Αυτοσχεδιασμός στη λαϊκή μουσική: Λάμπρος Λιάβας
Κάθε φορά που ακούω τη λέξη “αυτοσχεδιασμός”, θυμάμαι τη φράση ενός Ηπειρώτη λαϊκού μουσικού που έλεγε χαρακτηριστικά: “Όταν παίζω στο κλαρίνο ένα σκάρο ή ένα μοιρολόι, είμαι ελεύθερος να κάνω τα πάντα, εκτός…απ’ αυτά που απαγορεύονται!”
Αυτός ο πρακτικός λαϊκός οργανοπαίκτης συμπύκνωσε σε μια μόνο πρόταση αυτό το περίεργο “κράμα” ελευθερίας και υποταγής που διακρίνει τη λειτουργία της μουσικής πράξης στο πλαίσιο μιας λαϊκής παράδοσης. Ένα πολύτιμο μάθημα όχι μόνο μουσικής αλλά και μάθημα ζωής. Γιατί προβάλλει την αρμονική συνύπαρξη του ατομικού με το ομαδικό και την αποδοχή ότι η δική σου ελευθερία δεν μπορεί να παραβιάσει τους κανόνες που έχει θεσπίσει κι έχει επικυρώσει βιωματικά η ομάδα. Μια αριστοτεχνική ισορροπία, όπου ο επώνυμος οργανοπαίχτης αντιπαραθέτει στην ομάδα από την οποία προέρχεται την προσωπική του τέχνη, χωρίς όμως να παύει ούτε στιγμή να ενεργεί στο όνομά της και για λογαριασμό της. Γιατί, ως λαϊκός μουσικός, συμπυκνώνει τη συλλογική γνώση και μνήμη, αποτελεί απόσταγμα των κοινών εμπειριών κι αυτές καλείται κάθε φορά με την τέχνη του να εκφράσει και να επικυρώσει.
Επιβεβαιώνοντας ότι, στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής, ο αυτοσχεδιασμός δεν σημαίνει αυθαιρεσία και φαντασία ανεξέλεγκτη, αλλά αναδημιουργία με βάση πρότυπα ολοκληρωμένα και κανόνες σταθερούς, δεδομένα από την ομάδα.
Ο οργανοπαίκτης καλείται, ξεκινώντας πάντα από έναν αναγνωρίσιμο - δεδομένο μουσικό πυρήνα, από ένα “μοτίβο” (λ.χ. του κρητικού πεντοζάλη, ή του τσάμικου “Ο Ήλιος” κ.ο.κ.), ν’ αναδημιουργήσει έναν ολόκληρο “σκοπό” από την κεντρική του ιδέα, επιστρατεύοντας τη δεξιοτεχνία και τη δύναμη της έμπνευσης και της φαντασίας του.
Τον τελικό λόγο όμως τον έχει πάντοτε η ομάδα. Αυτή θα υιοθετήσει το αποτέλεσμα και θα επιβραβεύσει τον δεξιοτέχνη προσφέροντάς του τον τιμητικό τίτλο του επαγγελματία κι αναγνωρίζοντας την προσωπική σφραγίδα στο δημιούργημά του (Το “Μοιρολόι του Χαλκιά”, “Ο Ήλιος του Καρακώστα”, “Οι Κοντυλιές του Καλογερίδη”). Παράλληλα όμως, θα ελέγξει και θα επιβεβαιώσει τη σύνδεσή του με την παράδοση και την πιστότητα του ύφους κι του ήθους ως προς τα παραδοσιακά πρότυπα που αυτή έχει οριοθετήσει. Έτσι το συλλογικό αίσθημα δικαιούται, ανά πάσα στιγμή, να επέμβει επαναφέροντας στην τάξη τον οργανοπαίχτη που, παρασυρμένος από τον προσωπικό του οίστρο σε συνδυασμό με ξένες επιδράσεις, παραβιάζει το βασικούς κανόνες αυτοσχεδιασμού που θέτει η παράδοσή του: Αυτό δεν είναι πια σκάρος, έγινε μοιρολόι ή …ταξιμάκι" ή “Αυτό που έπαιξε έμοιαζε με χανιώτικο συρτό, αλλά προς το τέλος, του ξέφυγε!..” Είναι κάποιες από τις κριτικές φράσεις που θ’ ακούσεις από τους συνειδητοποιημένους μουσικούς αλλά κι από το μυημένο κοινό που, σε πείσμα του καιρού και των καταστάσεων, εξακολουθούν ν’ αναγνωρίζουν και να διεκδικούν τους προσωπικούς κώδικες μουσικής έκφρασης κι επικοινωνίας, τη δική τους μουσική ταυτότητα και σημεία αναφοράς μέσα στη γενική ισοπέδωση και κακοφωνία. Κι αντιτάσσουν στη μια, στην ομοιόμορφη, στη φτωχή μουσική που τείνει να επιβληθεί παγκόσμια ως ατομικό καταναλωτικό αγαθό, την έννοια της μουσικής ως κοινόχρηστο μέσον.
