Α.
ΜιχΜιτ, στα σχολεία τα παιδιά απλώς δεν μαθαίνουν. Αυτός είναι ο ευνουχισμός. Δε νομίζω ότι υπάρχει προσανατολισμός στο τι δε θα μάθουν περισσότερο. Και αν τυχόν σε κάποιο σχολείο μαθαίνουν κάτι, αυτό οφείλεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις δασκάλων όχι απλώς φωτισμένων (τέτοιοι υπάρχουν αρκετοί, όλοι είχαμε μερικούς) αλλά που κάνουν την υπέρβαση των αντικειμενικών αντιξοοτήτων, ή διευθυντών που έχουν στήσει μια κατάσταση κόντρα στο ρεύμα της αποψίλωσης. Ασφαλώς υπάρχουν και παιδιά που μαθαίνουν λόγω προσωπικών αναζητήσεων, παιδείας από το σπίτι κλπ -αυτά θα μάθαιναν και στην έρημο.
Και ασφαλώς αυτό δεν προβλέπεται να ανατραπεί με τις νεότερες εξελίξεις στην εκπαίδευση, την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, τη μείωση του διδ. προσωπικού, τις δεύτρες αναθέσεις (φυσικός να κάνει μαθηματικά ώστε ο μαθηματικός να βγει υπεράριθμος και να θυσιαστεί υπέρ πίστεως), τις αναγκαστικές μεταθέσεις, την αξιολόγηση κλπ…
Τώρα, ειδικά για τα μουσικά σχολεία λένε ότι είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα. Εννοώ ως προς την πρώτη παράγραφο, γιατί από τη δεύτερη τα μουσικά δεν εξαιρούνται.
Όλο αυτό δεν έχει σχέση με το τι διδάσκεται. Όποιος είναι έξω από την αίθουσα μπορεί να πέσει στην παρανόηση «σωστή ύλη = σωστή παιδεία, κακή ύλη = κακή παιδεία». Δεν είναι καθόλου έτσι. Σ’ ένα ρημαγμένο σχολειό, ακόμη και με τα καλύτερα βιβλία, τα παιδιά θα βγουν τούβλα και πρόβατα. Και αντιστρόφως, σ’ ένα σχολειό όπου δουλεύει το πράγμα, ακόμη και με βιβλία της Χούντας μπορούν να βγουν παιδιά με ανεπτυγμένες κριτικές ικανότητες, ευαισθησίες και συνολική μόρφωση.
Β.
Τώρα, για την παραδοσιακή μουσική:
Έχει και το δίκιο του ο Λάλεζας, αλλά κάπου προβάλλει και το προσωπικό του παράπονο. Η γνώμη μου είναι η εξής:
Υπάρχει ένα είδος μουσικής που έχει επικρατήσει κάπως αυθαίρετα να ονομάζεται «παραδοσιακή». Έχει βάση τα Μικρασιάτικα και επεκτείνεται και λίγο προς Αιγαίο, Θράκη, Κρήτη, και μόνο σποραδικά προς την υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν περιλαμβάνει σχεδόν καθόλου την ευρύτερη ενότητα των «Στεριανών», Ρούμελη, Θεσσαλία, Μωριά, τσάμικο, κλέφτικο κλπ., για τα οποία παραμένει εν χρήσει ο όρος «Δημοτικά». Στην πραγματικότητα Δημοτικά και Παραδοσιακά θα έπρεπε να είναι συνώνυμα και να αντιμετωπίζονται ίδια.
Όμως:
α) Τα «παραδοσιακά» έχουν μεγαλύτερη σύνδεση με το μακάμι και με τη βυζαντινή μουσική: άρα διδάσκονται πιο εύκολα, αφού η θεωρία τους υπάρχει ήδη.
β) Επιπλέον, η ίδια αυτή σύνδεση τούς προσδίδει και ένα κύρος. Παραληρήματα του τύπου «η Συννεφιασμένη Κυριακή έχει την ίδια βάση με το Τη Υπερμάχω», που διαβάζαμε παλιότερα, κάπου παραμένουν κρυφοζωντανά. Η ελληνική Ανατολή έχει το μύθο της όπως και να το κάνουμε!
