Ένα άρθρο που έπεσε στην αντίληψή μου σχετικά με την διαμονή του Μάρκου Βαμβακάρη στην Πάρο από το 1956; μέχρι το 1958.
“Η άγνωστη ιστορία του Μάρκου στην Πάρο”
Φωνή της Πάρου | Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 20188 | Πρώτο θέμα
Η άγνωστη ιστορία του Μάρκου
στην Πάρο
Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης, δεν είναι μόνο
ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός, τραγουδιστής και συνθέτης αυτού του μουσικού
είδους, αλλά είναι και αυτός ο οποίος καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και
μπαγλαμάδες.
Η ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη είναι από μόνη της μία περιπέτεια και ενώ ο ίδιος
έζησε τυραννικά και βασανιστικά τη σχετικά μικρή ζωή του (1905-1972), ενέπνευ-
σε εκατοντάδες καλλιτέχνες αναδεικνύοντας τον μουσικό θησαυρό της ρεμπέτικης
μουσικής και την κουλτούρα ολόκληρων γενιών από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως
-και τουλάχιστον- τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Η «Φωνή της Πάρου», με σεβασμό στη ζωή του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη, από
το τέλος του 2017 προσπάθησε να βρει στοιχεία και να τα φέρει στο φως της δημο-
σιότητας, σε ό,τι αφορά το πέρασμα του Μάρκου από την Πάρο (1957-1958). Μία
ιστορία που συγκεντρώθηκε κουβέντα με κουβέντα και ψάχνοντας σε όλο το νησί.
Μια ιστορία δακρύων, πόνου, αλλά ίσως και πηγή έμπνευσης για τον «πατριάρχη»
του ρεμπέτικου τραγουδιού, λίγο πριν ξεκινήσει και πάλι τη «δεύτερη» μεγάλη κα-
ριέρα του στη χώρα, καθώς είναι γνωστό ότι ο μεγάλος Μ. Βαμβακάρης έζησε μία
καταξίωση στο καλλιτεχνικό στερέωμα τη δεκαετία του ’40 και άλλη μία τη δεκαετία
του ’60. Αυτά, τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και ιδιαίτερα τα χρόνια που
πέρασε στην Πάρο, θα προσπαθήσει να παρουσιάσει η εφημερίδα μας.
Σύντομο ιστορικό
Ο Μάρκος γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας
Σύρου από οικογένεια καθολικών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο
πρωτότοκος από έξι αδέλφια.
Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο και πήγε στις φτωχογειτο-
νιές του Πειραιά, διαμένοντας κυρίως στην Παλιά Κοκκινιά και τα γειτονικά Άσπρα
Χώματα. Εργάστηκε σχεδόν σε όλες τις δουλειές και νυμφεύτηκε μια πανέμορφη
κοπέλα, αμφιβόλου όμως ηθικής, την Ελένη (Ζιγκοάλα). Κάπου εκεί ασχολείται με
το μπουζούκι και γράφει στοίχους. Τη δεκαετία του ’30 με τον Γιώργο Μπάτη, τον
Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, σχηματίζει το μουσικό σχήμα που έγραψε
ιστορία: «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», ενώ το 1933 κυκλοφόρησε την
πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Να ‘ρχόσουνα
ρε μάγκα μου»).
Το 1935 ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή», όταν αντίκρισε σε μία παράσταση
στη Σύρο, μία κοπέλα. Όπως δήλωσε αργότερα: «Ούτε και ξέρω πως την λέγανε
ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι». Κατά τη λογοκρισία της κυ-
βέρνησης Ιω. Μεταξά, ο Βαμβακάρης συνεχίζει και συγκινεί τα πλήθη, ενώ στη Θεσ-
σαλονίκη το 1937 συγκεντρώνονται 50.000 άνθρωποι στην παραλία του Λευκού
Πύργου για να τον ακούσουν. Εν μέσω της κατοχής, το 1942 παντρεύεται για δεύ-
τερη φορά, την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Και ενώ η Ελλάδα
ταλανίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), αλλάζουν… και τα καλλιτεχνικά
ακούσματα! Οι δισκογραφικές εταιρείες θεωρούν ξεπερασμένο τον Μάρκο, ενώ τα
κέντρα διασκέδασης δε συνεργάζονται μαζί του. Μαζί με όλα αυτά ο Βαμβακάρης
έχει περιπέτειες με την υγεία που (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα0, ενώ
αφορίζεται από την Καθολική εκκλησία γιατί παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο.
