Νέο λήμμα: "ζαμπαράς"

ζαμπαράς: γυναικάς (ετυμ. τουρκ. zampara: μπερμπάντης/κορτάκιας/γυναικάς)

Το συναντάμε στο επιθεωρησιακό “Θα γίνω γυναίκα” του Πέτρου Κυριακού (1936):

θα βρω ένα γέρο ζαμπαρά
θα πιάσω κι ένανε ψαρά
να τρώω φρέσκα ψάρια

Βλ. και λήμμα “ζαμπαράς” στο Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης

ζαμπαράς, ο [zamparás] (Παπ., Πάγκ., Ξανθιν., Ιδομ., Τσιρ., Δαρ.) : γυναικάς, μουρντάρης.[< zampara (Παπ.) «επίθ. και όν. γυναικοθήρας, ο προσκείμενος εις τας γυναίκας· ο θαμίζων παρά ταις πόρναις, ακόλαστος» (Χλωρός, Α 871)زنپاره٬ زمپاره( ]).Συντ({Κατά το TDK: zampara < περσ. zenbāre, κ.λ.‘λάτρης γυναικών’.}

Έτσι για το αξιοπερίεργο του πράγματος, έβαλα το παραπάνω στο γκούγκλ-τρανσλέιτ, με ένδειξη «αναγνώριση γλώσσας». Αναγνώρισε ότι όντως είναι περσικά, όμως δεν ξέρει να το μεταφράσει. Σε ό,τι γλώσσα κι αν του ζητήσω, δίνει απλώς «Zanparah, Zamparah» (όπερ έδει δείξαι, κατά μία έννοια).

Μάλλον πρόκειται για σωστά αλλά ίσως παλιότερα περσικά.

να μεταφράζεις στο

https://translate.google.gr/?hl=el&sl=fa&tl=el&text=زن%20پاره٬%20پاره&op=translate

εκει μεταφραζει

زن پاره٬ پاره. =“διχασμένη γυναίκα”

1 «Μου αρέσει»

Εδώ η μετάφραση από το chatgpt:

Έχω σταματήσει να χρησιμοποιώ το google translate για μεταφράσεις. Με το chatgpt παίρνω πολύ περισσότερη πληροφορία γύρω από την πραγματική έννοια.

2 «Μου αρέσει»

Έτσι για το χόμπι (και σαφώς όχι για το λήμμα):

φαίνεται σαν η αρχική σημασία να ήταν χαρακτηρισμός για γυναίκες «αντρούδες», ερωτιάρες, και μέχρι να φτάσει σ’ εμάς μετακινήθηκε στο αντίστοιχο για τον άντρα γυναικά…

Νομίζω είναι πιο απλό… ο “ζαμπεράς” είναι αυτός που του αρέσουν οι/περνάει το χρόνο του με “Zanparah” (με την ίδια διαδικασία που προέκυψε και ο “γυναικάς”).

2 «Μου αρέσει»