Γενιικά, πράγματι δεν συνηθίζεται, ούτε στη δημοτική ούτε στα ρεμπέτικα, να κρατάμε τις “χαρούμενες” μελωδίες για ευχάριστες αφηγήσεις και τις άλλες για τις άλλες. Το είχα παρατηρήσει από νεαρός αυτό, την εποχή που πηγαίναμε στα ρεμπετάδικα (τα λέγαν “μαγαζιά” τότε), σε μίαν άλλη, διαφορετική βέβαια διάσταση. Ερχόνταν μία παρέα, λίγοι άντρες ας πούμε, έπιναν, άκουγαν, έβλεπαν, διασκέδαζαν. Κάποια στιγμή, κάποιος απ’ αυτούς νοιώθει ότι έφτασε γι αυτόν η ώρα της κορύφωσης του γλεντιού. Παραγγέλνει ένα τραγούδι και, μόλις αυτό αναγγέλλεται, σηκώνεται για ζεϊμπεκάκι. Η παρέα ξέρει ότι γι αυτόν είναι η κορύφωση και σπάει ποτηράκια, ο ίδιος το δείχνει με όλο του το σώμα και ο οργανοπαίκτης τραγουδάει:
Γλυκοβραδυάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει,
την ώρα που ο Χάροντας την πόρτα μου χτυπάει (κ.λ.π.)
Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που έχει δει γαμήλια γλέντια να κορυφώνονται με το ζεϊμπέκικο του γαμπρού, του αδερφού της νύφης ή άλλου εξίσου εορτάζοντος προσώπου «Το τελευταίο βράδυ μου». (Και όχι ως αστεϊσμό, και καλά να κλαίει ο γαμπρός τη λευτεριά που αφήνει, αλλά ως ξέσπασμα κεφιού.)
Απόστολε, ψάξε σε ποιητές του μεσοπολέμου, οι στίχοι σίγουρα είναι εμπνευσμένοι από τα νεοαποκτημένα (βαλκανικοί πόλεμοι) εδάφη στο βορρά. Δεν νομίζω οι στίχοι να γράφτηκαν από λαϊκό στιχουργό. Κανένας Παλαμάς; (εγώ δεν είμαι καθόλου γνώστης ή λάτρης της ποιητικής τέχνης, ούτε πότε πέθανε ο Παλαμάς δεν ξέρω).
Ο Μανιάτης πάντως δίνει και στίχο και μελωδία (!!!) παραδοσιακά.
Δεν είναι πιάνο, το τσίμπαλο του Γκάς Παπαγκίκα είναι. Ο δίσκος (1919) έχει από πίσω το Σμυρναίικο μινόρε της Κολούμπια (Αν σ’ αγαπώ κι είν’ όνειρο). Ο τίτλος του κομματιού είναι “Η Χρυσάϊδω”. Εξαιρετικοί όλοι τους (Αθ. Μακεδόνας στο βιολί και φυσικά Μάρκος Σιφνιός στο τσέλλο).
Χα! Άλλο ένα τραγούδι με μουσικά θέματα -συγκεκριμένα το ρεφρέν- από την ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου ανέβρυσαν η Βαρβάρα / Μαρίκα η δασκάλα, η θεια μου η Αμερσούδα κλπ… Και βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι κι αυτό είναι κωμικοσατιρικό. (Βλ. σχετικά με τη διάδοση αυτής της μελωδίας εδώ).