Θα ηθελα να καταθεσω εδω το καινουρι μου cd.
Δεν προκειται για καποιο ειδος προχειρης ηχογραφησης: Εχει προηγηθει η συνειδητη επιλογη να γραφτει live (πραγμα που δεν εγινε εφικτο 100%-οι φωνες επεσαν play back) εξω απο στουντιο και τις τεχνικες προυποθεσεις που θετει η βιομηχανια (βλ πολυεθνικες) του ακροαματος.
Παραθετω και το κειμενο που συνοδευει το δισκο. Ειναι η αφηγηση μιας ολοκληρης εποχης, την οποια πολλοι απο μας ετυχε να ζησουμε στην πρωτη νεοτητα μας…
Ο μεγάλος τροχός του Ρεμπέτικου…
Εισαγωγή…
Αυτός ο δίσκος, αγαπημένε/η ακροατή/τρια, είναι η φυσική συνέχεια του πρώτου, του «Κοντέρ», και μέρος μιας τριλογίας, που θέλει να θέσει ορισμένα ζητήματα για το παρελθόν και το παρόν του Ρεμπέτικου.
Το μέλλον, ας το αφήσουμε … στην ώρα του
Στο «Κοντέρ», λοιπόν, τέθηκε το ζήτημα της ανάγκης για μηδενισμό, κατά κάποιο τρόπο, του κοντέρ της ελληνικής μουσικής. Πιστεύω, είχε γίνει σαφές, πως δεν πρόκειται για αίτημα επιστροφής στις ρίζες, αλλά για διάθεση να πιάσουμε τα πράματα από την αρχή, κάτι εντελώς διαφορετικό. Να ξεκινήσουμε πάλι από το στοιχειώδες, το απολύτως απαραίτητο, αν είναι δυνατόν από το «μηδέν», με την επίγνωση πάντοτε, ότι το κοντέρ της ιστορίας δεν είναι δυνατό να μηδενιστεί κατά παραγγελία, αλλά και με τη βεβαιότητα, ότι κάτι τέτοιο είναι ανάγκη επιτακτική. Κατευθύνεται, απλώς, κανείς, προς τον συγκεκριμένο στόχο, «χτίζοντας σα να 'ναι η άμμος πέτρα».
Πιστεύω, πως όλα τα νέα παιδιά που ανακαλύπτουν το Ρεμπέτικο κάτι τέτοιο κάνουν.
Αν το «Κοντέρ» έθετε το ζήτημα της διαπίστωσης μιας ανάγκης, ο «Τροχός» θα θέσει το ζήτημα της κατεύθυνσης προς την ικανοποίησή της…
Μικρή ιστορική αναδρομή.
Όχι όμως στο κλασικό Ρεμπέτικο (αυτά τα 'παν άλλοι πολύ καλύτερα…) αλλά στη δεύτερη αναβίωση του.
Στο εισαγωγικό του προηγούμενου cd, έχω γράψει πως, κατά τη γνώμη μου, το Ρεμπέτικο δεν έχει κλείσει τον δημιουργικό του κύκλο. Δεν είναι μόνο τα νέα παιδιά που το μελετούν και το αποδίδουν με αληθινό έρωτα και πάθος. Είναι και το γεγονός ότι εκεί γύρω στο '55, το είδος έκλεισε απλώς μια περίοδο, μια φάση: αυτήν της βιωματικής δημιουργίας. Πράγματι, δε ζήσαμε τον πειραιώτικο υπόκοσμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι το είδος δεν μας αντιπροσωπεύει και δεν μας εκφράζει.
Θέλω λοιπόν, να κάνω μια σύντομη ιστορική αναδρομή σε πρόσωπα και γεγονότα από τα μέσα της δεκαετίας του '70, η οποία θα ρίξει φως σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν το Ρεμπέτικο, όπως αυτό φτάνει στις μέρες μας. Έχουμε λοιπόν (κι έχουμε πολλά…) και λέμε:
Το χειμώνα του '74, κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος της Ρεμπέτικης κομπανίας.
Πρακτικά, δίνει το σύνθημα για μια δεύτερη αναβίωση του Ρεμπέτικου. Το κλίμα της μεταπολίτευσης αποδεικνύεται ιδιαιτέρα κατάλληλο για ένα ελληνικό ιδίωμα που αναφέρεται στον έρωτα και την ελευθερία. Επίσης, εκείνη την εποχή μοιάζει να «απελευθερώνεται» η παράξενη δύναμη και γοητεία που κρύβει μέσα του το τρίχορδο. Κι ακόμα: στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπου η βαριά σκιά των γεγονότων της Κύπρου συνυπάρχει με τον ενθουσιασμό για την επιστροφή στην ελευθερία, το Ρεμπέτικο, περισσότερο κι απ’ το πολιτικό τραγούδι, αναδεικνύεται σε είδος καθολικής αποδοχής! Αριστεροί και δεξιοί, κεντρώοι, αναρχικοί, νοσταλγοί του καθεστώτος ή του…τέως, όλοι, αν και πανέτοιμοι να τσακωθούν για τις απόψεις τους, συμφωνούν (ή καλύτερα, δεν διαφωνούν καθόλου) πάνω στο ζήτημα Ρεμπέτικο !
