Κοτσάκια Νάξου

Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τα αξιώτικα κοτσάκια (αυτοσχέδια οκτασύλλαβα, ομοιοκατάληκτα δίστιχα ) βρίσκονται στον παρακάτω σύνδεσμο:


(τεράστιο το link. Ελπίζω να δουλέψει.)

Μια ιδιαιτερότητα που παρουσιαζουν μερικά κοτσάκια της Νάξου είναι το κόψιμο της τελευταίας λέξης του πρώτου στίχου και της συνέχισής της στο δεύτερο. Π.χ.:

Ευτυχώς που σε κατάλα-
βα προτού μου κάνεις κι άλλα

Εκατάλαβά σε, ευτυ-
χώς, εγωιστή και ψεύτη

Νομίζω ότι το στιχουργικό αυτό τέχνασμα είναι μοναδικό (μην το συγχέουμε με στίχους του στυλ: εφτά νομά- σʼ ένα δωμά κλπ) στη λαϊκή μας παράδοση. Στον παραπάνω σύνδεσμο μαθαίνουμε ότι το φαινόμενο αυτό «δεν χάνεται στα βάθη των αιώνων» αλλά αναπτύχθηκε (από ποιους άραγε;) σχετικά πρόσφατα, κατά την Κατοχή.

Κάποιος από τη Νάξο να μας διαφωτίσει περισσότερο.

Να προσθέσω εδώ και κάτι που για πρώτη φορά μου είχε επισημάνει ένας Απεραθίτης ταξιτζής στη Νάξο, πριν 30+ χρόνια: Είναι τόσο εδραιωμένο πλέον στη συνείδηση των Απεραθιτών το κόψιμο του στίχου στη μέση κάποιας λέξης, ώστε δεν διστάζουν να εφαρμόσουν και αναστροφή των ημιστιχίων στην επανάληψη:

Ευτυχώς που σε κατάλα-, βα προτού μου κάνεις κι άλλα,
Βα προτού μου κάνεις κι άλλα, ευτυχώς που σε κατάλα.

Και εγώ νομίζω πως το φαινόμενο αυτό πρέπει να είναι αρκετά πρόσφατο, ο συντηρητισμός παλαιότερων αιώνων δεν επέτρεπε αυτή τη για κάποιους κακοποίηση της γλώσσας, σε παλαιότερες εποχές.

Το ότι δεν εμφανίστηκε νωρίτερα ίσως δεν είναι θέμα συντηρητισμού (μόνο). Μπορεί να μην το είχε σκεφτεί κανένας μέχρι τότε.

Γνωρίζω τα ιδιαίτερα αυτά κοτσάκια κυρίως από το δίσκο της Κούλας Κληρονόμου-Σιδέρη με το Ζευγώλη (βιολί) και το Φυρογένη (λαούτο) (αρχές της δεκαετίας του 90). Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, και δε βλέπω πώς, τίθεται θέμα κακοποίησης της γλώσσας.

Και να το είχε κάποιος σκεφτεί, σε παλαιότερες εποχές, δεν θα είχε τολμήσει να το επαναλάβει ώστε να γίνει μανιέρα. Η κακοποίηση της γλώσσας είναι, για μένα, προφανής Γιάννη, οι παλαιοί τα πρόσεχαν αυτά.

Στις (ωραιότατες!) ηχογραφήσεις που αναφέρεις, πρόχειρα και από μνήμης νομίζω ότι δεν είναι έντονο το φαινόμενο του “κοψίματος” των λέξεων, ίσως να μην υπάρχει και καθόλου. Και μια και τις αναφέραμε: στον “Δεντρολίβανο”, στο “Κι είπετε με το γιασεμί, ας μαραθούμε …;;” Τα Δε Μι λέει;

Σε αυτές τις ηχογραφήσεις είναι, Νίκο, και μάλιστα υπάρχουν δύο διαφορετικοί σκοποί. Από κει έγραψα τα παραδείγματα στο #1. Ο ένας από τους σκοπούς αυτούς είναι στο video του link. Στο δίσκο, το πρώτο δίστιχο έχει ως εξής:
Κάθα δεκαπέντε συνα-
ντιούμαι με τα μάτια κείνα
Στον άλλο σκοπό (που μου αρέσει πιο πολύ η μελωδία του), το πρώτο δίστιχο έχει ως εξής:
«Να μου δώσεις το δικαίω-
μα πως σʼ αγαπώ να λέω»
(Ελπίζω να άντεξες την ανάγνωσή τους)

