Αυτό που υποστηρίζετε και οι τρεις προηγούμενοι, ότι «του χιλιανάθεμα ο γιος» είναι απλώς μια βρισιά που δεν έχει κυριολεκτική σχέση με τον πατέρα, είναι βέβαια λογικό.
Θυμίζω όμως ότι όταν βρίζουμε κάποιον (είτε με μάνες και σόγια είτε άμεσα), κατά κανόνα αυτό εκφράζει οργή. Εδώ το τραγούδι όλο μαζί δε βγάζει οργή. Ο στιχουργός δεν έχει θυμώσει με τον Αμερικάνο, ή τουλάχιστον δεν το λέει σε κανένα άλλο σημείο του τραγουδιού. Πιο πολύ τον θεωρεί γελοίο, τον υποτιμά και φυσικά τον χλευάζει.
Θα μου πεις, από το τραγούδι προκύπτει ότι μάλλον αυτός ο γελοίος τελικά το πήρε το κορίτσι. Αυτό δεν είναι λόγος οργής; Είναι. Αλλά οι στίχοι (έστω οι υπόλοιποι) δεν είναι, παρά ταύτα, οργισμένοι. Όπως στα περισσότερα τραγούδια, ο συναισθηματικός τόνος είναι σταθερός, δεν αλλάζει από το ένα συναίσθημα στο άλλο.
Αλλά και πάλι, το τραγούδι έχει μόνο ειρωνικό τόνο. Ούτε φθονερό, ούτε κάτι άλλο. Όσο λογικό κι αν φαίνεται να εκδηλώνονταν όλα εκείνα τα συναισθήματα που αναφέραμε στην υποθετική «πραγματική» ιστορία, στο τραγούδι δεν εκφράζονται.
Η Αμερική, προπολεμικά, ήταν ο τόπος στον οποίο έφευγαν οι Έλληνες μετανάστες για να κάνουν λεφτά. Δεν είχε ακόμη το χαρακτήρα της παγκόσμιας υπερδύναμης η οποία θα ανακατευόταν και στα δικά μας πράγματα, αμέσως μετά τον πόλεμο. Απορία: Υπάρχει, παλαιότερα στη δημοτική μας παράδοση, τραγούδι (της ξενιτιάς) που να ειρωνεύεται τον πλούσιο ξενιτεμένο που, όταν γυρίζει πίσω, είτε τον πιάνουν κώτσο είτε, όπως εδώ, γυρίζει για να παντρευτεί νεώτερη; Ή πρωτοεμφανίζεται με το ρεμπέτικο της δεκαετίας του 30;
Ειρωνικά είναι και άλλα τραγούδια της περιόδου (Πινόκλης, Αμερικάνος-Μοντανάρη, Το παιχνίδι του Αμερικάνου-Σκαρβέλης κλπ). Υπάρχει και το θλιμμένο “Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική”.
Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος συνεχίζει να τα χώνει. Το 1940 βγάζει το “Ανάθεμά σε Αμερική”. Χωρίς βιολί, με μπουζούκι (Τσιτσάνης). Ως συνθέτης αναφέρεται ο Σταύρος Παντελίδης αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι το παραδοσιακό Μανώλαρος (Σκύρος και αλλού). Ακόμη και στη μελωδία των ζυγών στροφών προσαρμόζει τη μελωδία των τσακισμάτων του παραδοσιακού. Π.χ. “Μανώλαρε, Μανώλαρε πήρε ο βοριάς και μόλαρε”
Δίσκος ODEON “GΑ-7249”, 1940 (από το rebetiko.gr). Από την άλλη πλευρά, το καλαματιανό “Όμορφο χωριό” με τους ίδιους συντελεστές και νοσταλγικά στιχάκια.
