Δημιουργια προγραμματοσ ορχηστρασ

Μάγκες, σας χαιρετώ μετά από αρκετές μέρες, λόγω πειραματισμών με τα Windows που με άφησαν χωρίς Διαδίκτυο πολλές ώρες.

Ξέρω ότι τώρα δεν είναι και ο καλύτερος καιρός για δημιουργία νέων συζητήσεων (διακοπές γαρ) αλλά ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε.

Συγκεκριμένα θα ήθελα τις γνώμες σας για το πώς διαλέγουμε τραγούδια για ένα συγκεριμένο πρόγραμμα μιας ορχήστρας. Και για να μη ξανοιχθούμε στην αρχή πολύ θα έλεγα να συζητήσουμε για ένα πρόγραμμα ταβέρνας που πιθανότατα ενδιαφέρει όλη τη μάγκα του φόρουμ.

Ποιά ερωτήματα άραγε θα πρέπει να απαντηθούν;

Προσωπικά βλέπω ότι ένα πρόγραμμα θα πρέπει να ξεκινά με αργούς ρυθμούς (π.χ. χασάπικο) και να προχωρά βαθμηδόν σε γρηγορότερους και να καταλήγει σε ένα είδος σούστας όταν οι μουσικοί θέλουν να… κάνουν διάλειμμα, αφού θα έχουν ξεθεώσει αυτούς που χορεύουν ώστε να μη διαμαρτυρηθούν. Προκύπτει όμως το ερώτημα αν πρέπει να γίνονται εναλλαγές των ρυθμών, ή των ενοτήτων των ρυθμών κι αν ναι πόσες εναλλαγές και πότε να γίνονται;

Δεύτερο βασικό στοιχείο, εκτός από το ρυθμό, πρέπει να παίζει (απ’ ότι καταλαβαίνω) και η κλίμακα ενός τραγουδιού ώστε να υπάρχει κάποια ομοιομορφία για μικρές ενότητες του προγράμματος (π.χ. να ξεκινά η ορχήστρα με 4-5 χασάπικα λ.χ. σε ΡΕ μινόρε).

Το τρίτο διαισθάνομαι ότι θα πρέπει να είναι κατά πόσο θα ήθελαν οι μουσικοί να κάνουν τον κόσμο να χορέψει, οπότε και το παίξιμο τους γίνεται πιο δυνατό και πιο “επιβλητικό”.

Το ακροατήριο πιστεύω ότι είναι το τέταρτο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη (θα έλεγα μάλιστα ότι έχει μεγάλη σημασία. Αν έχεις να παίξεις στη συνεστίαση του “Ομίλου Απομάχων της Ζωής” θα παίξεις πιο ήρεμα τραγούδια, ενώ αν έχεις να παίξεις στην ετήσια “μάζωξη” των αποφοίτων του “Τάδεκολλεϊτζ” θα παίξεις άλλα πολύ πιο ζωντανά τραγούδια.

Αυτά μου έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή κι είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα.

Ποιά είναι η δική σας γνώμη;

Βασικά από την στιγμή που αναφέρεσαι σε πρόγραμμα ταβέρνας, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βάζεις στην μέση τον χορό. Γενικότερα πιστεύω ότι στην ταβέρνα έρχεται ο άλλος για να ακούσει μουσική και όχι για να ρίξει τις στροφές του. ʼλλωστε εκεί θα είναι και η επιτυχία της ορχήστρας, να μπορεί να μαζέψει κόσμο που θέλει να ακούσει και όχι τους περαστικούς πού απλά έτυχε και θέλανε να πάνε σε αυτά που ονομάζονται ρεμπετάδικα, οπότε γενικότερα εκεί δεν πολυ μετράει η ορχήστρα αλλά τα γρήγορα τσιφτετέλια και κανένα ζεμπέκικο ψευτο-βαρύ αλλά με τα 9/8 παιγμένα στο καινούργιο μοτίβο.

ʼρα λοιπόν αφού μιλάμε για “μουσική ταβέρνα”, νομίζω ότι πάντα υπάρχει η κλασική συνταγή. Ξεκινάνε όλοι άλλωστε με 4-5 οργανικά τα τρία τουλάχιστον είναι αυτά τα κλασσικά του Τσιτσάνη.
Στην συνέχεια αρχίζουν με κάποια από τα χαρούμενα και ψιλογνωστά(του Τσιτσάνη, Σκαρβέλη κ.λ.π) διότι μόλις αρχίζει η ορχήστρα καλό είναι να ρίξει 3-4 σκερτσόζικα τραγουδάκια μετά τα ορχηστρικά ώστε να προδιαθέσει το αυτί του ακροατή. Απο 'κει και πέρα από την στιγμή που μιλάμε για “μουσική ταβέρνα” οι εναλλαγές των ρυθμών και μουσικών κλιμάκων γενικότερα δεν νομίζω ότι απασχολούν ιδιαίτερα τον παρεβρισκόμενο, από την στιγμή που εχει έρθει να ακούσει, οπότε άν είναι αυτά καλά παιγμένα αδιαφορεί πλήρως άν είναι χασάπικα ή αν είναι ζειμπέκικα-απτάλικα-καμηλιέρικο κ.λ.π καθώς ακόμη εάν είναι μινόρια ή ματζόρια. Και τελικά ίσως είναι καλύτερο να υπάρχει και ένας μικρός αχταρμάς από μουσικά μοτίβα για να μην βαριέται και ο άλλος.

