Ζούλα κι αβέρτα εμπούκαρα

Μια που το σύστημα ανακίνησε το θέμα, βρίσκω άδικα και αδικαιολόγητα τα περί οπισθίων της μυλωνούς κλπ όσον αφορά τη φράση «ζούλα κι αβέρτα».

Μια χαρά έκφραση είναι, καταχωρισμένη μάλιστα ήδη από το 1950 στο κλασικό «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρ. Καπετανάκη, όπου διαβάζουμε: «Ζούλα κι αβέρτα: και φανερά και κρυφά»

Σα να λέμε δηλ. ότι δεν ήξερε τι έγραφε κοτζάμ Χ. Βασιλειάδης (βλ. «Η λαδιά» του Ανέστου Αθανασίου σε στίχους «Τσάντα», 1955)

Σου το ‘χα πει, πως θα σε διώξω
αν θα μου κάνεις, καμιά λαδιά
μα εσύ την έκανες, ζούλα κι αβέρτα
και ούτε γάτα-ούτε ζημιά

Οπότε, μια που μνημονεύτηκε το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι για να επικριθεί η «μυλωνού», απαραίτητο βρίσκω να λημματογραφηθεί και αυτή η καθ’ όλα νόμιμη έκφραση, που σημαίνει «και κρυφά και φανερά», “πότε ζουλατζίδικα πότε φόρα παρτίδα”.

Πάσο. Όμως στο συγκεκριμένο τραγούδι, με τη Μονμάρτη, δε μου φαίνεται να ταιριάζει τέτοιο νόημα: πώς μια κρυφά και μια φανερά, αφού προκειται για ένα και μόνο περιστατικό; Μια νύχτα εμπούκαρε. Θα αποκλείαμε την πιθανότητα η στιχουργός να έριξε απλώς μια έκφραση που είναι πολύ βαριά και μάγκικη, έτσι για λόγους ατμόσφαιρας, χωρίς να εννοεί κάτι συγκεκριμένο;

Έτσι κι αλλιώς, είτε μπήκε κρυφά είτε φανερά είτε και τα δύο, δεν έχει σημασία για τη συνέχεια της ιστορίας, όπως θα είχε αν έμπαινε π.χ. σε κάποιον μυστικό παράνομο χώρο (στον τεκέ, ή στη γειτονιά μιας κοπέλας που η οικογένειά της δεν τον θέλει και τον διώχνει, κλπ.) όπου προφανώς έχει σημασία αν πήρε ή όχι προφυλάξεις. Και σκέτο «εμπούκαρα μια νύχτα στη Μονμάρτη» να έλεγε, δε θα άλλαζε κάτι. Μόνο που έπρεπε να συμπληρωθεί το μέτρο.

«Ζούλα κι αβέρτα εμπούκαρα/μια νύχτα στη Μονμάρτη»=Στην αρχή μπούκαρα κρυφοντροπαλά, λάου λάου και τοίχο τοίχο, να κόψω τα κόζα. Στη συνέχεια, αφού έβλεπα ότι με παίρνει, όλο και ξανοιγόμουνα στα σκηνικά της νύχτας.

Άρα, το το «και κρυφά και φανερά» θα πρέπει να διορθωθεί σε «αρχικά κρυφά, μετά φανερά» και το “πότε ζουλατζίδικα πότε φόρα παρτίδα” σε «αρχικά ζουλατζίδικα και μετά φανερά». Καλύτερα, θα πρότεινα εγώ, να μην εμπλουτίσουμε το γλωσσάρι με την έκφραση αυτή, μάλλον θα μπερδέψουμε τους χρήστες του παρά που θα τους φωτίσουμε…

Προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση να ενταχθεί στο γλωσσάρι και αυτή η φράση, την οποία θεωρώ ενδιαφέρουσα.

Αλλά αρκετοί έχετε - κατά καιρούς - εκφράσει διαφωνία για το κατά πόσο θα εξακολουθήσει να αποκαλείται «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ» το γλωσσάρι, αν προστεθούν σ’ αυτό και λήμματα που ανήκουν σε στιχουργήματα των μετά το ’50 δεκαετιών.

Αν συμφωνείτε, θα προστεθεί φυσικά.

