Ερώτηση για ένα κομμάτι

Ε όχι, δεν είναι έτσι. Αυτό είναι μία πολύ αφελής προσέγγιση.

Δεν έφτανε απλώς και μόνο «μια πρέζα από χιούμορ και μια από μαγκιά»: έμπαιναν στο παιχνίδι και οι ενδιάθετοι (=που τους ξέρουμε εμπειρικά αλλά όχι θεωρητικά) κανόνες της μητρικής γλώσσας. Για την προφορική άτυπη γλώσσα ενός όχι μορφωμένου, «ο ασθενής - οι ασθενήδες» (μη σου πω κιόλας «ο αστενής - οι αστενήδες») όχι απλώς είναι κανονικότατη και προβλέψιμη κλίση, αλλά είναι και πολύ κανονικότερη από το αρχαιοπρεπές «οι ασθενείς». Με καμία δόση χιούμορ και μαγκιάς δεν το είπε: απλώς έτσι μίλαγε, γιατί έτσι άκουγε να μιλάνε γύρω του από γεννησιμιού του. Ο τεκετζής - οι τεκετζήδες, ο μερακλής - οι μερακλήδες, ο ΧΧΧής - οι ΧΧΧήδες, το ακούσαμε μια, δυο, τρεις, μέχρι την ηλικία των δύο ή τριών ετών το έχουμε πλέον κάνει κτήμα μας. (Και ο λόγιος ίδια άκουγε να μιλάνε, απλώς μεγαλώνοντας μάθαινε κι άλλα που δεν τα είχε κατ’ ανάγκην ακούσει…)

Όλες οι γλώσσες, σε όλες τους τις παραλλαγές, έχουν κανόνες. Η νευρολογία έχει αποδείξει το προφανές, ότι πιο εύκολα μαθαίνεις έναν κανόνα που σε καλύπτει για δεκάδες-εκατοντάδες λέξεις παρά την κάθε λέξη από μόνη της.

Το ότι δε συνειδητοποιείς τον κανόνα ώστε να τον διατυπώσεις όπως γράφεται σ’ ένα βιβλίο γραμματικής είναι άλλο θέμα. Σάμπως ξέρεις τον χημικό τύπο της αναπνοής, πώς μετατρέπεται το οξυγόνο σε διοξείδιο του άνθρακα; Εγώ όχι, αλλά αυτό δε με εμποδίζει να τον εφαρμόζω, δηλαδή να αναπνέω. (Όλα τα μήλα πέφτουν προς τα κάτω, όχι μόνο όσα έχουν διαβάσει Νεύτωνα.)

Όποτε έχω βρεθεί σε διαλεκτικό γλωσσικό περιβάλλον, ό,τι ακούω γύρω μου προσπαθώ να το αποταμιεύω. Έχω ακούσει λοιπόν πράγματα που δε θα μπορούσα να τα προβλέψω, ούτε να τα καταλάβω αν δε μου τα εξηγήσουν. Πάντοτε όμως, μετά το δεύτερο-τρίτο-δέκατο παράδειγμα, αρχίζει να διαγράφεται ο κανόνας: «όπου εμείς το λέμε έτσι, εκείνοι το λένε έτσι». Δεν υπάρχει ΠΟΤΕ, ΠΟΥΘΕΝΑ καμία μοναδική περίπτωση.

1 «Μου αρέσει»

Όντως εσφαλμένη η προσέγγιση του neapoliotis.

Ακόμα και το παράδειγμα που φέρνει είναι ατυχές:
μια χαρά λαϊκός τύπος είναι το “ασθενήδες”, και ακόμα λαϊκότερος το “αστενήδες”:

Εδώ από το Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας:

«και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ν τ’ς αρρώστιες και γιατρεύονται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο Γλυκονέρ’ τ΄ς Μπλίζγιαννης, […]»

http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/295565

1 «Μου αρέσει»

Αρχικά μπερδευόμουν κι εγώ με το φάρδος της λέξης, αλλά μετά από αυτό κοιτώντας προσεκτικά φαίνεται ότι όντως αυτό είναι.

Χμ, υπερβολή. Ας το μετριάσουμε:

Υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων. Αλλά διατηρούνται στη γλώσσα όταν είναι τόσο κοινές ώστε να μην παρατηρούμε καν τη δυσκολία τους.

Το «πηγαίνω - πήγα - θα πάω» και το «παίρνω - πήρα - θα πάρω» είναι κόντρα σ’ όλους τους γενικούς κανόνες των ελληνικών, αλλά τα λέμε και τα ακούμε τόσο συχνά ώστε η ανωμαλία τους δε μας δυσκολεύει και βασικά δεν την παρατηρούμε καν. Η κόρη μου όμως, στα δυόμισι, λέει «τι έπαρες; πού έπαες;» γιατί, ενώ έχει εμπεδώσει τον γενικό κανόνα, οι εξαιρέσεις τής πέφτουν ακόμη ψιλά γράμματα.

Τους περισσότερους τέτοιους γενικούς κανόνες ένα παιδί τους έχει εμπεδώσει περίπου σ’ αυτή την ηλικία, κι από νωρίτερα. Πολύ πριν την εγγραμματοσύνη, το σχολείο, την ένταξη στους «μορφωμένους» ή τους «λαϊκούς».

Πέρα απ’ όλα αυτά, το «αθηναίδηκο» δεν προέρχεται από τον Μπάτη αλλά από μια στραβοπληκτρολόγηση. Είναι εντελώς περιττό που το συζητάμε.

1 «Μου αρέσει»