Για το τρίτο ερώτημα, νομίζω αυτό που ανέφερα και πιο πάνω. Η επιτυχία δηλαδή μιας ορχήστρας είναι να μπορεί να συγκεντρώνει κόσμο που έρχεται να ακούσει (τους λεγόμενους πελάτες άλλωστε).

Τώρα όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα εξερτάται τι είδους ορχήστρα είναι αυτή. Εάν η ορχήστρα έχει “χαρακτήρα”, τότε διαμορφώνει αυτή το ακροατήριο και όχι το ακρατήριο την ορχήστρα.

Αυτά περι ορχηστρών, ομιλώντας ως ακροατής πάντα και θεωρώντας ότι μουσική ταβέρνα είναι κάτι σαν αυτό που έβλεπα πριν από 6-7 χρόνια στο Ουζερί “Τομπουρλίκα” στην Θεσσαλονίκη (Τότε έπαιζαν ακόμη μαζί ο Θανάσης Χαλκιάς - Γιάννης Αλεξανδρής - Παντελής Χατζηκυριάκος) το καλύτερο σχήμα που μέχρι στιγμής έχω ακούσει.

<FONT FACE=“SYMBOL”>Geia sou Makh,

QessalonikioV kai egw. Prin apo 8-10 cronia eica perasei arketa bradia sth Tompourlika. Kai argotera, otan guriza Ellada gia Cristougenna. IswV na gnwrizomaste kai fatsika.

To arciko schma htan ontwV kataplhktiko. Alhqeia, ti apegine? Prwta efuge o AlexandrhV. 1-2 cronia meta eida sth Nea Uorkh mia sunaulia me ena sugkrothma pali me to onoma Tompourlika, pou perilambane to Qanash, ton Alexandrh kai allouV me paradosiaka organa, alla oci ton Panetlh.

GiannhV</FONT>

Αγαπητέ Μάκη,

οι απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τη διασκέδαση ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και από τόπο σε τόπο. Δεν είχα την ευκαιρία ν’ ακούσω το σχήμα που αναφέρεις πιο πάνω, ούτε και να επισκεφθώ τη συγκεκριμένη ταβέρνα. Εκείνο όμως που τόσο οι φίλοι μου όσο κι εγώ προτιμούμε είναι οι ταβέρνες όπου δεν πας απλά για ν’ ακούσεις αλλά για να χορέψεις κιόλας. Δεν βλέπουμε δηλαδή το χώρο αυτό σαν συναυλιακό μόνο, αλλά και σαν χώρο έκφρασης μέσω του χορού (προς Θεού όχι ξεσαλώματα κι επιδείξεις με τσιφτετέλια στα τραπέζια και τα τοιαύτα).

Σε ότι αφορά το πρόγραμμα δεν θα δεχόμουν σαν πελάτης οποιοδήποτε μουσικό να σκέφτεται από μέσα του “οι εναλλαγές των ρυθμών και μουσικών κλιμάκων γενικότερα δεν νομίζω ότι απασχολούν ιδιαίτερα τον παρεβρισκόμενο, από την στιγμή που εχει έρθει να ακούσει, οπότε άν είναι αυτά καλά παιγμένα αδιαφορεί πλήρως άν είναι χασάπικα ή αν είναι ζειμπέκικα-απτάλικα-καμηλιέρικο κ.λ.π καθώς ακόμη εάν είναι μινόρια ή ματζόρια. Και τελικά ίσως είναι καλύτερο να υπάρχει και ένας μικρός αχταρμάς από μουσικά μοτίβα για να μην βαριέται και ο άλλος”. Σίγουρα οι εναλλαγές των ρυθμών και των κλιμάκων είναι πρωταρχικής σημασίας (τί αξία θα είχε λ.χ. ένα πρόγραμμα με χασάπικα μόνο); Ίσως να έχει θέση κι ο “αχταρμάς” που λες πιο πάνω σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που η διασκέδαση είναι στο φουλ. Αλλά όχι και να μη με ενδιαφέρει το τί παίζεται, με ποια σειρά κ.λ.π., όσο καλοπαιγμένο κι αν είναι.

Όπου με αντιμετωπίζουν μ’ αυτό τον τρόπο λέω “γεια και τέρμα” και δεν ξαναπατώ στο μαγαζί. Ενώ όπου σέβονται τον πελάτη και τον εαυτό τους γίνομαι ταχτικός θαμώνας.

