Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Ιωάννα, εσύ με καταλαβαίνεις καλά, χαίρομαι πολύ για τις χρήσιμες πληροφορίες σου. Σε περίμενα! Φαντάζομαι ακριβώς αυτή τη σκηνή που έχεις περιγράψει με απέργία, κόμματα, “παλληκαράδες”, φασαρίες, μαχαίρια κτλ κτλ. Όλοι αυτοί ήταν “τύποι” που είχαν μια λειτουργία ή ένα ρόλο στην επόχη τότε, δεν ήταν μόνο ορισμοι από το λέξικο. Το λέω χωρίς να ξέρω ιδιαίτερα στοιχεία (κάποιος μου είχε χαρίσει ένα βιβλιαράκι με ιστορίες της παλιάς Αθήνας, δυστυχώς το έχασα, εκεί βρήκα αυτές τις υποδείξεις).

Μόλις θυμήθηκα τη λύση του αίνιγμα, πως μπόρεσα να το ξέχασω! Θυμάμαι πάλι δυο σημαντικές θέσεις

  1. είχαν τότε μια ιεραρχια στον κόσμο τους .
  2. ήταν μια εποχή έθνική, γι’ αυτό και οι στρατιωτικοί ορισμοί ανθιζαν!

Βαζω κι εγω μερικες λεξεις:
σεΐχης, μοβορος, αραμπας, σουπιατζης, πικα.

Σεΐχης: πολιτικό αξίωμα σε πολλές αραβικές χώρες. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε τον περίφημο Σεΐχη Γεμενί, σαουδάραβα νομίζω, επί πολλά χρόνια πρόεδρο του OPEC, όταν το πετρέλαιο είχε κάπου 12 ή 18 δολλάρια το βαρέλι.

Μοβόρος: αιμοβόρος

Αραμπάς: κάρο για βαρειές μεταφορές.

Για σουπιατζής, πίκα, χρειάζονται και συμφραζόμενα.

“Σουπιατζής”, από τη σουπιά: καταδότης, ύπουλος.
“πίκα”= πείσμα, θυμός…
Πρέπει να προστεθούν κι αυτά.

Επιτέλους… αξιώθηκα και βρήκα τους στίχους και τους παραθέτω:
“τη ζούλα μου ανακάλυψαν
και δε θα μαστουριάσω
τον αίτιο το σουπιατζή
και το καρφί
θα τονε σουγαδιάσω…”

“έμαθες πως έχω προίκα,
σπίτι και πολλά λεφτά,
το΄βαλες βλάμη πίκα
να μου πάρεις όλα αυτά…”

Έτσι:
πίκα : πείσμα, θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, μνησικακία
[ιταλ. picca < γαλλ. pique ] .
Για το “σουπιατζής” λίγο πριν.

Νομίζω πως κάποιες από τις προηγούμενες λέξεις που αναφέρθηκαν δεν χρειάζεται να τις εντάξουμε στο λεξιλόγιο, ανήκουν στην κοινή, ομιλούμενη γλώσσα.

Για το “κουλαντριζω” μια παρατηρηση, με βαση και το “Μπαρμπερης” με τον Μπατη:

“αδικα με κουλαντριζεις
μπαρμπερακι μου χρυσο.
Ειμαι μαγκας και κουρναζα
κι ολο θα στην κοπανω”.

Εδω ταιριαζει περισσοτερο η ερμηνεια"προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου" που ειχε δωσει σε ενα προηγουμενο post η Ελενη περισσοτερο απο αυτες που δοθηκαν εκ των υστερων και περασαν στον πινακα: [FONT=Arial]," τα βγάζω πέρα, ρεγουλάρω, ρυθμίζω, φέρνω κάτι στα μέτρα μου"

[/FONT]

Χρησιμοποιηται μια τετοια λεξη στη Κυπρο καπως διαφορετικα φυσικα “κουλιαντιριζεις” το οποιο σημαινει παιρνω κατι περα δωθε.

