Γιώργος Παπαντώνης - Τροχός

Θα ηθελα να καταθεσω εδω το καινουρι μου cd.
Δεν προκειται για καποιο ειδος προχειρης ηχογραφησης: Εχει προηγηθει η συνειδητη επιλογη να γραφτει live (πραγμα που δεν εγινε εφικτο 100%-οι φωνες επεσαν play back) εξω απο στουντιο και τις τεχνικες προυποθεσεις που θετει η βιομηχανια (βλ πολυεθνικες) του ακροαματος.
Παραθετω και το κειμενο που συνοδευει το δισκο. Ειναι η αφηγηση μιας ολοκληρης εποχης, την οποια πολλοι απο μας ετυχε να ζησουμε στην πρωτη νεοτητα μας…

Ο μεγάλος τροχός του Ρεμπέτικου…

Εισαγωγή…

Αυτός ο δίσκος, αγαπημένε/η ακροατή/τρια, είναι η φυσική συνέχεια του πρώτου, του «Κοντέρ», και μέρος μιας τριλογίας, που θέλει να θέσει ορισμένα ζητήματα για το παρελθόν και το παρόν του Ρεμπέτικου.

Το μέλλον, ας το αφήσουμε … στην ώρα του

Στο «Κοντέρ», λοιπόν, τέθηκε το ζήτημα της ανάγκης για μηδενισμό, κατά κάποιο τρόπο, του κοντέρ της ελληνικής μουσικής. Πιστεύω, είχε γίνει σαφές, πως δεν πρόκειται για αίτημα επιστροφής στις ρίζες, αλλά για διάθεση να πιάσουμε τα πράματα από την αρχή, κάτι εντελώς διαφορετικό. Να ξεκινήσουμε πάλι από το στοιχειώδες, το απολύτως απαραίτητο, αν είναι δυνατόν από το «μηδέν», με την επίγνωση πάντοτε, ότι το κοντέρ της ιστορίας δεν είναι δυνατό να μηδενιστεί κατά παραγγελία, αλλά και με τη βεβαιότητα, ότι κάτι τέτοιο είναι ανάγκη επιτακτική. Κατευθύνεται, απλώς, κανείς, προς τον συγκεκριμένο στόχο, «χτίζοντας σα να 'ναι η άμμος πέτρα».
Πιστεύω, πως όλα τα νέα παιδιά που ανακαλύπτουν το Ρεμπέτικο κάτι τέτοιο κάνουν.

Αν το «Κοντέρ» έθετε το ζήτημα της διαπίστωσης μιας ανάγκης, ο «Τροχός» θα θέσει το ζήτημα της κατεύθυνσης προς την ικανοποίησή της…

Μικρή ιστορική αναδρομή.

Όχι όμως στο κλασικό Ρεμπέτικο (αυτά τα 'παν άλλοι πολύ καλύτερα…) αλλά στη δεύτερη αναβίωση του.

Στο εισαγωγικό του προηγούμενου cd, έχω γράψει πως, κατά τη γνώμη μου, το Ρεμπέτικο δεν έχει κλείσει τον δημιουργικό του κύκλο. Δεν είναι μόνο τα νέα παιδιά που το μελετούν και το αποδίδουν με αληθινό έρωτα και πάθος. Είναι και το γεγονός ότι εκεί γύρω στο '55, το είδος έκλεισε απλώς μια περίοδο, μια φάση: αυτήν της βιωματικής δημιουργίας. Πράγματι, δε ζήσαμε τον πειραιώτικο υπόκοσμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι το είδος δεν μας αντιπροσωπεύει και δεν μας εκφράζει.

Θέλω λοιπόν, να κάνω μια σύντομη ιστορική αναδρομή σε πρόσωπα και γεγονότα από τα μέσα της δεκαετίας του '70, η οποία θα ρίξει φως σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν το Ρεμπέτικο, όπως αυτό φτάνει στις μέρες μας. Έχουμε λοιπόν (κι έχουμε πολλά…) και λέμε:

Το χειμώνα του '74, κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος της Ρεμπέτικης κομπανίας.

