Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, εφόσον μιλάμε για την “αυστηρή” οικονομική έννοια της λέξης: κεφάλαιο, τότε το σωστό νόημα είναι ούτως ή άλλως “το ελάχιστο”. Διότι και περισσότερα να διαθέτεις από το υποτιθέμενο ελάχιστο, αν τα χρησιμοποιήσεις σαν κεφάλαιο, θα τα επενδύσεις έτσι ώστε να δαπανηθούν τα ελάχιστα δυνατά για την έκταση της επένδυσης ανάλογα με το πόσα διαθέτεις. Από κει και πέρα το υπερβάλλον ή το τρως σαν εισόδημα πολυτελείας ή αποτελεί πλεόνασμα κεφαλαίου και αναζητάς γη θάλασσα αέρα κι εργατική δύναμη ικανά να μετατραπούν σε εμπόρευμα για επένδυση τόσο αποδοτική ώστε να εκπληρωθεί το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο και να μην παραμένει “λιμνάζον” (θυμιασμένο) απλώς σαν “λεφτά”.

Αλλά δεν θα συμφωνήσω με τη λέξη “καταχρηστικά” εδώ:

Διότι μπορεί τα λεξικά να περιέχουν μόνο την τυπική οικονομική έννοια, αλλά δε φταίει η λαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιεί τη λέξη και διαφορετικά (σε γενικές γραμμές με την έννοια των απαραίτητων για το βιοπορισμό κι ακόμα ευρύτερα των επαρκών κατά τον προορισμό τους “πραγμάτων” - υλικών ή “άυλων”). Φταίνε τα λεξικά που δεν περιέχουν και τις έννοιες που προσδίδει στη λέξη η λαϊκή γλώσσα.

Κατά τ’ άλλα, πράγματι, το παράδειγμα με το “δισκογραφικό ρεπερτόριο” είναι ένα παράδειγμα σχηματικό, χωρίς αυτό κατά τη γνώμη μου να αναιρεί τη χρησιμότητά του ως προς το τι ήθελε να εντοπίσει.

Εν πάση περιπτώσει μπορούμε να συνεχίσουμε για χρόνια έτσι την ευχάριστή συζήτηση… Ο Μαρξ γι’ αυτή τη λέξη έγραψε μερικές χιλιάδες σελίδες, είναι δυνατόν εμείς να τη “συμπυκνώσουμε” σε 10-20 σχόλια;;;

Δεν είναι και η ιδανική λέξη, αλλά δεν μου ερχόταν άλλη πρόχειρη. Για να εξηγήσω τι εννοώ με το καταχρηστικά παραθέτω από wiki το παρακάτω για τη λέξη μπουγιουρντί, πως ξεκίνησε και πως κατέληξε να χρησιμοποιείται. Φαντάζομαι ότι σε καμιά πενηνταριά χρόνια από τώρα, το μπουγιουρντί θα είναι γνωστό μόνο ως πιάτο της ελληνικής κουζίνας με ελληνικότατο όνομα.

Η λέξη μπουγιουρντί σήμαινε αρχικά την έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (τουρκ. buyurdι γ’ εν. του ρ. buyur `διατάζω΄). Σήμερα σημαίνει το επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθως με δυσάρεστο οικονομικό περιεχόμενο: Γνωστή η φράση: σού 'ρθε το μπουγιουρντί από την εφορία;.
Από κει και πέρα το μπουγιουρντί είναι μεζές της Ελληνικής κουζίνας. Η ονομασία μπουγιουρντί του δόθηκε ακριβώς γιατί το αποτέλεσμα είναι αρκετά καυτερό. Φτιάχνεται με φέτα, ψιλοκομμένες ντομάτες, πιπεριές, ελαιόλαδο και προαιρετικά κρεμμύδι τα οποία ανακατεύονται και συνδυάζονται κυρίως με πάπρικα, πιπέρι και ρίγανη, αλλά και διάφορα παραδοσιακά ελληνικά τυριά,[σημ. 1] λαχανικά, μυρωδικά χόρτα και μπαχαρικά. Ψήνεται μέχρι να λιώσει η φέτα σε παραδοσιακό μικρό πήλινο σκεύος στο φούρνο, αν και τελευταία χρησιμοποιείται συχνά αλουμινόχαρτο, ανοιχτό ή κλειστό.