Χαίρετε,

Η βασική διαφορά που αναφέρεις, ώστε τελικά να γίνεται η διάκριση, είναι ότι αναφέρεσαι σε ταβέρνα που να μπορείς και να χορέψεις, οπότε εκεί έχεις δίκιο ότι ο “αχταρμάς” γενικότερα μάλλον είναι μια ένδειξη όχι προσεγμένου προγράμματος. Εκεί δεν παίζεις ότι σου έρθει στο κεφάλι, σε αντίθεση με χώρους “συναυλιακής ταβέρνας”. Βέβαια το γεγονός ότι παίζω ότι με ευχαριστεί και ότι εγώ κεφάρω παράπανω, μήπως τελικά είναι μια ένδειξη ζωντανής ορχήστρας και όχι απλά ότι γράφεις τους πελάτες? Έχω την εντύπωση πως όποτε ακούω ορχήστρα με συγκεκριμένο πρόγραμμα μάλλον αντέχω να πάω στο μαγαζί 2-3 φορές διότι μου ακούγεται στο τέλος σαν CD από στερεοφωνικό, ιδιαιτερα μάλιστα αν πάω συχνά στο μέρος αυτό.
Τέλος πάντων για θέματα “και χορευτικής” ταβέρνας μάλλον τελικά δεν είμαι και ο πιο κατάλληλος για να εκφράσω άποψη δίοτι δεν έχω και τα ιδιαιτερα βιώματα, λόγω το ότι έχω πάει κάποιες λιγοστές φορές επειδή οι ορχήστρες μου θυμίζουν ανθρώπους που αισθάνονται ότι σκάβουν ή ότι βρίσκονται σε τίποτα τσίρκα προσπαθώντας να κάνουν χαρούμενους κάποιες ή κάποιους.

Προς Γιάννη:
Ο Θανάσης από ότι είχα μάθει μέχρι πέρυσι έπαιζε εδώ στην Αθήνα με τον Γκολέ. Τώρα ο Γιάννης ο Αλεξανδρής από ότι γνωρίζω παίζει σε ένα σχήμα με την Σαββίνα Γιαννάτου τουλάχιστον εκεί τον έχω δεί από τα CD και με κάποια άλλα σχήματα, αλλά μάλλον δεν παίζει βράδυ πλέον. Ο Παντελής κρατάει το μαγαζί πλεόν πάνω στην Θεσσαλονίκη, και μάλλον έπαιζε μαζί με τον Μυστακίδη. Και εγώ έχω να πάω 3-4 χρόνια πάνω, οπότε δεν γνωρίζω παραπάνω.

Ξεκινάς με ένα τραγουδάκι ορχηστρικό (για ζέσταμα) - Το “Αράπ”.
Τους βάζεις στο νόημα με ένα-δυο “ελαφρά” (για το φαγητό) - “Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ”, “Κάφτονα Σταύρο”.
Παίζεις ένα ελαφρό χασαπικάκι (για να πιάσουν τους …ρυθμοί) - “Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο”.
Ανεβάζουμε τα …γκάζια με γρήγορα χασάπικα - "Οταν μπουκάρω στον τεκέ.
Ακολουθούν ένα τσιφτετέλι κι ένας καρσιλαμάς (για το τσακίρ κέφι - “Το χαμάμ”, “Πέντε χρόνια δικασμένος”.
Απ’ το πουθενά …χώνεις τον “Καραντερβίση” (έτσι, για να την σπάσεις στους …Τσέρτους).
Κλείνεις το πρόγραμμα με ένα 2ωρο ταξιμάκι κιουρδί.

Αντε και καλά κρασιά (για μας τους σκλάβους που δουλεύουμε ακόμα στο καμίνι).
ΑΝ

ʼρη,

ξέχασες τη στιγμή που κάνουμε τουμπεκί για να τραγουδήσει ακαπέλα ο Λελούδας το ελαφρολαϊκό “Καημό μεσ’ την καρδούλα μου”…

Να πω κι εγώ κάτι; Καθαρά σαν ακροάτρια,δεν νομίζω ότι είναι καλό ούτε -ίσως και κυρίως- σε συναυλιακούς χώρους να παίζει η ορχήστρα ό,τι της κατέβει…Ο αχταρμάς είναι ένδειξη μη προσεγμένου προγράμματος είτε μιλάμε για συναυλιακούς χώρους είτε για ταβέρνες. Και προσωπικά δεν μου αρέσει να μην υπάρχει κάποια “συνέχεια”, είτε θεματολογική, είτε χρονική, είτε μουσική… Το πιο δύσκολο είναι ποιά τραγούδια θα επιλεγούν. Και αυτό γιατί είναι πολλά τα τραγούδια και λίγος ο διαθέσημος χρόνος. Η επιλογή πρέπει να γίνει λαμβάνοντας υπόψη το χώρο, το σκοπό της εκάστωτε εκδήλωσης -άλλο μια συναυλία, άλλο ένας χώρος διασκέδασης, άλλο μια ταβέρνα- το κοινό στο οποίο θέλουμε να απευθυνθούμε κτλ. Η σειρά με την οποία θα μπουν έπεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι λιγότερο δύσκολη δουλειά.