Τα χρόνια στην επαρχία
Το 1954 ο Μάρκος είναι ξεχασμένος απ’ όλους! Με τον επτάχρονο γιο του
(και σημερινό πολύ μεγάλο μουσικό, Στέλιο Βαμβακάρη που ασχολείται επί
χρόνια με τις κοινές ρίζες των Αμερικάνικων blues και του μπουζουκιού), γυρνάει
της γειτονιές της Κοκκινιάς, προκειμένου να βγάλει το φαγητό της μέρας.
Ο Μάρκος ξεσπάει ένα βράδυ, όταν σ’ ένα καφενείο της Παλιάς Κοκκινιάς, δεν
τον αφήνουν να παίξει μπουζούκι και να τραγουδήσει, καθώς ο μαγαζάτορας
του λέει ότι είναι καλύτερο να ακούσουν το τζου μποξ! Ο Βαμβακάρης
μονολογεί και στον δρόμο από Π. Κοκκινιά προς Άσπρα Χώματα «πλέκει» στοίχους.
Κάπου εκεί αποφασίζει να πάει στην επαρχία να τραγουδήσει. Οι επαρχιώτες για να
τον ακούσουν του δίνουν κότες, αυγά και όσπρια. Ο Μάρκος προσπαθεί με αυτά να
θρέψει τη μεγάλη φαμίλια του.
Ο Μάρκος στα αζήτητα
Στη Σύρο του γίνεται μεγάλη υποδοχή το 1955. Ο Μάρκος τραγουδάει στη τα-
βέρνα του Λιλή στην Άνω Σύρα (ακόμα υπάρχει αυτό το μαγαζί, με την ίδια διεύ-
θυνση!).
Ο Βαμβακάρης ζει με τη «σφουγγάρα». Δηλαδή, το πιατάκι που περιφέρει ο
γιος του στους θαμώνες, για να μαζέψουν χρήματα! Τα πράγματα όμως δεν πηγαί-
νουν καλά, το τσουκάλι δε γεμίζει και ο κόσμος προτιμά να ακούει λαϊκά τραγούδια
με ευρωπαϊκά όργανα. Έτσι, ο Μάρκος το 1956 ( φεύγει για την Πάρο, όπου θα
μείνει έως και το 1958.
Η Πάρος
Ο Μ. Βαμβακάρης είναι επιστήθιος φίλος με τον Σπύρο Λαζαρίνο, ο οποίος
διατηρεί κρεοπωλείο στη Σύρο. Έτσι, τον στέλνει στο γιο του Δημήτρη Λαζαρίνο
(πατέρας του συνταξιούχου κρεοπώλη Χαράλαμπου Λαζαρίνου, που διατηρού-
σε μέχρι και προ ολίγων ετών το χασάπικο στην Παλιά Αγορά της Παροικιάς).
Ο Μάρκος πηγαίνει στο σπίτι των Λαζαρίνων που βρίσκεται στην περιοχή της Ζω-
οδόχου Πηγής, πίσω από το σημερινό «Kialoa Bar» (βλ.: φωτό 1). Τα πράγματα είναι
πολύ δύσκολα. Ο Μάρκος έχει μαζί του άλλα επτά άτομα! (Γυναίκα, παιδιά και έναν
μουσικό). Το σπίτι αποδεικνύεται πολύ μικρό, καθώς σ’ αυτό ζει και η οικογένεια
Λαζαρίνου. Έτσι η οικογένεια Βαμβακάρη μένει ουσιαστικά στην αυλή του σπιτιού!
Την ίδια εποχή η Πάρος ακούγεται ως τόπος παραθερισμού στους κοσμικούς
κύκλους της Αθήνας και όχι μόνο. Εκτός του Τρούμαν Καπότε που γράφει
στο νησί το «πρόγευμα στο Τίφανις», η νεολαία της Πάρου τρέχει στις
παραλίες για να δει να κολυμπάει γυμνή η Ζαν Μορώ! Οι «κοπάνες» τις τε-
λευταίες ημέρες προ του καλοκαιριού στο Γυμνάσιο Πάρου ξεπερνούν κάθε ρεκόρ!
