Πρόταση για νέο λήμμα ΞΥΝΩ

Ξύνω

Παλαιότερα, η λέξη είχε και τη μεταφορική σημασία «αποπέμπω»/ «αποδιώχνω» (π.χ. «τον ξύσανε από τη θέση του»). Ήταν μάλιστα σε χρήση και η ειδικότερη φράση-προστακτική «(άει) ξύσου»=ξεκουμπίσου.

Με αυτή την έννοια ακούγεται στο τραγούδι «Ξύσου γέρο» του Μ. Μιχαηλίδη με τον Νταλγκά (1929):

Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
-Ξύσου! Ωωω, γέρο!
Με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο (-ξύσου γέρο!) κουνενέ,
που ρουφάς το ναργιλέ.
-Ώξω γέρο! … ωωωωω!

Στο συγκεκριμένο τραγούδι πάντως, από χρόνια μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επιχειρείται κάποιου είδους «λογοπαίγνιο», ειδικά με την παρουσία και του ημιστιχίου «με το χέρι το δεξί σου», όπου εκτός από την αρχική, απαξιωτική σημασία που επισημαίνει ο Άνθιμος, παίζει στα μουλωχτά και μία ακόμα σημασία κανονικού ξυσίματος, όχι και τόσο «καθωσπρέπει»…. Με τίποτα δεν προτείνω, βεβαίως, να αναφέρουμε και αυτήν τη σημασία, αν φτιάξουμε λήμμα.

Βάζω όλους τους στίχους για να δούμε τα συμφραζόμενα:

Ένας γέρος μερακλής
ντερμπεντέρης και μπεκρής,
κυνηγούσε στα Πατήσια
όλα τα μικρά κορίτσια.

Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.

Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
που ρουφάς το ναργιλέ.

Τον τσακώσαν τα μορτάκια
να μιλεί στα κοριτσάκια
και τον πήραν ρεφενέ,
γεια σου γέρο κουνενέ.

Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.

Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
ξεκουτιάρη και τρελέ.

Η μπογιά σου δεν περνάει,
φύγε γέρο ξεκουτιάρη.
Άδειασέ μας τη γωνιά
θα μας βάλεις σε μπελά.

Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.

Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Θα σε δέσουν στο μαντρί,
θα σε κλείσουν στο Δαφνί.

Έχω την εντύπωση πως κυριαρχεί η κυριολεκτική σημασία περισσότερο, ειδικά με την προσθήκη του στίχου: «με το χέρι το δεξί σου».
Σάτιρα για ηλικιωμένους που τρέχουν πίσω από κοριτσάκια, φαίνεται να είναι.

Μεταφορικά, εννοείται και το «ξεκουμπίσου».

Ίσως να ήταν φράση της μόδας, πιο παλιά, όπως μας πληροφορούν στίχοι τραγουδιού με τίτλο «Ξύσου ξύσου» από το κωμειδύλλιο «Ο γερο – Ξούρας» (1893).

1 «Μου αρέσει»

Δεν μπορεί ρε παιδιά να είναι κυριολεκτικό. Γιατί να ξυστεί δηλαδή;

Την έκφραση που λέει ο Άνθιμος δεν την είχα ακουστά, αλλά βγάζει νόημα.

Όσο για το δεξί χέρι, μάλλον επελέγη απλώς για τη ρίμα.

Αυτό δεν αποκλείει να υπάρχει και κάποιο υπονοούμενο, ή τέλος πάντων να επιτρέπουν οι δημιουργοί σε όποιον θέλει να φανταστεί υπονοούμενα, ίσως μάλιστα εντελώς γενικά και αόριστα (όπως, πιστεύω, και με τα αβγά της Μαριγώς της αβγουλούς: δε χρειάζεται να ανακαλύψουμε ότι κάτω από τη λέξη αβγά κρύβεται συγκεκριμένη αλληγορία, αλλά όλο μαζί το τραγουδάκι είναι πονηρό και εύθμο και μπορεί κανείς να χαμογελάει χωρίς κατ’ ανάγκην να καταλαβαίνει συγκεκριμένο «κρυφό νόημα»).

«Από την μεταφορικήν χρήσιν του ξύνω = αποπέμπω, αποδιώκω ( ήτοι αποξέων τι απορρίπτω μακράν ως ακάθαρτον ή άχρηστον ), οίον τον έξυσαν και προστ. ξύσου ! = φύγε, ξεκουμπίσου, εγεννήθη η φράσις του δίνω ξύσιμο = τον αποπέμπω, τον αποδιώκω»

ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ τ. 3-4 (1941)

Έγινε και λήμμα στο γλωσσάρι:

ξύσου (προστακτική του ρ. ξύνω)

φύγε, ξεκουμπίσου.

[Με την ίδια έννοια το συναντάμε στη φράση: «(άει) ξύσου»=ξεκουμπίσου.
Και το ρ. ξύνω απαντά μ’ αυτή τη μεταφορική έννοια: π.χ. «τον ξύσανε από τη θέση του» = τον έδιωξαν]

Ακούγεται στο τραγούδι «Ξύσου γέρο» (1929)
του Μ. Μιχαηλίδη με τον Νταλγκά

«…ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου…»

1 «Μου αρέσει»