"ΟΙ ΝΤΟΥΜΑΝΟΤΡΥΠΕΣ" του Λαπαθιώτη

To www.rebetiko.gr ανέβασε αρθράκι (και ηχογράφηση) με τίτλο:
Σπανία ηχογράφησις ρεμπέτικου
“ΟΙ ΝΤΟΥΜΑΝΟΤΡΥΠΕΣ” του Λαπαθιώτη, αγνώστου συνθέτη

https://bereketis.blogspot.com/2007/02/blog-post.html

…για όσους ενδιαφέρονται.

Κωνσταντίνε… απάτη είναι !
Το τύπος με το blog (που εκεί παραπέμπει η σελίδα rebetiko.gr του κ. Λαμπρόπουλου) το άδει -και να ομολογήσω πολύ πετυχημένα και με καλή επεξεργασία ώστε να ακούγονται τα “σχρατς” σαν από 78αρι !!! Πραγματικά το κείμενο-στίχοι είναι του Λαπαθιώτη.

Και πήγα κι εγώ τρέχοντας… μιας και τελευταία διάβασα του μυστήριου αριστοκράτη λογοτέχνη μας Λαπαθιώτη, Το τάμα της Ανθούλας -πρωτοδημοσιευμένο το 1931-32 στο “Μπουκέτο”, ένα πεζό που είναι λες και σχολιάζει τον βίο και την πολιτεία του.
Ο μεγαλοαστός, κομμουνιστής, ναρκομανής και ομοφυλόφιλος Ναπολέων Λαπαθιώτης,
ένας “ανδρείος της ηδονής”, ένας αστός-ρεμπέτης, είχε μεγάλη εμπειρία από όλο το λούμπεν σκηνικό της τότε Αθήνας και του Πειραιά: Τεκέδες, πόρνες, ρεμπέτικα κι όλα τα διάφορα παράνομα και απαγορευμένα της καθημερινότητας.

Στη νουβέλα “Tο τάμα της Aνθούλας” αναφέρεται στον κόσμο της νύχτας και του περιθωρίου, με τους νταβατζήδες και τη σωματεμπορία, αλλά ιδίως στους τεκέδες και στους ναρκομανείς τής Tρούμπας και της Πειραϊκής, καθώς και σε μια λανθάνουσα ομοφυλοφιλία μεταξύ δύο ανδρών.
«Κ’ η ζωή κυλούσε καθώς πάντα, μεγάλη, φοβερή και φλογερή…».
[SIZE=2]
[i]

“Οσο ρομαντική, νεορομαντική μάλλον, είναι η πραγμάτευση των δύο σχέσεων, του ανεκπλήρωτου έρωτα της Ανθούλας και της φλογερής φιλίας των δύο νεαρών, τόσο νατουραλιστική και γλαφυρή είναι η απεικόνιση του περιθωρίου, με τους ναργιλέδες, τους λουλέδες και τα βαριά ρεμπέτικα, τις σπηλιές και τις τσίλιες, τα μαχαιρώματα και τα καφωδεία. Αν η Ανθούλα που λιώνει σαν το κερί από έρωτα μας θυμίζει τη Βιργινία στην «Κερένια κούκλα» του Χρηστομάνου, οι τεκέδες και οι θαμώνες τους θυμίζουν Μάρκο Βαμβακάρη και Πέτρο Πικρό.”[/i]

[/SIZE](Το τάμα της Ανθούλας : Επιλεγόμενα - φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας / εκδ. Λιβάνη / από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14 Iανoυαρίου 2007)

«…μεγαλοαστός, κομμουνιστής, ναρκομανής και ομοφυλόφιλος….»

Για το Λαπαθιώτη…

Προερχόταν από πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια. Ο στρατιωτικός
πατέρας άλλα όνειρα είχε γι΄αυτόν (η επιλογή του ονόματος «Ναπολέων»…), ο γιος όμως τους βγήκε ποιητής. Πάντως, η γονεϊκή επίδραση θα του βγει σε αρκετά ποιήματα, πατριωτικού και εθνικιστικού περιεχομένου που έγραψε.

Επηρεασμένος αρχικά από τον Αισθησιασμό που κυριαρχεί ως ρεύμα καλλιτεχνικό παντού στην Ευρώπη, θαυμαστής του Όσκαρ Ουάϊλντ (τον οποίο μιμήθηκε στο ντύσιμο, χτένισμα, κινήσεις, προκλητικότητα κλπ.), θα γράψει ποιήματα γεμάτα θλίψη, δάκρυα και πόνο… που από μακριά φωνάζουν πόσο ψεύτικα είναι, πόσο δεν πείθει ο ποιητής ότι έχει βιώσει ένα τέτοιο αίσθημα. Επιδόθηκε με ζήλο σ΄αυτή τη φάση στις απολαύσεις του σώματος, θυμίζοντας τον Καβάφη.