Πρακτικά, δίνει το σύνθημα για μια δεύτερη αναβίωση του Ρεμπέτικου. Το κλίμα της μεταπολίτευσης αποδεικνύεται ιδιαιτέρα κατάλληλο για ένα ελληνικό ιδίωμα που αναφέρεται στον έρωτα και την ελευθερία. Επίσης, εκείνη την εποχή μοιάζει να «απελευθερώνεται» η παράξενη δύναμη και γοητεία που κρύβει μέσα του το τρίχορδο. Κι ακόμα: στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπου η βαριά σκιά των γεγονότων της Κύπρου συνυπάρχει με τον ενθουσιασμό για την επιστροφή στην ελευθερία, το Ρεμπέτικο, περισσότερο κι απ’ το πολιτικό τραγούδι, αναδεικνύεται σε είδος καθολικής αποδοχής! Αριστεροί και δεξιοί, κεντρώοι, αναρχικοί, νοσταλγοί του καθεστώτος ή του…τέως, όλοι, αν και πανέτοιμοι να τσακωθούν για τις απόψεις τους, συμφωνούν (ή καλύτερα, δεν διαφωνούν καθόλου) πάνω στο ζήτημα Ρεμπέτικο !

Την ίδια ακριβώς εποχή εμφανίζονται στον πολύ κόσμο τραγουδιστές

  • παίχτες όπως οι Μπάμπης Γκολές, Γιώργος Ξηντάρης, Αγάθωνας απ’ τη

Θεσαλονίκη, Μπάμπης Τσέρτος , Κώστας Καλαφάτης,Γιώργος Ζορμπάς, Γιώργος Τζώρτζης κ.α. αλλά και γυναικείες φωνές όπως Κατερίνα Ξηρού,

Αγγελική Κοκκίνη, Ειρήνη Δασκαλακη, Ελευθερία Αρβανιτακη, Ανθούλα Μίχου, Κατερίνα Σκορδαλάκη κ.α. (αναφέρω κάποιους με τον κίνδυνο να αδικήσω κάποιους άλλους. αν το 'κανα τους ζητώ συγγνώμη…) ενώ επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα από την Αμερική, ύστερα από τα γεγονότα της Κύπρου, ο μεγάλος τρίχορδος, Ιορδάνης Τσομίδης. Τις νύχτες στο Χάραμα, στην Καισαριανή, ο Βασίλης Τσιτσάνης παραδίδει πάντοτε μαθήματα μπουζουκιού.

Την περίοδο 1978-79, η «Ρεμπέτικη Κομπανία Χαϊδαρίου» εμφανίζεται στη μπουάτ «Θεμέλιο» στην Πλάκα. Θα παίξει κι αυτή το ρόλο της στα μουσικά συμβάντα της περιόδου που ονομάζουμε αναβίωση.

Το 1978, μια παρέα νεαρών μουσικών γυρνάει στα ταβερνάκια της

Αθήνας παίζοντας ρεμπέτικα, παλιά λαϊκά και βγάζοντας στη συνέχεια πιάτο. Είναι η γνωστή Οπισθοδρομική κομπανία, που αυτή κι αν είναι χωμένη στο κλίμα της μεταπολίτευσης!

Το φαινόμενο αρχίζει να έχει βαθιά απήχηση και σε καλλιτέχνες, που με σημερινούς όρους, θα ονομάζαμε mainstream. Νταλάρας, Αλεξίου, Μητσιάς

κ.ά. κάνουν δίσκους με ρεμπέτικα.

Στο πλαίσιο αυτής της τάσης, στα τέλη της δεκαετίας του 70, εμφανίζονται, σ’ όλη την Ελλάδα, νέοι, καταπληκτικοί μουσικοί: Μπουζουκτσήδες, κιθαρίστες, ακορντεονίστες κ.τ.λ. Δεν παίζουν απλώς πολύ καλά, όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοί τους. Παίζουν «αλλιώς». Και είναι μόνον η αρχή…

Την ίδια εποχή ξεκινάνε και ο Νικόλας Παπάζογλου και ο Αργύρης Μπακιρτζής με τους Χειμερινούς Κολυμβητές που αν και έρχονται με καινούρια τραγούδια κι όχι με κλασικά ρεμπέτικα-λαϊκά, η σχέση μ’ αυτά είναι περισσότερο από προφανής. Εκείνα τα χρόνια μερικά νέα τραγούδια βγαίνουν και παίρνουν τη θέση τους δίπλα στα κλασικά: «Το μπαγλαμαδάκι», «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», «Παράτα τα», «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», κ.α.