Στις Λεύκες!
Ο Βαμβακάρης πηγαίνει και παίζει κάθε Σαββατοκύριακο στην «Πάνδροσο»,
όπου στους ευκαλύπτους στήνονται τα τραπέζια. Η κόντρα μεταξύ «Πάνδροσος» και
«Μπακαλιάρου» κορυφώνεται, αφού τα δύο μαγαζιά μονοπωλούν τη διασκέδα-
ση με «ζωντανή» μουσική στην Πάρο.
Κάπου εκεί «σφήνα», το καλοκαίρι, μπαίνει και η «ταβέρνα του Μάρκου» (πρώ-
ην εστιατόριο «Αργοναύτης» στην πλατεία Μαντώς Μαυρογένους»). Η ταβέρνα εί-
ναι ιδιοκτησίας του Μάρκου Αλιπράντη, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του
Μ. Βαμβακάρη. Τα πράγματα κάπως αρχίζουν και φτιάχνουν οικονομικά για τον
μεγαλύτερο Έλληνα ρεμπέτη. Ο Μάρκος πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά και δεν
αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο. Λέει ακόμα και τα κάλαντα των Χριστουγέννων με
το μπουζούκι! Και αφού το τσουκάλι αρχίζει να γεμίζει, ο Βαμβακάρης ενοικιάζει
σπίτι στο Μουνταράκι (βλ.: δεύτερη φωτό 2).
Συγχρόνως ο Βαμβακάρης γίνεται σχεδόν ο μόνιμος οργανοπαίκτης και μουσικός
στους γάμους των Παριανών. Γάμος, δίχως Βαμβακάρη, δε νοείται στο νησί! Αίφνης
ο Συριανός τραγουδοποιός «ανακαλύπτει» και σε ποιο σημείο της Πάρου «πέφτει»
το περισσότερο χρήμα! Και αυτό δεν είναι άλλο χωριό από τις Λεύκες. Ο Μάρκος
είχε πρωτοπάει εκεί σε αποκριάτικη εκδήλωση και έκπληκτος βλέπει ότι μόλις αρ-
χίζει τις πενιές οι Λευκιανοί αδειάζουν στις τσέπες τους! Ο Βαμβακάρης γίνεται
σχεδόν μόνιμος κάτοικος Λευκών και κάθε Σαββατοκύριακο είναι εκεί.
Τελικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ενώ ο Μάρκος είναι στα αζήτητα, με
πρωτοβουλία του Β. Τσιτσάνη κυκλοφορούν παλιά και νέα τραγούδια που τραγου-
δούν ο ίδιος, ο Γρ. Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι και η αξεπέραστη Άντζελα Γκρέκα,
που και εκείνη ήταν γειτόνισσά στην Κοκκινιά. Έτσι, το 1960 ξεκινάει η δεύτερη
μεγάλη καριέρα του Βαμβακάρη.
Το τέλος
Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 στην Κοκκινιά, από νεφρική
ανεπάρκεια.
Τάφηκε στο Γ’ Νεκροταφείο στη Νίκαια παρουσία Καθολικών ιερέων, παρότι ακό-
μα η Καθολική εκκλησία τον είχε αφορισμένο. Τα έξοδα της κηδείας του η οικογέ-
νειά του τα βρήκε μέσω δανείου…
Η υστεροφημία του Μάρκου Βαμβακάρη άρχισε να παίρνει διαστάσεις όταν τον
ανακάλυψε η νεολαία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και όταν ξεκίνησαν να στήνο-
νται και πάλι ρεμπετάδικα στις γειτονιές της Αθήνα; και του Πειραιά, και όταν πάλι η
ίδια η νεολαία κατανόησε ότι τα ρεμπέτικα του Μάρκου ήταν οι «ροκιές» των αρχών
του 20ου αιώνα!
Δ.Μ.Μ."
Πρόκειται για άρθρο από την εφημερίδα “Φωνή της Πάρου”, φύλλο 446, 9/2/2018.
