Πρόταση για νέο λήμμα: ουζάρω

Πίνω ούζο. Κάπως απαράδεκτη λέξη κατά τη γνώμη μου, αλλά αφού υπάρχει ας καταγραφεί:

…και μεθάς και κάνεις κέφι
μ’ οργανάκι και με ντέφι.

Ουζάρεις,
φουμάρεις,
αχ Δεσποινάκι μου, με κορόϊδεψες…

Εγώ θα έλεγα όχι κατηγορηματικά: αν του στιχουργού δεν του ήρθε στο μυαλό κάποια άλλη κατάλληλη λέξη, δεν θα χαλάσουμε εμείς τη γλώσσα μας. Εκτός κι αν βρεθούν καν’να δυο ακόμα παραδείγματα χρήσης της λέξης.

υ.γ: το τί σημαίνει η λέξη, είναι προφανές, κανείς δεν θα χρειαστεί να ανατρέξει στο γλωσσάρι για να μάθει…

2 «Μου αρέσει»

Ούτε «κάπως απαράδεκτη» βρίσκω τη λέξη ούτε ότι «χαλάει» τη γλώσσα μας.
Όσο για «κάνα δυο» παραδείγματα, ιδού πρόχειρα εφτά:

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 16/6/1927, 27/10/1928, 16/7/1931, 21/8/1932

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ 6/9/1934 (Μυτιλήνη)

ΦΩΣ (13/12/1936)

Γ. Αναπλιώτη, “Η Καλαμάτα στο χορό της ιστορίας” (1963): σελ. 14

1 «Μου αρέσει»

Η γνώμη μου είναι ότι δε χαλάμε τη γλώσσα με το να την καταγράφουμε, και ότι το νόημα μπορεί να είναι προφανές αλλά η λημματογράφηση ενημερώνει κυρίως για την ύπαρξη της λέξης, και ειδικότερα σε τραγούδι του ενδιαφέροντός μας. Τα περαιτέρω παραδείγματα δείχνουν ότι δεν ήταν ευκαιριακός αυτοσχεδιασμός αλλά κάτι που λεγόταν. Άνθιμε, τα 4 της Μακεδονίας είναι από διαφορετικούς συντάκτες;

Από κει και πέρα, στο μέτρο που τουλάχιστον εγώ δεν την έχω ακούσει από σύγχρονό μου άνθρωπο, μάλλον η γλώσσα αυτοϊάθηκε…!

Από τρεις διαφορετικούς συντάκτες

Α, να κι ένα όγδοο: ΚΗΡΥΞ 29/10/1937 (Λάρισα)

Λέγεται και σήμερα, το ακούω κάποιες φορές. Μάλιστα προσδίδει και έννοια χαλάρωσης και ευχαρίστησης μαζί με το ούζο.

Τα Links Άνθιμε δεν μου ανοίγουν εμένα πάντως, γιατί δεν ξέρω.

Ήτανε μπροστά όμως για την εποχή.Εδώ τόσα χρόνια μετά βγάλανε διαφήμιση με κάποιον που πίνει Λουξ και λέει Λουξάρω.Απλά παλιά πίνανε ούζα :smile:

Λάμπρος εγώ είμαι παράδειγμα, παλιά με πολύ παλιότερους από εμένα Ούζαρα και από το πολύ Ουζάρισμα, σήμερις κατέληξα να Λουξάρω με περτικαλάδα Λουξ και πάσης Ελλάδος.

1 «Μου αρέσει»

Θα έλεγα και εγώ να εντάξουμε και το «ουζάρω» στο γλωσσάρι.
Δεν το θυμόμουν στο τραγούδι στο οποίο το ανέφερε ο Περικλής, αλλά σε ένα νεότερο, του Καλδάρα (το «Φέρτε ούζο») με τον Κόκοτα, γύρω στο 1970 (; )
«…ούζο φέρτε να ουζάρω
μάγκες φρέσκους να σνομπάρω…»

Ας υπάρχει με τη σημασία του «πίνω ούζο», μια και τα παλαιότερα χρόνια το «ουζάρω» είχε εντελώς διαφορετική σημασία: χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, ασκώ, βάζω σε ενέργεια, εφαρμόζω, συνηθίζω, έχω τη συνήθεια, κάνω χρήση κ.λπ. [<λατιν. usus]
Στην Κάρπαθο, το «ουζάρω [ουζέρω και τζέρω] σήμαινε «συχνάζω» και στη Χίο «συνηθίζω».
Τα «ουζάρεις», «ουζάρει» κ.λπ. τα έχω βρει και σε κείμενα με τα γνωστά «ελληνοαμερικάνικα» να σημαίνουν «χρησιμοποιώ» κ.λπ.

2 «Μου αρέσει»

Χα! Πράγματι, και στο Καστελόριζο (νομίζω) έχω δει σε παραμύθι τη φράση «όπως το 'ζαρε», με επεξήγηση «όπως το συνήθιζε», αλλά ήταν αδύνατον να πάει ο νους μου. Κι όμως, είναι απλό: like he used to!

