Δεν μου λέτε δεν μου λέτε (Λέου - Λέου)

Ωραία. Λοιπόν, αυτός ο δρόμος έχει κινητή τη δεύτερη βαθμίδα: άλλοτε Μιb, άλλοτε Μι.

Στη φράση που ματζορίζει, το Μι είναι φυσικό. Και είναι η πιο χαμηλή νότα της φράσης (εντάξει, πιάνει και λίγο ντο για να «πάρει φόρα», αλλά ουσιαστικά το Μι είναι η χαμηλότερη «κανονική» νότα).

Στην άλλη φράση, την πιο παραπονιάρικη και πιο χαμηλή, το Μι είναι ύφεση, και είναι η ψηλότερη από τις λίγες έτσι κι αλλιώς νότες (Ντο, Ρε, Μιb - τέλος!).

Αριστούργημα μινμαλιστικής σύνθεσης. Έχει ελάχιστα πράγματα μέσα, αλλά εφαρμόζοντας έξυπνα αυτό τον κανόνα με τις κινητές βαθμίδες βγάζει τρομερές εναλλαγές!

Συμπλ.: Η κλίμακα ολόκληρη είναι ένα 4χ Ουσάκ (Ρε-Μι μια έτσι μια αλλιώς - Φα-Σολ) συν την υποτονική Ντο.

4 «Μου αρέσει»

Και γίνεται ακόμη πιο αξιοσημείωτο αν σκεφτούμε ότι εκεί που βγήκαν αυτές οι μελωδίες και όταν βγήκαν, οι άνθρωποι δεν είχαν μουσικές γνώσεις, εννοώ θεωρητικές και εξειδικευμένες.
Συχνά σκέφτομαι πως προέκυψαν αυτές οι μοναδικές μελωδίες των μουρμούρικων και δεν αναφέρομαι μονάχα σε κομμάτια που πρόκειται για παραλλαγές σκοπών. Μιλάω για τη ρίζα, που χάνεται στο χρόνο!

1 «Μου αρέσει»

αυτό που περγράφεις είναι ακριβώς το ουσάκ, όπως λέει και ο περικλής μετά.
@John88 το ουσάκ είναι από τα πιο κλασικά μακάμ/δρόμους/κλπ, όλοι είχανε ακούσματα και παίζανε χαβάδες εκεί πάνω. ειδικά άμα κουρδίσεις καραντουζένι, η μελωδία προκύπτει σχεδόν από μόνη της!

4 «Μου αρέσει»

Ακριβώς αυτό που λέει ο Νίκος.
Διαφωνώ με την λογική του “δεν είχαν μουσικές γνώσεις”.
John88 καταλαβαίνω πως το λες, αλλά το να επαναλαμβάνουμε κάτι τέτοιο, έχει οδηγήσει πολλούς στην παρανόηση ότι όντως οι μελωδίες αυτές βγήκαν από ανθρώπους “απαίδευτους”, κάτι που κατά την γνώμη μου είναι τελείως λάθος. Και γνώσεις είχαν και εξειδικευμένοι ήταν.
Το ίδιο επιχείρημα έχω ακούσει π.χ. για τον Μάρκο. (Ευτυχώς όχι εδώ). Ότι επειδή ήταν “πρακτικός” έφτιαχνε απλοϊκές μελωδίες. Και αυτό το έχω ακούσει από ανθρώπους που άρχιζαν να παίρνουν τα δάκτυλά τους και προχώρησαν σε πιο “δύσκολα”, “τεχνικά”, κομμάτια.
Οι μελωδίες που άντεξαν στον χρόνο είμαι σίγουρος ότι γράφτηκαν από μελετημένους μουσικούς και λειάνθηκαν παραπέρα από επίσης μελετημένους μουσικούς, που έπαιζαν πολλές ώρες.
Δεν ξύπνησε κάποιος ένα πρωί και έφτιαξε ένα αριστούργημα της λαϊκής παράδοσης, χωρίς να έχει πιάσει στη ζωή του μουσικό όργανο ή να έχει τραγουδήσει.

