Ας σημειωθεί όμως ότι κατά λέξη «μπακλά – χοράν» σημαίνει «ο τρώγων κουκιά»: οι Ρωμιοί της Πόλης φυσικά τηρούσαν και αυτοί τη νηστεία της Σαρακοστής και ένα από τα εδέσματα που κατανάλωναν ήταν ένα είδος φάβας που ήταν φτιαγμένη από κουκιά. Έτσι και κατ’ επέκταση, Μπακλαχοράνι ονομάστηκε το έθιμο του διάσημου καρναβαλιού της Κων/πολης, κατά την Καθαρά Δευτέρα.
Το Μπακλαχοράνι μπορεί να απαγορεύτηκε το 1941 από την τότε κυβέρνηση Ινονού ως έθιμο ρωμέικο, εντούτοις όμως επιβιώνει τα τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλία όχι μόνο του ελληνικού στοιχείου της Πόλης, αλλά και Τούρκων.
Και Έλληνες [η Ιορδανίδου στη «Λωξάντρα» π.χ.] αλλά και Τούρκοι συγγραφείς αναφέρονται στα εορταστικά έθιμα του Μπακλαχορανίου, με τους Τούρκους ειδικά να τονίζουν την αναγκαιότητα αναβίωσής του ισχυριζόμενοι πως η Πόλη υφίσταται απώλεια στον τομέα της διασκέδασης με την κατάργηση αυτού του εθίμου.