Όχι δεν υπάρχει μπέρδεμα. Είναι άλλο το έχω, άλλο το πιάνω και άλλο το αναπιάνω τη μαγιά. Όσον αφορά το ψωμί, παραδοσιακά όταν λέγανε μαγιά εννοούσαν το προζύμι (την άγρια μαγιά). Όταν λέμε ότι έχουμε προζύμι εννοούμε ότι κρατάμε ζωντανή την καλλιέργεια μυκύτων την οποία χρησιμοποιούμε όποτε θέλουμε να ζυμώσουμε. Όταν λέμε πιάνω ή αναπιάνω προζύμι εννοούμε ότι ξεκινάμε την ενεργοποίησή του προκειμένου να ζυμώσουμε. Κάποιοι χρησιμοποιούν τη λέξη πιάνω με την έννοια του φτιάχνω. Δηλαδή δεν έχω καθόλου μαγιά και ξεκινώ από το μηδέν για να δημιουργήσω.

Και μια και με βάλατε στην πρίζα κάθομαι και ξαναδιαβάζω την Αγγέλα. Έχουμε:

σελ 276
“Απ’ όλοι τσι Σμυρνιοί παχνιδιατόροι, ο μπαμπάς μου είχε την πιο παλιά σιρμαγιά. Το μπαμπά μου δεν τον είχε μάθει ο μπαμπάς του μουσική. Τον είχε μάθει ο παππούς του, του μπαμπά του ο μπαμπάς. Ήπαιζε βιολί και τον είχε το μπαμπά μου παιδάκι, και του παιζε σαντούρι και γυρίζανε τον κόσμο γύρω-γύρω όλα τα νησιά. Ηρχούντουστε κι εδώ και παίζανε κι ύστερα ηανεβαίνανε απάνω. Φτάνανε μέχρι την Πόλη…”

σελ 363

“Και κάθε τελευταία απόκρια κάνανε χορό. Παίρνανε λέει άδεια. Και πήγαινε ο Βαγγέλης κι έπαιζε. Κονόμαγε ο Βαγγέλης μέσα κει (στα μπουρδέλα εννοεί) γιατί είχε μεγάλη σιρμαγιά στο μυαλό του. Την πιο μεγάλη σιρμαγιά είχε απ’ όλους τως στσι βαριοί τσι μάγκικοι τσι σκοποί…”

Προσέξτε στη μία περίπτωση λέει την πιο παλιά σιρμαγιά και στην άλλη μεγάλη σιρμαγιά στο μυαλό του. Επομένως δεν εννοεί το ρεπερτόριο με τη στενή έννοια αλλά τα βιώματα, τη μουσική γνώση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.

Εντάξει, αυτά αφορούν την κυριολεξία της λέξης «μαγιά». Το λεξικό όμως αναφέρει και την έκφραση:

ΦΡ έχω ~ ή πιάνω ~,ιδίως για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης.

Εδώ δεν έχουμε κυριολεξία, έχουμε μια μεταφορά που αν θέλαμε να εκφράσουμε το νόημά της με κυριολεκτικές λέξεις μια καλή επιλογή θα ήταν «σιρμαγιά». Γι’ αυτό και το σχόλιό μου.

Εντάξει αλλά η “σερμαγιά” δεν έχει περάσει από τη φάση “μπουγιουρντί από την εφορία” στη φάση “συνταγή της ελληνικής κουζίνας”. Οι λαϊκές χρήσεις της λέξης παραμένουν μες στη γενική της έννοια. Αν όχι με την ειδική έννοια του κεφαλαίου ως χρήματος που μέσω του μηχανισμού της αξιοποίησής αποδίδει στον κάτοχό του περισσότερο χρημα, αλλά πάντως με την έννοια του εφόδιου που μπορεί να αξιοποιηθεί χρήσιμα ανάλογα με τον προορισμο του.

