι και ειναι πιο χαμηλο απο το αντρικο, ειναι δλδ ενα ξεχωριστο φεσι. Υποθετω πιο μεγαλο απο το φεσακι που συνηθιζουμε να βλεπουμε σημερα μια και το κανονικο φεσι ηταν αρκετα ψηλο …

Συμφωνώ. Δεν υπάρχει σύνθημα. Αυτή είναι η (χαβαλεδιάρικη) ονομασία του γιατί προφανώς δεν μπορείς να καπνίσεις μόνον τους σπόρους του φυτού, δηλαδή το κανναβούρι.
“Της κανναβουριάς τα φύλλα θα τα κάνω φορεσιά” κ.λπ.

Και όχι η τράπεζα του χασάπη; Εμείς έτσι το λέμε: ο ντορβάς του χασάπη.
Εκεί είναι πολύ επικίνδυνο να βάλεις το κεφάλι σου.
Αν δε στο κόψει ο χασάπακας, θα κολλήσεις σαλμονέλα.

Έχετε δίκιο για το “κανναβούρι”.

Για τον ντορβά.

Μια εκδοχή σύμφωνα με την οποία προέκυψε η φράση : “βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά” είναι η παρακάτω, γνωστή και καταγεγραμμένη.
Κατά το μεσαίωνα,αλλά και αρκετά αργότερα, και μετά την επανάσταση του ΄21 που οι πειρατείες και οι ληστείες ήταν στο φόρτε τους, επικηρύσσονταν οι ληστές και οι πειρατές με αρκετά μεγάλο ποσό.
Έπρεπε όμως όποιος συνελάμβανε ληστή, να τον αποκεφάλιζε και να έστελνε το κεφάλι του , παστωμένο μάλιστα για να διατηρηθεί,( ως απόδειξη), μέσα σε έναν ντορβά, ένα ταγάρι δηλαδή, στην Κων/πολη.
Πολλές φορές και οι ίδιοι οι ληστές, περισσότερο για να πάρουν αμνηστία,αλλά και για την αμοιβή, συνελάμβαναν και αποκεφάλιζαν κάποιους αμετανόητους από το σινάφι τους και έστελναν το κεφάλι τους μέσα σε έναν ντορβά στην Πόλη.
Η φράση: “βάζεις το κεφάλι σου στον ντορβά” σύμφωνα με αυτή την εκδοχή λεγόταν προειδοποιητικά ή και απειλητικά για κάποιον που διακινδύνευε τη ζωή του, με σκοπό να συνετιστεί.

Τη λέξη “ντορβάς” ή “τορβάς” μόνο με την έννοια “σακί” ή “ταγάρι” την έχω βρει, την ίδια σημασία έχει και στα τουρκικά, από όπου προέρχεται η λέξη.

Όποιος άλλος ξέρει κάτι σχετικό, ας μας πει…

Προσθέτω:
κολντεμίρι: η αμπάρα.
«…Στην πόρτα σου, μανίτσα μου, μη βάλεις κολντεμίρι
κι άφησε απόξω το κλειδί, να σε χαρώ…»
«Τουρκαλιμανιώτισσα», Τούντα.
(Δεν έχω βρει ετυμολογία κι εδώ]

Σχετικά στοιχεία από τον “Ιό της Ελευθεροτυπίας” για τη φράση: "βάζω το κεφάλι μου στον ντορβάεδώ.

Και μια συμπλήρωση: (*)
κολντεμίρι κατά λέξη, είναι η αμπάρα.
[Από το τουρκ. kol = βραχίονας κλπ. και το ντεμίρι, σίδερο]

  • Ευχαριστώ το Νίκο Πολίτη για τη συμπλήρωση αυτή !
1 «Μου αρέσει»

:088:Φίλε Νίκο, ευχαριστώ για την διόρθωση. Αν είναι να μαθαίνουμε κάτι, τουλάχιστον ας το μαθαίνουμε σωστά.