Το πρόβλημα του συγκεκριμένου και επαναλαμβανόμενου προγράμματος είναι πολύ σημαντικό. Προσωπικά συμφωνώ με τον Μάκη, ότι δεν είναι καλό να υπάρχει ένα στάνταρ συγκεκριμένο πρόγραμμα… Και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί κάποιος μουσικός που αγαπάει τη δουλειά του, να δέχεται ευχάριστα να παίζει κάθε βράδυ τα ίδια και τα ίδια. Όσο εκπληκτικά κομμάτια κι αν είναι αυτά, πιστεύω ότι η επανάληψη κουράζει και τον μουσικό και τον ακροατή. Έτσι νομίζω ότι καλύτερο είναι οι μουσικοί να έχουν προετοιμάσει αρκετά επιπλέον τραγούδια και κάθε βράδυ κάποια να παραλείπονται και κάποια να προστίθενται, ανάλογα με τη διάθεση. Έτσι ώστε να υπάρχει μια ποικιλία, και τόσο οι μουσικοί όσο και οι τακτικοί θαμώνες να μην βαριούνται. Αυτές οι εναλλαγές και οι μικρο-ανατροπές δίνουν άλλη αξία στην κάθε βραδιά και γεννούν και μια “αγωνία” στο κοινό να δουν τί έκπληξη τους φυλάει γι απόψε η ορχήστρα. Κι έτσι όταν το καινούργιο, το διαφορετικό γίνει, ο ενθουσιασμός είναι ακόμα μεγαλύτερος! Φυσικά αυτό ισχύει για μένα και δεν είναι απόλυτο. Πάντως όταν ο μουσικός βαριέται αυτό περνάει και στο ακροατή.

Γι αυτό είναι πολλά τα μαγαζιά.

Για να κάνεις ζβούρες και να πηγαίνεις σε διαφορετικό κάθε φορά.
Κι όχι συνέχεια στο ίδιο.
Ετσι δε βαρυέσαι ούτε τους μουσικούς, ούτε τα φαγιά τους, ούτε και τις εξυπνάδες του ταβερνιάρη.

Αμα βρεθεί μουσικό σχήμα που αλλάζει περισσότερο από 1 άντε 2 άσματα το μήνα, σφυρίξτε το και σε μας.

Ο ΚΚ(ΤΜ) έχει δίκιο. Οι μουσικοί δεν είναι και υπεράνθρωποι για να μπορούν να κάνουν πρόβες κάθε μέρα ώστε να είναι σε θέση να παίζουν ό,τι τους ζητήσουν ανά πάσα στιγμή. Από την άλλη αλλοίμονο αν δεν είναι και σε θέση να έχουν και κάποια επιπλέον τραγούδια για παραγγελιές.

Ωστόσο το βασικό ερώτημα παραμένει: Τί παίζουμε, με ποια σειρά, ποιες εναλλαγές κλπ.

Προς Μάκη: Το ρεπερτόριο μιας “συναυλιακής” ταβέρνας είναι εξίσου ενδιαφέρον. Μια και φαίνεται ότι έχεις εμπειρίες από το θέμα θα ήταν πολύ καλό αν μπορούσες να τις μοιραστείς μαζί μας κάποια στιγμή.

Η παραπάνω δικιά μου “πρόταση” ήταν (εμφανώς) μια προσπάθεια διακωμώδησης των “ετοίμων προγραμμάτων” (όπως λέμε “ετοίμων ενδυμάτων”, περιλαμβάνοντας και τα …“παλτά”), αλλά και κάποιων μαγαζιών, ιδιαίτερα αυτών που πολύ εύστοχα ονομάστηκαν “συναυλιακές ταβέρνες”. Δε θα ανοίξω κουβέντα για τα μαγαζιά γιατί δε θα τελειώσουμε ποτέ. Θα πω μόνο για τους μουσικούς.
Η Νίκη προβληματίζεται "…ότι καλύτερο είναι οι μουσικοί να έχουν προετοιμάσει αρκετά επιπλέον τραγούδια και κάθε βράδυ κάποια να παραλείπονται και κάποια να προστίθενται, ανάλογα με τη διάθεση…. Ο Μπαγιόκος -ορθά- απαντά ότι “…Οι μουσικοί δεν είναι και υπεράνθρωποι για να μπορούν να κάνουν πρόβες κάθε μέρα ώστε να είναι σε θέση να παίζουν ό,τι τους ζητήσουν ανά πάσα στιγμή…”.
Τα παραπάνω όμως για ποιους χώρους και για ποιους μουσικούς ισχύουν; Για τις …“στοές με ρεμπέτικες μποέμισσες σε ουράνια περιβόλια ταξιμιών” και για τους …“Τσαλιγαρβανιτοτσερτογκολέδες”.
Ολα αυτά, μαγαζιά και μουσικοί, καλά είναι για διασκέδαση “ανύποπτων”, που είναι φυσικά σε θέση (και διάθεση) να ακουμπήσουν πάνω από 100 ευρά για την μπουκάλα “Με το Γιάννη που περπατάει” (που θα ‘λεγε κι ο Προύσαλης) ή μάλλον το “Γιάννη που …σέρνεται” αν κρίνουμε την ποιότητα του αλκοόλ (να μη μιλήσω για τα 50 ευρά που κοστίζει ένα Κουρτάκη με τη συνοδεία μιας κονσέρβας ντολμαδάκια ΖΑΝΑΕ).
Εγώ έχω διαφορετική άποψη. Θα ακουμπήσω τα φράγκα μου (έτσι κι αλλιώς λίγα έχω) σε μαγαζιά (για την ακρίβεια σε μουσικούς), κάνοντας αυστηρότατη επιλογή. Μ’ αρέσουν οι μουσικοί που φεύγουν απ’ το μαγαζί μερακλωμένοι από αυτό που έπαιξαν. Αυτό εγώ θεωρώ σημαντικό -όσο και σπάνιο- σε μια ορχήστρα. Είτε ο μουσικός λέγεται Κ. Παπαδόπουλος είτε Σπ. Λιόσης είτε σκέτο Λευτέρης. Και γίνομαι ακόμη πιο αυστηρός στις επιλογές μου, όταν απαιτώ ο μουσικός, όχι να παίζει ό,τι του ζητήσουν, αλλά να είναι σε θέση να παίξει ό,τι του ζητήσουν.
Θα μου πείτε: Υπάρχουν τέτοια μαγαζιά;
Υπάρχουν. Λίγα αλλά υπάρχουν.
Κι όταν ακόμη δεν τα βρίσκω (όπως τώρα το καλοκαίρι) θα προτιμήσω ν’ ακούσω μια πενιά από φίλους, που τουλάχιστον θα ξέρω ότι βγαίνει απ’ την ψυχή τους, και θα τη συνοδέψω με μπουκάλα καλό …ξύδι.
Οσο για τους προγραμματισμούς… Τους αφήνω στους κομπιουτεράδες.
ΑΝ