Τρία στοιχεία - αλληλένδετα, αλληλοεξαρτώμενα - βρίσκονται στη βάση κάθε λαϊκής παράδοσης:
α) η ατομικότητα στην υπηρεσία του ομαδικού,
β) η προφορική διάδοση και
γ) ο αυτοσχεδιασμός ως σπέρμα συνεχούς αναγέννησης - αναδημιουργίας.
Αντιθέτως, στον χώρο της έντεχνης, της λόγιας μουσικής έχουν κυρίως γραπτή παράδοση κι αναπτύσσεται η έννοια του “έργου” ενός επώνυμου συνθέτη, που περνάει αυτούσιο από γενιά σε γενιά, χωρίς φθοροποιούς παρεμβάσεις και το βάρος μετατίθεται πλέον όχι στην αναδημιουργία αλλά στην πανομοιότυπη αναπαραγωγή του.
Σ’ αυτή τη μουσική “εκτέλεση” ή μουσική “ερμηνεία” η λαϊκή παράδοση αντιπαραθέτει τη μουσική ζωή, καθώς εντάσσει τη μουσική πράξη φαινόμενο στον κύκλο τη ζωής του ανθρώπου (από το νανούρισμα ως το μοιρολόι) και στον ετήσιο κύκλο (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα κλπ.), με λειτουργίες συμβολικές - τελετουργικές και χρηστικές που ξεπερνούν κατά πολύ την απλή αισθητική απόλαυση. Με κοινό σημείο αναφορά τις τρεις συνιστώσες που προαναφέραμε: ομαδικότητα, προφορικότητα, αυτοσχεδιασμός.
Όπως παρατηρεί ο Γιάννης Κιουρτσάκης “η προφορική δημιουργία αγνοεί από τη φύση της την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας. Για τον απλό λόγο ότι ένα έργο που δε γράφεται, αλλά μόνο λέγεται, περιπλανιέται διαρκώς αδέσποτο από ομιλητή - σε ομιλητή, χωρίς ν’ αφήνει πίσω του κανένα υλικό χνάρι. Και συγχρόνως δεν πάει να μεταμορφώνεται σε κάθε του καινούργια ανάδυση, να γίνεται συνεχώς ένα άλλο έργο, μέσα σε μια ροή που εξαλείφει κάθε ατομική υπογραφή και που δεν ολοκληρώνεται ποτέ…” (βλ. Κιουρτσάκης Γιάννης, Το πρόβλημα της παράδοσης, Αθήνα, Εκδ. Στιγμή, 1989, σ. 23).
Ας επανέλθουμε στην αρχική παρατήρηση για τον ιδιαίτερο συνδυασμό ελευθερίας και υποταγής που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του αυτοσχεδιασμού στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης. Ο αυτοσχεδιασμός ως μεσάζων ανάμεσα στην επανεκτέλεση και στην αναδημιουργία, Γιατί η παράδοση στηρίζεται στην επανάληψη που υπονοεί κάποια στερεοτυπία, όμως, αντιθέτως απ’ ότι πιστεύεται, δεν είναι κάτι το συντηρητικό κι αμετακίνητο. Μέσα απ’ αυτή τη σοφή διαδικασία του αυτοσχεδιασμού εξασφαλίζει την αργή αλλ’ ακατάπαυστη ανανέωσή της. Γιατί αν και έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε την πρωτοτυπία με τον ενσυνείδητο νεωτερισμό, την εσκεμμένη ρήξη με το παρελθόν, αντιθέτως στην προφορική παράδοση η ανανέωση όχι μόνο δεν είναι το αντίθετο της συντήρησης αλλά την προϋποθέτει. Αφού τίποτε δεν μπορεί εδώ ν’ ανανεωθεί αν δεν έχει προηγουμένως παραδοθεί, αν δεν έχει συντηρηθεί χάρη σε μιαν αδιάκοπη σειρά παραδόσεων. Αλλά κι αντίστροφα: η συντήρηση προϋποθέτει την ανανέωση, αφού τίποτε δεν μπορεί να συντηρηθεί αν δεν ξαναζωντανέψει μιαν ακόμα φορά σ’ ένα άλλο στόμα, σ’ έναν άλλο λόγο, σε μιαν άλλη ερμηνεία…" (βλ. Κιουρτσάκης, ό.π. σσ. 28-29).