«ζούλα κι αβέρτα» : κρυφά αλλά - με κάποια ανοχή που εξασφαλίζεται άτυπα– και φανερά.
Αυτό εγώ τουλάχιστον καταλαβαίνω από τη φράση αυτή, ανατρέχοντας και στο παράδειγμα που δίνει ο Καπετανάκης, στο λεξικό του.

Ο Καπετανάκης λέει «και φανερά και κρυφά». Το παράδειγμά του δεν ξέρω ποιο είναι, αλλά αυτό που μπορώ να υποθέσω που να μην είναι αντιφατικό, με βάση ένα τέτοιο ερμήνευμα, είναι ότι κάτι γίνεται και φανερά, από ορισμένους ή ορισμένες φορές, αλλά και κρυφά από άλλους ή άλλοτε.

Στη «Λαδιά» δεν καταλαβαίνω πλήρως τι εννοεί. Η λαδιά που του έκανε ζούλα κι αβέρτα η άπιστη ήταν ότι πήγε μ’ άλλονα. Ντάξει, μπορώ να φανταστώ ότι το έκανε ζούλα από κείνον (προφανώς, τι το κάναμε, Σουηδία;) αλλά αβέρτα στη γειτονιά και την κοινωνία, αλλά σαν βεβιασμένο μού φαίνεται, δεν ξέρω, κάτι δε μου καλοκάθεται ή κάτι μου διαφεύγει.

Προσωπικά μου φαίνεται αυτονόητο το πράγμα: εφόσον στο Γλωσσάρι υπάρχει “ζούλα”, εφόσον υπάρχει “αβέρτα”, και εφόσον διαπιστώνουμε με την ευκαιρία ότι υπάρχει αργκοτικά τεκμηριωμένο και το “ζούλα κι αβέρτα” (δηλ. και ζούλα και αβέρτα) και εφόσον υπάρχει παράδειγμα στίχων που είναι ξεκάθαρο το νόημα (“Η λαδιά”), γιατί όχι;

Για μένα δεν είναι ξεκάθαρο. Έγραψα παραπάνω τι θα μπορούσα να καταλάβω κατόπιν λογικής ανάλυσης, αλλά επίσης έγραψα ότι δε με πείθει αυτό που βγάζω. Εσύ Άνθιμε πώς ακριβώς το καταλαβαίνεις;

«μα εσύ την έκανες» (τη λαδιά), λέει ο στίχος. Τίνι τρόπω την έκανες; Και κρυφά και ζουλατζίδικα την έκανες τη λαδιά, αλλά στη συνέχεια έκοψες και καπίστρι και γύρναγες και φόρα παρτίδα με τον λεγάμενο.

Αυτά καταλαβαίνω εγώ ως αυτονόητο νόημα.

Άρα θα πρέπει να δεχτούμε ότι η έκφραση έχει εγγενώς και την έννοια του «πρώτα ___ και ύστερα ___», αλλιώς το… δικό μου αυτονόητο θα ήταν να το πει: πρώτα ζούλα και μετά αβέρτα (ντάξει, δεν ταιριάζει στο μέτρο, αλλά θα το 'φτιαχνε κάπως).

Άλλωστε, μόνο αν υπονοείται και κάτι έξτρα θα είχε νόημα η έκφραση, αλλιώς θα ήταν απλώς δύο λέξεις στη σειρά, η καθεμία με τη σημασία της, κι όχι μία στερεότυπη φράση με δικιά της σημασία.

Επειδή όμως παραμένω λίγο σε σύγχυση, συγχωρήστε μου να επιμείνω:

Έχουμε τρία παραδείγματα. Στη Λαδιά, η ερμηνεία «πρώτα ζούλα και εν συνεχεία αβέρτα» είναι όντως δυνατόν να υποστηριχτεί. Στο Ζούλα κι αβέρτα εμπούκαρα, και πάλι είναι. Ενώ όμως για τον Άνθιμο -που ίσως, δεν ξέρω, να ήταν ήδη εξοικειωμένος με την έκφραση- και τις δύο φορές αυτό φαίνεται αυτονόητο, εμένα που την πρωτοακούω εδώ δε μου φαίνεται, ούτε βλέπω στη συνέχεια των δύο τραγουδιών κάποια επαλήθευση. Οπότε απλώς δεν μπορώ να το αποκλείσω, όχι όμως και να το υποστηρίξω με σιγουριά.