Ο δίσκος (μάλλον) επανακυκλοφορεί σε CD:
http://xilouris.gr/catalog/product_info.php?products_id=3500
Τα παραπάνω τραγούδια πρέπει να είναι το «Κοτσάτος Α» και το «Κοτσάτος Β»

Ο Δεντρολίβανος ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα και δεν είχα προσέξει τα λόγια. Εν τω μεταξύ, δεν έχω διαθέσιμο το δίσκο και έτσι δε μπορώ να σε βοηθήσω αυτή τη στιγμή.

Γιάννη, παρά το ότι ήδη έχουμε πιθανόν κουράσει αρκετούς, δεν μπορώ (και δεν θέλω) να στερήσω / περιορίσω το δικαίωμα της έκφρασης σε κανέναν, ούτε και στον εαυτό μου:

Λοιπόν, το κόψιμο του στίχου, αφ’ εαυτού, δεν είναι κακοποίηση της γλώσσας. Εκείνο που είναι κακοποίηση είναι αυτό που ανέφερα πιο πάνω, της αναστροφής, όπου π.χ. ο στίχος θα ακουγόταν (στην επανάληψη)

Ντιούμαι με τα μάτια κείνα, Κάθε δεκαπέντε σύνα.

Δεν το κάνει αυτό η Κληρονόμου. Το έχω όμως ακούσει σε νεώτερα, όπως:
Αφού υποχρεωτικό, είναι το στρατιωτικό,
Είναι το στρατιωτικό, αφού υποχρεωτικό.

Αυτά.

Νίκο, με το τελευταίο σου μήνυμα με βρίσκεις σε όλα σύμφωνο.

Εν τω μεταξύ, ό, τι είχα να πω για τα κοτσάκια το είπα. Κάτι άλλο δεν έχω.

Καλημέρα σας. Επειδή κατάγομαι από τη Νάξο και συγκεκριμένα από την Απείρανθο της Νάξου, θα μπορούσα ίσως να σας βοηθήσω σχετικά με τα κοτσάκια και κυρίως τα “κοφτά”.

Τα κοτσάκια είναι οκτασύλλαβα δίστιχα, τα οποία αρχικά χρησιμοποιούνταν για γύρισμα στα δεκαπεντασύλλαβα τραγούδια. Aργότερα επιβλήθηκαν και έγιναν το κύριο τραγούδι, αποτελώντας τα σύγχρονα έμμετρα δημιουργήματα των κατοίκων τʼ Απεράθου, χαρακτηριστικά της στιχουργικής φυσιογνωμίας τους. Για τη συγκεκριμένη στιχουργική δομή έχουν γραφτεί πάρα πολλά, από σημαντικούς φιλολόγους-λαογράφους, όπως τον Δ. Οικονομίδη, τον Γ. Ζευγώλη, τον Ν. Σφυρόερα κ.λπ. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι τα κοτσάκια προήλθαν από τη διάσπαση του δεκαπεντασύλλαβου, προκειμένου ο τελευταίος να μπορεί να ανταποκρίνεται στα γυρίσματα του τραγουδιού, σε συνάρτηση με τη μουσική και τα χαρακτηριστικά του χορού που αντιστοιχούσε σε αυτό.

Παρόμοιες στιχουργικές μορφές απαντούν και στην υπόλοιπη Ελλάδα (κουντουρμάδες στην Ανατολική Θράκη, Κουτσάκια και μπιγίτια στην Αδριανούπολη και στη Μάδυτο [=τραγούδια του χορού], κοτήματα και κουτσουμπάκια στο σκοπό της Ανατολικής Θράκης, λιανά, λιανοτράγουδα, παρασκίδες, παραμικρά, κοντόσωμα, κοντοτράγουδα, τραγουδέλια, στον Αίνο και στην Κω τσακίσματα, στη Λατσίδα Μεραμβέλλου Κρήτης ποτσακίσματα, αλλού τραγούδια αγάπης, στιχάκια, παρόλες.