Προσθήκες στο γλωσσάρι.

  1. Στο τραγούδι “Η ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ”, 1927,
    σε στ. Γ. Λαμπρινίδη, σύνθ. Γ. Καρρά που ερμηνεύει ο Αντ. Νταλγκάς

μια " …αφράτη παξιμάδα…"
«…με σταματά και με ρωτά πού πέφτουν τα [u]Κυβέλεια…[/u]»

Πρόκειται για το γαλακτοπωλείο «Κυβέλεια», όπου
“…σύχναζαν ηθοποιοί και δημοσιογράφοι, συνήθως κατά τα ξημερώματα…”
[Πηγή:“Εν Αθήναις κάποτε”, Διον. Ηλιόπουλος]

Το γαλακτοπωλείο/ ζαχαροπλαστείο λοιπόν “Κυβέλεια” βρισκόταν στα Χαυτεία, Πανεπιστημίου 83, μεταξύ Αιόλου και Πλατείας Ομονοίας

(Η φωτό από το λεύκωμα “ΑΘΗΝΑΙ” που εκδόθηκε το 1925)

  1. “ΕΑΝ ΕΙΧΑ ΕΚΑΤΟ”, 1929, με το Γ. Κατσαρό

«…θα σου είχα ένα [u]λιτζερίνο [/u]
να σου τραβάει, πουλί μου, τα κουπιά…»

Λιτζερίνος (και Αλιτζερίνος) [από το ιταλικό Algerino] εκτός από την πρωταρχική του σημασία (Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη.
Ο Αλγερίνος πειρατής ήταν συνώνυμο της σκληρότητας,
έτσι η λέξη «Λιτζερίνος / Αλιτζερίνος» είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου, του σκληρού και βάναυσου.

Εδώ όμως η λέξη έχει την έννοια του κωπηλάτη.
Σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη τη λέξη “λιτζερίνος” ο Κατσαρός τη χρησιμοποιεί εννοώντας το γονδολιέρη της Βενετίας και

  • απʼό,τι φαίνεται και από τους στίχους και από την εκτέλεση του τραγουδιού – έχει δίκιο.
  1. ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, 1946,
    Σύνθεση του Κώστα Ρούκουνα, το ερμηνεύει ο ίδιος.

“…μια μικρή στο Περιστέρι μες στου [u]Λαναρά[/u] δουλεύει…”

Η οικογένεια Λαναρά ξεκινώντας τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες το 1909, διέθετε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας.
Μεσουράνησαν στο Μεσοπόλεμο, αλλά κατέρρευσαν με πολλά χρέη, το 2009.

Το 'χω σχολιάσει και άλλοτε αλλά, με την ευκαιρία, να παραπέμψω και σε [b]video[/b]

Στη Σίφνο, που το “Εάν είχα εκατό” παραμένει πάντα δημοφιλές, το “λιτζερίνος” είναι άγνωστο και η λέξη δεν ενσωματώθηκε. Αντικαταστάθηκε από το “πιτσιρίκος”.

Νομίζω ότι ο στίχος από το «Εάν είχα 100» ερμηνεύεται πολύ πιο απλά:

α) Τη λέξη πάντα την άκουγα «Αλιτζερίνο» (ένα Αλιτζερίνο: τελικά ακούγεται ένα μόνο άλφα), που είναι πολύ πιο άμεσα κατανοητό χωρίς να ανατρέξουμε σε αλλοιώσεις που κάνουν τη λέξη αγνώριστη. Πάντως να πούμε ότι ο τύπος «Λιτζερίνος» όντως μαρτυρείται, υπάρχει και ως επώνυμο.