Το 1983, προβάλλεται η ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο», ενώ στην ελληνική τηλεόραση κάνει την εμφάνιση του, με τεράστια επιτυχία, το σήριαλ «Το μινόρε της αυγής». Είναι η πρώτη και τελευταία χρονιά στην Ελλάδα που παράγεται μυθοπλασία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι. Και πάνω σ’ αυτό το γεγονός, ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του.

Η περίοδος από το ‘74 ως το ‘93 περίπου, είναι γνωστή ως δεύτερη αναβίωση του Ρεμπέτικου. Πολλοί αξιόλογοι μουσικοί και τραγουδιστές αναδύθηκαν εκείνα τα χρόνια, θεμελιώνοντας ένα κλίμα ιδιαίτερο και ρηξικέλευθο. Η περίοδος αυτή, ξεχώρισε την ήρα απ’ το στάρι σ’ ότι αφορά τη χρήση του μπουζουκιού: άλλο το τετράχορδο των νυχτερινών κέντρων και του αγοραίου τραγουδιού, άλλο το τρίχορδο της ταβέρνας και του ρεμπετάδικου κι άλλο η χρήση του τρίχορδου σαν να ήταν τετράχορδο.

Αξίζει να ειπωθεί σε αυτό το σημείο, πως η νέα τάση δεν απαξίωσε, ούτε υποτίμησε κανένα είδος. Απλώς, αυτοπροσδιορίστηκε δυναμικά έναντι των άλλων ειδών ή στυλ που είχαν υιοθετήσει το μπουζούκι ως βασικό σολιστικό όργανο.

Τα χρόνια περνάνε και το ρεμπέτικο με το τρίχορδο είναι πια εδώ, με την παρουσία του στέρεα εδραιωμένη. Αυτό κρατάει σταθερά ως τις μέρες μας και όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, μάλλον ενισχύεται παρά φθίνει. Κοινό σημείο όλων των προηγουμένων: Μια αντίληψη επανανακάλυψης του ρεμπέτικου και των όμορων ιδιωμάτων. Συχνά η έρευνα των νέων μουσικών φτάνει σε πρόσωπα και γεγονότα που χάνονται στα βάθη του χρόνου.

Η «Σχολή Εξαρχείων».

Οι εξελίξεις που περιγράφονται παραπάνω συμβαίνουν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Υπάρχει όμως ένα κομμάτι της Αθήνας που μοιάζει να τραβάει πάνω του τη συνισταμένη του φαινομένου. Κι αυτό είναι η ευρύτερη περιοχή Νεάπολης-Εξαρχείων. Θες ότι η Αθήνα είναι η μισή Ελλάδα; Θες ο ιδιαίτερος κόσμος των ολοζώντανων τότε Εξαρχείων με τις φοιτητοπαρέες και τα μικρά μαγαζιά; Θες η τύχη; Η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα στέκια που παίχτηκε Ρεμπέτικο, βρίσκονταν στα Εξάρχεια και στα πέριξ αυτών. Προσωπικά, έχω την άποψη ότι υπάρχει ένας ακόμα λόγος: Το Ρεμπέτικο, ως ιδίωμα υπογείως επαναστατικό, ταίριαξε πολύ και καλά με την αριστερά και το αναρχικό κίνημα. Ήρθε κι έδεσε με τους νέους ανθρώπους που προσδοκούσαν έναν κόσμο καλύτερο. Συνομίλησε με το Ροκ μέσα από μουσικούς σαν τον Νικόλα Άσιμο, τον Χρήστο Ζυγομαλά, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τόσους άλλους. Μοιάζει, στα Εξάρχεια απ’ το '75 ως το '95, να συνέβη μια ελάχιστα γνωστή στον πολύ κόσμο ζύμωση, που έδωσε «άλλου τύπου» παιξίματα και κάποια νέα τραγούδια. Ο λόγος που αυτή η «άλλου τύπου» προσέγγιση δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια είναι ο μικρός αριθμόςνέων τραγουδιών που συνεισέφερε στο ρεπερτόριο. Όμως στο μεγάλο σώμα της Αναβίωσης του Ρεμπέτικου, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να επισημάνουμε τον παραπάνω τρόπο, τον οποίο αποκαλώ «Σχολή Εξαρχείων».