Η λέξη «κοτσάκια» πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική «kocek», η οποία σημαίνει χορεύω και χρησιμοποιείτο κυρίως στην περιοχή του Βοσπόρου. Ο Σφυρόερας μάλιστα μας λέει ότι η λέξη αυτή συναντάται στα βιβλία της Φαναριώτικης λυρικής ποίησης του τέλους του 18ου αιώνα (πρβ. «Έρωτος αποτελέσματα»), τα οποία εκτός από διηγήσεις στον πεζό λόγο και δεκαπεντασύλλαβους στίχους, περιελάμβαναν και δίστιχα οκτασύλλαβα τραγούδια. Αυτά ονομάζονταν κοτσάκια και αποτελούσαν αγαπημένο ανάγνωσμα της εποχής, ενώ τα μάθαιναν απέξω οι Έλληνες της Πόλης και τα τραγουδούσαν στα γλέντια και στις χαρές τους. Η ομοιότητα των πολίτικων και των απεραθίτικων κοτσακιών ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί Απεραθίτες, κυρίως δε Απεραθίτισσες, είχαν ξενιτευτεί στην Κωνσταντινούπολη, απʼ όπου τα άκουσαν και τα έφεραν με την επιστροφή τους στο χωριό. Σπουδαίο ρόλο στην εξάπλωσή τους στην Απείρανθο έπαιξαν οι Απεραθίτισσες γυναίκες, με τη φυσική τους κλίση να αυτοσχεδιάζουν δίστιχα και να φτιάχνουν τραγούδια με μεγάλη ευκολία. Ο Οικονομίδης ωστόσο πιστεύει ότι δεν θα έπρεπε οι ομοιότητες ανάμεσα στα φαναριώτικα στιχοπλόκια και τα δημοτικά δίστιχα να μας οδηγούν στην άποψη περί επιρροής των πρώτων στα δεύτερα ή των δεύτερων στα πρώτα. Σύμφωνα με τον μελετητή, η προέλευση τόσο των λαϊκών όσο και των φαναριώτικων δίστιχων έχει κοινές ρίζες και αίτια, χωρίς βέβαια να αποκλείονται αλληλεπιδράσεις.

Τα κοτσάκια διακρίνονται σε δύο είδη: τα ίσα, όπου κάθε στίχος τελειώνει με ολόκληρη τη λέξη (π.χ. Σώνημαι η μια βολά που / θα σε συναντήσω κάπου) και τα κοφτά, όπου έχουμε το φαινόμενο του διασκελισμού του στίχου. Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου είναι κομμένη στα δύο και με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα της κομμάτι νʼ αποτελεί το τέλος του πρώτου κι η υπόλοιπη την αρχή του δεύτερου στίχου. Συνήθως, αυτή η λέξη που κόβεται είναι και κεντρική έννοια του στίχου. Μʼ αυτόν τον τρόπο οι λέξεις υποτάσσονται στον αυστηρό νόμο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, παράμετροι που ίσως και να οδήγησαν στη δημιουργία τους (ένα κοτσάκι που δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις ονομάζεται “καντουνάτο” ή “ζαβό” και σίγουρα δεν τιμά τον δημιουργό του!). Η τελευταία αυτή τεχνοτροπία παρουσιάστηκε στα χρόνια της Κατοχής, χωρίς όμως να ξέρουμε πώς έγινε αυτή η εξέλιξη.

Σχετικά με το σχόλιο για την κακοποίηση της γλώσσας στο γύρισμα, παίζει πιστεύω σημαντικό ρόλο και το ίδιο το τοπικό ιδίωμα το οποίο “λειαίνει” κατά κάποιον τρόπο αυτό το απότομο κόψιμο.

Π.χ.
Κάθα δεκαπέντε σύνα-
διώμαι με τα μάθια κείνα.

Σχετικά με τον “Δεντρολίβανο”, η λέξη “ταδεμί” σημαίνει “λοπόν”.

