Η χώρα με την πιο ξεχωριστή μουσική παράδοση (;;;;)

Μέσα από τεχνολογικά μέσα ψάχνουν να βρουν την χώρα που έχει την πιο διακριτή μουσική παράδοση και οι ηχογραφήσεις της ξεχωρίζουν περισσότερο από άλλες…! Όλα αυτά για χάρην της έρευνας, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τις μουσικές κουλτούρες του κόσμου!
Μπορεί άραγε κάτι τέτοιο να μπορέσει να το διαπιστώσει κανείς με ψυχρά τεχνολογικά μέσα, με ποια κριτήρια; Σε ένα πεδίο τόσο ευρύ. Εν τέλει, για πιο λόγο να χρειάζεται να ψάξει κάποιος πια χώρα έχει την πιο διακριτή μουσική παράδοση;
Ενημερωτικά οι υπολογιστές των δύο τεχνολόγων που δουλεύουν σε μεγάλη εταιρία τύπου i tunes, αποφάσισαν ότι η Μποτσουάνα με 61% έχει διακριτή μουσική.

Και τα μυαλά στα κάγκελα;

Εδω το λίνκ: http://www.tanea.gr/news/lifearts/article/5500726/h-xwra-me-thn-pio-ksexwristh-moysikh-paradosh/

υγ. Μήπως τελικά όλη αυτή η κατηγοριοποίηση μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων το μόνο που βοηθάει είναι στην ανάπτυξη εταιρειών αναπαραγόμενης μουσικής τύπου i tunes στις οποίες δουλεύουν οι παραπάνω εμπλεκόμενοι;

Νομίζω ότι ο κύριος Γκίνες, του βιβλίου Γκίνες, όπου καταγράφονται ετησίως η χώρα με το μακρύτερο κοκορέτσι και το κοντύτερο κοντοσούβλι, έχει επηρεάσει πολύ τον τρόπο που ο δυτικός κόσμος αντιλαμβάνεται τον κόσμο…

Και μόνο που μιλάμε για την κουλτούρα αφρικανικών χωρών, των οποίων τα σύνορα έχουν καθοριστεί από τρίτους χωρίς κανένα εθνολογικό κριτήριο, με κάνει εξαιρετικά δύσπιστο. Χώρια ο ψυχρά τεχνικός τρόπος μέτρησης του …μήκους της μουσικής παράδοσης.

Θα συμφωνήσω απόλυτα. Μόνο που στην προκειμένη πρόκειται για έναν Έλληνα και μια Κύπρια (Θα μου πεις και τι με αυτό. Οι αντιλήψεις σήμερα μπορεί να είναι ανεξαρτήτους εθνικότητας).

Πάντως νομίζω ότι όλο αυτό εκτος των άλλων εξυπηρετεί και τις εταιρείες που δουλεύουν οι παραπάνω όπως αυτή: Spotify Premium - Spotify (GR)

Ντάξει, σαν σχήμα λόγου το είπα. Το βιβλίο Γκίνες απλώς καταγράφει μια τάση που υπάρχει ούτως ή άλλως.

Οι διαφημίσεις για ταινίες αναφέρουν συχνά, ως κριτήριο ποιόητητας, πόσα εισιτήρια έκοψε η ταινία, ή και πόσο κόστισε η παραγωγή. Τα τραγούδια αξιολογούνται με τα βιουζ στο ΥΤ. Στο φέισμπουκ μετράμε λάικ, και σε διαφημίσεις συχνά εμφανίζεται η προτροπή «like us on facebook» (που, αν καταδεχτούμε να δούμε τι σημαίνει σαν απλή κυριολεξία, είναι το απόλυτο θράσος, έτσι; Σου λέω ότι πρέπει να σου αρέσω.). Η υψηλή ή χαμηλή ανάλυση μιας εικόνας (τα πίξελ) χαρακτηρίζονται «ποιότητα», ενώ είναι ποσότητα. Τέτοιες μέρες, τέλος του χρόνου, γεμίζει το ίντερνετ με άρθρα του τύπου «Τα δέκα πιο ___ του 2017», π.χ. οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι.