Η εφημερίδα δημοσιεύει και εξωτερικές φωτογραφίες του σπιτιού που φιλοξενήθηκε στην αρχή και του σπιτιού που νοίκιασε αργότερα.
Μετά από υπόδειξη του Περικλή ανεβάζω το pdf γιατί ο σύνδεσμος που έβαλα ήταν άλλα αντί άλλων.
Foni 446.pdf (2,7 MB)
Ενδιαφέρον! Να σημειώσουμε πάντως ότι ο Στέλιος, πράγματι ασχολήθηκε με τις κοινές ρίζες του μπλουζ και του ρεμπέτικου, όχι βεβαίως του μπουζουκιού. Ως πασίγνωστον, το μεν ρεμπέτικο έχει κάποια κοινά με το μπλουζ, σε ό,τι αφορά τη θεματική των στίχων των δύο ειδών, αλλά οι όποιες συγγένειες σταματούν εκεί, το δε μπουζούκι δεν έχει την παραμικρή σχέση με το μπλουζ, εκτός βεβαίως του ότι και τα δύο αυτά σχετίζονται με τη μουσική, γενικά… Σε κάθε περίπτωση, οι πολυπροβεβλημένες συναντήσεις του με κάποιον Αμερικάνο μπλουζίστα που μου διαφεύγει το όνομά του, απολύτως τίποτα ενδιαφέρον ή μέχρι τότε άγνωστο δεν απέφεραν, σχετικά με τις (υποτιθέμενες) “κοινές μουσικολογικές ρίζες” μπλουζ και ρεμπέτικου.
Και βεβαίως, οι στίχοι που του ήρθαν στο μυαλό εκείνο το βράδυ στους δρόμους από Κοκκινιά σε Άσπρα χώματα, είναι το τραγούδι « Τί πάθος ατελείωτο», αν βέβαια ο Στέλιος, απ’ τον οποίον το μάθαμε, θυμόταν καλά.
Είναι ακριβές αυτό; Τάφηκε δεν σημαίνει κηδεύτηκε - κανείς δε μένει άταφος (εκτός από την περίπτωση της καύσης βέβαια), αλλά κάποιοι θάβονται χωρίς κηδεία, που είναι θρησκευτική τελετή.
Ο Βαμβακάρης κηδεύτηκε από καθολικούς ιερείς, ή τάφηκε αδιάβαστος και οι ιερείς απλώς παρευρίσκονταν;
Μεταφέρω το άρθρο όπως το βρήκα.
Σε μια απλή αναζήτηση στο google βρήκα αυτό:
" Ο Μάρκος απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών από νεφρική ανεπάρκεια στο ισόγειο διαμέρισμα του στην οδό Δαιδάλου 14 στην Νίκαια. Την επόμενη μέρα κηδεύτηκε στο Γ νεκροταφείο Αθηνών στην Νίκαια και τον έψαλλαν καθολικοί ιερείς παρότι είχε αφοριστεί το 1966, λόγω του δεύτερου γάμου του."
Επίσης για την κηδεία του Μάρκου αναφέρονται και εδώ:
Ξαφνικά είμαι σαν τον παπά με τα γένια του. Οπουδήποτε κι αν διάβαζα για την ταφή κάποιου, ούτε θα παρατηρούσα αν το κείμενο λέει «τάφηκε» ή «κηδεύτηκε», ούτε, πολύ περισσότερο, θα γύρευα να βγάλω κανένα συμπέρασμα από αυτό. Κι εγώ ο ίδιος, μάλλον δε θα πρόσεχα ποιο από τα δύο ρήματα λέω.
Επειδή όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση του Μάρκου έχουμε το ασυνήθιστο να τον έχουν αφορίσει, και μάλιστα αυτό να αναφέρεται στην ίδια πρόταση, ξαφνικά μου δημιουργούνται αμφιβολίες.
Το κείμενο του λινκ τιτλοφορείται «Η κηδεία του Μάρκου», αλλά μέσα ξαναβρίσκουμε την αμφίσημη διατύπωση «ενταφιάστηκε παρουσία Καθολικών ιερέων». Με ρητό και ξεκάθαρο τρόπο δεν λέει πουθενά «κηδεύτηκε με κανονική καθολική κηδεία».
