Ε. Αρανίτση, "Όσο εσύ κοιμάσαι το ρεμπέτικο αγρυπνά για να σε φροντίζει"

Αφήνω εδώ ένα ενδιαφέρον, νομίζω, κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση (Δεκ. 2020) από αφιερωματικό τεύχος στον Νίκο Καρούζο, καθώς είναι και κάπως ρεμπετολογικού ενδιαφέροντος. Ο Αρανίτσης περιλαμβάνεται στους λίγους εκείνος γραφιάδες που διαβάζω πάντα με διαρκή έκπληξη και ωφέλεια:

5 «Μου αρέσει»

«Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα’ να πει ότι ζει!»

χρόνια έχω να διαβάσω τόσο βαρύ κείμενο, σαν συρματοπλέγματα βαριά…

εύστοχος ο τίτλος του άρθρου.

1 «Μου αρέσει»

Στο Σκοπευτήριο είδα κι εγώ τον Τσιτσάνη (χωρίς Μπέλου, εκείνην τη έβλεπα συχνά στην Ωραία νήσο Ύδρα λίγα χρόνια πριν και τη χαιρόμουν) live για πρώτη και τελευταία φορά της ζωής μου, αφού μετά από εμπειρία περίπου ενός εικοσάλεπτου με έπιασαν τα κλάματα και σηκώθηκα κι έφυγα συμφωνώντας, χωρίς φυσικά να τα έχω ακόμα διαβάσει, με τα γραφόμενα του Αρανίτση (που δεν τον γνώριζα μέχρι σήμερα) περί εμπορικού προσανατολισμού των δύο μεγαθηρίων και περί ηλεκτρικού ήχου, μαζί πάνε αυτά… Οι σκέψεις μου, γυρίζοντας σπίτι, δεν ήταν βέβαια προς την κατεύθυνση των γραφομένων στη χαρτοπετσέτα, αλλά πολύ κοντά προς τα αποτελέσματα (σε ό,τι αφορά τον μουσικό μας πλούτο} που θα έφερνε τυχόν άμεση επαλήθευση (λέμε τώρα!..) των γραφομένων της.

2 «Μου αρέσει»

Και κάπως έτσι το αστικό λαϊκό τραγούδι πέρασε στην ελληνική μουσική βιομηχανία…

Μια χαρά, πολύ ωραίο άρθρο και για εμάς που δεν ζήσαμε την εποχή εκείνη. Την Μπέλλου την είχα γνωρίσει ως παιδάκι λόγω οικογενειακής φιλίας (άσχετης με τη μουσική) με τους γονείς μου. Οι γονείς μου γνώριζαν φυσικά το μέγεθος της, αλλά εγώ δυστυχώς δεν είχα ιδέα μέχρι πολύ αργότερα. Πολύ κρίμα…

2 «Μου αρέσει»

Ναι, ο Αρανίτσης δεν προσφέρεται σε άκοπες αναγνώσεις. Παρά τις λαβυρινθώδεις πλοκές του λόγου του, που ενδέχεται στον ανειδοποίητο αναγνώστη να φανούν και ως οιονεί βερμπαλιστικές εκζητήσεις, όποιος μπει στον κόπο θεωρώ ότι ανταμείβεται.

Εδώ άλλο ένα ενδιαφέρον κείμενό του:

«Ετσι, σ’ ένα στέκι σαν το Χάραμα, όχι απέραντο ευτυχώς και όχι εξοντωτικά αποπροσωποποιημένο, όπου οι προβολείς σέβονταν κάτι ελάχιστο από την ανθρώπινη κλίμακα, δεν ήταν δύσκολο να αγγίξεις την Μπέλλου και τον Τσιτσάνη με τις ευαίσθητες κεραίες ενός εφηβικού πόθου που επαληθευόταν στην κόψη μιας συμβολικής γνωριμίας. Και οι ραβδώσεις του φωτισμού σχεδόν τρεμόσβηναν από την ανομολόγητη αγωνία της φοιτητικής πελατείας, που προσπαθούσε να καταλάβει, μέσω αυτού του αγγίγματος, τι περίπου είχε προηγηθεί της δικής του ανάδυσης στον πολιτικό ορίζοντα και τίνι τρόπω θα μάθαινε, εκ των υστέρων, να αφηγείται κι εκείνη τους άθλους μιας μυθικής παρανομίας. Δεν θυμάμαι πόσο κόστιζε ένα μπουκάλι ουίσκι και νομίζω ότι κανείς δεν θυμάται.