Από το Συμβολισμό αργότερα θα πάρει την ατομιστική ιδεολογία, το κλείσιμο στον εαυτό και την αδιαφορία για τον έξω κόσμο, χαρακτηριστικά γνώριμα για όλους τους συμβολιστές.

Από τις προδιαγραφές αυτές θα τον βγάλουν από τη μια οι … «κακές παρέες» και από την άλλη – όπως είναι αναμενόμενο – κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες της εποχής του. Συγκεκριμένα γοητεύεται από τον απλό κόσμο της βιοπάλης, γλεντά και δένεται ουσιαστικά μαζί τους και σ΄αυτό τον κόσμο μας ταξιδεύει με ρεαλισμό και γλαφυρότητα.

Έγραψε 2 νουβέλες: Το «Τάμα της Ανθούλας» και το «Κάπου περνούσε μια φωνή… (Σελίδα μιας Αθήνας περασμένης)».
Σκηνικό, οι φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, οι ταβέρνες, οι τεκέδες, οι φυλακές. Οι ήρωες, οι περισσότεροι εργάτες, ταβερνιάρηδες, γυναίκες της γειτονικής αυλής. «Η παρέα που το τραγουδούσε (το παλιό τραγούδι), ήταν οκτώ εννιά νομάτοι όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά με την κιθάρα - μια κιθάρα κι ένα μαντολίνο (έλειπε, μονάχα, η φυσαρμόνικα - η «μεσοφωνία», καθώς τη λέγαν τότε - γιατί ο Τάσος, ο κουρέας, που την έπαιζε, έτυχ’ εκείνη τη βραδιά να πάει εκδρομή, με κάτι συντεχνίες, στην Πεντέλη), κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λόφου του Σταδίου, και προχωρούσαν κατά το Παγκράτι… Πρώτη φωνή του «κόρου» της παρέας ήταν του Σωτήρη, του τσαγκάρη… Οι άλλοι ήταν όλοι, ένας κι ένας: Ήταν ο Σπύρος, ο «υδραυλικός» …ήταν τ’ Αλεκάκι το περίφημο, ένας μικρός αραμπατζής… ήταν ο Λευτέρης ο «κουμπάρος», ο καφετζής… ήταν ο Μήτσος… ο Μελέτης, ο Ελευσινιώτης, ο επικαλούμενος «Ψηλέας», που τόχε βάνει πρόγραμμα να γίνει φραγκοράφτης, ο μαρμαράς ο Στέλιος - το «Στελάκι»…».

Στο «Τάμα της Ανθούλας» πρωτοεμφανίζεται ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, νεοσύλλεκτος. Από την Αθήνα κατεβαίνει στον Πειραιά με το τραίνο. Καθώς τραβούσε για τα Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το Σκουντή το Λια, και πήγανε, κ’ οι δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπάρμπα Σταμάτη. Στο τέλος ήρθε κι ο Σταμάτης, ο Λεβεντιάς, ο κάπελας. Ήρθε κ’ η μικρή του εγγονούλα. Ήρθε κ’ η κυρά Λέγκω, η γυναίκα του κι άρχισαν όλοι μαζί να τον πειράζουν και να τον καμαρώνουν. Στ’ αντικρινό παράθυρο φάνηκε η Ανθούλα, η πιο μικρή απ’ τα κορίτσια του μπάρμπα Σταμάτη… Όταν έκλεισε κ’ η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης με το Νάσο και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι. Έκοψαν μέσα απ’ τα στενά και βγήκαν ίσα στη Φρεαττύδα. Δυνάμωσαν το βήμα. Έκαναν το γύρω της Πειραϊκής, αμίλητοι - κ’ έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα μικρό μυχό της Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη…

Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, θα γράψει ποιήματα που μοιάζουν με ρεμπέτικα: «Ερωτικό», «Η φωνή», «Ο παλιός έρωτας», «Στη φυλακή με κλείσανε», «Παραμυθάκι» κλπ.
Σχετικά:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=index&sort=alpha&lyricist_id=152.

Βρήκα και μια πληροφορία και την καταθέτω με κάθε επιφύλαξη: Το 1937, ο Μπάτης αναγκάστηκε να μεταφέρει το καφενείο του (τεκέ) από την περιοχή Καραϊσκάκη στο Γιουσουρούμ του Πειραιά, όπου διδάσκει μπουζούκι.
Λέγεται ότι στο καφενείο του Μπάτη σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο οποίος έδωσε πολλά ποιήματά του στους ρεμπέτες της εποχής να τα μελοποιήσουν. Όμως τα τραγούδια δεν τα εξέδωσε ποτέ ο Λαπαθιώτης, γι αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι δικά του.

