Σόρρυ για την άσχετη παρέμβαση αλλά το διαπασών που συχνά λέτε, τι ακριβώς σημαίνει; Το έχω ψάξει αλλά σε όλα τα σημεία εκλαμβάνεται ως δεδομένη η σημασία του.
Το διαπασών είναι μια εφεύρεση που επιτρέπει σε δύο μουσικούς να κουρδίσουν ίδια χωρίς να χρειαστεί να ακούσουν ο ένας τον άλλο. Όσα όργανα υπάρχουν αυτή τη στιγμή σ’ ολόκληρη τη γη που να είναι κουρδισμένα στο διαπασών, αν όλα παίξουν π.χ. Λα, θα ακουστεί το ίδιο Λα.
Το διαπασών δεν έχει καμιά ιδιαίτερη χρησιμότητα σε ολιγοπρόσωπα σχήματα. Μια κομπανία των 2 ή 3 οργάνων την ενδιαφέρει να είναι όλοι κουρδισμένοι μεταξύ τους, κι όχι να είναι επίσης κουρδισμένοι μαζί με όλους τους μουσικούς της γης. Έτσι, είτε ο ένας κουρδίσει την πρώτη του χορδή στην τύχη και μετά τις υπόλοιπες πάνω σ’ αυτήν και μετά τα άλλα όργανα πάνω στο πρώτο, είτε ο καθένας ξεχωριστά κουρδίσει πάνω στο διαπασών, το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο. Μπορεί το Λα να πέσει λίγο πιο ψηλά ή λίγο πιο χαμηλα από το «αντικειμενικό» Λα του διαπασών, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία (δε συμμετέχει διαπασών στην κομπανία!).
(Καλά, δε λέμε βέβαια να κουρδίσεις τρεις τόνους απάνω και να σπάσεις το όργανο, ή να μη σου βγαίνει η φωνή, αλλά αυτό δεν παίζει καν σαν ενδεχόμενο. Η εμπειρία σε οδηγεί να κουρδίζεις πάντα στο ίδιο περίπου ύψος, μ’ ένα εύλογο περιθώριο απόκλισης.)
Έτσι, το διαπασών παρέμεινε αρχικά σε χρήση μόνο σε ορισμένους τύπους ορχήστρας, που αντικειμενικά το χρειάζονταν, π.χ. συμφωνικές (που και πάλι βέβαια, το τελικό κούρδισμα το κάνουν με το αφτί πάνω στο όμποε και όχι στο διαπασών). Σχετικά πρόσφατα η χρήση του άρχισε να γενικεύεται και στη λαϊκή μουσική, και αυτό δε βλάπτει μεν κανέναν, αρκεί να μη φαντάζεται κανείς (όπως αυτός ο δάσκαλος) πως επειδή ο ίδιος χρησιμοποιεί διαπασών σήμερα, χρησιμοποιούσαν όλοι πάντα!
φυσικά, δεν είναι αντηχείο, ένα ιδιόφωνο εργαλείο είναι που παράγει ένα μόνο φθόγγο, το λα. Και δεν αντηχεί, ηχεί απλά.
Ενδιαφέρον θα ήταν να ξέραμε πώς η λέξη, από τη σημασία που είχε στη βυζαντινή μουσική (“κάθε Ήχος διέρχεται δια πασών των φωνών της κλίμακος” όπου Ήχος είναι ένας συγκεκριμένος μουσικός τρόπος και φωνή είναι ο μουσικός φθόγγος), έφτασε να έχει τη σημερινή της σημασία.
Πράγματι ενδιαφέρον.
Πρακτικά «διαπασών» στην εκκλησιαστική μουσική σημαίνει «οκτάβα» (και δισδιαπασών = δύο οκτάβες). Με κάποιο μυστηριώδη τρόπο αυτό έφτασε να σημαίνει «τονοδότης» και, στην τρέχουσα εξωμουσική γλώσσα, «στη διαπασών» = «με μεγάλη ένταση ήχου»!
(Η δεύτερη εξέλιξη βέβαια δε φαίνεται και τόσο μυστηριώδης: διά πασών των φωνών > με όλες (του) τις φωνές > με όλη του τη φωνή > με όλη τη δύναμη της φωνής του…)
Α, όχι! Με 7 χρόνια στα “θρανία” της βυζαντινής μουσικής, μπορώ να βεβαιώσω ότι ο όρος φωνή στη βυζαντινή μουσική σημαίνει ακόμα και σήμερα φθόγγος, νότα. Καμμία συσχέτιση δεν υπάρχει με ένταση φωνής κατά την εκτέλεση μουσικού κομματιού. Δια πασών των φωνών σημαίνει ακριβώς αυτό που είπα παραπάνω, και το έπιασες κι εσύ Περικλή, έκταση μίας οκτάβας. Αν, στη διάρκεια κάποιων αιώνων, αυτή η έννοια είχε διαστρεβλωθεί ώστε να συνδέεται με ένταση ανθρώπινης φωνής, αυτό θα είχε περάσει και στη θεωρία, που δεν πέρασε.