4 «Μου αρέσει»

Δεν διαφωνουμε Λουκά.
Οι μελωδίες και οι διαφοροι σκοποί που χάνονται στο χρόνο σίγουρα προέκυψαν από τους ανάλογους -διαβασμένους- μουσικούς -κάθε εποχής.
Δηλαδη θεωρω οτι και οι σκοποί της φυλακής, τα διάφορα μουρμούρικα, οι κουτσαβακηδες τα πηραν σε κάποια μορφή από οργανοπαικτες προηγούμενων γενεών. Μετά πιο πίσω το θέμα πάει στα δημοτικά και ακόμα πιο πίσω σε βυζαντινή μουσική και πάει λέγοντας.

Σίγουρα μεταξύ όλων αυτών έγιναν ζυμώσεις και προέκυψαν τα ανάλογα αποτελέσματα που γνώρισαν οι κουτσαβακιδες, ο Μανεττας, ο Μάρκος μετα κλπ.

Συμφωνώ μαζί σου απλά τα έγραψα πιο ξεκάθαρα προς αποφυγήν παρεξηγήσεων γενικότερα.

Όσο για το Μάρκο πολλάκις έχει ειπωθεί ότι αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ παράδοσης (δημοτικών) και του αστικού λαϊκού τραγουδιού της εποχής του.

Αυτοι που καθώς βελτιώνονται γίνονται πιο γρήγοροι σταδιακά και βγάζουν παράπονα, ας “κατανοήσουν” το <στυλ Μάρκος>και να χαμηλώσουν τη μπάλα…

1 «Μου αρέσει»

Οι μουσικές της προφορικής παράδοσης δε βγήκαν κατ’ ανάγκην από μουσικούς. Στις παρέες των μερακλήδων, αν η αναλογία ήταν π.χ. ένας που ξέρει όργανο για κάθε δέκα που συμμετέχουν τραγουδώντας, όλοι ήταν συνδιαμορφωτές (οπωσδήποτε ο οργανοπαίχτης παραπάνω, αλλά πρώτος μεταξύ ίσων).

Όλοι αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, πρώτον: δεν άκουγαν μουσική όλη μέρα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στο ασανσέρ. Παρόμοια όπως δεν κυκλοφορούσαν μ’ έναν καφέ στο χέρι όπως σήμερα. Όταν έπιναν καφέ, έπιναν καφέ. Όταν έπαιζαν ή τραγουδούσαν ή άκουγαν, έκαναν αυτό. Ούτε ο καφές ούτε η μουσική ήταν χαλί για κάτι άλλο. Ήταν δουλειές με βάρος, και ο μερακλής είχε απαιτήσεις.

Δεύτερον, ήταν εποχές όπου η γνώση είχε μικρότερο εύρος και μεγαλύτερο βάθος. Θα ξαναπιάσω το παράδειγμα του καφέ: ήταν αποκλειστικά τούρκικος (σήμερα έχουμε τούρκικο, νες, φραπέ, εσπρέσο, καπουτσίνο, τα ίδια σε φρέντο, φίλτρου κλπ. κλπ.), αλλά υπήρχαν εκατό διαφορετικοί τρόποι να τον ετοιμάσεις, πιο ελαφρύ, πιο βαρύ, πολύ βαρύ, πιο κατασταλαχτό, πιο καϊμακλή, πιο βρασμένο, ακόμη και στο χοντρό-ψιλό φλιτζάνι υπήρχαν διαφοροποιήσεις (σήμερα είναι γλυκός-μέτριος-σκέτος και τέλος), και καθένας τον έπινε με έναν συγκεκριμένο από αυτούς τους τρόπους. Κι απαιτούσε, πρώτον, το στοιχειώδες, να είναι ο καφές φτιαγμένος μ’ αυτόν τον τρόπο και όχι με άλλον και, δεύτερον, το κάτι παραπάνω - να είναι και καλός.

Έτσι και με τη μουσική: δεν ήξεραν πολλές, αλλά αυτές που ήξεραν τις ήξεραν καλά, σε βάθος.