Φυσικά, ο συντονισμός της αρχαίας φωνής του Τσιτσάνη με τις φτηνές απομιμήσεις του συνθεσάιζερ μπέρδευε εκείνους τους σχετικά αθώους νεαρούς, που μόλις είχαν μάθει να κάνουν δαχτυλίδια με τον καπνό του Marlboro, αλλά η σύγχυση αυτή ήταν κομμάτι της διασκέδασης και τη νομιμοποιούσε το κοριτσίστικο στρίμωγμα των σωμάτων στις γωνίες των τραπεζιών, την εκθείαζε η προσήλωση με την οποία ο έρωτας, κουτσά στραβά πολιτικοποιημένος, αγωνιζόταν να παραβλέψει την έλλειψη μιας διεγερτικής αντίθεσης ανάμεσα σε ακριβά κοστούμια και ακόμη πιο ακριβά φορέματα, αφού οι πάντες φορούσαν τζιν και φτηνά σακάκια από την Ερμού, σακάκια δίχως δέρμα στους αγκώνες. Το ρήμα «παραγκωνίζω» ήταν ρήμα αισχρό· χωρούσαν όλοι.

Κι έτσι, δεν υπήρχε κανένα άγχος γύρω απ’ αυτόν τον φετιχισμό της ομοιομορφίας. Οι πάντες είχαν αναλάβει το καθήκον να συμμορφωθούν με την εμπειρία της εκτός χώρου και χρόνου ασιατικής νωχέλειας που αναπαρήγαγε το ρεμπέτικο, και προσπαθούσαν να τηρήσουν μιαν αξιοπρεπή στάση ανέμελης συγκατάβασης απέναντι στην κακή υποψία ότι είχαν έρθει, λέει, δυστυχώς, να επισκεφτούν δύο ζωντανά μουσειακά εκθέματα. Απ’ την πλευρά τους, ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου, μη έχοντας καμιά όρεξη να δώσουν παράσταση με τη μοντέρνα σημασία του όρου, τραγουδούσαν κάπως βαριεστημένοι και αραχτοί, σαν οι θεοί της προόδου να τους είχαν ξεχάσει στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας. Το σφύριγμα του τρένου ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της ρεμπέτικης παρηγοριάς, και οι πρωταγωνιστές το ήξεραν από ένστικτο. Τραγουδούσαν δηλαδή λες και το νόημα του θανάτου, ερωτικού ή άλλου, που διακινούσαν οι στίχοι των τραγουδιών, προϋπέθετε αυτό ειδικά το φυσικό επίχρισμα της ηρωικής μονοτονίας προκειμένου να αντισταθεί στο επερχόμενο κύμα του εθνικού καταναλωτισμού.

Κι ένα βράδυ, τα ξημερώματα, όταν το πρόγραμμα είχε τελειώσει και οι περισσότεροι πελάτες είχαν μπει στα αυτοκίνητά τους, συνεχίζοντας να ακούνε τον ίδιο ήχο από παλιές κασέτες με δυσανάγνωστες χειρόγραφες ενδείξεις στην ετικέτα, συνειδητοποίησα ότι στο διπλανό τραπέζι, σε απόσταση δύο μέτρων, ξεκουραζόταν ο Τσιτσάνης σιωπηλός, με έναν απ’ τους μουσικούς και τρεις ακόμη ανθρώπους, και τότε, μέσα στους γαλαζοπράσινους φωσφορισμούς μιας σκέψης μουδιασμένης απ’ το αλκοόλ, είπα στον εαυτό μου, λιγάκι έκπληκτος ξαφνικά, ότι αυτός εκεί ήταν στ’ αλήθεια ο Τσιτσάνης με σάρκα και οστά! Έμοιαζε μ’ έναν οποιονδήποτε άνθρωπο της διπλανής πόρτας, λιγάκι καχεκτικός, ούτε χαρούμενος ούτε λυπημένος, μάλλον σαν ερασιτέχνης ψάλτης που περιμένει σ’ έναν προθάλαμο των εξωτερικών ιατρείων του ΙΚΑ. Εντούτοις, ο χωροχρόνος γύρω του είχε αρχίσει να καμπυλώνεται εξαιτίας του άπειρου μαγνητισμού που ασκούσε το όνομά του στο σύμπαν των ελληνικών μουσικών αντηχήσεων.

Αυτό λοιπόν το θαυμαστό οξύμωρο, η τυχαία αλλά εκτυφλωτική αυτή χαραμάδα της συμβατικής πραγματικότητας, απ’ την οποία προλαβαίνεις να ρίξεις μια φευγαλέα ματιά στην Ιστορία ως σταυροδρόμι ανεπανάληπτων συγκυριών, υπήρξε το κατ’ εξοχήν ψυχικό προνόμιο των πολιτισμών της κοινότητας. Γιατί η Αθήνα μπορεί να ήταν ήδη μια πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων, όμως η ηθική της κοινότητας επεβίωνε τρόπον τινά ενσωματωμένη σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις του αθρόου συμβάντος. Και να γιατί, μέχρι εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε λίστα αναμονής σε μέρη όπου το μέσο δεν ήταν ακόμη το μήνυμα. Τα μόνα τραπέζια που χρειαζόταν να κλείσεις ήταν τα πτυσσόμενα.