Έ, όχι διαφορετικά Nicolas, την ίδια έννοια έχει: το μπαρμπεράκι περιφέρεται πέρα δώθε από το γκομενάκι. Πολλούς Κύπριους όμως δεν διέθετε η κοινότητα των ανθρώπων που εξετάζουμε…

Διαφορετικα εννοουσα ως προς το γραψιμο οχι ως προς το νοημα.

Στο λήμμα “κουλαντρίζω” θα υπάρξει συμπλήρωση στο νέο πίνακα.
Ό,τι άλλο εντοπίσετε να θέλει συμπλήρωση ή διόρθωση, θα σας παρακαλούσα να το αναφέρετε.

Όπως διαβάζω στην “Καθημερινή” σε εκπομπή της ΕΤ1 “Τραγούδια που έγραψαν ιστορία” υπήρξε αναφορά στο τραγούδι “Κάτω στα Λεμονάδικα” του Παπάζογλου.

Ειπώθηκε, μάλιστα, πως «λάχανο» δεν είναι το πορτοφόλι (αυτό το έλεγαν «παντόφλα»), αλλά τα προπολεμικά χαρτονομίσματα που είχαν το χρώμα της λαχανίδας και ήταν «μεγάλα σαν σεντονάκια».

Ο συνθέτης Παπάζογλου επικρίθηκε ότι εξωραΐζει την κλοπή, όμως στην πραγματικότητα «παρατηρεί» ένα φαινόμενο, αλλά το παρατηρεί με τα μάτια των φτωχών και των ανέργων: «δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μόνʼ μας τρομάζει η πείνα».

Συμφωνούμε μ΄αυτή την εκδοχή;

Αλλη μια φραση:
“τον τεκετζή εδιάταζαν
τις λουλαδιες ντουμπλεδες” ;

Λάχανα / παντόφλες

Είχε δή κανείς την εκπομπή της ΕΤ 1; ξέρουμε κατά ποιο τρόπο ειπώθηκε αυτό για τα λάχανα; Βγήκε μέσα από συνεντέυξεις του Ζέρβα κατά την εκπομπή και ποιος το είπε; Αν πάντως το είπε ο Γιώργης Παπάζογλου, θα είχα πάμπολους ενδοιασμούς. Μέσα στον ενθουσιασμό του ο Γ. Π. συχνά αφήνει τη φαντασία του να οργιάσει. Και οπωσδήποτε δεν θα ήταν η πρώτη φορά που ένα αντικείμενο τόσο σημαντικό για τους πορτοφολάδες έχει περισσότερες από μία ονομασίες στον κώδικά τους.

Όταν βέβαια ο Παπάζογλου λέει «εμείς βαράμε λάχανα, χτυπούμε τις παντόφλες», πιθανώς κολλάει αλλά δεν φτάνει. Τέλος πάντων, δεν θα ψάξουμε στα αρχεία του Νομισματοκοπείου να βρούμε μεγέθη και αποχρώσεις χαρτονομισμάτων, αλλά να ξέραμε κάτι παραπάνω.

Σίγουρα πάντως ο Β. Π. είναι με τους λαχανάδες, όχι με το λιοντάρι.

λουλαδιές ντουμπλέδες: Ειρήνη, κάποια συμφραζόμενα παραπάνω, παρακαλούμε!

Ούτε εγώ είδα την εκπομπή, επομένως δεν ξέρω ποιος μιλούσε και σε τι επιχειρήματα στηρίχτηκε.
Τα προπολεμικά χαρτονομίσματα , πάντως, είχαν πράγματι λαδί χρώμα και ήταν μεγαλύτερα από τα σημερινά.

“λουλαδιές ντουμπλέδες” νομίζω πως σημαίνει “διπλούς λουλάδες”.

Στο λεξιλόγιο πρέπει να προστεθεί μαζί με το “μπουζουριάζω” και η φράση: “μου κρατάει μπουζουριέρα” (από το “Βάρκα μου μπογιατισμένη”) που σημαίνει “κρατάει τσίλιες”.