ΥΓ. ΚΚ, εγώ σου σφύριξα, αλλά εσύ …αγρόν ηγόραζες!

ʼρη,
πληροφοριακά σου λέω ότι έχει στηθεί μια κατάσταση ανάλογη του “Πίκου” στην πλατεία Βικτωρίας όπου κάθε βράδυ παίζουν ο Λιόσης, ο Μάριος και ο Μπέκος! Τό πρόγραμμα είναι free style και πραγματικά ο Λιόσης και ειδικά ο Μάριος την καταβρίσκουν μ΄αυτά που παίζουν! Η κατάσταση “πονάει” κάπως στις τιμές και στο στήσιμο, αλλά η πρόταση παραμένει αξιόλογη, ειδικά σε συνάρτηση με την καλοκαιρινή “ξηρασία”…

Ο Μάριος μου είπε ότι θα σταματήσουνε για κάποιο μικρό διάστημα μέσα στο καλοκαίρι, δυστυχώς δεν θυμάμαι ημερομηνίες…

Σχετικά τώρα με το θέμα του “προγράμματος ορχήστρας” η γνώμη μου είναι η εξής:

Ανάλογα με το χώρο όπου παίζει ένα σχήμα (αν είναι πίστα, αν είναι φαγητο-κατάσταση κλπ), ανάλογα με τον ιδιοκτήτη του χώρου (αν είναι μερακλής και βάζει μουσική για να ακούει πρώτα ο ίδιος, αν τον νοιάζει να βάζει στο μαγαζί του ψαγμένους ή “ανυποψίαστους”, αν θέλει τη μουσική ως συνοδεία στη μασαμπούκα ή τη χρησιμοποιεί σαν βασικό όπλο - κράχτη του μαγαζιού του κλπ), ανάλογα με το ειδικό βάρος των μουσικών (διαφορετικά να παίζω εγώ με τον Σώτο και διαφορετικά ο Στουραίτης με τον Λιόση), διαμορφώνονται οι ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου από τις οποίες εξαρτάται εν τέλει και το είδος του προγράμματος!

Σε μία γενικευμένη εκδοχή, δεχόμενος ότι συζητάμε για μία απλή κατάσταση που αφορά ένα ταβερνάκι, σε ένα τραπέζι του οποίου κάθονται 2-3 άτομα και παίζουν, πιστεύω ότι:

Το πρόγραμμα πρέπει να έχει μία (όχι αυστηρή) δομή και έναν σκελετό, ιδιαίτερα τις πρώτες ώρες του προγράμματος! Όταν πληρώνεσαι για να παίζεις μουσική βασική σου επιδίωξη είναι να περάσει καλά το ακροατήριο σου. Έτσι αναγκαστικά δεν μπορείς να ξεκινήσεις με τις “Καναβουριές” ή με το “Μάρκος ο Συριανός”… Είσαι υποχρεωμένος να παίξεις πιο εύκολα ακούσματα που να είναι πιο ευρείας αποδοχής. Μάλιστα είμαι της γνώμης ότι καλό είναι, ειδικά τις πρώτες ώρες, να παίζονται τραγουδάκια σε ρυθμικές ενότητες των 2-3 κομματιών, πχ 2-3 οργανικά στην αρχή, 2-3 χασάπικα στη συνέχεια κλπ… Με το πέρασμα της ώρας το κοινό “διυλίζεται” και εύκολα πλέον κόβεις αντιδράσεις και βγάζεις συμπεράσματα! Βλέπεις ποιος ήρθε να φάει την μπριζόλα του και να φύγει και ποιος τη “βρίσκει” με την πάρτη σου. Όταν δε το κοινό αρχίζει και σου ζητάει τραγουδάκια βλέπεις για τα καλά με ποιους έχεις να κάνεις και συμπεραίνεις είτε ότι απόψε γουστάρω τη βραδιά, είτε ότι απόψε είναι ένα βαρετό μερο(νυχτο)κάμματο…