Ίσως γιʼ αυτό ο Ιγκόρ Στραβίνσκυ, ο μεγάλος επαναστάτης της μουσικής του 20ου αιώνα (σε μιαν εποχή όπου η έντεχνη μουσική της Δύσης ανατρέχει στις μορφές και τις λειτουργίες της παραδοσιακής μουσικής για να βρει διεξόδους μπροστά στην εξάντληση του τονικού της συστήματος), υπενθυμίζει στη “Μουσική Ποιητική” του τη φράση του Τσέστερτον ότι η επανάσταση, με τη σωστή σημασία της λέξης, είναι η κίνηση ενός αντικειμένου που διαγράφει μια κλειστή καμπύλη, έτσι ώστε να ξαναγυρνάει πάντα στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε." (βλ. Στραβίνσκι, Ιγκόρ, Μουσική Ποιητική, Αθήνα, Εκδ. Νεφέλη, 1982,μετάφραση: Μιχάλη Γρηγορίου, σ. 23.).
Η παράδοση – τονίζει ο Στραβίνσκυ – είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τη συνήθεια, ακόμα και από μια εξαιρετική συνήθεια. Γιατί η συνήθεια είναι εξʼ ορισμού ένα ασυνείδητο απόκτημα και τείνει να γίνεται μηχανική, ενώ η παράδοση είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και σκόπιμης αποδοχής. Η πραγματική παράδοση δεν έχει σχέση με τα λείψανα ενός παρελθόντος που παρήλθε ανεπίστρεπτα. Είναι μια ζωντανή δύναμη που εμψυχώνει και διαπλάθει το παρόν. Υπʼ αυτήν την έννοια επαληθεύεται η χαριτωμένη παραδοξολογία πως ό,τι δεν είναι παράδοση είναι…κοινοτυπία. Η παράδοση προϋποθέτει την πραγματικότητα της έννοιας: διάρκεια. Μοιάζει με ένα κειμήλιο, μια κληρονομιά που την παίρνει κανείς υπό τον όρο να την κάνει να καρποφορήσει πριν την παραδώσει στους απογόνους του…(Βλ. Στραβίνσκυ, ό.π. σ. 68).
Με βάση όλα όσα προαναφέραμε, οφείλουμε να επισημάνουμε και τον μεγάλο κίνδυνο που απειλεί άμεσα τις τελευταίες δεκαετίες τη δομή και τις κεφαλαιώδεις λειτουργίες της λαϊκής μουσικής, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης αστικοποίησης και εκδυτικοποίησης. Μέσα από την περιθωριοποίηση ή τη μετατροπή της σ’ ένα επιφανειακό φολκλόρ, που και τα δυο οδηγούν στην τυποποίηση, δηλαδή στην αποδυνάμωσή της από το στοιχείο της αναδημιουργίας, το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει την επαναφόρτιση και τη ζωντανή της συνέχιση. Αξίζει μάλιστα να μελετηθεί η ευθύνη σ’ αυτήν την τυποποίηση (από το 1930 και μετά) της επίσημης δισκογραφίας που επιβάλλει, για πρακτικούς λόγους, τρίλεπτης διάρκειας τραγούδια και χορούς, συρρικνώνοντας τα τοπικά ρεπερτόρια και προβάλλοντας σταδιακά ένα “πανελλήνιο” ύφος.
Παρ’ όλα αυτά επιβιώνουν ακόμη κάποιοι σπουδαίοι θεματοφύλακες του παραδοσιακού ύφους, φέρνοντας ως τις μέρες μας τα μηνύματα και τις αισθήσεις ζωής που χαρακτηρίζουν την τέχνη τους. Ισορροπώντας μ’ επιδεξιότητα ανάμεσα στην παράδοση και στην καινοτομία. Με μια τέχνη που, αν και είναι προσωπική (αποτέλεσμα του ταλέντου και της προσωπικότητας ενός επώνυμου δημιουργού), εντάσσεται και λειτουργεί αποτελεσματικά μέσα στο σύνολο, επειδή ακριβώς πατάει γερά στην κοινή μουσική κληρονομιά και στα κοινά βιώματα της ιδιαίτερης τοπικής παράδοσης, Γι’ αυτό και απαιτεί - πέρα από τον μουσικό - κι έναν ακροατή εξίσου δημιουργικό, που να συμμετέχει ενεργά αρνούμενος τον υποβιβασμό του σε απλό, παθητικό δέκτη - καταναλωτή της μουσικής.
Η τέχνη αυτών των πραγματικά σημαντικών εκπροσώπων της λαϊκής μας παράδοσης δεν εξαντλείται σε μια επίδειξη δεξιοτεχνίας. Αναβαπτίζεται σε αλήθειες κι αισθήσεις που τελικά ξεπερνούν τα στενά τοπικά όρια κι αποκτούν διαχρονικό κύρος και λειτουργία. Γι’ αυτό κι αγγίζει άμεσα κάθε ευαίσθητο ακροατή, αρκεί να εξασκηθεί στη λεπτή τέχνη το ενεργητικού ακροατή που μαθαίνει και συντάσσεται με τον μουσικό και μοιράζεται μαζί του τη χαρά του “χτισίματος” ενός κομματιού, με πρώτη ύλη που προέρχεται από το κοινό ταμείο. Τη χαρά που μόνο μια αυτοσχεδιαζόμενη μουσική δημιουργία μπορεί να προσφέρει!