ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ,
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ, ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
(ΑΥΤΕΣ ΔΑ…) ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ,
ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΟΥΜΕ (ΤΙ
ΟΡΟΣ ΚΙ ΑΥΤΟΣ, ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΣΚΙΝΑΚΙ ΣΤΗ
ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΗΧΗΡΩΝ
ΑΝΑΛΟΓΩΝ!) ΚΑΙ ΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΑΛΑΝΙΣΑΝ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΔΩΘΕ ΠΑΝΩ
Σ΄ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕ
ΚΥΡΙΟ ΦΟΡΕΑ ΤΗΣ ΤΟΝ ΛΑΟ.
Οι νοικοκυρές στο Μαυρολιθάρι που ενώπιον του καταγραφικού φακού έφτιαχναν γαρδούμπες και κοκορέτσι και οι άντρες που ετοίμαζαν τον οβελία και φτιάχνανε τη θράκα για να δεχτεί το σουβλισμένο αρνί, λειτουργούν ως κληρονόμοι ολόκληρης τελετουργικής πρακτικής
Όταν αμφισβητείται ή διορθώνεται θεμελιωδώς η θεωρία της σχετικότητας, οι αιρέσεις περί την ψυχανάλυση και τον μαρξισμό είναι περισσότερες από τις θρησκευτικές, αν και με φανατικότερους υποστηρικτές, γιατί θα πρέπει να αφήσουμε ανέγγιχτες τις ποικίλες «λαογραφικές» θεωρίες, τις μεταφυσικές θεμελιώσεις της λαϊκής δημιουργίας, αλλά και τις μοντερνικότερες, τάχα επιστημονικότερες, αιρέσεις της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, της Εθνολογίας κ.λπ.; Όταν έχουν ξεθεμελιωθεί, κυριολεκτικά, οι αξιωματικές βάσεις, τα θεμέλια, των μαθηματικών θεωριών, γιατί θα πρέπει να ανεχόμαστε τη ρητορική της λαολαγνίας; Αναφέρομαι στις θεωρίες και όχι στα ίδια τα πράγματα γιατί, βέβαια, τα παραδοσιακά πράγματα και υπάρχουν και χρειάζονται μια προσέγγιση για την κατανόησή τους. Υπάρχει μια πολύ προσεγμένη τηλεοπτική εκπομπή στην ΕΤ3. Φέρει τον τίτλο «Κυριακή στο χωριό» και είναι ένα εμπεριστατωμένο συχνά ρεπορτάζ από κάποια ελληνική κοινότητα αγροτική, ημιαστική και κυρίως απομακρυσμένη με αναφορά στα έθιμά της, στις γιορτές της, στις τελετές της, αλλά και στα πρακτικότερα καθημερινά κοινωνικά και οικονομικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά της προβλήματα.
Το Πάσχα ο φακός του ρεπορτάζ ήταν γιορταστικός και είχε μεταφερθεί στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Με κεντρικό άξονα το πασχάλιο γλέντι και τις τελετές γύρω από τον οβελία, αναβίωσε το παλιό ρουμελιώτικο χοροστάσι, τα έθιμα του Πάσχα και η τέχνη της μαγειρικής.
Χωρίς ίχνος θεωρίας και προσπάθειας «ερμηνείας» των δρωμένων έγινε μια λιτή καταγραφή, παρ΄ όλο που στη σκέψη των ιθυνόντων του τηλεοπτικού σταθμού σαφώς κυριαρχεί το γνωστό λαοκεντρικό και εθνικοκεντρικό ιδεολόγημα περί λαϊκής δημιουργίας, για να μη μιλήσω για μια εθνοκαπηλική μεταφυσικοποίηση του λαού ως φορέα της παράδοσης.