Το όργανο το πιάναν όσοι είχαν περάσει τις απαραίτητες μεγάλες θυσίες για να καταφέρουν να το αποκτήσουν (από οικονομική δυσκολία στην απόκτηση μέχρι σφοδρότατες αντιδράσεις γονέων κλπ.), δηλαδή είχαν καλλιεργήσει μέσα τους πραγματικά σφοδρό πόθο. Το τραγούδι (το παρεΐστικο) δεν είχε τόσες θυσίες, αλλά και πάλι, το δικαίωμα να πάρεις τον λόγο και να τραγουδήσεις το κερδίζεις μετά από πολλή πολλή αναμονή στην ουρά, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούς τους παλιότερους και καταξιωμένους μερακλήδες να παίρνουν τους ίδιους ολιγάριθμους σκοπούς και να τους αναπλάθουν, ο ένας έτσι, ο άλλος αλλιώς, ανάλογα με τον οργανοπαίχτη που συνοδεύει, ανάλογα με τον στίχο που τραγουδάνε, ανάλογα με τη στιγμή και την παρέα, και ανάλογα με την προσωπική «μουσικότητα», ας το πούμε έτσι, του καθενός. Έτσι, πριν έρθει για τον καθένα η σειρά του να δώσει, είχε ήδη πάρει πολλά. Και τα είχε προσέξει, τα είχε αξιολογήσει, δεν τα άφηνε απλώς να ακούγονται στο περιθώριο κάποιας άλλης ασχολίας.

Οπότε, μ’ όλα αυτά τα δεδομένα, οι σκοποί και τα τραγούδια της συλλογικής δημιουργίας έχουν βγει μέσα από πολλά κιλά γνώση.

Τώρα, πέρα από όλο αυτό το γενικό πλαίσιο, ο συγκεκριμένος σκοπός είναι όντως ιδιαίτερος. Η ψηλή φράση είναι ουσιαστικά σεγκιάχ. Μια φράση σεγκιάχ μέσα στο ουσάκ είναι κάτι που προβλέπεται μεν από τη θεωρία, αλλά δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε και το πιο συνηθισμένο να γίνει.

Η χαμηλή φράση, είναι ουσιαστικά κιουρδί. Εδώ ισχύει ακριβώς το ίδιο - προβλέπεται αλλά όχι και με το ζόρι.

Η νότα που κυρίως διαφοροποιεί τις κλίμακες του σεγκιάχ και του κιουρδί, το Μι (φυσικό στο σεγκιάχ, ύφεση στο κιουρδί) είναι και για τους δύο δρόμους η πιο χαρακτηριστική. Το μι είναι όλη η γλύκα του σεγκιάχ, το μι ύφεση είναι όλο το παράπονο του κιουρδί.

Και ενώ το καθαρό σεγκιάχ χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτή τη γλύκα και το καθαρό κιουρδί κυρίως από αυτό το παράπονο, το ουσάκ είναι ένας δρόμος με ευρύτερες δυνατότητες, στις οποίες περιλαμβάνονται και αυτές οι δύο, μαζί με διάφορες ενδιάμεσες που γεφυρώνουν τα αντίθετα.

Η επιλογή λοιπόν να εναλλάσσεις μια φράση σεγκιάχ με μία κιουρδί, τους δύο αντίθετους πόλους, σ’ έναν σκοπό ουσάκ, χωρίς όμως να κάνεις πουθενά αυτό το γεφύρωμα, είναι τολμηρή και ασυνήθιστη.

Επιπλέον, η σύνθεση καταφέρνει όλο αυτό το απότομο συναισθηματικό ανεβοκατέβασμα μέσα στην ελάχιστη έκταση του ενός 4χ + μιας νότας, ενώ η κάθε επιμέρους φράση είναι τρεις νότες όλο κι όλο. Ναι μεν κάθε προφορική παράδοση διακρίνεται για την οικονομία των μέσων που χρησιμοποιεί, αλλά εδώ ξεπερνάμε τα συνήθη όρια της οικονομίας. Και επιπλέον, από τη διφορούμενη νότα Μι, η γλυκειά και φωτεινή εκδοχή ακούγεται αποκλειστικά στη μία φράση και η σκοτεινή και παραπονιάρικη μόνο στην άλλη (το σύνηθες του Ουσάκ είναι να ακούγονται και οι δύο, με τα συναισθήματα που διεγείρουν να μην είναι τόσο έντονα αντίθετα).