Έχει και φωτογραφία το κηδειόχαρτό του. Και το κηδειόχαρτο λέει βέβαια «κηδεύομεν». Δεν αναφέρει όμως ναό, όπως είναι νομίζω το στάνταρ σήμερα. Λέει απλώς «εκ της οικίας μας οδός τάδε».
Αυτό σημαίνει:
α - ότι απλώς παρέλειψαν να αναφέρουν τον ναό;
β - ότι δεν έγινε κηδεία σε ναό αλλά μόνον η ταφή; (οπότε οι καθολικοί παπάδες απλώς ήρθαν για κάποιον οποιοδήποτε δικό τους λόγο, κι όχι για να ιερουργήσουν)
γ - μήπως συνηθιζόταν να τελείται η κηδεία στο σπίτι; Δεν ξέρω αν έχω ακουστά κάτι τέτοιο, αλλά δε θα ήταν απίθανο, δεδομένου ότι και οι γάμοι παλιά στα σπίτια γίνονταν κι όχι στην εκκλησία, και νομίζω και οι βαφτίσεις. Δηλαδή ουσιαστικά οι ναοί ήταν μόνο για όσα αφορούν όλη τη θρησκευτική κοινότητα, όχι για οικογενειακές τελετές.
δ - Ή μήπως πάλι η τελετή γινόταν επιτόπου στο μνήμα;
Αν δεν απατώμαι, ο αφορισμός του Βαμβακάρη έγινε επειδή πήρε διαζύγιο. Μήπως έκτοτε η καθολική Εκκλησία (της Ελλάδας ή γενικά) αποφάσισε να χαλαρώσει την τόση αυστηρότητά της, και κήδευε όσους διαζευγμένους είχαν αφοριστεί σαν, υπόρρητα, να τους συγχωρούσε; Ή πάλι, μήπως δε συνέβη τίποτε τέτοιο αλλά απλώς ο αφορισμός του παράπεσε σε κάποια χαραμάδα της γραφειοκρατίας και τον κήδεψαν κατά λάθος; Ή μήπως τελικά δεν τον κήδεψαν;
Να διορθώσουμε αυτή την ανακρίβεια της παριανής εφημερίδας: δεν πέθανε “αφορισμένος” ο Μάρκος. Περί το 1966, ο ίδιος αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του (σελ. 197) ότι τον πλησίασαν οι Καθολικοί επιτετραμένοι και τον κοινώνησαν
Εξ ού και η παρουσία των Καθολικών ιερέων στην κηδεία του
Με όλο το σεβασμό κ. Νίκο, θυμάμαι μια συναυλία σε ένα ανοιχτό θεατράκι στο Θησείο, όπου έγινε μια πετυχημένη προσπάθεια διαλόγου μπλούζ και ρεμπέτικου (κατά τη ταπεινή μου γνώμη πάντα…). Με το Στέλιο Βαμβακάρη και έλληνες μπλουζίστες αν θυμάμαι καλά. Λιτά και ωραία. Δε σημαίνει απαραίτητα κάτι αυτό μουσικολογικά. Απλά σημαίνει ίσως, πως άμα θέλουνε οι άνθρωποι τα βρίσκουνε…Αρκετά χρόνια περάσανε από τότε…δε θυμάμαι λεπτομέρειες δυστυχώς, αλλά θυμάμαι ότι ήταν ενδιαφέρον άκουσμα.
Αγαπητέ Βασίλη, ωραία αυτά που αναφέρεις, κι εγώ είχα παρακολουθήσει αρκετές τέτοιες συναυλίες (όχι επί τόπου), αλλά ήταν απλά κάποιες παράλληλες «συναντήσεις», όπου ο καθένας «παρέθετε» τα δικά του λεγόμενα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όσα άκουσε από τους άλλους, και τίποτε άλλο δεν συνέβη. Ούτε αλληλοεπιδράσεις ούτε τίποτα.
Τα ίδια περίπου, και κάποια χρόνια νωρίτερα, όπου σε κάποιον άλλο χώρο είχαν συναντηθεί Βορειοηπειρώτες και Ινδοί. Και πάλι ο καθένας τα δικά του και μετά, «ευχαριστούμε, χαίρετε!». Αυτά δεν λέγονται διάλογος, παράλληλες παραθέσεις είναι.