Δεν θέλω καθόλου να μπω σε μορφολογικές αναλύσεις. Άλλωστε, το φαινόμενο βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε την απαραίτητη χρονική απόσταση, για να βγάλουμε συμπεράσματα. Τίποτα όμως δεν με εμποδίζει να μιλήσω με την καρδιά μου. Το εξαρχειώτικο Ρεμπέτικο δεν είναι απλώς μια απ’ τις αισθητικές περιπέτειες της πρώτης μου νεότητας. Είναι κάτι που το έζησα. Το έζησα σε ταβερνάκια όπως το Εφήμερο, σε μουσικές σκηνές σαν το Μπαράκι του φίλου κι αδερφού Βασίλη Τσιπίδη, σε ρεμπετάδικα σαν τη Ρεμπέτικη Ιστορία, το Ταξίμι και άλλα πολλά.

Αλλά και σε μικρά νεολαιίστικα καφενεία σαν το Μποχώρι, τον Μπούσουλα (αλήθεια, ποιος τον θυμάται πια;), σε υποφωτισμένα
μπαράκια που που κατά τ’ άλλα έπαιζαν αποκλειστικά Ροκ, σε, σε, σε Το έζησα σαν παγερό άνεμο που σείει τους κορμούς των δέντρων μέσα στα στενά τον Φλεβάρη και σαν νυχτερινό γλυκό μελτεμάκι που ανακατεύει τις φυλλωσιές, δροσίζοντας τις καλοκαιρινές νύχτες.

Το έζησα στο παλιό μαγαζάκι του Άσιμου, που για έναν καιρό έγινε μπαράκι. Στις μεταμεσονύχτιες μπύρες και στις νύχτες που μας βρήκε η αυγή μεθυσμένους από αλκοόλ και έρωτα! Στον τρόπο που η Μπενάκη παρακάμπτει τον Στρέφη για να καταλήξει από την Καλλιδρομίου, στη Βουλγαροκτόνου. Σε ταξίμια με πέντε νότες που έφταναν και περίσσευαν, τόσο που μια έκτη θα ακουγόταν περιττή και παραπανίσια. Σε κασέτες φθαρμένες απ’ το πολύ παίξιμο, από τις οποίες πολεμούσα να περάσω τραγούδια. Το έζησα μέσα στον τρόπο που η Ροκ ερχόταν μέσα μου για να συνομιλήσει με τον Τσιτσάνη και τον Μάρκο τις μπλε νύχτες των Εξαρχείων. Στους φίλους που χάθηκαν και άλλους που καμιά φορά συναντιόμαστε, στις μαζώξεις, στις καταλήψεις, στις πορείες του Πολυτεχνείου. Στην πίκρα αποχωρισμών και στη χαρά καινούριων ερώτων. Σε πρωτοβρόχια και πρώτες ζέστες. Στον άσσο σκέτο που σιγοκαιγόταν στο τασάκι πλάι στον πρώτο καφέ της μέρας. Στα μαγαζιά που έπαιξα, φοιτητής ακόμα, για να βγάλω το ψωμί μου. Στα διαβάσματα που με ταξίδεψαν, στα κόμικς, στις παλιές Βαβέλ και τα Παραπέντε. Στις ταινίες που με άγγιξαν και στο ποτό μετά το σινεμά. Στα τραγούδια που συνέλαβα κυριολεκτικά στον αέρα, τριγυρίζοντας άσκοπα στα στενά.

Στις μεσημεριάτικες πρόβες μετά το live της προηγούμενης νύχτας και πριν από κείνο της επόμενης. Σε ούζα και καφέδες, σε πάρτυ και συναυλίες, στην ομορφιά της Καλλιδρομίου και στο παλιό αρχοντικό που καταρρέει χρόνια τώρα εκεί προς το τέρμα της. Στη φυγή, στο ταξίδι, στην επιστροφή, στο κυνήγι της μελωδίας και του στίχου…

Σ’ όλα τούτα έζησα με σώμα-καρδιά-μυαλό, την εξαρχειώτικη όψη του Ρεμπέτικου και έφτασα στο συμπέρασμα, ότι αυτή, μαζί με παρεμφερείς τάσεις σε Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Πάτρα και αλλού, μας οδηγεί στο σύγχρονο είδος ενός Νέου Ρεμπέτικου. Αυτό το νέο-παλιό είδος υπηρετεί ετούτος ο δίσκος, και ο προηγούμενος.
Το Νέο Ρεμπέτικο και τη νοσταλγία της πρώτης μου νεότητας.