Τώρα, μετά από όλη αυτή την ανάλυση, να πω ότι …εμένα δε μ’ αρέσει και τόσο! :slight_smile: Μπορεί να θεωρώ αξιοθαύμαστο τον τρόπο σύνθσεης τους σκοπού, αλλά ο άλλος σκοπός, του Βιδάλη, μ’ ενθουσιάζει πολύ περισσότερο και τον παίζω όποτε τον θυμηθώ, ενώ αυτόν τον έχω ακούσει μερικές φορές και ποτέ δε με τράβηξε ιδιαίτερα.

4 «Μου αρέσει»

Δεν θα διαφωνήσω σε αυτό που λες αλλά θεωρώ ότι είναι ένας πόλος. Ο άλλος πόλος για μένα που θεωρώ ότι έχει παίξει βασικό ρόλο, ήταν και οι “επαγγελματίες” μουσικοί. Άνθρωποι που είτε ζούσαν αποκλειστικά από αυτό, (πιθανά οι λιγότεροι), καθώς και αυτοί οι οποίοι συμπλήρωναν το εισόδημά τους παίζοντας περιστασιακά. (θεωρητικά οι περισσότεροι).
Ξέρουμε για παράδειγμα ότι οι τσιγγάνοι - γύφτοι- Ρομ, είχαν ως μία από τις βασικές τους ασχολίες την μουσική. Αυτοί ξέφευγαν από τον απλό οργανοπαίκτη σε μια παρέα. Μάλιστα θεωρούνται από τους συνεχιστές και δημιουργούς της μουσικής παράδοσης. Και μάλιστα η εμβέλειά τους νομίζω ότι περιλάμβανε όλη την Ευρώπη όχι βέβαια μόνο την Ελλάδα.

Γενικά, ναι. Ειδικά όμως για το παλιό παραδοσιακό ρεμπέτικο, δεν ξέρω κατά πόσον υπήρχαν επαγγελματίες πριν τον Βαμβακάρη και την Τετράδα. Θα ακούγονταν κάποια ρεμπέτικα από τους καλλιτέχνες του καφέ-αμάν που τα δισκογράφησαν κιόλας, τύπου Νταλγκά, αλλά αυτά ήταν σιδερωμένες εκτελέσεις που παίζονταν εντελώς εκτός πλαισίου.

Με μουσικούς της δισκογραφίας όπως ο Καραπιπέρης, που φαίνεται να ήταν «πιο ρεμπέτες», δεν ξέρω τίποτε πέρα από τους δίσκους τους (αν δηλαδή έπαιζαν σε μαγαζιά, τι σχέση είχαν με τις παρέες και το αλισβερίσι της προφορικότητας, κλπ.).

Οι επαγγελματίες μπήκαν στο ρεμπέτικο, το έτρεψαν προς μια άλλη κατεύθυνση, ανέδειξαν αξίες όπως η δεξιοτεχνία και η πρωτοτυπία -μ’ ένα λόγο η ατομικότητα- και τελικά οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου τύποι σαν τον Μουφλουζέλη να μοιάζουν σαν δεινόσαυροι που ξέχασαν να εξαφανιστούν.

Πολύ ενδιαφέρουσα ηχογράφηση. Σε μια πρώτη ακρόαση μου φάνηκε δύσκολη να την παρακολουθήσω: πού παίζει τα ίδια που ξανάπαιξε αλλά σε παραλλαγή και πού αλλάζει, ποιες φράσεις και ποιοι κύκλοι φράσεων υπάρχουν, και αν τελικά μπορούν όντως να διακριθούν τρία ξεχωριστά ζεϊμπέκικα. Πάντως η μεν τραγουδιστή φράση είναι η ίδια με τη μια από τις δύο του Λέου-λέου, χωρίς όμως να γίνεται και η αλλαγή στην άλλη, ενώ λίγο πιο πριν (περίπου 1:20) τον άκουσα να παίζει το ίδιο το Λέου λέου, οργανικά και με αμελητέες παραλλαγές στο στόλισμα.