Το τρίτο παράδειγμα, …

…, τι λέει;

-Παίζατε ελεύθερα την Πρωτοχρονιά;
-Μμμ; Όχι και μπιτ ελεύθερα. Ζ ο ύ λ α κ ι α β έ ρ τ α

1 «Μου αρέσει»

Απαντήθηκε ήδη!

Υπάρχει και η φράση «Ζούλα αβέρτα φανερά», τίτλος τραγουδιού [παλιότερος τίτλος: «Ο φίλος»] του 1981 (; ) που ερμήνευσε ο Μπίνης, βάζω το λινκ:

Έχω την εντύπωση πως το «αβέρτα» - στα νεότερα τουλάχιστον χρόνια - παίρνει τη σημασία του «συνεχώς». Θυμίζω και το «αβέρτα τσιγαράκι» [από «Την εποχή του Πάγκαλου»] του Μητσάκη ή τη φράση «μιλάω αβέρτα» που έχει ακριβώς αυτή τη σημασία «μιλάω συνέχεια».
Ίσως και εδώ, στο παράδειιγμα με τον Μπίνη, επειδή μάλλον θα ήταν πλεονασμός να αναφέρονται δυο λέξεις συνώνυμες, στη σειρά, το «αβέρτα» να έχει αυτή τη σημασία.

Εν πάση περιπτώσει, στα δυο τραγούδια για τα οποία γίνεται η συζήτησή μας, το «ζούλα και αβέρτα» έχει αυτή τη σημασία: κρυφά, στην αρχή και πιο φανερά - μετέπειτα - ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες.

Α μπράβο! Αυτό ήταν που δε μου πήγαινε. Τουλάχιστον για τη Λαδιά, ταιριάζει γάντι: κρυφά αλλά συνέχεια.

Σήμερα είναι βέβαιο ότι αβέρτα σημαίνει και αυτό, ίσως μάλιστα κυρίως αυτό. Αλλά πόσο παλιά πάει; Ας πούμε «την αμολάνε όλοι αβέρτα» στον Ωρωπό, δε θα μπορούσε να σημαίνει, πάλι, «καρφώνουνε όλοι συνέχεια» και όχι «καρφώνουνε όλοι φανερά»;

Από την άλλη, ένα τέτοιο παράδειγμα μου φαίνεται απόλυτα σαφές, κατανοητό και ομαλό. Και ενώ εδώ αβέρτα ΔΕΝ σημαίνει συχνά, και δε χρειάζεται να υπονήσουμε ούτε «πρώτα - ύστερα» ούτε τίποτε άλλο, ωστόσο στέκει κάλλιστα ως αυτοτελής έκφραση και όχι ως απλό άθροισμα των επιμέρους λέξεων: είναι ακριβώς στο ίδιο πνεύμα όπως συνηθισμένες εκφράσεις του τύπου «θέλω και δε θέλω», «ξέρω και δεν ξέρω», «κατάλαβα και δεν κατάλαβα» κλπ., που σημαίνουν ακριβώς αυτό το «όχι και μπιτ»: ντάξει, κάτι κατάλαβα, αλλά όχι και όλα.

Μετά πάροδο πολλών ενιαυτών ,χαιρετώ και πάλι την παρέα κι εύχομαι ό,τι καλό επιθυμεί ο καθένας για το 2024 να έρθει να τον βρεί.
Τελικά υπήρχε ταβέρνα Μονμάρτη και ήταν στη διασταύρωση των οδών Ηπείρου και Αχαρνών.Σ΄αυτήν στεγάζοταν τους χειμώνες από το 1938 μέχρι την κηρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η Μάνδρα του Αττίκ.Βέβαια δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να τεκμηριώνει σχέση της ταβέρνας με το τραγούδι.
Ομως δεν είναι απίθανο κάποιος ρεμπέτης (όχι κατ΄αναγκην η Δασκαλάκη που φέρεται σαν στιχουργος) να είχε επαφές με την"Μονμάρτη".
Ο Κώστας Μπέζος πάντως είχε σχέσεις και με την Μάνδρα του Αττίκ καθώς και με την “ρεμπετίζουσα” στιχουργική.Αυτή η υπόθεση για την πατρότητα των στίχων ,προφανώς αναπόδεικτη,έχει να κάνει με χρήση εξωφρενικά καλπάζουσας φαντασίας από την πλευρά μου.Παρακαλώ λοιπόν να κριθεί με επιείκεια.

1 «Μου αρέσει»