Όσο για την πολιτικοποίησή του, φαίνεται ότι επηρεάστηκε πολύ από το έργο του Σκληρού, το «Κοινωνικό μας ζήτημα». Η επίδραση φαίνεται σε όλο το συγγραφικό του έργο έκτοτε.
Επίσης, έπαιξε ρόλο η σοσιαλιστική επανάσταση με την ενοποίηση του εργατικού συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος, η ίδρυση της εφημερίδας «Κοινωνία» από το Νίκο Γιαννιό, όπου αρθρογράφησε θίγοντας το θέμα σχετικά με το ρόλο των διανοουμένων στην κοινωνία κλπ.

Υ.Γ. 1. Τα περί ομοφυλοφιλίας δεν τα σχολιάζω, νομίζω ότι δεν μας αφορούν.
Υ.Γ. 2.Δεν κατάλαβα ποια είναι η “απάτη”;

1 «Μου αρέσει»
  1. Αν και με την παραπάνω πρότασή σου έκανες εσύ σαφέστατη νύξη στο θέμα, τονίζεις και επισημαίνεις, απ’ την άλλη, την δικιά μου πρόταση με το υστερόγραφό σου…
    Μα ούτε πως ήταν κομμουνιστής, ούτε αστός, ούτε “ρεμάλι” και ομοφυλόφιλος επιδέχεται κάποιας κριτικής και σχολιασμού ! Επιλογές του…

  2. Ήμουν δυσνόητη; Η “απάτη” αφορά στο “σπάνιο ηχογράφημα” ρεμπέτικου του 1937, που παρουσιάζει η προαναφερθείσα σελίδα.
    Είναι τα λόγια του ποιητή μελοποιημένα και ερμηνευμένα από τον κύριο που έχει το blog.
    Και όπως τόνισα, έχει κάνει εξαιρετική απόδοση της λιτότητας του τρόπου εγγραφής και ερμηνείας. Μέχρι και τα “σχρατς” του -τάχα- 78αρη ακούγονται !
    Ιδού η “απάτη” !

Ιωάννα,

Προσπάθησα να δώσω μια γενική εικόνα της εποχής του Λαπαθιώτη, με τις πολιτικές και πολιτιστικές ζυμώσεις και τις επιρροές της σ΄αυτόν, ώστε να κατανοήσουμε τις όποιες ιδεολογικές επιλογές του και να μη μείνουμε μόνο σε γενικούς χαρακτηρισμούς – ταμπελίτσες.

1 «Μου αρέσει»

Απάτη-ξαπάτη είναι καλός ο τύπος. Μόνο που ή βαρέθηκε να το πει ολόκληρο ή κάτι έγινε και έχει βγει προβληματική η ηχογράφηση γιατί κόβεται και ξαναρχίζει από την αρχή και πάλι κόβεται.
Δαμιανός.

Γεια σας,

Στο λογοτεχνικό περιοδικό “Η λέξη” βρήκα ένα σύντομο χειρόγραφο του Λαπαθιώτη, όπου γράφει για τους “ντερβίσηδες”. Δεν ξέρω αν έβγαλα σωστά τα λόγια, η γραφή του είναι λίγο δύσκολη, αλλά εδώ είναι στο περίπου.

…Οσάκις οι “ντερβίσηδες”, καλά “μαστουρωμένοι”,
την “τσίκα” τους φουμέρνοντας, στο “μάπαν” έχουνε κάτσει,
συνήθως ένας απ΄αυτούς, “χαρμάνι” πάντα, μένει,
απ΄όξω, και παραφυλά μην τους “μπλοκάρουν μπάτσοι”
και βολτετζάρει (;), σα σκοπός εκεί, σιμά στις γρίλλιες:
αυτό, στη γλώσσαν την argot, καλείται κοινώς: “τσίλλιες”

(Άπαξ, αυτήν, δια παντός (;) την ερμηνείαν δίδων,
κλείω και την παρένθεσιν περί των χασικλήδων)

Ο Λαπαθιώτης παραθέτει και ένα λεξιλόγιο για τις λέξεις που είναι εντώς εισαγωγικών, αλλά νομίζω ότι τις έχουμε αναφέρει-αναλύσει όλες στο topic για τις λέξεις στα ρεμπέτικα τραγούδια.

Εύα

Εύα, το διάβασα κι εγώ.
Γίνονται αρκετές αναφορές στο Λαπαθιώτη, τελευταία, μια και κυκλοφορεί η νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας» από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Το “κάπου περνούσε μιά φωνή” Ελένη, καμμία ιδέα που θα το βρούμε;;;

Γιώργο,
απόσπασμα απ΄αυτό μόνο έχω βρει, όχι ολόκληρο.
Απ΄όσο ξέρω, κυκλοφορούν τα “Άπαντα” του Λαπαθιώτη, όπου σίγουρα μπορούμε να το βρούμε.