Ανατριχιαστικη η ερμηνεια του “βαζω το κεφαλι στον ντορβα” αλλα προφανως αυτο θα ειναι.
Δεν ξερω απο που το αντλησες …

Για τους ντορβαδες στην Κρητη ειμαι σιγουρος. Ομως σε μια αναζητηση στο νετ σε κρητικα γλωσσαρια που βρηκα αρκετα και πολυ καλα, το βρηκα στους Αμαριωτες σαν ταγαρι, Ειδομεν …

Επ’ευκαιριας κυκλοφορανε πολλα λεξικα και γλωσσαρια στο δ/κτυο ειδικα ενα καλο ποντιακο.

Προσθέτω άλλη μια λέξη
από το τραγούδι “Ο Mάγκας κι η Mαργιω” του Παπάζογλου:

μπέμπης: αργιλές

(Inf. από Ρεμπέτικη Ανθολογία Γ, Τάσος Σχορέλης σελ.72)

:088:
Να προσθέσω την εξής πληροφορία:
Στο χωριό μου “ντορβάς” ή “τορβάς” ήταν ταγάρι από καραβόπανο, στο οποίο έβαζαν καρπό σταριού και το κρέμαγαν στα άλογα, στο λαιμό με τη μουσούδα μέσα, για να τρώνε τον σπόρο και να ξεκουράζονται ώστε να περιμένουν ήσυχα, ανάμεσα στο όργωμα και το σβάρνισμα, όση ώρα ο αγρότης έσπερνε με το χέρι τον σπόρο στο χωράφι. Στο ταγάρι ο αγρότης κουβάλαγε το κολατσιό του…
'Ετσι και κατ΄αυτήν την έννοια το περιεχόμενο του ντορβά είναι για φάγωμα… Επομένως η φράση σημαίνει αυτό ακριβώς που αναφέρει η Ελένη “βάζεις το κεφάλι σου στον ντορβά” = “θα το φας το κεφάλι σου”, εννοεί λοιπόν την απειλή ή προειδοποίηση για τη ζωή κάποιου και μεταφορικά το οποιοδήποτε μεγάλο ρίσκο, επαγγελματικό, επιχειρηματικό-οικονομικό, συναισθηματικό, πολιτικό κ.λ.π.

Εντάξει Theos 1960, αυτό που λές για το χωριό σου παντού γινόταν, αλλά οι ονομασίες ταγάρι και (ν)τορβάς συχνότατα εναλλάσσονται. Αυτό που ανέφερε η Ελένη είναι υπέρ αρκετό να μας πείσει για την προέλευση της έκφρασης. Πάντως, ενώ και εγώ δεν έχω ακούσει να ονομάζεται το κούτσουρο του χασάπη ντορβάς, κάθε σχετική επιπλέον πληροφορία δεκτή.

Μηπως, φιλε, εννοεις τον μπαλτα, το χασαπομαχαιρο δηλαδη;

Ελένη, κοίταξα λίγο το excel υπόμνημα και βρήκα τη λέξη “λακριντί”. Έχω ένα λεξιλόγιο που περιέχει πολλές τούρκικες, ιταλικές κ.τ. λ. λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Μικρασιάτες Έλληνες, και εκεί λέει πως η λέξη “λακιρντί” (κουβεντολόι, κουτσομπολιό) προέρχεται από την τουρκική λέξη “lakirdi”. Μάλλον πρόκειται για την ίδια λέξη, που έχει πάθει μετάθεση (νομίζω ότι λέγεται έτσι). Η προέλευση από τα τούρκικα μου φαίνεται πιο πιθανή.

Αν νομίζεις ότι θα είναι χρήσιμο, μπορώ να καταγράψω μερικές λέξεις από αυτό το λεξιλόγιο, δε μπρορώ να κρίνω όμως αν όλες έχουν εμφανιστεί σε ρεμπέτικα τραγούδια! Το ότι ήταν γνωστές στους “Τουρκομερίτες” είναι μάλλον αναμφισβήτητο.

Εύα

Σωστά, Εύα, από το “λακιρντί” προέρχεται.

Θα πρότεινα να παραθέσεις αυτές τις λέξεις και όσες απ΄αυτές συναντάμε στο λαϊκό μας τραγούδι να τις εντάξουμε στον πίνακα.