Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά - Να βγεις να σου μιλήσω
Τις προάλλες παρατήρησα μια οιμοιότητα ανάμεσα σε δύο τραγούδια που τα ήξερα πολύ καλά εδώ και χρόνια, αλλά δεν την είχα παρατηρήσει. Πριν τη ρίξω στο φόρουμ, είπα να κοιτάξω τι άλλο έχει γραφτεί γι’ αυτά τα τραγούδια. Ευτυχώς που το 'κανα: με κάποια έκπληξη διαπιστώνω ότι ακριβώς την ίδια παρατήρηση είχα κάνει εγώ (!), πριν από δέκα χρόνια:
Δε μοιάζει να είναι συνειδητή αντιγραφή από το ένα στο άλλο. Είναι δυο πολύ κοντινές παραλλαγές μιας μουσικής φράσης που, μέσα σε δεδομένο δρόμο, ρυθμό και δομή, προκύπτει σχεδόν αυτόματα, τουλάχιστον αν σκέφτασαι βαμβακαρικά (όποιος σκέφτεται τσιτσανικά θα μπορούσε να βγάλει πολύ διαφορετικά πράγματα…).
Έχει κανείς άλλα παραδείγματα τέτοιου αυτοδανεισμού, είτε στον Μάρκο είτε σε οποιονδήποτε;
Θα συμφωνήσω ότι στον Μάρκο πρόκειται απλά για μια κλασική φράση στο μινόρε της τέταρτης.
Όμως θα καταλήξουμε πάλι στον Τσιτσάνη, που την εισαγωγή από την “Σκοτούρα” την έβαλε φωνή στην “Ματσαράγκα” και το ίδιο έκανε με τους "Μερακλήδες και την “Λιτανεία”.
Κάτι θα έγραφα για τον McCartney μεταξύ '65 και '92, αλλά περιορίζεται σε μια πολύ κλασική αλλαγή συγχορδιών.
Σίγουρα πρέπει να υπάρχουν αρκετά, σε όλους ή σχεδόν όλους. Όμως, πολύ συχνά στο «άλλο» τραγούδι κάτι αλλάζει, είτε ο ρυθμός, είτε το τέμπο κλπ. και μας δυσκολεύει να εντοπίσουμε εύκολα το συγκεκριμένο παράδειγμα.
Ανάλογα παραδείγματα πρέπει να υπάρχουν και με τους τραγουδοποιούς της ελαφράς μουσικής. Είμαι όμως σχεδόν σίγουρος ότι, αν ψάξουμε π.χ. σε έργα του Μπετόβεν (ή του Μότσαρτ, ακόμα και του Μπάχ ίσως) για ανάλογες περιπτώσεις, μάλλον δεν θα βρούμε ούτε μία.
μία εξαίρεση είναι ο Σοστακόβιτς ο οποίος " υπέγραφε" τις συνθεσεις του με το μοτίβο D.SCH
δηλαδή τις νότες Ρε Μιb Ντο Σι.
πιθανων να είναι αναφορά στον Μπαχ ο οποίος επίσης έβαζε το μοτίβο BACH ( Σιb La Nτο Σι) σε κάποιες συνθέσεις του
ο Μπαχ νομίζω ανακύκλωσε κάποια έργα του, δε θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες. Ο Θεοδωράκης έβαλε τους πασίγνωστους Χαρταετούς και στη διασκευή του Ζορμπά για μπαλέτο.
Αυτό το είδος απτάλικων -που είναι άλλωστε το βασικό- είναι δεσμευτικό από μόνο του. Ό,τι και να γράψεις θα μοιάζει μοιραία με όσα έχουν ήδη γραφτεί, εκτός αν σπάσεις εντελώς την παράδοση όπως κάνει σε μερικά ο Παπάζογλου. Εμένα π.χ. και τα τρία μού θυμίζουν επίσης και το Πώς θα περάσει η βραδιά, μεταγενέστερο υποθέτω (σωστά;), που στο μυαλό μου το έχω ως τυπική, καθαρή περίπτωση αυτού του είδους σύνθεσης.
Οι εταιρίες πίεζαν για παραγωγή, η ποιότητα δεν τους ενδιέφερε καθόλου. Ήξεραν πολύ καλά πως ό,τι και να γραφτεί από τα μεγάλα ονόματα, θα πουλήσει. Με αυτές τις συνθήκες δεδομένες, ο καθένας έκανε το δικό του κουμάντο.