Δηλαδή, συμπερασματικά πιστεύω ότι υπάρχει ένα “καλούπι” στο πρόγραμμα, το οποίο με το πέρασμα της ώρας γίνεται πιο άναρχο! Αυτή άλλωστε είναι και η συνταγή και των μεγάλων “ρεμπετάδικων”!
Εντύπωση μου έκανε το χειμώνα που μας πέρασε μια βραδιά που πήγα να ακούσω τη Μαριώ και τον Τζώρτζη. Μέχρι τις 2:30 - 3:00 περίπου το πρόγραμμα περιλάμβανε εμπορικούρες για φραγκάτους (ρε μπας και είμαι της 17 Ν και δεν το ξέρω) που θυμηθήκαν τη λαϊκή τους προέλευση 5ης γενεάς και γω είχα μπει σε σκέψεις του τύπου "ήρθα να τα σκάσω, να στριμωχτώ σαν το βόδι, να φάω στη μάπα τους μετρ με τα παπιγιόν και τις λουλουδούδες για να ακούσω το “Με παρέσειρε το ρέμα”?.. Ευτυχώς κάποια στιγμή γίνεται μια ξαφνική ημι-εκκένωση του χώρου και μείναν μέσα κάποιοι μυημένοι για το χατήρι των οποίων η ορχήστρα πλέον έπαιζε το “Μοίρα με καταδίκασες”, το “Πονώ δε με λυπάσαι” και το “Κρασοπίνω”… Μάλιστα δε κάποιοι περισσότερο γνώστες από μένα έρχονταν αυτήν την ώρα για να “την ακούσουν”… Θεωρώ αυτονόητο ότι αυτή ήταν κι η ώρα που οι μουσικοί έκαναν κέφι για την πάρτη τους!

Τα λέμε, καλό υπόλοιπο καλοκαίρι…

Η “Βικτώρια” είναι καλή φάση ρε Θανάση απο πλευράς μουσικών. Αλλά το μαγαζί, πέρα απ’ τη γενική “αλμυρότητα”, έχει μέχρι και ρωσίδες κονσομασιόν!

Οσο για το πρόγραμμα που λες (τα οργανικά και τα εύπεμπτα στην αρχή) αναγκάζουν εμένα που ήρθα να ακούσω, να φάω την μπριτζόλα μου και να φύγω. Σιγά μη φάω στη μάπα μιάμισυ ώρα φλατ, μέχρι να ακούσω τον “Αλανιάρη” (αν τον ακούσω).
ΑΝ

To repertorio ως ληγμένη κονσέρβα.