γ) Κάτι επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι τα Μικρασιάτικα είναι σε μεγάλο βαθμό νεκρή παράδοση. Εκτός από τη Μυτιλήνη και κάποια λίγα άλλα μέρη όπου αυτή η μουσική συνεχίζει να ακούγεται, τα Μικρασιάτικα εδώ και πολλές δεκαετίες υπάρχουν μόνο σε δίσκους και στη φολκλορική σκηνή. Τα τσάμικα αντίθετα υπάρχουν, δουλεύονται. Άρα τα πρώτα είναι πιο εξωτικά ενώ τα δεύτερα είναι κάτω από τη μύτη μας και μας ελκύουν λιγότερο να ασχοληθούμε. (Θα μου πεις: σάμπως τα Ποντιακά δε δουλεύονται; Ναι, δουλεύονται, και έχουν και το έξτρα θέλγητρο των χαμένων πατρίδων, της ακριτικής κλπ. παράδοσης και όλα αυτά, αλλά άντε δίδαξέ τα! Δε στηρίζονται σε κάποια γνωστή, ήδη διατυπωμένη θεωρία.)
Για να φωτίσω λίγο καλύτερα το (γ), σκεφτείτε ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι μάλλον η πιο μελετημένη και αναλυμένη στον κόσμο. Δεν υπάρχει ούτε «και» που να κρύβει μυστικά από τους φιλολόγους και τους γλωσσολόγους. Ενώ αντίθετα στη ζωντανή νεοελληνική υπάρχουν ακόμη πολλά προβλήματα που η επιστήμη δεν έχει εξηγήσει. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με την κοινή παραδοχή ότι η αρχαία ελληνική είναι μια τόσο τέλεια (άρα, λογικά, σύνθετη, περίπλοκη) γλώσσα, ενώ η νεοελληνική δεν είναι παρά μια γλώσσα όπως όλες: πώς μπορεί λοιπόν η αρχαία να είναι περισσότερο γνωστή; Απλούστατα, επειδή η αρχαία αποτελείται από ένα πεπερασμένο σώμα κειμένων που μελετώνται και ξαναμελετώνται εδώ και χιλιετίες, ενώ τα νέα ελληνικά δεν κάθονται στ’ αβγά τους να τα φωτογραφίσεις, κουνιούνται όλη την ώρα. Έτσι και τα μικρασιάτικα τραγούδια σε σχέση με τα ρουμελομωραΐτικα.
Ωστόσο, το βρίσκω υπερβολή να μιλάμε για ευνουχισμό. Είναι γεγονός ότι μουσικοί που έχουν μάθει καλά τη Ρουμπαλιά και αγνοούν τα Κολοκοτρωναίικα λένε «παίζουμε παραδοσιακά», και ότι παρά ταύτα τα Κολοκοτρωναίικα έχουν ορισμένες ξεχωριστές αξίες που δεν τις έχει η Ρουμπαλιά (φυσικά κι ο ίδιος ο Λάλεζας δεν αρνείται ότι η Ρουμπαλιά από πλευράς της έχει κάποιες άλλες). Όχι όμως ότι τα Κολοκοτρωναίικα έχουν σκοπίμως εξοβελιστεί από το πρόγραμμα. Προτιμώ να θεωρώ ότι απλώς έχουν κάποιες δυσκολίες που, μόλις λυθούν, θα επιτρέψουν και τη δική τους ένταξη στην ύλη. Και τέλος πάντων, το να διδάσκονται μόνο τα μισά δεν παύει να είναι τεράστια πρόοδος σε σχέση με το να μη διδάσκεται τίποτε!
Βάσει όσων έχω δει από μαθητές και αποφοίτους των μουσικών σχολειών, εγώ δε θα κόλλαγα τόσο στο τι δεν έχουν μάθει αλλά στο πώς έχουν μάθει τα υπόλοιπα: ωραία, την έμαθες τη Ρουμπαλιά. Ξέρεις να τη γλεντήσεις ή χρειάζεσαι οπωσδήποτε κουρδιστήρι και αναλόγιο για να παίξεις μουσική; Διότι αν όχι, τότε υπάρχει όντως κίνδυνος ευνουχισμού. Οπότε, πάλι καλά που τουλάχιστον τα Κολοκοτρωνέικα παραμένουν εκτός αναλογίου…