Σε όσα λέει το άρθρο του λινκ, να προσθέσω μερικές λεπτομέρειες για όσους δεν ήταν τόσο ενημερωμένοι:
Η Καρωτή Διδυμοτείχου, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και έμαθε τα πιο πολλά τραγούδια ο Δοϊτσίδης, είναι επίσης το χωριό του Χρόνη Αηδονίδη. Στη δική μου τουλάχιστον γενιά ο Δοϊτσίδης ήταν λιγότερο ακουστός από τον Αηδονίδη, ωστόσο βγήκαν κι οι δύο περίπου τον ίδιο καιρό στη δημόσια πιάτσα, και συνέβαλαν εξίσου στην προβολή της τεράστιας παράδοσης του χωριού τους, η οποία σχεδόν ταυτίστηκε, για το ευρύ κοινό, με τη θρακιώτικη παράδοση γενικά.
Προσέξτε λίγο τα Λιανοχορταρούδια, αξίζει τον κόπο. Διαφέρουν από το γνωστό σε αρκετές λεπτομέρειες:
α. Ή ο Δοϊτσίδης το άργεψε, ή ο Αηδονίδης το επιτάχυνε. Γιατί να το αργέψει κανείς; Δεν μπορώ να φανταστώ λόγο. Γιατί να το γρηγορέψει κανείς; Για πιο σουξέ.
β. Λείπει η εμβληματική εισαγωγή, αντ’ αυτής έχει μόνο οργανική επανάληψη του Β. Ή ο Δοϊτσίδης την αφαίρεσε, ή ο Αηδονίδης την πρόσθεσε. Γιατί να την αφαιρέσει κάποιος; Γιατί δεν υπήρχε ποτέ, υπήρχε μόνο η αντιφωνική επανάληψη. Παραδοσιακά τραγουδούν οι ίδιοι οι χορευτές, ένας λέει, όλοι επαναλαμβάνουν, κι είναι τόσο αυτάρκεις ώστε δε χρειάζονται καν όργανα. [Κι αυτό βέβαια απαιτεί μια κάπως αργή χρονική αγωγή, δεν μπορείς να τραγουδάς και να τρέχεις - βλ. (α).] Αν βρεθούν και όργανα, καλοδεχούμενα: θα συνοδεύουν το τραγούδι. Κι αν βρεθούν όργανα αλλά λείψουν οι χορευτές (δεν υπάρχουν χορευτές στις… ηχογραφήσεις!), τα όργανα εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο. Αυτό λοιπόν κάνει ο Δοϊτσίδης. Η εισαγωγή είναι πρόσθετη, και αποτελεί παράφραση της μελωδικής φράσης Β. Ίσως προέρχεται από αυτοσχέδια παραλλαγή που έκανε κάποιος κάποτε, και τυποποιήθηκε και καθιερώθηκε.
γ. Λείπει το εξίσου εμβληματικό «σόλο» μετά τους στίχους, που συνήθως δεν παίζεται ως σόλο αλλά από όλα τα όργανα είτε μαζί είτε κατά σειρά. Αντ’ αυτού έχει ένα διαφορετικό σόλο στο ούτι, που φαντάζει ημιαυτοσχέδιο. Γιατί να πετάξει το καθιερωμένο σόλο και να φτιάξει ένα δικό του; Γιατί ανέκαθεν έτσι γινόταν. Εφόσον υπήρχε όργανο να συνοδέψει το τραγούδι και τον χορό των χορευτών, μετά το τέλος των στίχων μπαίνει το κλώσιμο, ημιαυτοσχέδιο σόλο που χορεύεται αλλιώς, πιο ζωηρά. Κάποιο κλώσιμο κάποιου κάποτε, όπως και παραπάνω με την εισαγωγή, τυποποιήθηκε και καθιερώθηκε ως στάνταρ οργανικό τμήμα, και έκτοτε το επαναλαμβάνουν όλοι μηχανικά χωρίς να διανοούνται ότι επρόκειτο αρχικά για αυτοσχεδιασμό.
δ. Αντί «κι αμάν αμάν» λέει ένα άλλο, ακατάληπτο, πιθανώς τούρκικο τσάκισμα. Έβγαλε ο Δοϊτσίδης το σαφές και το αντικατέστησε με το ακατανόητο, ή έβγαλε ο Αηδονίδης το περίεργο και το αντικατέστησε μα το εύκολο; Ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια.
Ζωναράδικο έμαθα από χοροδιδάσκαλο αλλά δε μου φαίνεται τόσο αργό που να μη χορεύεται. Μάλλον πιο ευχάριστα χορεύεται στην ταχύτητα του Δοϊτσίδη, ειδικά αν οι χορευτές τραγουδούν κιόλας δεν θα λαχανιάζουν
Για τους κυπριακούς χορούς πάντως ξέρουμε ότι αυτός που παράγγελλε ένα χορό από τους οργανοπαίχτες καθόριζε και αν ήθελε να παιχτεί πιο αργά (π.χ. για ηλικιωμένους χορευτές), μήπως ισχύει κάτι παρόμοιο και στη Θράκη, οπότε και οι δυο ταχύτητες είναι εξίσου αποδεχτές;
Δεν ξέρω για τη Θράκη. Πάντως, ο τύπος της σχέσης «ο ένας πληρώνει κι έχει απαιτήσεις - ο άλλος είναι σε θέση να ικανοποιήσει κάθε απαίτηση ώστε να διεκδικήσει την αμοιβή του» αφορά τους επαγγελματίες. Το στάνταρ στα χωριά του Έβρου, απ’ όσο ξέρω, ήταν να μην υπάρχουν καν επαγελματίες. Πιάνω ένα τραγούδι, κι εσένα από το χέρι κι εσύ κάποιον άλλο, και ξεκινάμε. Αν κάποιος νιώσει ότι πάει πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, απλά θα το πει - λογικό δε φαίνεται; Δεν κρινόμαστε από κανέναν, το κέφι μας κάνουμε. Κι άμα μες στην παρέα κάποιος βαστάει την γκάιντα ή τη λύρα, αντί να χορέψει θα σταθεί στη μέση να παίζει, αλλιώς θα έχουμε μόνο τα στρωτά ζωναράδικα, χωρίς κλώσιμο.
Η περίπτωση ενός ουτζή (ουτίστα) δεν ξέρω πού εντάσσεται, ίσως αυτός να ήταν πιο επαγγελματίας.* Ακόμα κι εκεί, λογικό μού φαίνεται ότι άμα πληρώνω για να χορέψω θα πρέπει να μπορώ να το χορέψω και να το ευχαριστηθώ. Αν είναι να μου βγει η γλώσσα, περίμενε να ξαναδείς τον παρά μου, κι εσύ και το ούτι σου.
*Ομολογουμένως θα είχε ενδιαφέρον αν ο ίδιος ο Δοϊτσίδης έχει μιλήσει γι’ αυτα τα πράγματα σε καμιά συνέντευξη. Δεν το 'χω ψάξει. Δεν ξέρω καν αν έπαιζε σε πραγματικές συνθήκες στο χωριό πριν ξενιτευτεί. Ο Αηδονίδης πάντως έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πάει σε γλέντια.