<FONT FACE=“Courier New”>Η διασκέδαση από την φύση της αποτελεί μια έννοια αδιευκρίνιστη και ασαφή , συνήθως μας βασανίζει σαν ένα αφόρητο κενό που πρέπει να γεμίσει για διευκολυνθεί η συνομιλία μας με το ανικανοποίητο μαξιλάρι.
Από την γκομενίτσα που πασαλείβετε με τα κραγιόν και το μιζανπλί για να πάει στο κλαμπ μεχρι την ιστορική ηγεσία της κλίκας που κάνει τοξικολογική ανάλυση στον ιδρώτα του μπουζουκιστή (sic) για να πάει τον ακούσει , το ζητούμενο είναι πάντα το ίδιο :<FONT COLOR=“ff0000”>να περάσουμε καλά και να πάμε για ύπνο ευχαριστημένοι.</FONT>
Ο κακομοίρης ο μουσικός από την άλλη πλευρά χτυπάει στα σαράντα κύματα σαν ακυβέρνητο καράβι , εχει να φάει στην μάπα πρώτα απ όλα τον ταβερνιάρη ,που θέλει το μαγαζί κεφάτο και κυριλέ κατόπιν τους τραγουδιάρηδες που θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους και τρίτον τον κόσμο που πλέρωσε για να διασκεδάσει.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι θέλουμε να τους έχουμε όλους ευχαριστημένους- πράγμα αδύνατο- πρέπει να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που να γεμίζει το μαγαζί .Από μόνο του αυτό συνιστά επάγγελμα (Μουσική επιμέλεια Ζακ Μεναχεμ).
Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να μπορεί να το πει ο,η τραγουδιαρης-α για να μην φάμε κάμμια ντομάτα και τρίτον να υπάρχει μια νότα αυθορμητισμού και αυθεντικότητος, ετσι ώστε να νομίζει ο κόσμος ότι διασκεδάζουν και οι παιχνιδιατόροι.Χμμμ εδώ το πράμα δυσκολεύει άλλα όλα γίνονται.
Η συνταγή είναι κάπως δεδομένη , αρχικά βάζουμε ένα μαλάκα με μια σκέτη κιθάρα να πει ολίγον Πλέσσα καμμια φωτοβολίδα και πούνε τα χρόνια ωραία χρονια κατόπιν ο ο μαέστρος μπουζουκιστής χώνει ένα σολ μινόρε χασάπικο αργό με ταξιμάκι αλα κρέμ και συνεχίζει παρασύροντας την ορχήστρα σε έναν ωκεανό 2/4 για αρκετή ώρα.Εάν ο κόσμος αντιδράσει θετικά όπερ σημαίνει να ρίξουνε κάμμια στροφή το γυρνάμε σε χασαποσέρβικο για κάνα εικοσάλεπτο για να ανέβει το μαγαζί.
Όταν η πίστα έχει πλέον ασφυκτικά γεμίσει και μας τσαλαπατάνε αλύπητα πέφτει η Ευδοκία για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους , εξι εφτά νταβραντισμένοι μάγκες ανεβαίνουν στην πίστα μαζί με δυο χοντρούλες που δεν έχουν γκόμενο και μια αγωνίστρια της επταετίας.
Συνεχίζουμε να τους ταλαιπωρούμε με το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι και με λίγες από τις βεργούλες ώσπου να ανέβει κάμμια γκόμενα της προκοπής με τους καημούς και τις αναμνήσεις όλες τυλιγμένες στο πάπλωμα.
Μόλις καθαρίσει η ιρα από το στάρι πέφτει ο καπετανάκης και μαζί του πέφτει ξερή από το λαχάνιασμα η αγωνίστρια της επταετίας μαζί με την μια από τις δύο χοντρούλες ενώ η άλλη συνεχίζει ακάθεκτη.
Συνεχίζουμε χωρίς οίκτο με μπουρνελέ τσιφτετέλια που τα γυρίζουμε στον καλαματιανό μόλις η πίστα γεμίσει και νοιώσουν όλοι την ανάγκη να αγκαλιαστούν και το κρατάμε μέχρι να δέσει η κρέμα για την Ειρήνη Κονιτοπούλου Λεγάκη και ντάρι ντάρι μέχρι θανάτου.Όταν εξαντλήσουμε τους ρυθμούς της νησιωτικής Ελλάδος ρίχνουμε τα κάστρα του γεντι κουλέ (πάνω στους θαμώνες κατά προτίμηση ) , ένα χασάπικο για ξενέρωμα και κάνουμε τσιγάρο για κάνα τεταρτάκι .Εις το δεύτερο μέρος του show συνεχίζουμε το χασαπικάκι από κει που τ’ αφήσαμε και προχωράμε επαναλαμβάνοντας το προηγούμενο σχήμα διασκέδασης ανάλογα με τον κόσμο του μαγαζιού και τις διαθέσεις του , όταν η ώρα φτάσει 2 : 10 ριχνούμε και κανα δυό χασικλίδικα για κανα δυο φίλους από τα παλιά και χαιρετούμε τον κόσμο με μια καλημέρα ανακούφισης.Τσιμπάμε 50-60 ευρώ από το ταμείο και ο καθένας λέει τα δικα του μυστικά στο μαξιλάρι του .</FONT>

Καταλαβαίνω οτι μπαίνει το γνωστό (εκ του χώρου των ΜΜΕ και του θεάματος γενικότερα) δίλημμα:

Να τους σερβίρουμε αυτό που θα φάνε στα σίγουρα, οπότε δεν θα έχουμε διαμαρτυρίες αλλά ούτε και μεγάλες αγάπες;


Να τους σερβίρουμε δημιουργική κουζίνα, τραβώντας τους έτσι προς κάτι καινούργιο / διαφορετικό, ρισκάροντας όμως να αποκτήσουμε δυσαρεστημένους αλλά και φανατικούς φίλους σε άγνωστη αναλογία.

Εγώ πάντα ήμουν με τη δεύτερη άποψη, υπό την προϋπόθεση ότι το budget και ο χρόνος προετοιμασίας είναι ικανός για τέτοιο εγχείρημα. Εντάξει, πάντα υπάρχουν και οι καλόπιστοι ρομαντικοί που θα κάνουν καλή δουλειά ανεξαρτήτως χρόνου και αμοιβής. Ομως ο μέσος συνεργάτης κινείται πλαγίως και… διαφορετικά. Οι συνεργάτες λοιπόν είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, συνήθως τραγικά υποτιμημένο.

Ξεκινάω πάντα με το τι είναι καλό κατά την τρέχουσα γνώμη μου, έχοντας γράψει στα παλαιοτέρα των υποδημάτων μου τις γνωστές “πετυχεσμένες” συνταγές, και πολεμάω να το περάσω στο κόσμο με όσο κόστος σε χρόνο, χρήμα και προσπάθεια αυτό συνεπάγεται. Χρησιμοποιώντας (ξεδιάντροπα) όλες τις τεχνικές της αγκιτάτσιας και της μακιαβελικής σκέψης που μάθαμε στα αμφιθέατρα και τους μαζικούς χώρους.

Αλλά αυτό από κάποιον που γνωρίζει “πόσο στοιχίζουν τα χρήματα” και δεν επιθυμεί να επωμισθεί το κόστος και τελικώς να τα κονομήσει.