Όλοι μετράνε ποσότητες, και φυσικά όλοι ψάχνουν «τον πιο ___».

(Δεν παραβλέπω την άλλη πτυχή του θέματος που θίγεις, Βλαδίμηρε, με τις εταιρείες, απλώς εκεί δεν έχω να προσθέσω τίποτε.)

Εν πάση περιπτώσει, αν σκεφτώ τι εικόνα έχω για την ελληνική μουσική παράδοση, όσο μπορώ -από σημερινά ή διατηρημένα μέχρι σήμερα δείγματά της- να φανταστώ πώς ήταν σε παλιότερες φάσεις της, βρίσκω ένα εύρος, ένα βάθος και μια πληρότητα που αποκλείουν κάθε ιδέα σύγκρισης: ήταν τόσο (πολύ, λίγο…) καλή για τους ανθρώπους τους οποίους εξέφραζε, και όχι βέβαια τόσο περισσότερο ή λιγότερο ξεχωριστή από άλλες.

…[Προσθήκη μετά από λίγη ώρα]…

Κατά σύμπτωση, μόλις μου 'σκασε στο μέιλ μια διαφήμιση από έναν εκδοτικό οίκο:

Το [βιβλίο …] του […συγγραφέα] είναι ένα απʼ τα αγαπημένα μας βιβλία του 2017 και ένα από τα καλύτερα σύμφωνα, με τους κριτικούς. Ανακαλύψτε γιατί ξεχώρισε.

Πρόκειται για την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: δε μετράει πωλήσεις ή άλλα ποσοτικά δεδομένα, δε λέει «ΤΟ αγαπημένο μας» ούτε «ΤΟ καλύτερο σύμφωνα με τους κριτικούς», αλλά και σαφώς δεν εγγράφεται στο κυρίαρχο πνεύμα των διαφημίσεων. Τα μηνύματα που στέλνει ο συγκεκριμένο εκδοτικός οίκος, με το εν λόγω να είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τολμώ να πω ότι δεν είναι καν διαφημιστικά, αν και βέβαια αυτό τον στόχο έχουν, παρά απλώς ενημερωτικά: βγάλαμε αυτό, σκεφτήκαμε ότι θα θέλατε να είστε ενήμεροι, και [εννοείται ότι] φυσικά θα χαρούμε να σας το πουλήσουμε, απ’ αυτό ζούμε κι εμείς, αλλά χωρίς πίεση.

Θα συμφωνήσετε ότι δεν είναι αυτός ο συνήθης τρόπος!

Δε μπορώ να σχολιάσω την ίδια την έρευνα χωρίς να διαβάσω την επιστημονική δημοσίευση, και δυστυχώς δεν είχα τον χρόνο να τη διαβάσω προσεχτικά. Νομίζω ότι μπορεί να γίνει μια γενική κριτική όχι μόνο στη συγκεκριμένη δουλειά αλλά σε ολόκληρο το γνωστικό πεδίο των ‘ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών’. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση η προφανής εμπορική εκμετάλλευση των αλγορίθμων είναι από υπηρεσίες τύπου spotify ώστε να σου προτείνουν μουσική παρόμοια με αυτή που παρατηρούν ότι επιλέγεις να ακούσεις. Πέρα από τις εμπορικές εφαρμογές όμως νομίζω ότι υπάρχει ‘μουσικολογική’ χρησιμότητα, ειδικά για μεγάλες συλλογές ηχογραφήσεων. Το IRCAM στη Γαλλία π.χ. κάνει ανάλογες έρευνες αυτόματης ανίχνευσης κλίμακας/δρόμου ηχογραφήσεων κλπ, κάτι που θα ήταν πολύ χρήσιμο αν υπήρχε π.χ. στο αρχείο της ΕΡΤ, ή στο αρχείο του Σίμωνα Καρά. Ένας καλός αλγόριθμος μπορεί να κάνει τη βαρετή δουλειά της αποδελτίωσης ώστε να μπορούμε μετά να αναζητήσουμε π.χ. όλα τα ταξίμια του Μάρκου σε χιτζάζ, με τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να αναζητήσουμε όλους τους στίχους του Μάρκου που περιέχουν την τάδε λέξη, ή να δημιουργήσουμε ένα χάρτη με όλες τις περιοχές του κόσμου από όπου έχουμε ηχογραφήσεις χιτζαζ, ή πεντατονικες κλπ, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε χάρτες που μας δείχνουν όλες τις περιοχές όπου μιλιούνται ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