β) Ούτε γονδολιέρης ούτε κωπηλάτης. Πολύ απλά, Αλγερίνος. Λίγο παραπάνω λέει ότι στο αυτοκίνητο θα είχε σοφέρ Γερμανό. Γερμανός δε σημαίνει «οδηγός αυτοκινήτου», όσο κι αν εδώ ο οδηγός είναι Γερμανός, άρα γιατί (Α)λιτζερίνος να σημαίνει «κωπηλάτης» κι όχι αυτό που σημαίνει από μόνη της η λέξη; Και δεν καταλαβαίνω γιατί στη «βάρκα», και μάλιστα με κουπιά στον πληθυντικό, πρέπει να εννοήσουμε βενετσιάνικη γόνδολα. Η κοινή βάρκα για ρομαντικές βαρκάδες είναι κλισέ στα ρεμπέτικα και μάλλον θα ήταν συνήθεια της εποχής.

Από τότε που πρωτοάκουσα το τραγούδι, χωρίς να έχω διαβάσει τίποτε σχετικά, ούτε από Κουνάδη ούτε από άλλον, αυτό καταλάβαινα.

Απ’ ό,τι διαβάζω στην περιγραφή, ο χορός είναι φοξ αγκλέ.

Και οι δυο εκδοχές (Αλιτζερίνο / Λιτζερίνο) παίζουν στο στίχο, γι’ αυτό και οι δυο θα ενταχτούν στο γλωσσάρι.

Επίσης, και οι δυο αυτοί τύποι συναντώνται εξίσου σε επώνυμα, ανά την Ελλάδα.

Ίσως εγώ δεν το έθεσα σωστά, πιο πάνω.

Φυσικά και δεν εννοούσα: (Α)λιτζερίνος = κωπηλάτης.

Απλά, τον Αλγερινό θα τον χρησιμοποιούσε [u]ως[/u] κωπηλάτη, λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας που - προφανώς - είχε ως πειρατής.

Τώρα, εδώ που τα λέμε, ο {(α)λιτζερίνος ή όχι} ναύτης της εποχής της πειρατείας, δεν νομιζω να είχε ικανοποιητική κωπηλατική προϋπηρεσία, τα πειρατικά καράβια αιώνων μεταγενέστερων από τις ρωμαϊκές / βυζαντινές γαλέρες δεν νομίζω να είχαν πλέον και κουπιά, πανιά μόνο είχαν….

χαζοτράγουδο, όμως….

όχι και τόσο χαζοτράγουδο ακριβώς, πρέπει να ήτανε επιθεωρησιακό της εποχής. οι υπηρέτες ήταν οι πολιτικοί και βασιλιάδες του μεσοπολέμου, που ο κατσαρός τους έκανε γερμανούς και αλιτζερίνους.

η μάνα μου και η θεία μου το θυμούνται όπως τους το τραγουδούσε η γιαγιά μου (κλασικά ο κατσαρός άλλαξε λίγο την μελωδία):

"αν είχα πεντακόσιες χιλιάδες λιρίτσες
αυτήν την ώρα αυτήν την στιγμή
θα σου έκανα μεγάλη θυσία
θα σου έκανα μεγάλη τιμή

θα σου είχα τον ??? καροτσέρη
τον δεληγιάννη λακέ στο κουπέ
θα σου είχα τον ράλλη πορτιέρη
τον σκουζέ να σου ψήνει καφέ

θα σου είχα τον τρικούπη περιβολάρη
τον συγγρό διευθυντή των σπιτιών
κι αν τα πράγματα αλλάζαν λιγάκι
και την όλγα νταντά των παιδιών"

Αυτό είναι εντυπωσιακό, γιατί στην εκδοχή του Κατσαρού -τη μόνη που ήξερα- είναι όντως χαζοτράγουδο. Γιατί άραγε το άλλαξε;

Η ηχογράφηση του Κατσαρού, διαβάζω από την Ελένη, είναι του 1929. Η Όλγα βασίλευε μέχρι το 1913, μαθαίνω, και πέθανε το 1926, άρα το επιθεωρησιακό είναι παλιότερο και του Κατσαρού διασκευή.