Έχω κάποια προπολεμικά χαρτονομίσματα. Είναι κοκκινοπορτοκαλιά και μικρά. Προφανώς, όλα τα χρώματα θα υπήρχαν και δεν είναι εύκολο να εκτιμήσεις αξίες κλπ. Δεν θα σκάσουμε.

Η λέξη ντουμπλέ πάντως έχει χρησιμοποιηθεί και με την καθαρά ευρωπαϊκή της έννοια: ο ναργιλές από το Μαρόκο είναι «με διαμάντια όλο ντουμπλέ», διακοσμημένος ολόκληρος, ολοκέντητο που λένε για τα τετράχορδα. Και δεν μπορώ να φανταστώ που έχει χρήση ο διπλός λουλάς.

Μάλλον ο Μπάτης λέει «(ε,) ένας μάγκας παραπέρα, (μα –) κρατάει τη μπουζουριέρα», καταπώς το συνηθίζει όταν δεν του βγαίνει σωστά η ρυθμική του στίχου. Δεν είναι σίγουρο ότι απλά και μόνο επειδή είναι παραπέρα, τσίλιες θα κρατάει ο μάγκας, άλλωστε σε βάρκα (υποτίθεται πως) βρίσκονται. Μήπως υπονοείται κάτι άλλο, κάποιο αντικείμενο που κάτι περιέχει «φυλακισμένο»; Λέω, γιατί δεν ξέρω.

“Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες”, λέει.
Έχω ακούσει κι εγώ παλιότερα την εκδοχή να πρόκειται για τα παλιά χαρτονομίσματα, αλλά μου κάνει εντύπωση που ο Τσιφόρος στο γλωσσάρι του αναφέρει ότι ο λαχανάς είναι ο πορτοφολάς/κλέφτης πορτοφολιών. Πάντως το καλό είναι ότι είμαστε εντός θέματος!:090:

Όσο για το “λουλαδιές ντουμπλέδες”, πιστεύω ότι βγαίνει
από το γαλλικό ρήμα doubler(ντουμπλέ)= ντουμπλάρω, αντικαθιστώ. Οπότε όταν το τραγούδι λέει
“Κι αφού την πίναν έξυπνα, οι μάγκες οι λεβέντες,
τον τεκετζή εδιάταζαν τις λουλαδιές ντουμπλέδες.”
εννοεί να αντικαταστήσει τον άδειο λουλά με έναν γεμάτο ή να το ξαναγεμίσει.

“λουλαδιες ντουμπλεδες”:
Μηπως διαταζει τον τεκετζη να γινουν “διπλοι οι λουλαδες”;
Και το αντικαθιστω, παντως, το ιδιο νοημα δινει.

Λουλαδιές ντουμπλέδες: Έ, βέβαια! Με τα συμφραζόμενα που παραθέτει η Σταυρούλα το πράγμα γίνεται σαφές: «άλλαξέ μας το λουλά με άλλον, γεμάτον».

Το “ντουμπλάρω” στην ελληνική του χρήση έχει μόνο την έννοια του “αντικαθιστώ”. Δεν το χρησιμοποιούμε με την έννοια του “διπλασιάζω”. Ακόμη και στο παράδειγμά μας δεν μπορεί γίνει αυτό. Τι μπορεί να σημαίνει “διπλοί λουλάδες”; Διπλή δόση; Ουίσκι είναι το μαύρο; Ή μήπως διπλοί τον αριθμό; Και τότε πώς θα τους κρατάνε; Εναν στο κάθε χέρι;
Να σκεφτόμαστε λιγάκι ε;:slight_smile:

Επειδή το σκεφτήκαμε το απαντήσαμε. :089:
Δεν είπα να τους διπλασιάσει, είπα να αντικαταστήσει το άδειο λουλά με έναν γεμάτο.