Καλησπέρα
Οι stixoi.info γράφουν: Έχασα τη μανδύα μου
Αυτό ακούω και λένε στις διάφορες εκτελέσεις, παρ’ όλο που στην πρώτη εκτέλεση με τη Παπαγκίκα ακούω καθαρά, έχασα τη μαντήλα μου.
Καμιά ιδέα, γιατί αυτή η αλλαγή που δεν έχει και νόημα στο κάτω κάτω? Απ’ όσο ξέρω είναι ο μανδύας και όχι η μανδύα. Και επίσης απ΄όσο ξέρω, δεν ήταν πολύ συνηθισμένο να φοράνε μανδύα στην Ελλάδα, εκτός των αρχαίων. Ίσως.
Η μαντήλα ήταν κάτι αρκετά συνηθισμένο που φόραγαν οι γυναίκες στον 19ο αλλά και μέχρι και το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η “μανδύα” (θηλυκό) εμφανίζεται και σε άλλο στίχο, άλλου τραγουδιού, αλλά πολύ σωστά και ο Γιώργος Παρίδης σημειώνει ότι έχει περάσει σε πανελλήνια “νομιμότητα”. Να θυμίσω τους στίχους με το ναργιλέ και τον απρόσεχτο αξιωματικό: Κυρ’ λογαχέ, κυρ’ λοχαγέ, μας έσπασες το ναργιλέ! Τον έσπασ’ η μανδύα σου, απ’ την απροσεξία σου (ή περίπου έτσι).
Ειδικά για την απορία σου, Πέτρο, να θυμίσω ότι πρώτον, στα (πολύ συνηθισμένα) “εκ συρραφής σκόρπιων διστίχων” τραγουδάκια η ανάγκη για “κεντρικό νόημα” είναι πάρα πολύ χαλαρή μέχρι πλήρως ανύπαρκτη, όπως συχνά πυκνά έχουμε συζητήσει εδώ μέσα. Δεύτερον, ειδικά η Παπαγκίκα δεν νομίζω να ξόδεψε ούτε δευτερόλεπτο από τον (εξαιρετικά πολύτιμο) χρόνο της για να βεβαιωθεί για το “γνήσιο” κάποιου στίχου, αν πρέπει δηλαδή να πει “μανδύα” ή μαντήλα”. Ό τι ήθελε, έκανε και μάλλον ο συγκεκριμένος στίχος, τουλάχιστον όπως καταγράφεται στο “στίχοι ίνφο”, είναι παραλλαγή του βασικού μοτίβου με τον αξιωματικό. Αλλά δεν έχει και τόσο νόημα να συζητάμε για τέτοιες λεπτομέρειες, από τη στιγμή που αυτά τα τραγουδάκια το στίχο τον χρειάζονται όχι για να παρουσιάσουν μία ενδιαφέρουσα ιστορία, όπως ένα “σοβαρό” δημοτικό τραγούδι, αλλά απλά για να “ντύσουν” με λόγια ένα εφήμερο τραγουδάκι. Όταν χρειαστεί να το τραγουδήσεις δημόσια, πες ό τι σου έρθει πρώτο στο μυαλό. Σαν νέα Παπαγκίκα!
Εγώ λέω και φούστα μπλούζα με ζαρτιέρες και κανείς δεν θα το καταλάβει. Όπως στο “και να’ χα δυο καρδιές και να ‘χα δυο καρδιές, εσένα ν’ αγαπούσα…”, λέω " και να 'χα δυο καρδιές και δυο συκωταριές …" και ουδεμία αντίδραση. Ούτε καν μειδίαμα.
Όπως και να έχει όμως έπιασα το νόημα και ευχαριστώ για τις επεξηγήσεις.
Αν δεν έλεγες απλά “και δυο συκωταριές” παρά “άϊντε κι άλλες δυό συκωταριές” (ή “μωρέ κι άλλες δυό συκωταριές”) στριμωγμένο κανονικά μέσα το ρυθμό που τρέχει, ίσως κάποιος να το έπαιρνε χαμπάρι.
Όχι βέβαια, απλά δεν ήξερα ότι χρησιμοποιείται η έκφραση και σε άλλα μέρη.
Απλά υπέθεσα ότι μιας και το χρησιμοποιούν οι παππούδες ακόμα στο χωριό μου, γιατί να μην μπορεί και ένας παλιός λαϊκός δημιουργός .
να υποθέσω πως η έκφραση προκύπτει από την μαντύα ως μέρος της στολής που δεν πρέπει να χαθεί ή να πάθει τίποτα;
έτσι αλλάζει κάπως το νόημα του στίχου, προς το γενικότερο: από την απροσεξία μου, έχασα την τιμή μου!
Εξ ου και η γνωστή τιμωρία που εφάρμοζε ο Μπαϊρακτάρης, ο ψαλιδισμός δηλαδή και η αφαίρεση των αφόρετων - αιωρουμένων μανικιών στα σακάκια των κουτσαβάκηδων.
Δηλαδή το συμπέρασμα είναι ότι η αρχική ηχογράφηση με την Παπαγκίκα το 1926, που λέει έχασα τη μαντήλα μου, είναι λάθος και η σωστή έκφραση είναι, έχασα τη μαντύα μου, που λέγεται σήμερα?
Ήδη στην αρχική ηχογράφηση (έτσι όπως την έχω και την ακούω εγώ τουλάχιστον στην έκδοση του D. Soffa, Berkeley 1994, MarikaPapagika, ALMACRIOLLARECORDS) ακούγεται «έχασα τη μαντύα μου», η οποία είναι και η ορθή –και τότε και σήμερα… Άλλωστε, το «μαντήλα» δεν ριμάρει καθόλου με το «απροσεξία».
Αφού λύθηκαν οι προ 8ετίας απορίες για το νόημα και για τη γραμματική της φράσης, να συμπληρώσω κι εγώ ότι πρέπει σίγουρα να είναι «η μαντύα» και όχι «η μανδύα». Αυτό το -νδ- υπάρχει στον λόγιο τύπο «ο μανδύας», που κυριαρχεί στη σημερινή χρήση, αλλά «η μαν*ύα» είναι λαϊκή εκδοχή της λέξης. Στη λαϊκή δημοτική δεν υπάρχουν ποτέ -νδ- ή -μβ-, αλλά -ντ- και -μπ-, ακριβώς όπως λέμε μαντήλι και όχι μανδήλι, ντύνω και όχι ενδύω. Όποιος κατέγραψε «έχασα τη μανδύα μου» πρέπει να επηρεάστηκε, σ’ αυτό που ακούει, από αυτό που λέμε σήμερα.