Σκέπτομαι συχνά πως τα μεγάλα κείμενα, για να περιοριστώ, της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της νεώτερης λογοτεχνίας μας έγιναν, ακόμη και από μεγαλοφυείς δημιουργούς, ερήμην θεωρίας. Ο Αριστοτέλης έρχεται να κωδικοποιήσει και να θεωρητικοποιήσει το ποιητικό φαινόμενο αιώνες μετά τον Όμηρο, τη Σαπφώ και τον Αρχίλοχο, τον Πίνδαρο και έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Ακόμη και ο Γοργίας, που στον κλασικό αιώνα συστηματοποίησε και νομοθέτησε τους κανόνες της Ρητορικής Τέχνης, διαπιστωτικός είναι, και ο άξονάς του περιστρέφεται γύρω από τον επιδιωκόμενο σκοπό της τέχνης. Στη συνείδηση του ποιητή του «Ερωτόκριτου» δεν φαίνεται να πρυτανεύει καμία λογοτεχνική θεωρία και όσες εμφανίστηκαν έπειτα από αιώνες είναι φιλολογικές προσεγγίσεις για να διαπιστωθούν οι πηγές και οι συγγένειες. Είναι υποθέσεις και όχι φόρμες ερμηνείας και ορθολογιστικές φασκιές. Θα είχε ακόμη και σήμερα νόημα ένα ρεπορτάζ όπου θα ρωτιόταν μια γριούλα αφηγήτρια παραμυθιού ή μιας παραλογής να απαντήσει σε ερωτήσεις του τύπου «τι είναι αφηγηματικό μοτίβο» ή «παραλλαγή» ή «πού τονίζεται το ημιστίχιο του δεκαπεντασύλλαβου» ή «τι είναι τομή, τι διασκελισμός και τι υπερβατό;».
Φιλόλογος είμαι και δεν θέλω να παρεξηγηθώ αλλά η φιλολογία, γέννημα των Αλεξανδρινών χρόνων, τότε που μέσα στις πολυεθνικές χοάνες της επέκτασης της ελληνικής γλώσσας τα ελληνικά κινδύνευαν να αλλοιωθούν με βαρβαρισμούς και άλλα γνωστά φαινόμενα, μιας ανάλογης παθολογίας (δες τι έπαθαν τα Αγγλικά στην Αμερική και στις Ινδίες, Πακιστάν κ.τ.λ.), είναι μια τέχνη ανατομική και Ταριχευτική. Κόβει, χωρίζει και μικροσκοπεί ωραία πτώματα και ύστερα αφού τα ξαναδομεί τα ταριχεύει και τα εκθέτει. Ένα αρχαίο κείμενο από αυτά που ονομάζουμε «στερεότυπα» είναι ένα φιλολογικό τέρας και ο φιλόλογος ένας δόκτωρ Φρανκενστάιν που μας προσφέρει ένα ωραίο σώμα συναρμολογημένο από δεκάδες κακάσχημα χειρόγραφα!
Αλλά ας μην πάμε μακριά. Ο θεμελιωτής της Ελληνικής Λαογραφίας, ο Νικόλαος Πολίτης, μ΄ αυτήν την ανατομική και ταριχευτική μέθοδο μάς προσέφερε τα «Τραγούδια του ελληνικού λαού». Επέλεξε με το δικό του προσωπικό ποιητικό γούστο τους καλύτερους στίχους από δεκάδες παραλλαγές ενός τραγουδιού και έφτιαξε ένα «ιδανικό» τραγούδι που ποτέ κανένας Έλληνας πουθενά στην επικράτεια της ελληνικής διασποράς το τραγούδησε! Κι όμως πάνω σ΄ αυτά τα τραγούδια, αποκομμένα μάλιστα από τη μουσική τους [υπάρχουν και στην ελληνική εκπαίδευση ενθουσιώδεις θαυμαστές της ποίησης των δημοτικών τραγουδιών (!), οι οποίοι απεχθάνονται και τον ήχο του κλαρίνου, του σαντουριού, του τουμπελεκιού και της γκάιντας!] στηρίζεται μια ολόκληρη θεωρία για την αυθεντική έμπνευση και τον δημιουργικό, μοναδικό και χαρισματικό οίστρο του δημιουργού Λαού!
Παράδοση σημαίνει μια διαδικασία ανάλογη με τη δημιουργία των βοτσάλων. Απανωτά κύματα του ωκεανού λειαίνουν και επεξεργάζονται τις πέτρες του γιαλού. Απανωτοί χορευτές, αφηγητές και τραγουδιστές από περιοχή σε περιοχή και από χρόνο σε χρόνο, κατεργάζονται ένα κοινόχρηστο αφηγηματικό, χορευτικό και μουσικό υλικό. Δεν έχουν την αίσθηση του δημιουργού αλλά το δικαίωμα του χρήστη. Τα ατομικά τους προσόντα, η χάρη στην κίνηση, η πρωτοτυπία της φαντασίας, η ωραία φωνή, που εκτιμώνται από την κοινότητα, τους επιτρέπουν να προβαίνουν σε αλλοιώσεις, τροποποιήσεις, αφαιρέσεις και προσθήκες, οι οποίες είτε γίνονται αποδεκτές και εντάσσονται στον κανόνα είτε απορρίπτονται είτε βελτιώνονται από νεώτερους χαρισματικούς τελεστές.
[ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ ΜΕ ΜΠΛΟΥΤΖΙΝ](javascript:__doPostBack('ctl00$MainContentPlaceHolder$NewspaperArticleRenderer$SubArticlesRepeater$ctl00$titleLink','')) Είτε χορεύουν είτε τραγουδούν είτε μαγειρεύουν είτε αφηγούνται ιστορίες ευτράπελες ή παραμύθια, οι χρήστες της Παράδοσης μεταφέρουν μια δοκιμασμένη εμπειρία από γενιά σε γενιά έως την ώρα και την εποχή που η εμπειρία αυτή δεν εξυπηρετεί το τέλος της, τον σκοπό της. Γι΄ αυτό προσωπικά χαίρομαι περισσότερο όταν αγόρια με μπλουτζίν και κορίτσια με μίνι χορεύουν τσάμικο ή καλαματιανό από τα άλλα, των χορευτικών ομίλων, που φορτώνονται μια φουστανέλα και ένα σεγκούνι, που αντί να το φοράνε τους φοράει!
Ένας τσάμικος φουστανελοφόρων δίνει τροφή σε εθνικιστικές θεωρίες, ενώ ένας καλαματιανός με μπλουτζίν τινάζει στον αέρα τέτοιες θεωρίες. Γιατί το σπληνάντερο είναι «παραδοσιακό» και το σούσι δεν είναι;
[ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ](javascript:__doPostBack('ctl00$MainContentPlaceHolder$NewspaperArticleRenderer$SubArticlesRepeater$ctl01$titleLink','')) Οι νοικοκυρές στο Μαυρολιθάρι που ενώπιον του καταγραφικού φακού έφτιαχναν γαρδούμπες και κοκορέτσι και οι άντρες που ετοίμαζαν (σούβλιζαν, αλατοπιπέρωναν, έραβαν) τον οβελία και «καίγανε» τον φούρνο για το ψωμί ή φτιάχνανε τη θράκα για να δεχτεί το σουβλισμένο αρνί, λειτουργούν ως κληρονόμοι ολόκληρης, δοκιμασμένης και κυρωμένης από την εμπειρία τελετουργικής πρακτικής.
Επιμένω στη γλωσσική αλήθεια του όρου «τελετουργικής πρακτικής» γιατί πράγματι πρόκειται για μια ακολουθία πράξεων επαληθευμένων από την επανάληψη και την επιτυχία που έχει ορισμένο σκοπό, τέλος.
Το ίδιο συμβαίνει με τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική που μας παραδίδεται. Και ό,τι παραδίδεται σημαίνει ότι άντεξε μέσα στον χρόνο. Τα θνησιγενή, τα νόθα, τα επικαιρικά, τα ευκαιριακά, τα στενώς σκόπιμα δεν επιβιώνουν, δεν αντέχουν και χάνονται. Ό,τι αντέχει και λειτουργεί στις σημερινές συνθήκες είναι Παράδοση. Αν σου παραδώσω ένα κλειδί πρέπει ν΄ ανοίγει και κάποια πόρτα ή ένα μπαούλο ή ένα ερμάρι. Ένα κλειδί που δεν αντιστοιχεί σε κλειδαριά και πόρτα, πάει στο Μουσείο και χρησιμοποιείται ως τεκμήριο για την ερμηνεία του παρελθόντος. Αυτό δεν είναι Παράδοση!
Στο Μαυρολιθάρι οι γυναίκες του τόπου αλλά και νύφες από αλλού αλλά και παρεπίδημες παρουσίασαν στον φακό τα φαγητά και τα γλυκά που ετοίμασαν. Εκατοντάδες συνταγές παραδομένες από μανάδες και πεθερές, γειτόνισσες και φιληνάδες.
Όλα αυτά τα φαγητά και τα γλυκίσματα τρώγονται! Δεν είναι σαν τους ηλίθιους «πλακούντες» που πουλάνε σε κάτι κιτς αρχαιολογικά τσαντίρια κάτι αρχαιομανείς ατσίδες. Άκουσα με έκπληξή μου πως στα μέρη εκείνα μαγειρεύεται και σήμερα η «Μπαμπανέτσα», έδεσμα από κίτρινο κολοκύθι και τραχανά που μαζί με τη Μαμαλίγκα (χορτόπιτα με καλαμποκάλευρο) μας κράτησε στην Κατοχή στην επαρχία.