Επανεφευρίσκοντας τον τροχό…

Είπα στην αρχή ότι το μουσικό κοντέρ της ιστορίας δε γίνεται να μηδενιστεί κατά παραγγελία, ακόμα κι αν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο (ή παρόμοιο). Γίνεται όμως να κινείσαι σ’ αυτή την κατεύθυνση κι ας μη φτάσεις ποτέ. Αυτό το cd προτείνει έναν τρόπο για να κινηθεί κανείς: Ας ανακαλύψουμε πάλι τον τροχό! Από την αρχή. Ας γράψουμε τραγούδια και σόλο από το μηδέν, αγνοώντας, σα να μην υπάρχει, κάθε τι το αγοραίο. Ας αγνοήσουμε τα ωδεία και τις πάσης φύσεως ακαδημίες! Ας παίξουμε, στην ανάγκη, άτεχνα, αλλά συναισθηματικά. Αργά, δυνατά, καθαρά, ντόμπρα, κόντρα σε λογικές βιρτουοζιτέ και επίδειξης, για το κέφι μας και το κέφι της παρέας. Με σθένος και πάθος για να καταθέσουμε ότι αναγνωρίζει ο καθένας μας ως προσωπική του Α-λήθεια. Ας ηχογραφήσουμε όλοι μαζί, χωρίς play back και σύγχρονες δυνατότητες, πέραν βεβαίως των απολύτως απαραίτητων. Αυτό έχει να καταθέσει ετούτο το cd, αγαπημένοι φίλοι. Μια προτροπή σε μια κατεύθυνση.

Τέλος, να πω το εξής: Ένας χειροποίητος Τροχός προβιομηχανικής έμπνευσης και αντίληψης, δεν μπορεί παρά να έχει ατέλειες και λάθη, το σημαντικό όμως είναι να γυρίζει. Και το πιο σημαντικό, να τον έχει ανακαλύψει κανείς μέσα από την προσωπική του διαδρομή.

Στο μεταξύ, πέρα απ’ όλα αυτά, ελπίζω όσα ακούσετε εδώ μέσα να σας αρέσουν.

Γιώργος Παπαντώνης

Σεπτέμβριος 2020

4 «Μου αρέσει»

Μπράβο, πολύ ωραία σύνοψη. Θα συμφωνήσω σχεδόν σε όλα, δυστυχώς όμως με μίαν εξαίρεση:

Γεννημένος το 1942, γνώρισα το ρεμπέτικο φοιτητής στη Γερμανία και αργότερα εργαζόμενος νεαρός μηχανικός, τα χρόνια 1961 – 1970 και το αγάπησα σε τέτοιο βαθμό που παράτησα την κιθάρα μου, με την οποίαν έπαιζα Μπιλ Χάλεϊ και Λίτλ Ρίτσαρντ, για χάρη του (φυσικά με τρίχορδο). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, είχα καημό να ακούσω ζωντανά τον Τσιτσάνη, οπότε και πήγα στο Χάραμα. Ο Τσιτσάνης βγήκε στο πάλκο μετά τις 3, με φοβερή φασαρία και αβάσταχτον ηλεκτρικό ήχο. Με έπιασαν τα κλάματα (κυριολεκτικά), παράτησα την υπόλοιπη παρέα και δεν ξαναείδα Τσιτσάνη ζωντανά.

Καταλαβαινω… Ατυχια για σενα. Πρεπει να σου πως, οταν ηρθα Αθηνα για σπουδες, ειχε ηδη φυγει απβτη ζωη. “Ζυμωθηκα” ομως με το “Χαραμα” (το γνωστο υλικο που ηχογραφηθηκε φια λογαριασμο της Ουνεσκο). Εξ ου και το τολμημα να αναφερθω σε κατι που δεν εζησα προσωπικα…

πως το ‘‘υποτιθεμενο’’ ρεμπετικο εκλεισε τον κυκλο του το 1955? συνεβηκε κατι εκεινη την χρονια?