Δεν μπορεί βέβαια κανείς να πει με σιγουριά τι δεν υπάρχει, αλλά σε ό,τι με αφορά δεν έχω συναντήσει τέτοιο τραγούδι Γιάννη, δηλαδή δημοτικό που να κοροϊδεύει τον νεόπλουτο παλιννοστούντα. Σατιρικά με γέρους που νεάζουν, ναι. Αλλά χωρίς το υπόλοιπο πακέτο. Η ξενιτιά είναι πάντα πηγή καημών: ούτε πλούτου (θα ήταν φυσικά, αλλά δεν το λένε στα τραγούδια) ούτε κωμικών και αξιοσατίριστων συμπεριφορών.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:16 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:12 —
Σαφέστατα. Ο σκοπός είναι φολκλορικά γνωστός από τη Σκύρο, αλλά εξίσου (ίσως περισσότερο) ντόπιος σε πολλά άλλα νησιά.
Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν ή τον Δεκέμβριο του 1939 ή τον Ιανούριο του 1940. Οι τέσσερις προηγούμενες ηχογραφήσεις από τα δύο αυτά τραγούδια είναι του Τσιτσάνη. Ίσως να είναι αυτός στο μπουζούκι αν και Δ.Ο. είναι ο Περιστέρης που μπορεί να είναι και αυτός.
Να κάτι που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε -εγώ τουλάχιστον- αν δε μας (μου) το έλεγαν!
Το ίδιο άλλωστε ισχύει για όλες τις μπρούκλικες λέξεις αυτού του τύπου: από το κλόμπι και τον τζόκαρη μέχρι τον ρουφιάνο και τα μπιλοζίρια. Μερικές από αυτές τις καταλαβαίνω και χωρίς εξήγηση, αλλά σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να τις προβλέψω μόνος μου.
Παρόλο που όλες οι γλώσσες και όλες οι διάλεκτοι, ακόμα και οι 100% προφορικές και χωρίς καμία λόγϊα παράδοση, πάντοτε υπακούουν σε κανόνες (που ασυνείδητα θεσπίζουν οι ίδιοι οι ομιλητές), εδώ έχουμε μια ειδική περίπτωση «διαλέκτου», που προκύπτει από τη συνάντηση της μητρικής γλώσσας (ελληνικής) με μια ξένη (αγγλική) που αρχικά οι μετανάστες ούτε τη μιλούσαν, ούτε τους φθόγγους της καλά καλά δεν καταλάβαιναν. Τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης είναι απρόβλεπτα - ή, ίσως, πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθούν (σε σχέση π.χ. με μια τοπική διάλεκτο που, όποιος έχει ένα μίνιμουμ εξοικείωσης, μπορεί να αλλάξει μόνος του την κοινή λέξη ή σύνταξη στην διαλεκτική).
Είναι πολύ διαφορετική περίπτωση από π.χ. τα ελληνικά ιδιώματα με πολλά τούρκικα δάνεια, ή ιταλικά, ενετικά κλπ., αφού αυτά τα δάνεια μπήκαν στη γλώσσα από Έλληνες που καταλάβαιναν τούρκικα/ενετικά/ιταλικά, και συνεπώς αφομοιώθηκαν με πιο κανονισμένο (ομοιόμορφο, άρα προβλέψιμο) τρόπο.
Λαμβάνω λοιπόν το δίδαγμα ότι για όλες αυτές τις ελληνοαμερικάνικες κουβέντες, που θα συναντάμε στο γλωσσάρι ή οπουδήποτε αλλού, πρέπει να είμαστε εξόχως επιφυλακτικοί.
Πάντως σχετικά με το “Καστιγκάρι”, αναφέρεται σίγουρα στο Castle Garden γιατί στον δίσκο “Ο Μπάρμπα Γιώργος στο Καστιγκάρι” Όταν συναντιούνται ο Μπάρμπα Γιώργος και ο Καραγκιόζης, ο Καραγκιόζης απαντώντας στην ερώτηση τι κάνει εκεί, λέει ότι “δουλεύει εδώ στο Καστιγκάρι και βγάζω τους μετανάστες όξω στην Νέα Υόρκη”. (Μετά το πρώτο λεπτό).
Η σημασία που άκουσε και μετέφερε ο Γρηγόρης πιθανά είναι μεταγενέστερη και αποδώθηκε όταν πλέον θα είχε ξεχαστεί το Castle Garden από τις νεώτερες γενιές μεταναστών.