Αν θες να πληρώσεις τα γραμμάτια για τη BMW και να κάνεις απόσβεση σε τρία ΠΣΚ, παίξε νησιώτικο σκυλάδικο και τράβηξε πέντε γάμους και δυο βαφτίσια. Ετσι καθαρίζεις στα γρήγορα και όλα που γράφονται εδώ είναι τόσο κουραστικά που φέρνουν χασμουρητό και χάχανα του στύλ “δε ξέρει τί λεει ο άνθρωπος”.

Είναι λοιπόν θέμα φιλοσοφικής τοποθέτησης απέναντι στα πράγματα. Πρέπει να χαράξεις πολιτική (Ναι ρε: ακόμα και ένα μουσικό πρόγραμμα είναι πολιτικό θέμα!). Και η πολιτική που θα χαράξεις, τελικά θα είναι είτε συγκρουσιακή είτε συμβιβαστική.

ΚΚ


Τι σφύριγμα έκανες ρε ΑΝ;
Δεν άκουσα τίποτες.
.

ρε Σώτο φοβερός!! χαχαχα
πού τα βρίσκεις και τα γράφεις τόσο ωραία

Ολόιδιο σκηνικό είχα περάσει όταν πήγα στο Διπλόχορδο να ακούσω -και καλά- ρεμπέτικο. Ετσι ακριβώς όπως τα λες έγιναν…

Η δική μου πείρα, λέει πως κάθε μαγαζί έχει τη δική του λογική, αλλά η βασική δομή της διαδοχής των τραγουδιών είναι πάντα ίδια (και βασίζεται στην� «Ποιητική» του Αριστοτέλη!).

Να το κάνω λιανά: Όταν σου δίνεται η τιμή ν� ανέβεις στο πάλκο και να παίξεις, για κάποιους πελάτες που πληρώνουν για να διασκεδάσουν και ψυχαγωγηθούν, είσαι υποχρεωμένος ν� ανταποκριθείς σ� αυτή την τιμή, με τις εξής «εργασίες»:

  1. ʼποψη (πιο σωστά το λέει ο ΚΚ(ΤΜ), Πολιτική). Τι νόημα έχει το δικό σου πρόγραμμα, τι θέλει να πει, τι θέλει να προκαλέσει, ποιους πρέπει να ικανοποιήσει.
  2. Οργάνωση. Είναι αυτό που θα λέγαμε «σκηνοθεσία του ήχου». Πως ξεκινάμε (δέσις κατά τον Αριστοτέλη), πως «ανατρέπομε» την κατάσταση για να περάσομε στο κύριο πρόγραμμα, πως εναλλάσσομε τους ρυθμούς, τα θέματα, τις σχολές, τους τυχόν τραγουδιστές, πότε επιτρέπομε (αν θέλομε) στις τσιφτετελούδες να ρίξουν τα κουνήματά τους, πότε και πως «αδειάζουμε» την πίστα για να ρίξει ο μάγκας τη ζεϊμπεκιά του κ.ο.κ. Ώσπου περνάμε στην προτελευταία «Ανατροπή», για να κλείσομε με ρεμπέτικες καντάδες, ή ταξίμια, ή «απαγορευμένα». Όπως και νάχει το πράγμα, το «χύμα» πρόγραμμα όπου ύστερα από κάθε τραγούδι οι μουσικοί πιάνουν κουβέντα άλλα τρία λεπτά (ΚΕΝΟΟΟΟ ΚΕΝΟΟΟΟ) για ν� αποφασίσουν τι θα πουν παρακάτω, δεν είναι μόνο αντιεπαγγελματικό, είναι και φτύσιμο στον πελάτη.
  3. Ενορχήστρωση και πρόβες. Τέλειωσε πιά η εποχή των περιπλανόμενων κομπανιών, όπου γρατσουνούσαν τα όργανα και μουρμούραγαν τα λόγια, νομίζοντας πως αυτό είναι το αυθεντικό!
  4. Ξεχωριστή φροντίδα στον ήχο, και νάναι πάντα καλά κουρδισμένα τα όργανα, και να παίζομε δίνοντας όλο τον εαυτό μας.
  5. Συμμετοχή με το κοινό, επιφωνήματα, διάλογοι, κουβέντες με ή χωρίς χιούμορ, ό,τι τέλος πάντων βοηθάει στην επαφή με τους πελάτες.

Θ� ακολουθήσει ανάλυση των παραπάνω σημείων.

Ασφαλώς μιλάς για στημένα λαικότροπα πάλκα που σίγουρα έτσι πρέπει να ναι.
Αλλά η εποχή των περιπλανόμενων κομπανιών που γρατσουνούν δεν τέλειωσε γιατι είμαστε όλοι απο 30- 40 , αρα θα παίζουμε καμμιά τριανταριά χρόνια ακόμα.

<FONT SIZE="+2">Και γαμώ τις αισιοδοξίες!</FONT>
Δηλαδή εγώ θα πλησιάσω τα εβδομήντα; Σώτο, απ’ το στόμα σου και στης …ψυχής μου τ’ αυτί.
ΑΝ