Η ΜΠΕΛΛΟΥ 814 λέξεις
ΣΤΟΥ ΤΖΙΜΗ ΤΟΥ ΧΟΝΤΡΟΥ
==========
Μαύρα μάτια , μαύρα σμιχτά φρύδια , μαύρα κατσαρά μαλλιά, τραβηγμένα πίσω, αλογοουρά Στόμα κοντυλογραμμένο σφιχτό, πρόσωπο όμορφο , καθαρό, ντόμπρο, λίγο τσαμπουκαλίδικο. Όταν όμως χαμογελούσε φεγγοβολούσε ο τόπος γύρω.
Έτσι είναι στη φαντασία μου η νεαρή Σωτηρία Μπέλλου, η μάγισσα του λαϊκού τραγουδιού. . Έτσι μου την περιέγραψε ο Τσιτσάνης . Ο Γρ. Μπιθικώτσης μου είπε. Ήταν μια κοπέλα που είχε το θάρρος να χαμογελάει και να μιλάει με τους θαμώνες της ταβέρνας
Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
«Κλαμένη ήρθες μια βραδιά
μες στης ταβέρνας τη γωνιά.
Μα είναι αργά να ζωντανέψεις
Τον έρωτα που σκότωσες.»
(1949BG.6761 )
Οκτώβριος 1948 . Ο Δημήτρης Μάρκου αποφάσισε να αλλάξει το αντικείμενο της επιχείρησής του από εστιατόριο με μπουγιαμπέσα να το κάνει ταβέρνα με ζωντανή μουσική από μπουζούκια και διάλεξε το συγκρότημα του Τσιτσάνη. Η κίνησή αυτή του εξασφάλισε μια θέση στην ιστορία του Λαϊκού τραγουδιού καθώς έγινε ο μετέπειτα Θρυλικός «Τζίμης ο Χονδρός»
Αυτή την ταραγμένη εποχή που όλοι οι κατατρεγμένοι έρχονταν να γλιτώσουν στην Αθήνα από το ανελέητο κυνηγητό και την τρομοκρατία που είχαν εξαπολύσει οι παρακρατικές οργανώσεις δεν μπόρεσε ούτε η Μπέλλου να γλιτώσει.
Στην περιοχή της Αττικής ,δηλαδή λίγο…έξω από την Ομόνοια κουμάντο κάνανε οι Χίτες οι διαβόητοι αδερφοί Κατελαναίοι. Ήταν μια κρύα βραδιά στα μέσα του Ιανουαρίου το 1949.Ο αέρας και η υγρασία που έρχεται από την Πάρνηθα φτάνει μέχρι την Ομόνοια και το τσουχτερό κρύο πιρουνιάζει ως το κόκαλο. Από το Μενίδι μια παρέα από άντρες μπαίνουν μισομεθυσμένοι σε ένα αυτοκίνητο.
Κατευθύνονται προς την Αθήνα. Φτάνοντας στις τρεις γέφυρες στρίβουν βόρεια και μπαίνουν στην οδό Αχαρνών.
Προχωρούν ανατολικά και σταματούν στον αριθμό 77 μπροστά στο κέντρο του «Τζίμη του Χοντρού».
Όχι πως θέλουν να ακούσουν τον ξακουστό Τσιτσάνη και τη μάγισσα του λαϊκού τραγουδιού Σωτηρία Μπέλλου .
Θέλουν να κάνουν ζημιά… Θέλουν την Μπέλλου, το αγρίμι την αντάρτισσα …
Σπρώχνουν την πόρτα με θόρυβο, προχωρούν βλοσυροί και κάθονται μπροστά- μπροστά , κοντά στο πάλκο. Καταναλώνουν αρκετό αλκοόλ και θορυβούν προκλητικά αφήνοντας να φανούν τα όπλα που έχουν περασμένα στη ζώνη τους
Είναι οι αδερφοί Κατελαναίοι οι διαβόητοι. Ποιος θα είναι αυτός που θα τολμήσει, να τους κάνει παρατήρηση;
Η Μπέλλου τους κόβει, είναι στο πάλκο με το μικρόφωνο στο χέρι και τραγουδάει … «καλέ μου το παιδί» τη συνοδεύει στο μπουζούκι ο Τσιτσάνης , με τον Κερομύτη τον Τουρκάκη τον Ρούκουνα, τον Κασιμάτη και στο πιάνο είναι ο Περιστέρης.