Ελπίζω να συνέβαλα κάπως στη συζήτηση. :slight_smile:

1 «Μου αρέσει»

Η εκπομπή “Ελλήνων Δρώμενα” της ΕΤ3, την Κυριακή 27 Μαρτίου 2011, αφιερώθηκε στα κοτσάκια της Απειράνθου:
Εδώ από το blog της Μαρίας Ξεφτέρη.

Δειτε την παραπάνω συνέντευξη… Ηταν πρώτος ξάδερφος της γιαγιάς μου, ερασιτέχνης κατασκευαστής οργάνων και αυτός που “έβγαλε” πρωτος τα κομμένα κοτσακια στ΄Απεραθου.

1 «Μου αρέσει»

Ωραίο! Επομένως ο Σωζογιάννης δεν ήταν από τους πρώτους όπως λέει ο σύνδεσμος στο #1 αλλά ο πρώτος. Και στο video εξηγεί το πώς κατέληξε σε αυτά που ονομάζονται κοτσάκια νέας τεχνοτροπίας.

Βρίσκω πολύ γουστόζικο ότι το πρώτο είναι το
“Λίγα συκωτάκια κι αμε-
λέτητα έφερα να φάμε”

Πολλοί ερευνηταί της παλαιάς, χαμένης, ενδόξου, εθνικής, λαϊκής καλαισθησίας θα στραβομουτσουνιάσουν με την “χαμηλού επιπέδου θεματολογία” του διστίχου.

Πρώτα πρώτα, καλωσορίζω τον φίλο μου τον Φυσάλη!

Το απόσπασμα με τον μπάρμπα σου δεν το είδα ακόμη, γιατί είναι μεγάλο. Επιφυλάσσομαι βέβαια να το δω οπωσδήποτε, και καλά κάνεις που μας το ποστάρεις, γιατί βρίσκω συναρπαστικό το θέμα του πώς συγκεκριμένα πρόσωπα διαμορφώνουν τη δημοτική (συλλογική, ανώνυμη) παράδοση. Πάντα έτσι γίνεται, απλώς ο κανόνας είναι ότι αυτά τα πρόσωπα ξεχνιούνται και μένει μόνο η συμβολή τους.

Κατά τα άλλα, μιας και τώρα είδα αυτή την παλιά συζήτηση, μερικά σχόλια:

1. Η κακοποίηση ή όχι της γλώσσας είναι υποκειμενικό θέμα. Ασφαλώς, με την αντίστροφη επανάληψη του κομμένου διστίχου έχουμε ένα στίχο να ξεκινάει με κάτι που δεν είναι ολόκληρη λέξη. Αλλά και με την αντίστροφη επανάληψη ενός κανονικού διστίχου χωρίς κομμένες λέξεις, πάλι ακούγονται φράσεις που ούτε νόημα βγάζουν ούτε τη σύνταξη ακολουθούν. Ας πάρουμε ως πρόχειρο παράδειγμα (όχι πολύ καραμπινάτο, αλλά νομίζω φαίνεται η σκέψη που κάνω) το προαναφερθέν δίστιχο από τον Δεντρολίβανο:

Κι είπετε με το γιασεμί, / ας ξεραθούμε ταδεμή
ας ξεραθούμε ταδεμή / κι είπετε με το γιασεμί
.

(Είπαμε ότι ταδεμή σημαίνει λοιπόν). Ε, είναι φανερό ότι με την κανονική σειρά πάρει, με την ανάποδη δεν πάει. Δεν είναι κακοποίηση της γλώσσας, είναι πιο πολύ παιχνίδι.

Άλλες φορές, σε 15σύλλαβα δίστιχα, πριν ή μετά το τελευταίο ημιστίχιο -αυτό που ολοκληρώνει την ομοιοκαταληξία- ξανακούγεται το προπροηγούμενο, με αποτέλεσμα η μεν ομοιοκαταληξία να τονίζεται αλλά το νόημα να συσκοτίζεται:

Να ‘χα νερό απ’ τον Πλάτανο, κρασί απ’ την Κολώνα,
να ‘χα και την αγάπη μου, να τη φιλώ στο στόμα, κρασί απ’ την Κολώνα
(Σάμος).

Να 'μουν στη Γιάλη μια βραδιά, στη Χώρα μιαν αυγίτσα,
να 'μουν και στα Κατάπολα, στη Χώρα μιαν αυγίτσα, που 'χει όμορφα κορίτσια
(Αμοργός).

Στην ουσία δεν είναι περισσότερο κακοποίηση απ’ όσο όταν μια λέξη κόβεται από τα τσακίσματα: έλα να πά- βρ’ αμάν αμάν - έλα να πάμε εκεί που λες…

Με τα απεραθίτικα κομμένα κοτσάκια όμως, καμιά φορά εμφανίζεται κρυμμένο κι ένα ακόμη παιχνίδι με τις λέξεις:

Εκατάλαβά σε ευτυ- / χώς, εγωιστή και ψεύτη,
χώς, εγωιστή και ψεύτη / εκατάλαβά σε ευτυ
- :

Ανάμεσα στο «ψεύτη», στο τέλος του κανονικού κοτσακιού, και στο ξεκάρφωτο «-χώς», στην αρχή της αντίστροφης επανάληψης, ακούγεται κρυμμένη ξανά η λέξη «ευτυχώς». Αυτό δε γίνεται πάντα, όποτε γίνεται όμως νομίζω ότι είναι σκόπιμο ή πάντως ευπρόσδεκτο.

2.

Το κλειδί είναι η λέξη διασκελισμός. Το αντίθετο του διασκελισμού είναι η ισομετρία. Όταν έχουμε ισομετρία, τα όρια του στίχου, του ημιστιχίου, γενικά κάθε μετρικής ενότητας, συμπίπτουν με τα όρια της λέξης, της φράσης, γενικά της κάθε γλωσσικής ενότητας. Στον διασκελισμό, αυτό παραβιάζεται.

Μπορεί να φαίνεται σαν φιλολογίστικη ανάλυση, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διάκριση που γνώριζαν ανέκαθεν άριστα, και εφήρμοζαν ενελλιπώς (όσο κι αν δεν την ονομάτιζαν), όλοι οι λαϊκοί στιχουργοί.

Στον Ερωτόκριτο λέει κάπου:

Ετότες λέγει ο Κρητικός, ο νιος ο παινεμένος:
«Οπού αποθάνει, απ’ όλους σας ας είν’ συχωρεμένος».

Στον δεύτερο στίχο ο λογικός, νοηματικός, συντακτικός χωρισμός είναι «οπου αποθάνει || απ’ όλους σας ας είν’ συχωρεμένος» (συχωρεμένος απ’ όλους, όχι όποιος απ’ όλους πεθάνει). Ο μετρικός χωρισμός είναι αλλιώς: «οπου αποθάνει, απ’ όλους σας || ας είν’ συχωρεμένος». (Πρόκειται για μονομαχία, δύο είναι όλοι κι όλοι οι αντίπαλοι που μπορεί ο ένας τους να πεθάνει. Υπάρχει όμως και κοινό. Αυτοί θα συγχωρέσουν όποιον πεθάνει.) Αυτό λοιπόν είναι διασκελισμός, και δεν απαντά ποτέ σε δημοτικά τραγούδια, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνιο στη λόγϊα ποίηση. Ακραία περίπτωση διασκελισμού είναι όταν το μέτρο σπάει τα όρια όχι μόνο της συντακτικής ενότητας αλλά ακόμη και της λέξης, π.χ. το κλασικό του Σολωμού:

Tόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

(Μάλιστα υποτίθεται κιόλας ότι εδώ η κομμένη λέξη σκοπίμως εικονογραφεί τα στάχυα που είναι κομμένα στα δύο.)

Υπο κανονικές συνθήκες ένας λαϊκός ποιητής δεν το κένει ποτέ αυτό. Όχι μόνο γιατί είναι ασυνήθιστο, εξεζητημένο, πέρα από το προφανές, αλλά επιπλέον γιατί το λαϊκό ποίημα δε διαβάζεται, τραγουδιέται. Βλέποντας κανείς το τυπωμένο χαρτί, με τις παύλες (θερι-) ή τα κόμματα σε άλλο σημείο πέρα από το χώρισμα των δύο ημιστιχίων (όπου αποθάνει, απ’ όλους σας…), καταλαβαίνει αυτό που αν το άκουγε τραγουδισμένο θα τον μπέρδευε.

Συνέβη λοιπόν ειδικά στ’ Απεράθου να δημιουργηθεί μια εξαίρεση. Άρχισαν να τραγουδούν κοτσάκια που παραβίαζαν την ισομετρία. Αναμφίβολα το πρώτο που ακούστηκε θα ήταν δυσνόητο. Με τη μία, με τις δύο, με τις πολλές, οι άνθρωποι απέκτησαν -και στη συνέχεια καλλιέργησαν- μια εξοικείωση μ’ αυτό που κανονικά τους ήταν δυσνόητο.

Στ’ Απεράθου λοιπόν, στα κοτσάκια, γίνονται διασκελισμοί όχι μόνο στο μέσον της λέξης αλλά και της φράσης. Με άλλα λόγια, το παράδειγμα του Ξεφτεριού, «σώνει με η μια βολά που / θα σε συναντήσω κάπου», κι αυτό κομμένο είναι. Άλλος είναι ο λογικός-συντακτικός χωρισμός (σώνει με η μια βολά / που θα σε συναντήσω κάπου) και άλλος ο μετρικός. Αφού η σχολιάστρια -ντόπια η ίδια- μας λέει ότι οι ντόπιοι το θεωρούν ίσο, έτσι θα είναι βέβαια, αλλά αντικειμενικά πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση που εκτός Απεραθιού απουσιάζει εντελώς από τη δημοτική στιχουργία, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνια στη λόγϊα ποίηση (ιδίως 19ου - αρχών 20ού αιώνα).

3.
Το ότι στο τοπικό ιδίωμα το «συναντιώμαι» (συναντιέμαι) προφέρεται «συναδιώμαι» δεν αλλάζει απολύτως τίποτε.

1 «Μου αρέσει»

Θυμάμαι, πριν κάμποσες δεκαετίες, να “ξεναγούμαι” στους “νόμους” του κοτσακιού από Αξώτη ταξιτζή, μάλλον Απεραθίτης θά ΄τανε. Τα παραδείγματα ήταν ανάλογα εκείνων που παραθέτει και ο Περικλής. Σαφέστατα διέκρινα κάποιαν κρυμμένη υπερηφάνεια για την ιδιαιτερότητα αυτή, που βεβαίως παραβιάζει γλωσσικούς κανόνες, αλλά έχει γίνει αποδεκτή. Ίσως με δικαιολογία το (εκκλησιαστικής προέλευσης) “αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία ουκ έστιν”.

Πάντως, πιό χτυπητό παράδειγμα για το πόσο στα άκρα μπορεί να τραβηχτεί η παραβίαση αυτή, είναι το παράδειγμα που παραθέτει και ο Γιάννης:

που πολύ μου άρεσε και καταλαβαίνω πολύ καλά ότι πλέον, τέτοιες ακρότητες τις λένε για να γελάνε.

Μια συνήθεια είναι όλα Νίκο.

Γιατί γελάνε με τα συκωτάκια; Γιατί ο στίχος είναι τελείως πεζολογικός. Κανονικά οι στίχοι είναι διαφορετικοί από αυτά που λέμε σε πεζό λόγο. Άρα εξ ορισμού ξεφεύγουν από τους «κανονικούς» κανόνες της γλώσσας.

Τώρα, εν προκειμένω στα κοφτά κοτσάκια έχουμε παραβίαση ενός κανόνα που γενικότερα δε συνηθίζεται, ενώ σε παραδοσιακά της υπόλοιπης Ελλάδας, σε ρεμπέτικα κλπ. έχουμε παραβιάσεις που μας φαίνονται φυσιολογικές. Αν γράψει κανείς ένα στίχο που δεν παραβιάζει κανέναν απολύτως κανόνα, θα είναι πεζολογία (και μπορεί να γελάσουμε κιόλας).

[Πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουσα κοφτό κοτσάκι δεν ήταν στ’ Απεράθου αλλά από κάποιον Πάριο ή Κονιτόπουλο ή κάτι τέτοιο: «σ’ αγαπώ και θα σε περι- / μένω να σε κάνω ταίρι». Όπως κι εσένα, έτσι κι εμένα μου φάνηκε απαράδεκτο, χυδαίο και φτωχό.]

Βέβαια μιά συνήθεια είναι. Απλά οι Απεραθίτες τα έχουν συνηθίσει, βλέπεις όμως ότι και αυτοί, όταν παραγίνεται, το σχολιάζουν γελώντας.

Εγώ δεν γελάω με τα συκωτάκια, που παραμένουν απείραχτα. Γελάω με το παράδοξο ότι η απομονωμένη φράση “Λίγα συκωτάκια κι άμε”, τελεία, φέρνει συνειρμούς εντελώς διαφορετικούς από π.χ. τη λέξη “αμελέτητα”, που ουσιαστικά χάνεται στην επανάληψη. Ανάλογα γίνονται και με τη φράση “Λέτητα έφερα να φάμε”, αφού τα λέτητα δεν είναι τρόφιμο ή οτιδήποτε εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι καν λέξη εν χρήσει.

αλλά αυτά μάλλον μου συμβαίνουν γιατί δεν έχω συνηθίσει την πρακτική αυτών των διασκελισμών…

1 «Μου αρέσει»

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγινε σουξέ από το χώρο του λεγόμενου παρακμιακού τραγουδιού το “Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς” (βρίσκεται εύκολα, δεν δίνω σύνδεσμο) το οποίο καταπολεμήθηκε από τους σοβαρούς κύκλους όπως όλα τα λεγόμενα σκυλάδικα. Στην πρεμούρα πάνω, μερικοί επιτέθηκαν και στον ίδιο το στίχο, θεωρώντας ότι το “Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς” είναι κακής ποιότητας φράση. Κάποιο τρολ της εποχής παρατήρησε ότι το στίχο αυτόν τον έχει και ο Ελύτης σε κάποιο ποιήμά του. Και αυτό βρίσκεται εύκολα.

Όπως λέει το βίντεο, το κοτσάκι με τα αμελέτητα ήταν ένα είδους γύμνασμα του Σωζογιάννη προκειμένου να βρει ένα κόλπο να φτιάχνει τα κομμένα.

Χαιρετώ την παρέα και να με συγχωρείτε για την αργοπορημένη απάντηση στο θέμα αλλά υπήρχε πολύ λιγος χρόνος!
Φίλε Περικλή καλώς σε βρήκα…θα επικοινωνήσω άμεσα και τηλεφωνικα.
Πρώτα απ’ όλα να πω στον Νίκο Πολίτη οτι ο ταξιτζής ο οποίος αναφέρει ήταν ο Γιώργος Μαργαρίτης (Μαργαριτογιώργης) μια θρυλική μορφή τ’ Απεράθου,καταπληκτικός αφηγητής και σπουδαίος ποιητής ο οποίος έφυγε σήμερα απο την ζωή σε προχωρημένη ηλικία…
Μια πληροφορία που θα ήθελα να προσθέσω στα παραπάνω είναι οτι στ’ Απεράθου δεν ‘‘κόβεται’’ μόνο το κοτσάκι αλλά και το εξάστιχο.Παράδειγμα (απόσπασμα απο απεραθίτικη ρήμα γραμμένη για μαθητές σχολείου λίγο πρίν τον πόλεμο):

Τση Μαρουδιάς του Μπαρδανό-
μιχάλη κι έναν αρφανό
και τση Ζμπιρλίνας* δύο
και ο Νικόλας τση Καρά-
τζαννέζας που 'ναι μια χαρά
θα πάρουν το βραβείο.

Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα αλλά έγραψα το συγκεκριμένο γιατι ο διασκελισμός παρουσιαζεται δύο φορες…Θα σας φανεί ίσως λιγάκι μπερδεμένο λόγω των πολλών ονομάτων.
*Ζμπιρλίνα:Η μητέρα του Αντώνη Αναματερού (Ζμπιρλαντώνη) τσαμπουνιέρη απο τ’ Απεράθου.

Να χαμε και ενα κολο-
κυθι να το φαμε ολο
-κυθι να το φαμε ολο
να χαμε και ενα κολο

:026::090:
εχουμε και αποκριες