Το Δις δια πασών έχει κάτι συμβολικό μέσα του, όταν το συνδυάσουμε με την Ανατολική μουσική. Οι φθόγγοι, στην ανατολική μουσική, έχουν ο καθένας ένα όνομα και δεν ονοματίζονται μόνο οι 8 φθόγγοι της οκτάβας, αλλά και εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτούς αλλά χρησιμοποιούνται σε κάποιον άλλον τρόπο (τα «ημίτονα», που θα έλεγε ένας Δυτικός) και ακόμα, φθόγγοι που απέχουν μεταξύ τους οκτάβα, στη δεύτερη οκτάβα παίρνουν άλλη ονομασία. Όλα λοιπόν τα ονόματα φθόγγων της ανατολικής (ας την πούμε «αραβοπερσική» αλλά δεν μου αρέσει ο όρος) μουσικής, βρίσκονται μέσα
σε μιαν έκταση δύο οκταβών, και μόνο.
Εμ πώς όχι; Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει «το ραδιόφωνο στη διαπασών». Σημαίνει στο τέρμα της έντασης.
Μα το «διαπασών = δυνατά» δεν το μαθαίνεις στη βυζαντινή, το μαθαίνεις κυρίως αν ΔΕΝ ξέρεις βυζαντινή.
Α, εντάξει, εσύ φεύγεις απ’ τη θεωρία και βλέπεις πώς κάποιος όρος της αλλάζει σημασία καθώς περνάν οι αιώνες, στη γενικότερη κοινωνία, όχι στη θεωρία μουσικής. Έτσι ακριβώς είναι, συμφωνώ. Το πολύ πολύ να το έπαιζα «γραφικός», αν με παρακαλούσαν να κατεβάσω την ένταση του ραδιοφώνου κι εγώ τους αράδιαζα θεωρητικά της μουσικής…
Όπως και να 'χει, βλέπω ότι το άλλο «διαπασών», ο τονοδότης, είναι αντιδάνειο από τα γαλλικά. Άρα το πώς η αρχική σημασία (αυτή της βυζαντινής) μετασχηματίστηκε στη σημασία «εργαλείο που μας δίνει το Λα» πρέπει να αναζητηθεί στη γαλλική γλώσσα και τη γαλλική μουσική ορολογία.
Πώς το λεν το διαπασών οι Γάλλοι; Γκουγκλάροντας βλέπω τη μετάφραση του διαπασών ως diapason.
Δεν νομίζω να το καταφέρουμε, τελικά…
Από το λήμμα του λεξικού που παρέπεμψα καταλαβαίνω ότι:
α) όντως το λένε diapason
β) δεν το πήραν από εμάς, εμείς το πήραμε από εκείνους. Βέβαια την ίδια τη λέξη από μας την πήραν, αλλά τον μετασχηματισμό (ή απλώς την παρανόηση, ενδεχομένως) της σημασίας τον έκαναν ολομόναχοι.
Στα αγγλικά πάντως το κλασικό διαπασών, το δίχαλο, λέγεται tuning fork, πιρούνι κουρδίσματος. Δεν έχει πολλή ποίηση μέσα του αλλά είναι σαφέστατο!
(η απάντηση ήρθε, δευτερόλεπτα πριν έρθει η ερώτηση… Καληνύχτα!)
Ένας τυπικός, φυσικά παραγόμενος, ήχος συνήθως αποτελείται από μία θεμέλιο νότα και διάφορες αρμονικές αυτής της θεμελίου. Η θεμέλιος είναι εντασιακά πιο ισχυρή και είναι αυτή που μας δίνει την αίσθηση του τονικού ύψους ενώ οι αρμονικές που συνυπάρχουν σε διάφορες, χαμηλότερες εντάσεις ουσιαστικά ευθύνονται για αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως χροιά. Γι’ αυτό το λόγο η απολύτως ίδια νότα σε δύο διαφορετικά όργανα ακούγεται διαφορετικά στα αυτιά μας. Είναι το πλήθος των αρμονικών και η εντασιακή τους σχέση που καθορίζουν κατά κύριο λόγο τις διαφορετικές χροιές των ήχων. Ένα διαπασών μας δίνει μία μόνο συχνότητα, απαλλαγμένη από άλλες αρμονικές, η οποία μας βοηθάει να κουρδίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια αφού το σημείο αναφοράς μας είναι λιγότερο περίπλοκο (για την ακρίβεια το διαπασών παράγει και κάποιες αρμονικές με την κρούση αλλά γρήγορα σβήνουν και μένει να ακούγεται μόνο η θεμέλιος). Η πιο διαδεδομένη συχνότητα στα διαπασών είναι τα 440 Hz, που αντιστοιχεί σε αυτό που η σύγχρονη εποχή ορίζει ως τη συχνότητα αναφοράς για τη νότα Λα. Διαπασών υπάρχουν και σε άλλες συχνότητες αναλόγως το όργανο ή τις ανάγκες του μουσικού.