Εφόσον γίνει η δουλειά της αποδελτίωσης που μας δίνει ένα ‘χαρακτηριστικό διάνυσμα’ για κάθε ηχογράφηση, ο υπολογισμός της ‘απόστασης’ μεταξύ διανυσμάτων είναι απλά μια πράξη γραμμικής άλγεβρας (μια δουλειά αναγκαστικά απλουστευτική, ειδικά αν ορίσουμε την διαφορα π.χ. μεταξύ χιτζάζ και χιτζασκάρ σαν απλά ένα ημιτόνιο, τη διαφορά μεταξύ χασάπικου και ζεϊμπέκικου σαν απλά ένα όγδο κλπ)

Μια παρόμοιου πνεύματος εργασία είναι και αυτή εδώ:


με τον τίτλο “What musicians do to induce the sensation of groove in simple and complex melodies, and how listeners perceive it” όπου “Groove is the experience of wanting to move when hearing music, such as snapping fingers or tapping feet. This is a central aspect of much music, in particular of music intended for dancing.” Δεν μπορώ να την παρακολουθήσω όλη την εργασία, απλά σχημάτισα μια ιδέα για το τι θέλουν να κάνουν και τι μεθοδολογία ακολούθησαν. Τις ειδικές ορολογίες δεν τις καταλαβαίνω αλλά φαντάζομαι οι μουσικοί θα μπορούν.
Στα καθ’ ημάς π.χ. τι είναι αυτό που μας κάνει όταν ακούμε το τάδε ζεϊμπέκικο να θέλουμε να χτυπάμε τα χέρια στο ρυθμό του και γιατί δεν συμβαίνει με όλα ανεξαιρέτως τα ζεϊμπέκικα αλλά κάποια (μας) αρέσουν περισσότερο; Κατ’ αναλογία, γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτούν αυτά που λέμε “νταλκάς”, “κέφι”, “μεράκια”, “έρχομαι στα ντουζένια μου” που μέχρι σήμερα τα αποδίδαμε με μεταφυσικές ορολογίες του τύπου “το τραγούδι έχει ψυχή”. Εδώ σου λέει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα patterns που δουλεύουν καλύτερα από τα άλλα. Από αυτήν την σκοπιά μπορεί να θεωρηθεί ότι η εργασία αυτή προσπαθεί να ερμηνεύσει φαινόμενα. Από την άλλη μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις εταιρίες ή/και τους ίδιους τους μουσικούς. Σου λέει, σύμφωνα με την τάδε επιστημονική έρευνα, για να γίνω πιο διάσημος ή/και πιο εμπορικός πρέπει να συνθέτω με βάση αυτά τα μοτίβα. Πάντα βέβαια γινόταν αυτό. Γράφω στον τάδε δρόμο, σε ματζόρε ή μινόρε ή ασχολούμαι πιο πολύ με το χασάπικο και όχι με το ζεϊμπέκικο γιατί αυτά θέλει ο κόσμος. Ε, τώρα έρχεται η έρευνα και σου λέει γιατί τα θέλει ο κόσμος.