1 «Μου αρέσει»

Να σου πω την αλήθεια δεν θεώρησα ότι μιλούσαμε μόνο για το ρεμπέτικο, γι αυτό επεκτάθηκα σε σχέση με την μουσική παράδοση.
Θεωρώ ότι οι επαγγελματίες μουσικοί είχαν ίσως περισσότερη “επαφή” - “συμμετοχή” ακόμα και με το παλιό παραδοσιακό ρεμπέτικο, αλλά αυτό είναι απλά μια αίσθηση δική μου δεν έχουμε τεκμηρίωση.
Αυτό που με σπρώχνει προς τα εκεί είναι ότι ακόμα και στη δισκογραφία έχουμε τον Μπέζο να ηχογραφεί ρεμπέτικα πριν τον Βαμβακάρη. Ίσως να ήταν ένα “παιχνίδι σατιρικό” για εκείνον, αλλά ακόμα και έτσι πέτυχε να μας δώσει δείγματα που μπορούν να χαρακτηριστούν αντιπροσωπευτικά.

Οι επαγγελματίες ή ημιεπαγγελματίες μουσικοί δεν νομίζω ότι μπορούν να στήσουν, μαζί με εκείνους που ωραιότατα περιέγραψε ο Περικλής, ένα δίπολο στα ρεμπέτικα, φυσικά όταν αναφερόμαστε στην εποχή της ανώνυμης δημιουργίας, στην οποίαν ανήκουν λέου λέου και Δε μου λέτε. Οι άνθρωποι αυτοί, εκείνη την εποχή ειδικά, ασχολούνταν με το «δημοτικό» κάποιοι, με κάποια ευρωπαϊκά κάποιοι άλλοι, αλλά όχι με το ρεμπέτικο. Δεν είχε ψωμί, πώς να το κάνουμε… Ειδικότερα οι Τσιγγάνοι, που σήμερα τους λέμε Ρομά γιατί έτσι το θέλουν, κατέγραψαν μία ηχηρότατη απουσία από το πρώιμο ρεμπέτικο. Σε άλλους χώρους όπως η Ευρώπη, κεντρική κυρίως, διέπρεψαν διεκδικώντας ακόμα και αποκλειστικότητα. Στους κύκλους του ρεμπέτικου όμως, δεν προσηλυτίστηκαν.

Όπως τόνισε και ο Περικλής, οι πρώτοι συντελεστές του είδους που ονομάσαμε Πειραιώτικο ρεμπέτικο, αυτοί που βλέπουμε στις πασίγνωστες φωτογραφίες στου Καραϊσκάκη (Τσαούσης, Μπάτης, Μάρκος, Δελιάς κλπ.), δεν ήταν τότε επαγγελματίες. Και ο μεν Μπάτης, π.χ, δεν έγινε ποτέ «κανονικός» επαγγελματίας, ο Μάρκος όμως βάδισε συνειδητά και αποφασιστικότατα προς αυτή την κατεύθυνση, προς την οποία βέβαια στράφηκαν τελικά σχεδόν όλοι.

Όσο για τον Μπέζο, Λουκά μου, άσ’ τον, είναι διαφορετικότατη περίπτωση. Ναι μεν ηχογράφησε «ρεμπέτικα» πριν τον Μπάτη και τον Μάρκο (που γράφτηκαν “κατά παραγγελίαν”), αλλά αν δεν είχε υπάρξει Orthophonic Records στην Αμερική και αν ο διευθυντής του ελληνικού ρεπερτορίου της δεν ήταν αδελφός του Φωκίωνα Δημητριάδη, που έτυχε να γνωρίζει τον συνάδελφο Κώστα Μπέζο, αυτά τα 12 κομμάτια δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ.