μάλλον το άλλαξε ώστε να ταιριάζει στο κοινό του, έτσι κι αλλιώς ο κατσαρός διασκευές έκανε. όπως τα άκουγε και όπως τα θυμότανε και όπως μπορούσε να τα παίξει… τον αγαπάμε όμως!
η γιαγιά μου ήταν συνομήλικη του μάρκου (εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες). το τραγουδάκι θα το τραγουδούσε στις κόρες της (που γεννήθηκαν στην κατοχή) πρίν το '50 ως παιδικό.

#2373. Μπράβο Νίκο. Από τους πολιτικούς που αναφέρονται πρέπει να είναι από πριν το 1900 (αρκετά δηλαδή πριν το μεσοπόλεμο). Ενδεχομένως, η γιαγιά σου να το είχε ακούσει και εκείνη παιδί.

Κι εγώ, μόνο την εκδοχή Κατσαρού ξέρω και είναι γνωστό ότι ο Κατσαρός δεν μου αρέσει, κυρίως για μουσικολογικούς λόγους. Η χαζότητα (φυσικά κατʼ εμέ) κολλάει περισσότερο στη μελωδία: ακούγοντας τις πρώτες νότες της κιθάρας στην εισαγωγή, άλλο χαζοτράγουδο, δίσημο και αυτό φυσικά, μου έρχεται στο νού, το γιούπι γιάγια. Μουσική και στίχοι είναι ούτως ή άλλως δανεικοί και έχει πολύ ενδιαφέρον, πράγματι, η μάλλον επιθεωρησιακή προέλευση του κομματιού. Άλλωστε, και το γιούπι γιάγια “έπαιζε” στις επιθεωρήσεις του μεσοπολέμου. Ο πατέρας μου (συνομήλικος του Μάρκου) τραγουδούσε, ένα τραγουδάκι πάνω σ’ αυτό τον (αγγλικό) σκοπό, όπου ένας δήθεν Εγγλέζος με την κάσκα και το κοντό παντελονάκι με τις ψηλές κάλτσες σχολίαζε το καινούργιο μεταφορικό μέσο της Αθήνας:

Το Αθήνα έχει τραμβαγιέ (δις)
Το Αθηναίο ταξιδεύει τρέλα, σαν παστή σαρδέλα, γιούπι γιούπι γιέ.

τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να υπήρχε το τραγουδάκι, πιθανόν με γερμανούς και λιτζερίνους, και ο καθένας να παράλλαζε τους στίχους αναλόγως την συγκυρία (όπως το γιούπι-γιάγια).

Η μελωδία του γιουπιγιάγια είναι στοιχειώδης, αλλά μπορείς να πεις εύκολα «χαζοτράγουδο» ένα τραγούδι που επί τόσες γενιές εξακολουθεί να λέγεται και να ξαναματαδιασκευάζεται ανάλογα με του καθενός τους σατιρικούς στόχους; Η πιο πρόσφατη διασκευή του που θυμάμαι να άκουσα ήταν σε πορεία το 2014 ή 2015, «Πού να πήγαν Αντωνάκη τα λεφτά», και είμαι βέβαιος ότι σε κατασκηνώσεις και τέτοια θα έχουν βγει και πιο πρόσφατες.

Η απήχηση δε αυτή του γιουπιγιάγια δεν περιορίζεται επ’ ουδενί στην Ελλάδα. Είχα κάτσει μια φορά και το 'ψαξα, δε θυμάμαι πλέον τι βρήκα αλλά θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί από το πόσοι λαοί το έχουν τραγουδήσει σε πόσες γλώσσες. Και υπάρχει κι ένας παραδοσιακός σκοπός, λευκοαμερικάνικος ή ιρλανδικός ή δε θυμάμαι τι, που θεωρείται το αρχέτυπο του γιουπιγιάγια.