Αυτή η συζήτηση έχει ξαναγίνει. Αν βρούμε πού, γιατί εγώ δεν το θυμάμαι, μπορώ να σας μεταφέρω μια ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, ιστορία του Ρος Ντέιλι σχετικά με τη συγκεκριμένη συναυλία Ηπειρωτών (όχι βορειο-) και Ινδών. Εκτός αν την έχω ήδη πει!
Προς το παρόν, ας μείνουμε στην Πάρο.
Το κείμενο για την Πάρο το διάβασα κι εγώ, στα social.
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μάρκος αν θυμάμαι σωστά αναφέρει πολύ πολύ συνοπτικά την εποχή αυτή στην αυτοβιογραφία του σαν -περιοδείες στα νησιά- κι απλά κάπως λέει πώς πέρασε εκεί και ποιά νησιά του άρεσαν περισσότερο από άλλα, ποιά νησιά ήταν πιο πλούσια σε αγαθά κτλ…
Το κείμενο μου μοιάζει λίγο ασαφές…
Έζησε 2 ολόκληρα χρόνια στην Πάρο ασταμάτητα λοιπόν;
Ο Στέλιος κ ο Δομένικος δλδ ήταν μαζί του κ εκεί πήγε σχολείο;
Και η γυναίκα του;
Ή απλά την περίοδο που τον επισκεύφθηκε η οικογένειά του (καλοκαίρι ; ) δεν χωράγανε στο σπίτι;
Δεν ξέρω…
Ο συντάκτης του άρθρου δεν γράφει από πού έχει όλες αυτές τις πληροφορίες που παρουσιάζει για τον Μάρκο και την τόσο μεγάλη παραμονή του στην Πάρο…
Για μια τόσο μεγάλη παραμονή στην Πάρο, με παραξενεύει η σιωπή του Μάρκου στην ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ως γνωστόν, «μαγιά» της αυτοβιογραφίας ήταν ένα χειρόγραφο του Μάρκου (“Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου”), όμως πολύ μεγάλο τμήμα της προήλθε από μεταγενέστερες συνεντεύξεις. Ο Μάρκος, πιθανότατα δεν συμπεριέλαβε τα της Πάρου στο χειρόγραφό του, για μία σειρά από λόγους. Η Κάιλ, ήξερε για το τμήμα αυτό της ζωής του; Προφανώς όχι, οπότε και δεν τον ρώτησε σχετικά.
Και κάτι ακόμα, που μου ήρθε μεταγενέστερα στο νου ως δεύτερη σκέψη: Ποιος μας λέει ότι ο Μάρκος κάτι έγραψε σχετικά με Πάρο, όμως η Κάιλ θεώρησε, για τους δικούς της λόγους για τους οποίους ουδέποτε ρωτήθηκε, ότι καλύτερο θα ήταν να αποσιωπηθεί αυτή η περίοδος, και έπεισε τον Μάρκο να το απαλείψουν;
Δυνητικά θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Τα παιδιά του, ή άλλοι που θα το ήξεραν, δεν έχουν μιλήσει/γράψει ποτέ σχετικά με το διάστημα της Πάρου; Ο Βαρθαλίτης, που βρήκε μέχρι και πληροφορίες για τα ωδικά πτηνά της Σύρου επειδή ο Βαμβακάρης αγαπούσε τα ωδικά πτηνά, δε βρήκε τίποτε επ’ αυτού; (Τον έχω διαβάσει απ’ αρχής μέχρι τέλους, και μάλλον πρέπει να είμαι από τους ελάχιστους που το κατάφεραν, αλλά όχι και πως τα θυμάμαι όλα.)
Κι εγώ, ακριβώς τα ίδια αλλά, κι εγώ… τζού…
Έχει μια μαρτυρία (Ι. Βασιλειόπουλος) ο Βαρθαλίτης (Α΄ τόμος, σελ. 434):
“Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης το 1956 ήρθε στην Πάρο και τραγούδησε στο κέντρο Πάνδροσος στο λόφο της Αγίας Άννας”