Ε, βεβαίως, έχω κι εγώ ακούσει την ιστορική ηχογράφηση στην κουζίνα, που είναι μέγα ντοκουμέντο. Αλλά, με ό,τι ακούσαμε απ’ το πάλκο, καμμία σχέση, μα καμμία…

2 «Μου αρέσει»

Δεν θα ξεψαχνίσω την ιστορική αναδρομή (ο Γκολές ήρθε από την Πάτρα πάντως), αν και θέλω να πω ότι χάρηκα με αυτήν την σύντομη αναφορά:

Άκουσα μερικά από τα κομμάτια και από τους δύο δίσκους, ενδιαφέροντες στίχοι, ωραία παιξίματα, και επίλεκτες συμμετοχές από κορυφαίους και κορυφαίες μουσικούς του σήμερα.

2 «Μου αρέσει»

Καλησπέρα

Ωραία δουλειά. Είμαι λίγο περίεργος για τα της ηχογράφησης, π.χ. ο μπαγλαμάς μου ακούγεται μακριά από το μικρόφωνο και αρκετά μουντός, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα κακό για όργανο συνοδευτικό αλλά φωνακλάδικο.

1 «Μου αρέσει»

Γραψαμε live κιθαρα-μπουζουκι-μπαγλαμα με ενα καλο φορητο recorder. Ο μπαγλαμας-ως πιο…φωκαλας-πηγε πισω εξ ου και το γεγονος που ευστοχα επισημαινεις. Οι φωνες πεσαν playback επειδη ηταν αδυνατο να χωρεσουμε ολοι μποροστα στα μικροφωμα του rcorder…

2 «Μου αρέσει»

Εεεε…δεν εχω γραψει εγω κατι τετοιο.

1 «Μου αρέσει»

Μπράβο!
Δεν έχω οργανώσει ποτε ηχογραφήσεις ως producer οπότε…οποιος είναι έξω απο το χορό, πολλα τραγούδια ξέρει…

Επέτρεψε μου όμως μια ερώτηση: γιατί η συνειδητή αποχή απο επαγγελματικά μέσα ηχογράφησης…και γιατί ένα στούντιο χαρακτηρίζεται…πολυεθνική;

Αν μαζέψεις μουσικάρες και φωνάρες (που είστε…) δεν θέλεις τον καλύτερο δυνατό ήχο στην παραγωγή σου;

Προφανως μες στην πανδημία καταλαβαίνω οτι οι λόγοι μπορεί να είναι πρακτικοι/οικονομικοί αλλα δίνεις την εντύπωση πως έγινε απο άποψη.

ας μην παρεξηγηθώ…δεν έχω τίποτε αρνητικό να πω για τη δουλεια.

4 «Μου αρέσει»

Φιλε μου, ευχαριστως να σου απαντησω. Καταρχας, ευχαριστω για τα καλα σου λογια. Τωρα: Το στουντιο σιγουρα δεν ειναι πολυεθνικη, ωστοσο δουλευει συμφωνα με τους ορους, τις προυποθεσεις, τα πρωτοκολλα (οπως μου τα χε χαρακτηρισει πασιγνωστος τηλεηχοληπτης) των πολυεθνικων. Για παραδειγμα, οταν ηχογραφουμε σε στουντιο εκχωρουμε στον ηχοληπτη τις τρεις απ τις τεσσερις ιδιοτητες του ηχου: Τη διαρκεια (τοιχοι απο σφουγγαρι) τη χροια (τον τελικο λογο εχει ο ηχοληπτης και η αισθητικη των εταιρειων που φορεας της και αντιπροσωπος της ειναι κι ο ιδιος) την ενταση (τοιχοι απο σφουγγαρι). Μονον η τονικοτητα απομενει στο μουσικο. Ετσι ο ηχος χανει την ταυτοτητα και την…ας πουμε ιδιοπροσωπια του και το αποτελεσμα γινεται…πλαστικο.
Επισης, σε οτι αφορα τα οικονομικα αυτων των εγχειρηματων, δεν υπαρχουν πια εταιρειες που να χρηματοδοτουν τετοιους δισκους. Κατα συνεπειαν θα πρεπει κανεις να δωσει πολυ χρημα, που δεν προκειται να παρει πισω απο πωλησεις δισκων, ενω στο τελικο αποτελεσμα η ποιοτητα του ηχου θα χασει τη σημασια της αφου τα κομματια θα ακουστουν κυριως απ το yt.
Επιπλεον, αν το καλοσκεφτεις, η τεχνολογια ηχογραφησης της εποχης μας θα ταν επιστημονικη φαντασια για την εποχη του Τσιτσανη και του Μαρκου. Βλεπεις λοιπον, οτι εκεινο που μας λειπει δεν ειναι οι τεχνικες δυνατοτητες. Ειναι τα καλα τραγουδια. Ας κανουμε καλα τραγουδια κι ας τα γραφουμε και με το κινητο! Για να επικαλεστω ενα επιχειρημα απο αλλη μορφη τεχνης: Προτιμω μια ταινια που γυριστηκε με κινητο αλλα ειναι αληθινη, παρα τους Αβεντζερς με ολα τα ειδικα εφε του κοσμου…