Η παρέα των Κατελαναίων όταν τραγουδάει η Σωτηρία χαλάει τον κόσμο. Την ειρωνεύονται προκλητικά Ψάχνουν για την αφορμή.
Η Μπέλλου εκνευρίζεται και τους βρίζει. Ο Τσιτσάνης προσπαθεί να την ηρεμήσει .
Σκάσε μωρή και τραγούδα ! Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί; Θα βρούμε τον μπελά μας όλοι !
Γυρίζει και του λέει
–Τους ξέρω, τα καθίκια του κερατά Να πάνε να γαμηθούνε όλοι τους! Οι κολοφασίστες.! Αργά προς το χάραμα την πλησιάζει ο μικρότερος των Κατελαναίων τύφλα στο μεθύσι. Φαίνεται πως τα καθάρματα για να βρουν το θάρρος να εκτελέσουν την αποστολή τους χρειάζονται τη βοήθεια του αλκοόλ.
-Πες μωρή παλιοκομούνι το τραγούδι «του αϊτού ο γιος»
Η Μπέλλου δεν χαμπάριζε, τους είχε όλους χεσμένους. Αντάρτισσα στα βουνά είχε περάσει χειρότερα και η συσσωρευμένη οργή που κρατούσε μέσα της δεν της επέτρεπε να νοιώθει φόβο.
Δεν ζύγιαζε τα πράγματα με το συμφέρον αλλά με την οργή και την αγανάκτηση του αδικημένου. Έτσι αντιμετώπιζε όλους μέχρι τέλος της ζωής της όταν διαισθανόταν ότι πάνε να την αδικήσουν. Τον αγριοκοιτάζει και του λέει
«δεν το ξέρω» και αρχίζει να λέει το τραγούδι «κάποια μάνα αναστενάζει…» και στη στροφή που λέει «ο λεβέντης να γυρίσει από την μαύρη ξενιτιά» το αλλάζει και κοιτώντας ειρωνικά και όλο σημασία τους Κατελαναίους λέει
«να γυρίσει από την μαύρη Ικαριά». έγινε ανακατωσούρα και για να ηρεμήσουν τα πράγματα ο Περιστέρης αρχίζει το τραγούδι « του αϊτού ο γιος»
Η Σωτηρία αφήνει κάτω ο μικρόφωνο και πάει προς την τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι δίπλα στην κουζίνα. Εκεί είναι ο μάγειρας δυο –τρία γκαρσόνια και ο Τζίμης.
Πριν προλάβει να κλείσει πίσω της την πόρτα μπαίνουν μέσα δυο Κατελαναίοι και χωρίς δεύτερη κουβέντα την αρχίζουν στο ξύλο βρίζοντάς την χυδαία.
–Παλιοπουτάνα! Κουμούνι! Βουργάρα : Εδώ είναι Ελλάδα μωρή καριόλα!
Στην κουζίνα έπεσε παγωμάρα. Κάτι πήγε να πει ο μάγειρας μα του κάνει νόημα με το χέρι ο Τζίμης .
–Σουτ! Μην ανακατεύεσαι, τι δουλειά σου κοίτα εσύ.
Από μέσα ακούγεται η φωνή της Σωτηρίας.
– Να πάτε να γαμηθείτε πούστηδες, κολοφασίστες.
Και μετά σιωπή…
Οι Κατελαναίοι την αφήνουν αιμόφυρτη στο πάτωμα της τουαλέτας , και φεύγουν ανενόχλητοι. Κανείς δεν τόλμησε να αρθρώσει κουβέντα.
Η Σωτηρία μαζεύει τα κουρελιασμένα ρούχα της, και όση δύναμη της απόμεινε και σηκώνεται. Καθαρίζει το πρόσωπό της απ τα αίματα , ισιώνει τη φούστα της και γυρίζοντας στον Τζίμη του λέει
– Να πας να γαμηθείς κι εσύ παλιοπούστη
Μετά προχωράει προς τη έξοδο , ανοίγει την πόρτα και χώνετε στη μέρα που έρχεται. Σ.Α.2008