αλάνης (ο)
[το αλάνι, ο αλανιάρης, το αλανάκι, η αλανιάρα, το αλάνικο]
- Ο περιφερόμενος στους δρόμους, ο άστεγος.
Μεταφορικά, αυτός που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους, το αλητόπαιδο.
- Πρόσωπο που συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με χαμηλό επίπεδο ήθους, γενικά αυτός που δεν έχει καλή συμπεριφορά ή ανατροφή.
Γενικά, πρόκειται για μια έννοια με αρνητικό σημασιολογικό φορτίο και όχι μόνο για το γενικότερο κοινωνικό περίγυρο.
Και για τους ίδιους τους δημιουργούς έχει αρνητική σημασία και μειωτική, είτε μ’ αυτήν απευθύνονται σε τρίτους είτε στον ίδιο τους τον εαυτό.
Όταν, μάλιστα, την αποδίδουν στον ίδιο τους τον εαυτό, εμφανίζονται σχεδόν αισθήματα ενοχής ή μια διάθεση απολογίας, όπως φαίνεται από τα περισσότερα τραγούδια:
Π.χ.:
"…Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω
_κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανένα δεν γνωρίζω…" _
[“Αλανιάρης”. 1934, Μάρκος Βαμβακάρης]
“…Κι αν είμ’ αλάνης, φουκαράς
_δεν φταίω, σάς το λέω…” _
[“Μπουζούκι μου διπλόχορδο”, 1937, Μ. Βαμβακάρης]
"…και γυρνάς μ’ όλα τ’ αλάνια…
_…Αλανιάρα με τους μάγκες κάθε βράδυ ξενυχτάς…" _
[“Η Μαρίκα η χασικλού”, 1934, Β. Παπάζογλου]
Ή, η φωτογραφική περιγραφή στο παρακάτω:
"…Αλάνι μες την παραλία
χρόνια μες την αμαρτία.
Μπαγλαμάς και το μπουζούκι
_δεν του λείπει το τσιμπούκι. _
Φουμάρει όλο και μεθάει
όμορφα χωρίς να σπάει
κι αν του λάχει να μαλώσει
δεν τον νοιάζει να σκοτώσει.
Να αυτό είναι το αλάνι
του Περαία το αλάνι,
βερεσέ άμα τα πίνει
τα ξεχνάει δεν τα δίνει…"
[ Ν. Μάθεσης, Δ. Μπαρούσης (Λορέντζος) 1934]
Λιγότερο απαξιωτικά εμφανίζεται η λέξη στο παρακάτω:
“._…Εγώ `μ’ αλάνης μάνας γιος, μάγκας σωστός στην τρίχα _
_και στον καθένα ζόρικο, αχ, κόβω με μιας το βήχα…” _
[“Αλάνης μάνας γιος”, Τούντας, 1930]
Ενώ, σε αρκετά νεότερο, η λέξη εκφράζει θετική κρίση και συμπάθεια:
“…Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα…”
[ Παπαγιαννοπούλου- Τσιτσάνης, 1951]
[ΕΤΥΜ. <τουρκ. alan “ανοικτός χώρος, ξέφωτο” <αραβ. alani “δημόσιος, ανοικτός”]