1 «Μου αρέσει»

Ας κάνω το συνήγορο του διαβόλου, αν μου επιτρέπεις:
(Για το οικονομικό, δεν το συζητώ, μαζί σου.)
Καλή ηχογράφηση δεν σημαίνει απαραίτητα στούντιο…μπορείς κάλλιστα πλέον να έχεις μικρόφωνα και φορητό εξοπλισμό όπου θέλεις. Είτε σε φυσικό χώρο συναυλιών, είτε στο σαλόνι σου.
Μπορείς κάλλιστα να ηχογραφήσεις ολόκληρα takes όπως σε συναυλία. Είναι στο χέρι της παραγωγής και όχι του ηχολήπτη.

Το να θέλεις ακατέργαστο ήχο αλλα τελικά να καταλήγεις να ηχογραφείς τις φωνές ξεχωριστά νομίζω είναι τελικά επίσης συμβιβασμός.

Οι μεγάλοι μουσικοί που αναφέρεις δεν ηχογραφούσαν ερασιτεχνικά με μαγνητόφωνο της εποχής.Ηχογραφούσαν υπο καλές για την εποχή συνθήκες.

Ο κύριος μου προβληματισμός έχει να κάνει με τους μουσικούς που εμπιστεύονται τον κάθε οργανωτη.
Η κάθε ηχοληψία μπορεί να είναι οτιδήποτε: απο πιστή, κολακευτική, μέχρι αδιάφορη και κακή.
Εγώ αν έκλεινα μουσικούς που θαυμάζω , θα ήθελα να τους διαβεβαιώσω πως η τέχνη της ηχοληψίας θα τους υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο.Αισθάνομαι πως η συγκεκριμένη δουλεια αυτο δεν το έχει ως προτεραιότητα.
Αν πήγαινα εγώ για δουλειά έτσι θα με φόβιζε.

Λες πως στο στούντιο δεν έχεις έλεγχο…
Αν πας για δουλεια και δεις ένα φορητό ζουμ μπροστά σου…έχεις;

Ξαναδιάβασα αυτά που έγραψα και μου φαίνονται αυστηρα και ζητώ συγνώμη.Προφανώς σέβομαι απεριόριστα την κάθε προσπάθεια και αν νομίζεις οτι τα σχόλια μου βλάπτουν, ευχαρίστως να τα αφαιρεσω.

3 «Μου αρέσει»

Μην αγχωνεσαι! Αυτα ειναι αποψεις.

2 «Μου αρέσει»

@alk μια χαρά τα λες Αλέξανδρε, για μένα δεν υπάρχει λόγος να μην χρησιμοποιήσουμε ένα καλό στούντιο (όπως καλό ήταν και η Κολούμπια). Το θέμα είναι να διασφαλίσουμε ότι ο ηχολήπτης γνωρίζει το συγκεκριμένο είδος και έχει τα μέσα να κάνει μια ηχογράφηση-μίξη βασισμένη σε φυσικό ήχο και χωρίς overdub. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι και χώροι.
@Γιωργος_Παπαντωνης αν κατάλαβα καλά, μια πτυχή των προβληματισμών σου έχει να κάνει με την παραγωγή και τις δισκογραφικές. Εδώ θα συμφωνήσω, κι εγώ προτιμώ τις προσεγμένες DIY παραγωγές.