Αυτή η σχεδόν μεταφυσική αναδίπλωση, μέσα στις καθημερινές πιθανότητες, της απόστασης που σε χωρίζει από το κύρος μιας διασημότητας, έχει χαθεί οριστικά. Ο δείκτης του σημείου μηδέν για τη μέτρηση των αποστάσεων είναι σήμερα η οθόνη της τηλεόρασης κι έτσι η τιμή των αποστάσεων γίνεται κυμαινόμενο ψηφιακό πολλαπλάσιο του μηδενός των σημείων και οι δείκτες παραδόθηκαν στην AGB. Ασφαλώς, μπορείς κάλλιστα να αγγίξεις πολλούς διάσημους αν κυκλοφορείς στην πλατεία Κολωνακίου, όμως αυτοί οι διάσημοι δεν είναι πραγματικοί -ίσως ούτε καν βιολογικά διότι, με την επ’ άπειρον τηλεοπτική και διαφημιστική αναπαραγωγή, κατέληξαν να αποτελούν λευκά αντίγραφα του εαυτού τους. Σου επιτρεπόταν, όμως, να διαπιστώσεις τη σωματική ολικότητα του Τσιτσάνη, έστω από απόσταση, εφόσον επρόκειτο για μιαν απόσταση σαν αυτή που παρεμβάλλεται, στα παραμύθια, ανάμεσα σε μυστηριώδη δάση και πολιορκημένες επάλξεις απ’ όπου έρχεται ο αντίλαλος της θεότητας

Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνη την οργανική και συνάμα χιμαιρική ψαύση και στην τωρινή αυταπάτη του αγγίγματος των αναλώσιμων διασημοτήτων, όπου το άγγιγμα, υπό τον όρο να είναι επικαιρικό, έχει ανατεθεί κατευθείαν στον ζωώδη αυτοματισμό του ματιού. Περιττεύει να διευκρινίσω ότι το αποβλακωμένο τηλεοπτικό μάτι περισσότερο αγγίζει παρά βλέπει ενώ, αντιστρόφως, τότε ακόμη, πριν από 20 ή 25 χρόνια, ήταν το άγγιγμα που έβλεπε. Ο Τσιτσάνης είχε προσθέσει στο ρεπερτόριο Το βαπόρι απ’ την Περσία, ένα τραγούδι που δεν μου άρεσε· όμως το αφτί μου συνέχιζε να ακούει με τον τρόπο που έβλεπε κάποτε το μάτι, φιλοξενώντας ανυστερόβουλα τις πιο εύθραυστες συγκινήσεις, προστατεύοντάς τες προκαταβολικά από τις κακοτοπιές των αυριανών αναμνήσεων

Σαν να λέμε ότι, τότε ακόμη, αντί να πασπατεύουμε με τα μάτια τις μεμβράνες μιας ανυπόστατης ορατότητας, εξακολουθούσαμε να βλέπουμε μέσα απ’ το αγκάλιασμα, οπτικό και ακουστικό, σίγουρα δε αισθησιακό, σταθερών και ασυμπίεστων εμβλημάτων του ψυχισμού μας· η ματιά μας μπορούσε να περικυκλώσει τις περιοχές της αγάπης που έτρεφαν οι ψυχές για τους πρωταρχικούς υπαινικτικούς ήχους είτε του ροκ είτε της Ανατολής, επειδή αυτοί ήταν οι δύο λοβοί της ψυχής μας, η δε ανάπτυξή τους, σας θυμίζω, τότε που ο Σαββόπουλος είχε ακόμη αποθέματα ιδιοφυΐας, μόνον άνιση δεν αποδείχτηκε. Επομένως, αν ένα ιδιαίτερο οπτικό νεύρο συνδέει σήμερα το ανακλαστικό του ματιού με τα πλήκτρα του τηλεκοντρόλ και αν η φενάκη που μας περιβάλλει είναι δομημένη όπως ο σπασμωδικός κατατεμαχισμός που επιβάλλει το ζάπινγκ, τότε, προχτές ακόμη, βλέπαμε με ολόκληρο το σώμα, όχι μόνον με τον αμφιβληστροειδή.

Και η ματιά του άλλου συχνά αγαπούσε τη δική μας και την άντεχε κατευθείαν και μετωπικά, σε μεγάλες δόσεις, χωρίς να είναι οι ματιές λιπόθυμες ή άδειες, όπως σήμερα, και έλεγε στον κάτοχο της ματιάς ότι, αν γίνεις διάσημος, να θυμάσαι: το όνομα ερεθίζει αλλά το επίθετο ερεθίζεται. Αυτοί ήταν οι ρόλοι.»