3 «Μου αρέσει»

Νίκο, αναφέρθηκα στην περίπτωση Μπέζου, γιατί πολύ απλά όταν ήρθε ο Δημητριάδης στην Ελλάδα για να βρει μουσικούς για δισκογραφία απευθύνθηκε σε επαγγελματίες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Μπέζος, ο οποίος απέδειξε ότι μια χαρά το κατείχε το είδος. Και ξέρουμε ότι οι μουσικοί της εποχής από ένα σωρό παραδείγματα δεν είχαν στεγανά μεταξύ τους.
Άλλο παράδειγμα τέτοιου μουσικού ήταν ο Μανέτας ο οποίος μια χαρά έπαιζε τα ευρωπαϊκά και ήταν και γνωστός γι αυτό, και επίσης μια χαρά έπαιξε και τα μουρμούρικα όταν του ζητήθηκε.
Άρα αυτά τα τραγούδια δεν ήταν άγνωστα.
Και στο φινάλε όταν μιλάμε για μια συνέχεια στην μουσική μας από πότε μπορούμε να αφήσουμε έξω τους επαγγελματίες μουσικούς οποιασδήποτε εποχής πριν την δισκογραφία χωρίς να έχουμε κάποιο στοιχείο γι αυτό?
Ήδη από την πρώιμη εποχή της δισκογραφίας έχουμε μουσικούς που εμπλέκονται σε περισσότερα από ένα είδη συμπεριλαμβανομένου του ρεμπέτικου. Άρα πότε μπορεί να πει κάποιος με βεβαιότητα πότε άρχισε αυτό?
Δεν μιλάω για το πότε οι ρεμπέτες έγιναν επαγγελματίες, ίσως να έδωσα λάθος εντύπωση σε αυτό.

Υ.Γ. Για τον Δελιά δεν έχω διαβάσει να έχει κάνει άλλη δουλειά εκτός από του μουσικού. Και αν λάβουμε υπ’ όψη ότι προερχόταν από μουσική οικογένεια γιατί να μην ήταν επαγγελματίας μουσικός και πριν την ρεμπέτικη τετράδα? Εξάλλου αυτό που ξέρουμε ήταν ότι από μικρός, είχε ασχοληθεί με την κιθάρα, πριν τον κάνει ο Μάρκος να γυρίσει στο μπουζούκι.

1 «Μου αρέσει»

Ο Μανέτας έχω διαβάσει ότι εκτός του ότι ήταν της παλιάς σχολής, ήταν επαγγελματίας. Τώρα αν αυτό το αποδίδουν στις ηχογραφήσεις του 1931 και μόνο ή αν κινούνταν στο χώρο των ταβερνών κλπ ως ‘‘επαγγελματίας’’ παίκτης και όχι ο μερακλής της παρέας δεν το γνωρίζω. Αυτή τη στιγμή κι όλας δεν θυμάμαι που διάβαζα για το Μανέτα, αν μου έρθει θα παραθέσω την πηγή.

Σχετικά με τους μερακλήδες στις παρέες που για να φτάσεις να παίζεις προηγούνταν χρόνια ακρόασης, αυτό υπονοούσα παραπάνω λέγοντας ότι πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν μεταξύ αυτών (των μελωδιών) ζυμώσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται και στο θέμα γνώσης.

Το θέμα όμως είναι ότι το ρεμπέτικο τότε, στην εποχή των δημοτικών και των οργάνων τους, ας πούμε 100+ χρόνια πριν τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ήταν οι σκοποί που γνωρίζουμε σήμερα και τα μουρμούρικα; Και για να το πάω ένα βήμα παραπέρα, μπορούμε τότε να μιλάμε για ρεμπέτικο; Μάλλον οι σκοποί των ρεμπέτικων, αυτούς που σήμερα λέμε μουρμούρικους και κατατάσονται στην περίοδο της ανώνυμης δημιουργίας υπήρχαν και το 1700 λχ, αλλά τότε θα θεωρούνταν δημοτικοί ή και παραδοσιακοί, ακόμη και για την τότε εποχή.