Χαζό χαζό, αλλά ως φαίνεται «κάτι έχει».

9 αναρτήσεις διαχωρίσθηκαν σε ένα νέο νήμα: Συζήτηση για το λήμμα: “Βιδάνιο”

Κάποια αφορμή με οδήγησε και ξανάδα αυτή την παλιά συζήτηση, όπου μεταξύ άλλων γινόταν λόγος και για το τραγούδι «Αθηναίος σεβνταλής». Αφού λοιπόν ίδρωσα να ξαναβρώ πού αλλού το είχαμε συζητήσει, το βρήκα (εδώ στο παρόν νήμα, προ 300 περίπου μηνυμάτων):

Η αποκρυπτογράφηση όσων λέξεων είναι δυσδιάκριτες δεν είναι η τελική, γιατί μετά το παραπάνω μήνυμα η συζήτηση συνεχίστηκε και καρποφόρησε. Πιο πολύ το παραθέτω σαν παραπομπή: η συζήτηση έπιανε και καμιά δεκαριά σχόλια πιο πριν κι άλλα τόσα μετά, με παρεμβολές από άλλα θέματα που συζητάγαμε παράλληλα.

Ο λόγος που το ξαναθυμήθηκα είναι για να συνδέσουμε τις δύο συζητήσεις. Στην άλλη, που είναι πιο παλιά, αναφέρεται κάπου το εξής:

Παλιό το θέμα, αλλά έπεσα τυχαία επάνω του, ψάχνοντας για την έννοια της λέξης ατζέμης, που χρησιμοποιεί συχνά ο Τσιφόρος στην ελληνική μυθολογία & με την ίδια σημασία με τη λέξη τορναδόρος.
Για ατζέμης δε βρήκα κάτι άλλο, για τορναδόρος στο slang βρήκα αυτόΟ 2ος ορισμός ταιριάζει με τη σημασία που δίνει ο Τσιφόρος, και συμπίπτει με τη σημασία που δίνει στον ατζέμη. Τις 2 λέξεις τις χρησιμοποιεί εναλλακτικά για να αποδώσει το ίδιο νόημα.

			2. [τορναδόρος](https://www.slang.gr/definition/15245-tornadoros) 	
Τελείως [μπαμπαδίστικο](http://www.slang.gr/definition/10208-mpampadismos), αλλά πάντα επίκαιρο. Σημαίνει τον άνθρωπο τον ελεεινό, τον κίναιδο, αυτόν που [χαμουρεύει](http://www.slang.gr/definition/2965-xamoureuo)  αγοράκια και τα βάζει στο στραβό δρόμο, φτάνοντας ενίοτε σε ολοκλήρωση  των ανομολόγητων πράξεών του, με, φεύ, ανεπανόρθωτες συνέπειες για τα [γιουσουφάκι](http://www.slang.gr/lemma/3638-giousoufaki)α που έπεσαν στα επιδέξια χέρια του. Πολλές [γκέισες](http://www.slang.gr/definition/14882-gkeisa) ξεκίνησαν την καριέρα τους με τη «βοήθεια» κάποιου πρόθυμου [b][i]τορναδόρου[/i][/b] (μπακάλη, θείου, πνευματικού, γκαραζιέρη, ψαρά, μανάβη κλπ).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

  1. [li]- Πού είναι ο μικρός;[/li] - Τον έστειλα στον μπαρμπα-Μηνά να τον βοηθήσει λίγο στο μαγαζί.
    - Καλά, τρελή είσαι; Ρε συ, αυτός είναι τορναδόρος μέγας. Θα το χαλάσει το παιδί.

    [li]- Ο Αντρέας είπε ότι ο Μήτσος ο ψιλικατζής χαμουρεύει το γιό του.[/li] - Τορναδόρος ο Μήτσος; Δεν του φαινότανε…