Βάζω όλους τους στίχους για να δούμε τα συμφραζόμενα:
Ένας γέρος μερακλής
ντερμπεντέρης και μπεκρής,
κυνηγούσε στα Πατήσια
όλα τα μικρά κορίτσια.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
που ρουφάς το ναργιλέ.
Τον τσακώσαν τα μορτάκια
να μιλεί στα κοριτσάκια
και τον πήραν ρεφενέ,
γεια σου γέρο κουνενέ.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
ξεκουτιάρη και τρελέ.
Η μπογιά σου δεν περνάει,
φύγε γέρο ξεκουτιάρη.
Άδειασέ μας τη γωνιά
θα μας βάλεις σε μπελά.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Θα σε δέσουν στο μαντρί,
θα σε κλείσουν στο Δαφνί.
Έχω την εντύπωση πως κυριαρχεί η κυριολεκτική σημασία περισσότερο, ειδικά με την προσθήκη του στίχου: «με το χέρι το δεξί σου».
Σάτιρα για ηλικιωμένους που τρέχουν πίσω από κοριτσάκια, φαίνεται να είναι.
Μεταφορικά, εννοείται και το «ξεκουμπίσου».
Ίσως να ήταν φράση της μόδας, πιο παλιά, όπως μας πληροφορούν στίχοι τραγουδιού με τίτλο «Ξύσου ξύσου» από το κωμειδύλλιο «Ο γερο – Ξούρας» (1893).