1 «Μου αρέσει»

Όχι Λουκά, ο Μπέζος εκείνη την εποχή δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζε καλύτερα από πάρα πολλούς επαγγελματίες, αλλά το ψωμί του το έβγαζε απ’ τις εφημερίδες που δούλευε. Ο δε Δημητριάδης, αυτό που θα ήθελε ήταν να μπορούσε να αγοράσει τις μήτρες του Μάρκου και να τυπώσει στην Αμερική, αλλά αυτό δεν γινόταν. Έτσι προσπάθησε να βρει κάποιαν εναλλακτική, οπότε και κατέληξε στον Μπέζο.

Ο Μανέτας ναι, (ημι-) επαγγελματίας ήταν, αλλά τα μουρμούρικα κάθε άλλο παρά «μια χαρά» τα έπαιξε: την εισαγωγή δεν την ήξερε, και ο Σπαχάνης αναγκάστηκε να την τραγουδήσει μόνος του (Νταχ ντι ρι ντι ντάρι ντάρι κλπ.) Άρα αυτά τα τραγούδια του ήταν άγνωστα.

Όταν προτείνω να αφήσουμε απ’ έξω Μανέτα, Μπέζο και άλλους ημιεπαγγελματίες της εποχής, είναι γιατί ακριβώς: Δεν υπήρχαν τότε επαγγελματίες του ρεμπέτικου.

Αν ο Δελιάς, πριν την εποχή της Τετράδος, ήταν επαγγελματίας μουσικός, όλοι θα μας το είχαν πεί, και ο Μάρκος, και ο Στράτος, ο Γενίτσαρης, και όλοι. Τίποτα παρεμφερές δεν είπαν.

Η φωνή του Σπαχάνη εξυπηρετεί το ότι δεν ήξερε την εισαγωγή ο Μανέτας ή έλεγε ότι έλεγε από τη μαστούρα; Δηλαδή να ήξερε το μέρος του στίχου και όχι την εισαγωγή, που λογικά θα μοιάζουν ( ; ) κι όλας; (Αλήθεια το ρωτάω χωρίς δόση ειρωνείας ή αμφισβήτησης, απλά πρώτη φορά το ακούω/διαβάζω.)

100+ χρόνια πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, ρεμπέτικο δεν υπήρχε. Σαφέστατα βέβαια, στίχοι παρόμοιοι με αυτούς που εμείς ονομάσαμε μουρμούρικο, υπήρχαν και παραϋπήρχαν. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε δισκογραφία, και έτσι δεν ξέρουμε σε ποιες μελωδίες τραγουδιούνταν τότε αυτοί οι στίχοι.

1 «Μου αρέσει»

Μάλλον το σωστό είναι ότι έβγαζε το ψωμί του και από τις εφημερίδες που δούλευε.

Έχω την εντύπωση ότι ο Μπέζος ήταν επαγγελματίας ήδη όταν του ζήτησε ο Δημητριάδης να ηχογραφήσει.
“Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, που πρέπει να έγινε σε συνεργασία με τον ίδιο τον Κωστή Μπέζο, ο Κορίνθιος καλλιτέχνης άρχισε να ασχολείται με τις χαβάγιες τον Σεπτέμβριο του 1928.”
Μήνυμα #7 από τον Φώτη.

και στο μήνυμα #19? #20? επίσης του Φώτη από την ίδια πηγή, γράφεται το εξής:
“Δεκαπέντε χρόνια μετά το παραπάνω σχόλιο, ας αποκαταστήσουμε την αλήθεια.
Ο Κωστής Μπέζος είχε σίγουρα ηχογραφήσει τουλάχιστον 20 τραγούδια με χαβάγιες, πριν ο Τέτος Δημητριάδης του προτείνει και ο Μπέζος το δεχτεί να ηχογραφήσει τα περίφημα 12 τραγούδια για την Victor και την Orthophonic.”

Χώρια ότι επίσης έχω την εντύπωση ότι ο Μπέζος ηχογράφησε πριν τον Βαμβακάρη οπότε ήταν μάλλον απίθανο να υπάρχουν μήτρες του Βαμβακάρη και να τις θέλει ο Δημητριάδης.
Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά 1930 ο Μπέζος και 1932 ο Μάρκος?