(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,24/12/2005)

2 «Μου αρέσει»

[(Αρανίτσης)
Κι ένας σκύλος που καθόταν απ’ έξω περιμένοντας κάποιο κόκαλο απ’ τα αποφάγια, και για τον οποίο έλεγαν ότι έφερε στο σώμα του δέκα έξι ουλές από δώδεκα διαφορετικές μάχες, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε:

«Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα’ να πει ότι ζει!» Κι έφυγε για να διαδώσει τα νέα στους άλλους σκύλους, αυτούς που φρουρούσαν τις διόδους προς τα όνειρα και τους αστερισμούς.]

Εντάξει, οι σκύλοι (αν καταλαβαίνω καλά) δεν ήξεραν για το αν ο Τσιτσάνης ζή ή όχι, άρα σωστότατη η κίνηση του παλαίμαχου συσσκύλου τους. Οι άνθρωποι όμως ήξεραν, του συντάκτου του «τηλεγραφικού» κειμένου συμπεριλαμβανομένου. Άρα η ανθρώπινη κοινωνία δεν χρειαζόταν ενημέρωση επί του θέματος, αν και ο σκύλος σίγουρα θα έβρισκε τον τρόπο να γνωστοποιήσει και στους ανθρώπους αυτό που ήθελε, αν ήθελε.

Συνεπώς αδυνατώ να συμμεριστώ την άποψη περί μεγάλης βαρύτητος του κειμένου. Όσο για τον τίτλο του, συγνώμη αλλά δεν κατάλαβα τί χειροπιαστό κρύβεται έντεχνα πίσω από το ακαταλαβίστικο και ξεκρέμαστο που διάβασα. Όμως λυπάμαι, δεν θα μπώ στον κόπο κι ας μου λείψει η ανταμοιβή*.

( * )
Ώχ, μήπως έκανα ορθογραφικό λάθος;
(όχι, δεν έκανα, εντάξει!)

Ε, μικρό το κακό: έτσι κι αλλιώς δεν γνώριζες την περίπτωση Αρανίτση, οπότε και η ανταμοιβή και ο ίδιος επανέρχονται στην προτέρα κατάσταση :upside_down_face:

1 «Μου αρέσει»

Κι από πιο πριν. Ήδη τουλάχιστον από τον Βαμβακάρη, δηλαδή σχεδόν από τις απαρχές της ρεμπέτικης δισκογραφίας. Έτσι υποστηρίζει, μ’ ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό, ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο «ο Μάρκος όπως τον γνώρισα».

Κατά τη γνώμη μου, εκεί που μπορούμε ξεκάθαρα να μιλάμε για βιομηχανία, είναι όταν αρχίζουν να κατανέμονται οι ρόλοι: άλλος στιχουργός, άλλος συνθέτης, άλλος τραγουδιστής κλπ., σαν την αλυσίδα εργασίας ενός εργοστασίου. Πράγμα που όντως συνέβαινε ήδη με τον Βαμβακάρη, αλλά όχι από την αρχή, ούτε κατεξοχήν.

Υπάρχουν δύο «μουσικές βιομηχανίες» διασυνδεδεμένες μεν, αλλά ανεξάρτητες η μία από την άλλη: Η δισκογραφία και η μπίζνα των νυκτερινών κέντρων. Η πρώτη ξεκίνησε, βέβαια, με την πρώτη ηχογράφηση τραγουδιού προς πώλησιν, από τον Εντισον, τον Μπερλίνερ ή τον οποιονδήποτε, η δεύτερη ξεκίνησε στην Ελλάδα πράγματι περίπου την εποχή του «Χαράματος» και νωρίτερα της Ωραίας νήσου Ύδρας, της Βεδουίνας και άλλων, δεκαετία ΄50. (προπολεμικά) Κέντρα όπως ο Περιβόλας στο Κερατσίνι, δεν ξέρω αν μπορούν να χαρακτηριστούν «βιομηχανία» του μουσικού θεάματος. Ακόμα και την εποχή του «Καλοκαιρινού» (1948 και επέκεινα, Τζιτζιφιές) δεν νομίζω να είχε ήδη γίνει «βιομηχανία».

Το ρεμπέτικο, ως μουσικό είδος, καθώς και το μετέπειτα λαϊκό, δεν συνέβαλαν στη δισκογραφική βιομηχανία παρά μόνο όταν το ρεμπέτικο ή, νωρίτερα, το Σμυρναίικο, από μόνα τους έγιναν main stream μουσικά είδη.

Μια και γίνεται κάποιος λόγος περί δισκογραφίας, πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο: Π. Τσολάκης, Το ρεμπέτικο στη δισκογραφία. Ερμηνευτική οπτική μιας διαρκούς εξέλιξης, fagotto books (Ιούλιος 2021)

1 «Μου αρέσει»

Δουλειά μου έβαλες τώρα… 300 σελίδες!..