Τα στοιχεία που παραθέτει ο Άνθιμος στα #3 και #5 του, δεν παραπέμπουν σε κάποιον εν λειτουργία σύνδεσμο, άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε (εμείς) αν αναφέρονται στη λέξη με την σημασία χρησιμοποιώ, ή πίνω ούζο. Αν όμως ενταχτεί η λέξη στο γλωσσάρι ως λήμμα, μιας και απαντάται σε ρεμπέτικο τραγούδι, τότε νομίζω ότι πρέπει να αναφερθεί και η χρήση της με τις έννοιες συχνάζω, συνηθίζω, χρησιμοποιώ κλπ.

(Άσχετο, αλλά έχει πλάκα να αναφερθεί)

Τελικά, είτε με την έννοια χρησιμοποιώ κλπ. είτε με την έννοια πίνω ούζο, η ετυμολόγηση μάλλον είναι η ίδια και για τις δύο έννοιες: από το λατινικό usus! Η ονομασία Ούζο για το γνωστό ποτό, κατά μίαν εκδοχή προέρχεται από την επιγραφή «Προς εξαγωγήν» που έμπαινε στις κάσες μέσα στις οποίες το εμφιαλωμένο ποτό ταξίδευε από τον Τύρναβο, πόλη παραγωγής, ως την Ιταλία που το ζητούσε. Η επιγραφή, διατυπωμένη στα Ιταλικά, έγραφε «Uso per l’ Estero» δηλαδή «Χρήσις δι΄εξαγωγήν εις το εξωτερικόν». Αυτό το «ούζο» εξαγωγής ήταν καλύτερο από το προοριζόμενο για την ντόπια αγορά, οπότε οι μερακλήδες το ζητούσαν με τεκμήριο ποιότητας την επιγραφή της κάσας.

1 «Μου αρέσει»

Εφόσον έχω δώσει πλήρεις ημεροχρονολογίες και τίτλους εφημερίδων, νομίζω ο καθένας μπορεί να μπει στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της ΕΒΕ ή/και της Βουλής και να δει τα πρωτότυπα δημοσιεύματα, τα οποία βέβαια μόνο στο ουζάκι αναφέρονται.

Εκτός ρεμπετικογλωσσαριολογικής συζήτησης θεωρώ το “ουζάρω”=χρησιμοποιώ κλπ που καταγράφει ο Du Cange στα 1688…

1 «Μου αρέσει»

Το «ουζάρω»=πίνω τα ούζα μου, το βρίσκουμε και το 1956 στον Μ. Λουντέμη ( «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους», σελ. 148)

-Και πως είναι;
-Mια πατσαβουρίτσα αριστούργημα. Έχει τη γάμπα της απλωμένη στην πλατεία του χωριού και ουζάρει. Αν πεις για το μάτι της… πιάσε με! Σε κοιτάζει και σε κόβει φέτες-φέτες.

4 «Μου αρέσει»

φυσικά και είναι εκτός σκοπού του ρεμπέτικου γλωσσαριού το ουζάρω ως χρησιμοποιώ. Το να αναφερθεί όμως και η άλλη σημασία του, δεν νομίζω ότι κάνει κακό, απλά βάζει κάποια πράγματα στις θέσεις που τους πρέπουν.

Με το usus ή με το usare;

Το (ντ)ζάρω με την έννοια του «συνηθίζω» ή «συχνάζω» το έχουμε και μεις στις Κυκλάδες και υπάρχει και αλλού στο Νότιο Αιγαίο.

Από παλιό Σιφνέικο αποκριάτικο χορό:

Είμαι ένας χοίρος σοϊλής κι έχω γερά ρουθούνια,
ξέρεις, οι χοίροι τζάρουνε κει που ‘ναι τα γουρούνια

(Το είπε ένας χηρευάμενος όταν οι άλλοι τον πειράζανε)

1 «Μου αρέσει»

Στην πραγματικότητα δεν έχουμε δύο σημασίες αλλά δύο ρήματα. Ακόμη κι αν ευσταθεί η εκδοχή ότι το ούζο βγήκε όπως λέει ο Νίκος στο #13, που δεν είναι βέβαιο (εδώ διάφορες πιθανολογήσεις), τα δύο ρήματα θα είναι κατά κάποιον τρόπο ομόρριζα: το ουζάρω «πίνω ούζο» βγαίνει από το ελληνικό ούζο, απ’ όπου κι αν βγαίνει αυτό, ενώ το άλλο από το ιταλικό ή ενετικό ρήμα uso (απαρέμφατο usare).

Σ’ ένα λεξικό που να περιελάμβανε και τα δύο, θα ήταν δύο ξεχωριστά λήμματα.

Φυσικά, μας ενδιαφέρει μόνο το πρώτο.