Όσο για άλλα έργα του, μπορούμε να τα βρούμε εδώ, δίνοντας στην αναζήτηση το όνομα: Λαπαθιώτης.

Ευχαριστώ Ελένη. Πολύ καλό το link!

Με μία αναζήτηση στη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, βρήκα τους παρακάτω τίτλους,δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο άλλο βιβλίο ή ανθολογία που δεν καταγράφεται εκεί:

(2007) Όταν οι άγγελοι περπατούν , Μεταίχμιο
(2006) Κυριακές μες στο χειμώνα , Σοκόλη - Κουλεδάκη
(2006) Το τάμα της Ανθούλας , Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2005) Όσκαρ Γουάιλντ , Ίνδικτος, [μετάφραση]
(2004) Ποιητές του μεσοπολέμου , Καστανιώτη
(2001) Ποιήματα , Ζήτρος
(2000) Ναπολέων Λαπαθιώτης , Γαβριηλίδης
(1999) Χαίρε Ναπολέων , Άγρα
(1997) Ο Όσκαρ Ουάιλντ κι εγώ , Στοχαστής, [μετάφραση]
(1990) Η χαμηλή φωνή , Νεφέλη
(1986) Η ζωή μου , Στιγμή

Παραθέτω ολόκληρο το άτιτλο σατιρικό στιχούργημα του Ν. Λαπαθιώτη, για το οποίο είχαμε συζητήσει παλιότερα.
Δημοσιεύτηκε από τον ποιητή το 1932, αλλά πρέπει να έχει γραφτεί γύρω στο 1922.

"Κάτω στου Μήτσου το ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν μάτσο τουμπεκί, πέντ’ έξι - οκτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια-
βρήκαν και ντερβισόπαιδα φουμάραν αργιλέδες-
το Μήτσουλα, το Στριμινέα, το Γιάννη τον Τσαρμπάρα,
το Γκελεμέ, το Μεντρεσέ κι άλλους εφτά νομάτοι·
ήντουστε κι έξι βλάμηδες και παίζανε μπαρμπούτι.
Βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Βέκια το μανιταρτζή, το Θια τον Αλεκάκια,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο·
βρήκανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!..»
Βρήκαν και το καλόπαιδο, το Γιαγλαντή το Μάνθο,
μαστουρωμένο νε, ναν τους βαράει μπαγλαμαδάκι…

Με ζούλα μας τη φέρανε, μια Κυριακή, μια μέρα:
Σουρτά, κλεφτά, με μπαμπεσά, μας πέσαν από πλάι,
τσίμπησαν πρώτα το Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα!
Πήρανε μάτσο τουμπεκί, πεντ’έξι - οκτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε·
πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο·
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ι φ, τ’ αδρεφάκι!..»
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια…
Κι ο Διάκος αναστέναζε κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
-Διάκο μ’ τι έχεις και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
-Δε σκάζω κι αν με πιάσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μόνο που με τσιμπήσανε - κι ακόμα είμαι χαρμάνι".

Την ίδια εποχή, το 1922, έγράψε και το άλλο άτιτλο στιχούργημα, που υπάρχει στο post της Εύας.

Χα, δεν το είχα πάρει χαμπάρι αυτό! Βέβαια, μπαμ κάνει ότι είναι «απάτη», που τί απάτη, δηλαδή, ο άνθρωπος τεχνηέντως για ηλεκτρονική μορφή μίλησε, και όχι δίσκο. Αλλά το δήθεν σκράτς του «πολυπαιγμένου» 78άρη μόνο του, χωρίς τον απαραίτητο “θόρυβο”. δεν πείθει… Στη μεταγενέστερη ανάλογη παραγωγή του φίλου μας Δ. Νικολάου (ματαίως έψαξα για το αντίστοιχο θέμα) η «πιστότητα» ήταν τέτοια που την είχαμε πατήσει όλοι μας, τότε!

Αυτό το ποίημα του Λαπαθιώτη το είχαμε ξανασυζητήσει κάπου, μαζί με άλλα, χωρίς να θυμηθούμε (όσοι το είχαμε δει) αυτή τη φάρσα με την ηχογράφηση.

Ρε παιδιά, τι μεγαλείο στίχοι! Μπορεί με ρεμπέτικο να μη μοιάζει, αντιθέτως του δημοτικού τις φόρμες ακολουθεί και παρωδεί. Αλλά είναι τέτοια η παρωδία ώστε όχι μόνο δε γελάει κανείς, αλλά ίσα ίσα που φαντάζεται τον Μπάμπουρα, τον Μπούμπουρα κι όλη την παρέα σαν τίποτε πυργώσωμους αντρειωμένους απ’ τον καιρό των ακριτών!