3 «Μου αρέσει»

Προσωπικα πιστευω, οτι απο τη συλληψη ως το τελικο σταδιο, μιλαμε για μια πολυπλοκη διαδικασια, που σε πολλες φασεις της, θυσιαζεις κατι για να σωσεις κατι αλλο. ΑΛΛΑ, οπως ηδη εγραψα, αυτα ειναι και αποψεις και αφορουν την προσωπικη σταση του καθενος. Καθενας “οπως ξερει κι οπως μπορει κι οπως βολευεται καλυτερα” που ελεγε και η σοφη γιαγια μιας φιλης…

3 «Μου αρέσει»

Χιλια ευχαριστω οσους μπηκατε στη διαδικασια να συζητησουμε για τη δουλεια μου. Δεν ειμαι συνηθισμενος…Ιδιαιτερα να συζητω με ανθρωπους που παιζου και κεινοι…

3 «Μου αρέσει»

Καταλαβαίνω απόλυτα την λογική του Αλέξανδρου και σε αρκετές περιπτώσεις θα έλεγα ότι είναι η ιδανική. Από την άλλη όμως για μένα μπαίνει και το θέμα του δημιουργού και το πως έχει στο μυαλό του το αποτέλεσμα. Αν αισθητικά το αποτέλεσμα αισθάνεται ότι τον δικαιώνει, τότε αυτό ήθελε να παρουσιάσει με τον συγκεκριμένο τρόπο και αυτό πέτυχε. Αυτή είναι η πρότασή του και για μένα είναι σεβαστή ακόμα και αν δεν μου αρέσει. Που το συγκεκριμένο μου αρέσει, γιατί μου δίνει την αίσθηση του “ακατέργαστου” και γι αυτό πιο άμεσου.

2 «Μου αρέσει»

Ωραίος και πηγαίος ο δίσκος του Γιώργου.
Αυτό μετράει για εμάς.
Η ηχοληψία έχει τεχνικά μικροπροβλήματα, αλλά έχει και μια γλύκα, θυμίζει αρκετά σε κάποιες στιγμές την ηχογράφηση Τσιτσάνη στην κουζίνα στο Χάραμα…

3 «Μου αρέσει»

Ευχαριστω πολυ, Μπαμπη. Παντα ευγενης…

Καλησπέρα. Μου άρεσε πολύ το κείμενο. Τα τραγούδια δεν τα έβαλα ακόμη.

Σχετικά με τη συζήτηση για την ηχοληψία:

Πριν από μερικά χρόνια συμμετείχα, μαζί με άλλα μέλη του φόρουμ, σε μια συλλογική δουλειά όπου διάφορες ανεξάρτητες μουσικές ομάδες ηχογράφησαν ένα άλμπουμ, ένα κομμάτι η καθεμία. Ο φίλος που ξεκίνησε την πρωτοβουλία είχε στείλει κάποιες οδηγίες, του τύπου:

«Για να είναι ενιαίος ο τελικός ήχος από τραγούδι σε τραγούδι, παρακαλώ στην ηχοληψία λάβετε υπόψη σας τις παρακάτω προϋποθέσεις: …» και ακολουθούσαν κάτι τεχνικές λεπτομέρειες από τις οποίες δεν καταλάβαινα γρυ και με τρόμαζαν. Φυσικά αυτό που κάναμε ήταν να δείξουμε τις οδηγίες στον ηχολήπτη, ο οποίος κατάλαβε γιατί είναι η δουλειά του, εμείς απλώς παίξαμε μουσική (γιατί αυτή ήταν η δικιά μας δουλειά). Αλλά όπως και να ‘χει το βρίσκω κατανοητό κάποιος να μη θέλει να μπλέξει με τέτοια πράγματα ακόμη κι αν δεν τα αναλάβει ο ίδιος αλλά ο καθ’ ύλην αρμόδιος (ο ηχολήπτης).

Βέβαια κάθε επιλογή έχει κι ένα τίμημα.

4 «Μου αρέσει»