Τώρα για το αν ήξερε ή όχι τις εισαγωγές ο Μανέτας δεν το ξέρω αυτό Νίκο.

Επαναλαμβάνω ότι δεν αναφέρομαι στους επαγγελματίες του ρεμπέτικου από τον Μάρκο και μετά.
Έχω την εντύπωση όμως ότι επαγγελματίες μουσικοί γενικώς, (όχι του ρεμπέτικου γιατί δεν υπήρχαν), μετέφεραν αλλά και “λείαναν” “διαμόρφωσαν” αρκετά από τα τραγούδια που ξέρουμε ως μουρμούρικα.

1 «Μου αρέσει»

πως το λες αυτο με τοση σιγουρια…? δλδ δεν κανανε καποια προβα πριν…? ηταν τοσο αχρηστος που δεν μπορουσε να μαθει δυο πενιες τραγουδι για να το ηχογραφησει…? και στο καλε μανα που ειναι μονο μια φραση εισαγωγη και κουπλε…? κι εκει του το εδειχνε ο σπαχανης την ωρα της ηχογραφησης…? και μαλιστα οταν στο τσιμπαλο εχουμε τον λειβαδιτη…?ο ζαμπετας λεει οτι ηταν γνωστος με τον πατερα του, και οτι παιζανε που και που κανα ρεμπετικο. αλλα τα ειχανε σε δευτερη μοιρα. επισεις κι εγω καπου διαβασα νομιζω οτι ηταν επαγγελματιας μπουζουξης.ζουσε δλδ αποκλειστικα απο αυτο.δεν θυμαμαι ομως που, εχει καιρο τωρα. καπου υπηρχε ενα βιντεο που μιλαει ο εγγονος του… ισως εκει… δεν θυμαμαι.

Για τον Θανάση Μανέτα η Βικιπαίδεια στο άρθρο της που αντλεί και από το βιβλίο του Σταύρου Κουρούση “Αθανάσιος Μανέτας. Ο πρωτοπόρος μπουζουξής της αθηναϊκής σχολής”, γράφει τα εξής:
" Από πολύ νωρίς απέκτησε στιβαρή μουσική κατάρτιση και εξελίχθηκε σε πρωτοπόρο ερμηνευτή. Κατά τη σταδιοδρομία του, ανέπτυξε πλούσιο και ευρύ ρεπερτόριο, που εκτεινόταν από το βαρύ ρεμπέτικο και τις περίφημες αθηναϊκές καντάδες, μέχρι τα κερκυραϊκά και κεφαλλονίτικα τραγούδια, αλλά και την ευρωπαϊκή μουσική της εποχής (βαλς, φοξ, τανγκό, καντρίλιες κ.λπ.)"

" Χάρη στο ταλέντο και την εργατικότητά του, αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερα αμοιβόμενους μουσικούς της γενιάς του[3] και κατόρθωσε να βιοπορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα από την τέχνη του."

“Οι ηχογραφήσεις του ωστόσο τον αναδεικνύουν και ως ένα βαθύ γνώστη του ρεμπέτικου ύφους, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές μαρτυρίες για το εύρος του ρεπερτορίου του.”
Πηγή:

2 «Μου αρέσει»

ο ζαμπετας με τον μαρκο που τον γνωρισαν αναφερουν για τετραχορδο,που στη γλωσσα μας σημαινει τεσσερις διπλες χορδες. εξου και τριχορδο. κανεις δεν ειπε εφταχορδο οταν ειχαν επανω στην μουργκανα τρεις χορδες… και μαλιστα ο ζαμπετας αναφερει και το κουρδισμα τους. ρε λα ρε λα διοτι το επαιζε και ο πατερας του.επισεις οταν εχουν βρεθει ηδη μπουζουκια παλια τετραχορδα και μαλιστα και του κοπελιαδη,πως μπορουμε να λεμε οτι πιθανον να ειχε δυο τριπλες χορδες η μια τετραπλη επανω και οχι τεσσερις διπλες…? σε μια φωτο που ειναι με την μπυρα στο χερι φαινεται και το μανικο που ειναι φαρδυ…