Άνθρωποι σαν τον Γιώργο Τσαλαμπούνη βγαίνουν μια φορά στα 100 χρόνια. Ο Γιώργος από τη μία είχε καρδιά μικρού παιδιού, όντας ενθουσιώδης και μονίμως άδολος, και από την άλλη είχε ένα πηγαίο ταλέντο που σε άφηνε μονίμως κατάπληκτο. Ήταν εξαιρετικός μουσικός και ένας δοσμένος καλλιτέχνης που δούλευε σκληρά για την τέχνη του.
Για μια μεγάλη περίοδο, πριν 5-6 χρόνια, κάναμε συνεχώς παρέα και είχαμε συγχρονιστεί μουσικά. Θαρρώ πως τον καταλάβαινα και με καταλάβαινε. Πολύ συχνά ερχόταν στο σπίτι για να παίξουμε. Θυμάμαι έντονα να μελετάει, πότε κιθάρα και πότε μπουζούκι, και πόσο πολύ επέμενε μέχρι να βγει ακόμα και η πιο μικρή φράση έτσι ακριβώς όπως «έπρεπε».
Όταν ήταν να γράψουμε τη «Διαμάντω» για τη συλλογή-αφιέρωμα στον Γιοβάν Τσαούς, ο Γιώργος είχε περιπέσει σε άλλη μια δαιδαλώδη αναζήτηση, κυρίως γύρω από το ταξίμι που θα εισήγαγε το τραγούδι. Το είχε πάρει πολύ σοβαρά το ζήτημα αν και ποτέ δεν το δήλωσε ρητά. Αλλά καταλάβαινα ότι αντιμετώπιζε με δέος και σεβασμό την προοπτική να καταθέσει το δικό του αυτοσχεδιασμό σε ένα τέτοιο τραγούδι. Στο μυαλό του έπρεπε να μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στο πρωτότυπο, εμβληματικό ταξίμι. Αφού λοιπόν μελέτησε πολύ καλά την αρχική ηχογράφηση, φροντίζοντας στο μεταξύ να μου επισημαίνει με θαυμασμό τα σημεία εκείνα που φανέρωναν την ιδιοφυΐα του Τσαούση, ο Γιώργος αφιέρωσε 2-3 μέρες προετοιμάζοντας το δικό του ταξίμι. Έπαιζε ασταμάτητα. Με λαχτάρα και μανία, που λέει κι ο Μάρκος. Στο τέλος, όταν μπήκαμε στο στούντιο, έγιναν γύρω στις 7 πλήρεις ηχογραφήσεις για τη «Διαμάντω» και κάθε μια είχε και λίγο διαφορετικό ταξίμι. Παρόλα αυτά, κανένα δεν τον ικανοποιούσε απόλυτα. Ανέλαβα να το λύσω κάνοντας ένα μικρό και δημιουργικό μοντάζ σε σημεία, φροντίζοντας πάντα να μην αλλοιώσω αυτό που ήξερα ότι είχε στο νου του ο Γιώργης. Δεν θα ξεχάσω το ακαταμάχητο χαμόγελο που μας έσκασε όταν του δείξαμε το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν ο δικός του τρόπος για να επιβεβαιώσει ότι αυτό επεδίωκε και ότι χαιρόταν που τον καταλαβαίναμε.
Γιατί ο Γιώργης όταν επέστρεψε από την Άρτα έψαχνε τα άτομα εκείνα που θα τον καταλάβουν σε προσωπικό και σε μουσικό επίπεδο. Τραγουδούσε με νόημα «Από την Άρτα έφυγα στη Σαλονίκη ήρθα, μα δεν μπορώ, Ποπίτσα μου, να κοιμηθώ τη νύχτα» και για τους περισσότερους ήταν απλώς μια παιχνιδιάρικη παράφραση. Αλλά γι’ αυτούς που τον καταλάβαιναν, ο Γιώργης μιλούσε συνθηματικά.
Οι ατάκες του ήταν παροιμιώδεις και αυτό ήταν ένας ακόμα λόγος που ήταν περιζήτητος στις παρέες. Κάποτε του ζητήσαμε να μας παίξει έναν Μάρκο, όποιο τραγούδι ήθελε αυτός, και με απίστευτο timing γυρνάει και ρωτά πονηρά: ο Μάρκος να είναι ερωτιάρης ή… χασικλής;
Όταν αποφάσισε να ξεκινήσει την πτυχιακή του εργασία, μου ζήτησε να τον βοηθήσω στην καταγραφή των παρτιτούρων. Ξεκινήσαμε χωρίς να χάνουμε χρόνο και τότε είδα πόσο βαθιά και πλατιά γνώση του αντικειμένου είχε. Γιατί ένα άλλο γνώρισμα του Γιώργου ήταν ότι συνδύαζε τον αυθορμητισμό του παραδοσιακού μουσικού με τη θεωρητική κατάρτιση του σπουδαγμένου. Αξέχαστη θα μου μείνει η στιγμή όπου καταγράφουμε την πολύπλοκη «Αλανιάρα Σεβνταλού» του Σκαρβέλη με τον Γιώργο να μου υπαγορεύει μία προς μία και από μνήμης τις νότες της ηχογράφησης κάνοντας παράλληλα επί τόπου τρανσπόρτο στη μελωδία γιατί φυσικά είχε μάθει το τραγούδι σε άλλο τόνο από αυτό που ήθελε να το καταγράψει.
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πολλές αναμνήσεις από τον Γιώργο. Εν καιρώ ίσως ειπωθούν κι άλλες, κάποιες όμως θα τις κρατήσουμε για εμάς. Γιατί τώρα τα μόνα που μένουν είναι οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα σε όσους ήταν τυχεροί να έχουν συναναστραφεί με τον Τσαλαράκο. Εύχομαι κουράγιο και δύναμη στους δικούς του. Οι φίλοι του δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ.