"Καπετανάκης"

Ο Πετρόπουλος (1964) αναφέρει:

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη
-να του χέσω το μουστάκι

Πάπια χήνα μου
νάχει το κρίμα μου

Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη
-ρουφιανιά Καπετανάκη

Ζεϊμπέκικο της φυλακής. Το έλεγαν πρίν σαράντα χρόνια. Δέν βγήκε σε δίσκο.
Ο Καπετανάκης προφανώς ήταν δεσμοφύλακας.

Ο Τάσος Σχορέλης - Μίμης Οικονομίδης (1973) αναφέρει:

Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη,
με την τζούρα το μουστάκι.
Τα μελιτζανιά
να μην τα βάλης πειά.

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
στη γης στερεωμένα,
τα παιδάκια τα καϋμένα.
Έλα να σε δω
να παρηγορηθώ

Την δόλια την μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι,
ρουφιανειά Καπετανάκη.
Τα μελιτζανιά
να μην τα βάλεις πια.

Αυτοί ήσαν οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού <Ο Καπετανάκης>.
Στην ίδια μελωδία αργότερα γράφτηκε το <Καταστράφηκα>

(Όλα αυτά που έγραψα ήταν αντιγραφή από τα βιβλία, και η ορθογραφία)

Η πρώτη δισκογραφημένη εκδοχή του τραγουδιού το 1957 χωρίς αναφορά στον Καπετανάκη.

Από συντονιστή: Η πληροφορία αυτή δημοσιεύτηκε ήδη, λίγα μηνύματα πιό πάνω (#8)

Τόσα χρόνια λοιπόν ακούω:
“Δεν ξανακάνω φυλακή.
Με τον καπετανάκη τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε”.
Ενώ μάλλον είναι:
“Δεν ξανακάνω φυλακή με τον καπετανάκη.
Τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε”.
Ρε τι γίνεται!

Η Πυθία αρεσκόταν σε κάτι τέτοια, Άγη.

ΗΞΕΙΣ, ΑΦΙΞΕΙΣ ΟΥΚ. ΕΝ ΤΩ ΠΟΛΕΜΩ ΘΝΗΞΕΙΣ.
ΗΞΕΙΣ, ΑΦΙΞΕΙΣ. ΟΥΚ ΕΝ ΤΩ ΠΟΛΕΜΩ ΘΝΗΞΕΙΣ.

(Στην πραγματικότητα το περιστατικό είνα φανταστικό, και γλωσσικά δε στέκει. Αλλά έστω κι έτσι περιγράφει μια κατάσταση που τη ζούμε όλοι καμιά φορά!)

Και υπάρχει (εν δυνάμει, βέβαια αφού αποδείξεις δεν βρίσκονται πλέον) άλλη μία εκδοχή, που την είχα ξεχασμένη αλλά είχε συζητηθεί με τον μακαρίτη Πατσιφά της Λύρας, όταν είχε αποφασίσει να ξαναφέρει το τραγούδι στην επιφάνεια, τραγουδισμένο από την Ελένη Βιτάλη (πριν περίπου 35 χρόνια). Είχα σκεφτεί τότε, βασιζόμενος στην ιδιότητα της ρουφιανιάς που του αποδίδεται, ότι Καπετανάκης θα μπορούσε και να ήταν γνωστός και συχνός τρόφιμος των φυλακών, κατάδικος δηλαδή: αν ένας δεσμοφύλακας καρφώσει κρατούμενο στη διεύθυνση, τη δουλειά του κάνει, ενώ ένας συγκρατούμενος χαρακτηρίζεται ρουφιάνος. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή η έννοια της φράσης θα ήταν “όσο παραμένει ο Καπετανάκης στη φυλακή, δεν ξαναπαρανομώ ώστε να μην μπλέξω ξανά μαζί του”.

Αν και οφ τοπικ θα μπορούσες να πεις κάτι παραπάνω γι’ αυτό; Γιατί εγώ πάλι νομίζω πως είτε φανταστικό είτε όχι, γλωσσικά στέκει…

(Πέπε: Τα λέει όλα, και γλαφυρότατα, ο Σαραντάκος εδώ.)

Μου κάνει εντύπωση που λέτε ότι ο Πετρόπουλος γράφει πως ο Καπετανάκης ήταν δεσμοφύλακας. Κάνει λάθος βέβαια, και είναι περίεργο διότι ήταν αρκετά γνωστή προσωπικότητα.

Λογαριάζω να γράψω κάποτε για το θέμα, αλλά πρόχειρα να πω πως ο Καπετανάκης ήταν διευθυντής στις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας το 1920. Ήταν Κρητικός και βενιζελικός και όταν έχασε ο Βενιζέλος τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων. Οπότε έγινε εξέγερση των ποινικών κρατουμένων που ζητούσαν να βγουν κι αυτοί, ενώ το μέτρο ίσχυε μόνο για τους πολιτικούς. Ο Καπετανάκης φαίνεται πως πυροβόλησε και σκότωσε καναδυό. Στις εφημερίδες των πρώτων ημερών του 1920 θα βρείτε τα σχετικά, βέβαια χρωματισμένα ανάλογα με την τοποθέτηση της κάθε εφημερίδας. Τον κατηγόρησαν ότι έκλεψε και το ταμείο της φυλακής με 30.000 δρχ. αλλά εκείνος απάντησε ότι το πήρε μαζί του φεύγοντας από την επαναστατημένη φυλακή για να μην το πάρουν οι κρατούμενοι. Βλ. π.χ. Έθνος 7.11.1920.

Γεια σου Νίκο!

Ναι, αλλά πρόσεξε:

Το 'χουμε μεν χιλιοσυζητήσει για τον Πετρόπουλο, συμφωνώντας μάλλον οι περισσότεροι ότι

…, αλλά το ξανασκέφτηκα.

Ο Πετρόπουλος, δε θυμάμαι αν το δήλωνε ο ίδιος ή του το βγάλαν άλλοι, αλλά πάντως θεωρούνταν λαογράφος. Τον Πολίτη (πατέρα της ελληνικής λαογραφίας και παππού του Νίκου) τον είχε περί πολλού. Ο Πολίτης, και όλοι οι λαογράφοι μέχρι και μετά τον Πετρόπουλο και μέχρι και σήμερα σχεδόν, ψάχναν στο “λαό”, δηλαδή στην ύπαιθρο. Όταν ο Πετρόπουλος ξεκίνησε να ψάχνει στα λαϊκά στρώματα των πόλεων, δεν υπήρχε προηγούμενο, οπότε αυτοσχεδίαζε. Άλλωστε και στην ύπαιθρο να 'θελε να ψάξει, λαογραφικές σπουδές δεν είχε κάνει. Έβλεπε το αποτέλεσμα μιας λαογραφικής έρευνας, και για το πώς έγινε η έρευνα μόνο τη φαντασία του είχε.
Φανταζόταν λοιπόν, όπως το φαντάζομαι κι εγώ, μια γιαγιά να λέει στον ερευνητή: «Στο τάδε δάσος ζουν νεράιδες». (Ξέρουμε ότι δε συνέβη.) Ή: «Στο δείνα σημείο είχε γίνει ένα φονικό, και το φάντασμα του φονεμένου τριγυρνάει ακόμα». (Ξέρουμε ότι το φάντασμα δεν τριγυρνάει, αλλά το φονικό μπορεί και να ‘γινε.)
Ένας εντελώς ακαδημαϊκός λαογράφος θα έγραφε: «Η τοπική παράδοση λέει ότι στο τάδε δάσος ζουν νεράιδες, και ότι στο δείνα σημείο έγινε φονικό και το φάντασμα τριγυρνάει». Ο Πετρόπουλος, πρώτον είχε άλλο στυλ γραφής. Αποτύπωνε όλη τη γοητεία που ασκούσαν στον ίδιο αυτά που μάθαινε, και συνήθως παρέλειπε το «η τοπική παράδοση λέει ότι». Δεύτερον, δεν είχε να κάνει με ανθρώπους που πιστεύουν σε εμφανώς ανύπαρκτα πράγματα όπως τα φαντάσματα και οι νεράιδες. Αν του έλεγαν για ένα φονικό, μπορεί κάλλιστα και να είχε συμβεί. Τρίτον, δούλευε σ’ ένα πεδίο που ήταν εντελώς παρθένο και από ερευνητές και από όλο τον «έξω κόσμο», αποκάλυπτε την Αμερική κατά κάποιο τρόπο.
Ασφαλώς και θα μπορούσε να το έχει ψάξει λίγο καλύτερα, ή να έλεγε «δεν το έχω ψάξει, κρατάω τις επιφυλάξεις μου αν ισχύει». Παραλείψεις, αναμφισβήτητα. Αλλά από την άλλη, αν έγραφε «στο τάδε δάσος ζουν νεράιδες» και πήγαινες εσύ και δεν έβρισκες νεράιδες, θα γύρευες ποτέ τα ρέστα; Δε σου είπαμε πού έχει νεράιδες, σου μεταφέραμε τη λαϊκή μυθολογία που ανακατεύει αλήθειες, παραμύθια και προϊόντα σπασμένου τηλεφώνου. Μην ξεχνάμε ότι και ο Πολίτης ακόμα θα μπορούσε να έχει συναντήσει μια δεύτερη γιαγιά που να του πει «όχι δεν ήταν εκεί οι νεράιδες / το φονικό / το φάντασμα, στο άλλο δάσος ήταν». Τι θα έκανε, θα έψαχνε να βρει ποιο είναι το σωστό μέρος που δεν έχει νεράιδες;

Έτσι κι εδώ. Κάποιος του είπε «προφανώς ήταν δεσμοφύλακας», ή άκουσε διάφορα κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι μάλλον δεσμοφύλακας θα 'ταν, ή δεν άκουσε απολύτως τίποτα αλλά μόνο μέσα από το τραγούδι και από την όλη εμπειρία του από τέτοια πράγματα, την οποία απέκτησε μόνο με δικό του ψάξιμο χωρίς κανείς να του έχει στρώσει το δρόμο (και χωρίς να έχει το μέγεθος του Πολίτη που κι εκείνος μόνος του άνοιξε το δικό του δρόμο αλλά έφερε καλύτερα αποτελέσματα), και χωρίς καν να έχει κάποιον να το συζητήσει όπως τα συζητάμε εμείς τώρα αφού ήταν ένας μποναχικός πρωτοπόρος, υπέθεσε ότι θα ήταν δεσμοφύλακας.

Εννοείται ότι δεν είναι να τα δένουμε κόμπο όσα λέει, ούτε όμως και να θεωρούμε ότι μας δουλεύει.


Παρατηρήστε και κάτι άλλο που εμένα τουλάχιστον μου είχε διαφύγει:

Δεν είναι απίθανο να μπέρδεψε τους ρυθμούς, ούτε να βγήκε σε δίσκο και να μην το πήρε χαμπάρι. Αλλά από την άλλη, αν εδώ δεν κάνει λάθος, τότε δε λέει το ίδιο τραγούδι αλλά έναν άλλο σκοπό με ίδια κάποια από τα δίστιχα.

Λοιπόν, σύμφωνα με παλιές εφημερίδες προκύπτουν τα εξής:

Ο Καπετανάκης αναφέρεται ως επιστάτης στις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, το 1920.

Αρχές Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, δόθηκε με βασιλικό διάταγμα αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, πλην των συμμετεχόντων στα Ιουλιανά.
Επωφελήθηκαν οι ποινικοί κρατούμενοι, αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν και συνεπλάκησαν με τη φρουρά (κάτι που έγινε και στις υπόλοιπες φυλακές) και τραυματίστηκαν και από τον Καπετανάκη και από τους υπόλοιπους της φρουράς 4 άτομα, βαριά.

Στις 6/11/1920 αναφέρεται το γεγονός (στο οποίο αναφέρεται ο Νίκος Σαραντ.) ότι ο Καπετανάκης εξαφανίστηκε παίρνοντας το ποσό των 30.000 δραχμών, “σε βάρος του συσσιτίου και της συντήρησης της φυλακής”.

Πηγή: εφημερίδα “Εμπρός”, 6/11/1920 και “Σκριπτ” 6/11 - 10/11/1920.

Το είδα πως τον λένε επιστάτη στο Εμπρός, πράγμα που πρέπει να το αποδώσουμε μάλλον στην πολιτική έξαψη του Διχασμού. Τόσο το Εμπρός όσο και το Σκριπτ ήταν ακραίες βασιλικές εφημερίδες.
Πιθανόν κιόλας να είχε παυθεί από Διευθυντής αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Είναι βέβαιο πως ήταν διευθυντής.

Mια ακόμα αναφορά, από τη (βενιζελική) Πατρίδα στις 5.11.1920:

Πολλά μπερδεμένα πράγματα μαζεύονται. Ωραία, Εμπρός και Σκρίπ μιλάνε για “επιστάτη Καπετανάκη”, κρητικό έντυπο για διευθυντή. Αυτά, το 1920. Το 1921 έχουμε τη μάχη στο Εσκή Σεχήρ (Δορύλαιον), πρέπει να ήταν Ιούλιος, όχι Οκτώβριος, Ελένη. Αρχηγός της εκστρατείας ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Ας υποθέσουμε ως λογικό ότι δεν έχει την πολυτέλεια να στείλει στην Αθήνα τους Βενιζελικούς αξιωματικούς, ειδικά τους έφεδρους. Όμως, αν το 1920 ο Καπετανάκης υπηρετεί στην Παλιά Στρατώνα, όχι ως στρατεύσιμος βέβαια, τότε πρέπει να κληθεί επί τούτου στη Μικρασία, αν είναι να βρεθεί στο Δορύλαιο το 1921 και αυτό, οι βασιλικοί δεν θα το έκαναν με τίποτα. Ξαναθέτω λοιπόν θέμα: Για ποιόν Καπετανάκη μιλάμε; Πόσο σίγουροι είμαστε ότι ο διευθυντής / επιστάτης του 1920 και ο έφεδρος λοχαγός του Εσκή Σεχίρ (καλοκαίρι 1921) είναι ένα και το αυτό πρόσωπο;

Άλλο: Γίνεται εξέγερση στην Παλιά Στρατώνα και συμπλοκή κρατουμένων με τη φρουρά. Καπετανάκης και φρουρά απο κοινού, τραυματίζουν βαρειά τέσσερα άτομα (η “Πατρίς” αναφέρει και νεκρό). Αμέσως μετά, η φρουρά συλλαμβάνει τον Καπετανάκη, που παραμένει κρατούμενος. Τι έγινε; επαναστάτησε και η φρουρά;

και κάτι δευτερεύον:

Αποκλείεται. Ο Πετρόπουλος έχει δεκάδες φορές (τόσες έχω ακούσει τουλάχιστον εγώ) αναφερθεί με ιδιαίτερα σκληρή απαξία στους πανεπιστημιακούς, συλλήβδην και από καταβολής Αθήνησι. Αν είχε ειδικά τον Πολίτη σε εκτίμηση, δεν θα τον ανέφερε ως “φωτεινή εξαίρεση” (τρομάρα του) σε κάποιαν από τις αναφορές του αυτές;

Και μάλιστα, ξεκινώντας με τη φράση:

“Το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι ο επιστάτης φυλακών Παλαιάς Στρατώνος Καπετανάκης…”

Από το αρχείο Βενιζέλου
[από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε σίγουρες πληροφορίες, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη η πρόσβαση σ’ αυτό]
προκύπτει ότι ένας Καπετανάκης (με το όποιο αξίωμα είχε, τέλος πάντων, στη φυλακή) συμμετείχε και στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Τώρα, αν πέφτουμε στην περίπτωση να υπήρχαν δυο αξιωματούχοι στη φυλακή, με το ίδιο επώνυμο και ο ένας εξ αυτών μόνο να συνέχισε ως στρατιωτικός στη Μικρασία, τι να πω.

Δεν ξέρω αν έχει πει κάτι καλό, αλλά και το ότι δεν έχει πει τα κακά με τον τρόπο που τα έλεγε για άλλους (το σκατολεξικό του Τάδε κλπ.) κάτι δείχνει, συγκριτικά! Πάντως ακολουθεί το πρότυπο του Πολίτη και νομίζω τον επικαλείται και ρητά.

Ξέχασα να το γράψω πριν, να με συμπαθάτε. Είναι 1000% βέβαιο πως ο Καπετανάκης που πολεμάει στο Εσκή Σεχίρ το 1921 είναι απλώς συνώνυμος με τον διευθυντή των φυλακών του 1920.

Δεύτερον, η Πατρίς την οποία παρέθεσα, Νίκο Πολίτη, δεν είναι κρητικό έντυπο, είναι μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της εποχής, αθηναϊκή βέβαια και σταθερά βενιζελική. Πάλι για συνωνυμία πρόκειται με τη σημερινή κρητική Πατρίδα.

(Για την ακρίβεια, η Πατρίς αρχικά εκδιδόταν, από τα τέλη του 19ου αι. στο Βουκουρέστι, από τον Σίμο, ο οποίος την μετέφερε την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα στην Αθήνα. Ήταν η κορυφαία βενιζελική εφημερίδα).

Τον Πολίτη τον έχει επικαλεστεί σε πολλές περιπτώσεις και σε ουκ ολίγες τον κακοχαρακτήρισε. όταν έχω χρόνο θα βρω σχετικό κείμενο που κανει αναφορά. Νομίζω για κάτι ονοματοθεσίες τον είχε κράξει…

Ελένη, από πού τεκμαίρεται ότι ο Καπετανάκης της Μικρασίας είχε διατελέσει αξιωματούχος στην Παλιά Στρατώνα;

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:32 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:55 —

Και για λόγους τάξεως, ο τίτλος της εφημερίδας είναι ΣΚΡΙΠ, όχι Σκριπτ, όπως γράφτηκε (και από μένα).

Εχω αναφερθεί παλαιότερα σε αυτές τις ονοματοθεσίες, αλλά δεν έχω κάτι υπόψη μου σε σχέση με αυτές, τον Πετρόπουλο και τον Πολίτη. Αυτό που ξέρω είναι ότι, κάποια στιγμή μετά τους βαλκανικούς πολέμους, η Ελλάδα βρέθηκε με εκτεταμένα νέα εδάφη στο Βορρά, που βεβαίως έπρεπε να παρουσιαστούν ως μέχρι πρότινος αλύτρωτες πατρίδες. Πώς, όμως, να υποστηρίξεις κάτι τέτοιο, όταν (εξαιρουμένων ελάχιστων μεγάλων πόλεων όπως Σέρρες, Καβάλα κλπ.) τα περισσότερα χωριά είχαν ονόματα τούρκικα, σλάβικα, αρβανίτικα και δεν ξέρω τι άλλο. Έτσι, η κυβέρνηση προέτρεψε τους παπάδες, κοινοτάρχες και λοιπούς προκρίτους των χωριών από τις νέες χώρες, να υποβάλλουν αιτήσεις για μετονομασία του χωριού τους, όπου χρειάζεται, και δημιούργησε μία επιτροπή για τη διαχείριση αυτών των αιτήσεων. Πρόεδρος τοποθετήθηκε ο Νικόλαος Πολίτης και η επιτροπή έμεινε ως “Επιτροπή Πολίτου”.

Η επιτροπή δεχόταν αφόρητες πιέσεις από το υπουργείο, να κάνει δεκτά τα προτεινόμενα ονόματα, για λόγους ευνόητους. Τα πρακτικά της έχουν πρόσφατα ψηφιοποιηθεί και διατίθενται πλέον ηλεκτρονικά. Και ένα ωραίο, σχετικό: οι πρόκριτοι ενός χωριού στην πρώτη από ανατολικά χερσόνησο της Χαλκιδικής, ακριβώς στο λαιμό της χερσονήσου, θέλησαν να απαλλαγούν από το όνομα του χωριού τους, που λεγόταν … Βλάκα. Έλα όμως, που η ονομασία αυτή είναι παραφθορά του Αύλαξ, που βεβαίως παραπέμπει απευθείας στη διώρυγα που άνοιξαν οι Πέρσες για να περάσει ο στόλος τους… Δεν ξέρω πώς λέγεται το χωριό σήμερα, όμως η Επιτροπή Πολίτου είχε συντάξει απόφαση η οποία τελείωνε με τη φράση “… να διατηρήσει το ιστορικότατον όνομα αυτής”

Aν θυμάμαι στα γλήγορα καλά, το ένα είναι αυτό που λέει πάνω ο Νίκος Πολίτης και σε ένα άλλο τον είχε χαρακτηρίσει ώς τον άνθρωπο που ευνούχισε την ελληνική γλώσσα…Τι να πει κανείς. Ο Πετρόπουλος είχε έναν εκπληκτικό τρόπο να φάσκει και να αντιφάσκει (μια τον χρησιμοποιούσε ως πηγή και μια τον κακοχαρακτήριζε). Και δεν είναι η μόνη περίπτωση. ο Παπαδιαμάντης μούχλας και θεϊκός. Ο φέρρης καλός και πονηρός αιγυπτιώτης…Το μόνο στάνταρ ήταν ο Ζάχος, που αδαής ανέβαινε και αδαής κατέβαινε…Πάντως ήταν ενδιαφέρουσα προσωπικότητα ο συγκεκριμένος συγγραφέας και τα βιβλία του σε απορροφούν, ακόμα και με ανακρίβειες…

Μα το θέμα δεν είναι τι ένιωθε στα βάθη της ψυχής του για τον Πολίτη ή για άλλους, ούτε με πόσο σαβουάρ βιβρ εκδήλωνε αυτό που ένιωθε. Το θέμα είναι ότι οι ανακρίβειες και άλλα ατοπήματα του Πετρόπουλου (να μην αναφέρει πηγές, ή να κάνει γριφώδεις παραπομπές τύπου “σύμφωνα με το ντοκουμέντο 5976 του αρχείου μου”, κλπ.), δεν πρέπει να κρίνονται όπως σ’ ένα κανονικό επιστημονικό έργο. Σ’ ένα τέτοιο έργο θα ήταν απολύτως ασυγχώρητα, γιατί υπάρχει επιστημονική δεοντολογία και επιστημονική ηθική. Ο Πετρόπουλος όμως είναι άλλη κατηγορία.
Δε λέω βέβαια να μην κρίνονται και καθόλου, να εξηγούμεθα. Όμως δεν επιβάλλεις τους κανόνες ενός παιχνιδιού σε κάποιον που παίζει άλλο παιχνίδι.

Ναι. Αλλά δεν παίζεις και εσύ στο άλλο αυτό παιχνίδι, δεν το αναγνωρίζεις. Γιατί δεν συμφωνείς με τους κανόνες του. Τόσο απλά.