Την ίδια ακριβώς εποχή εμφανίζονται στον πολύ κόσμο τραγουδιστές
- παίχτες όπως οι Μπάμπης Γκολές, Γιώργος Ξηντάρης, Αγάθωνας απ’ τη
Θεσαλονίκη, Μπάμπης Τσέρτος , Κώστας Καλαφάτης,Γιώργος Ζορμπάς, Γιώργος Τζώρτζης κ.α. αλλά και γυναικείες φωνές όπως Κατερίνα Ξηρού,
Αγγελική Κοκκίνη, Ειρήνη Δασκαλακη, Ελευθερία Αρβανιτακη, Ανθούλα Μίχου, Κατερίνα Σκορδαλάκη κ.α. (αναφέρω κάποιους με τον κίνδυνο να αδικήσω κάποιους άλλους. αν το 'κανα τους ζητώ συγγνώμη…) ενώ επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα από την Αμερική, ύστερα από τα γεγονότα της Κύπρου, ο μεγάλος τρίχορδος, Ιορδάνης Τσομίδης. Τις νύχτες στο Χάραμα, στην Καισαριανή, ο Βασίλης Τσιτσάνης παραδίδει πάντοτε μαθήματα μπουζουκιού.
Την περίοδο 1978-79, η «Ρεμπέτικη Κομπανία Χαϊδαρίου» εμφανίζεται στη μπουάτ «Θεμέλιο» στην Πλάκα. Θα παίξει κι αυτή το ρόλο της στα μουσικά συμβάντα της περιόδου που ονομάζουμε αναβίωση.
Το 1978, μια παρέα νεαρών μουσικών γυρνάει στα ταβερνάκια της
Αθήνας παίζοντας ρεμπέτικα, παλιά λαϊκά και βγάζοντας στη συνέχεια πιάτο. Είναι η γνωστή Οπισθοδρομική κομπανία, που αυτή κι αν είναι χωμένη στο κλίμα της μεταπολίτευσης!
Το φαινόμενο αρχίζει να έχει βαθιά απήχηση και σε καλλιτέχνες, που με σημερινούς όρους, θα ονομάζαμε mainstream. Νταλάρας, Αλεξίου, Μητσιάς
κ.ά. κάνουν δίσκους με ρεμπέτικα.
Στο πλαίσιο αυτής της τάσης, στα τέλη της δεκαετίας του 70, εμφανίζονται, σ’ όλη την Ελλάδα, νέοι, καταπληκτικοί μουσικοί: Μπουζουκτσήδες, κιθαρίστες, ακορντεονίστες κ.τ.λ. Δεν παίζουν απλώς πολύ καλά, όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοί τους. Παίζουν «αλλιώς». Και είναι μόνον η αρχή…
Την ίδια εποχή ξεκινάνε και ο Νικόλας Παπάζογλου και ο Αργύρης Μπακιρτζής με τους Χειμερινούς Κολυμβητές που αν και έρχονται με καινούρια τραγούδια κι όχι με κλασικά ρεμπέτικα-λαϊκά, η σχέση μ’ αυτά είναι περισσότερο από προφανής. Εκείνα τα χρόνια μερικά νέα τραγούδια βγαίνουν και παίρνουν τη θέση τους δίπλα στα κλασικά: «Το μπαγλαμαδάκι», «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», «Παράτα τα», «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», κ.α.
Το 1983, προβάλλεται η ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο», ενώ στην ελληνική τηλεόραση κάνει την εμφάνιση του, με τεράστια επιτυχία, το σήριαλ «Το μινόρε της αυγής». Είναι η πρώτη και τελευταία χρονιά στην Ελλάδα που παράγεται μυθοπλασία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι. Και πάνω σ’ αυτό το γεγονός, ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του.
Η περίοδος από το ‘74 ως το ‘93 περίπου, είναι γνωστή ως δεύτερη αναβίωση του Ρεμπέτικου. Πολλοί αξιόλογοι μουσικοί και τραγουδιστές αναδύθηκαν εκείνα τα χρόνια, θεμελιώνοντας ένα κλίμα ιδιαίτερο και ρηξικέλευθο. Η περίοδος αυτή, ξεχώρισε την ήρα απ’ το στάρι σ’ ότι αφορά τη χρήση του μπουζουκιού: άλλο το τετράχορδο των νυχτερινών κέντρων και του αγοραίου τραγουδιού, άλλο το τρίχορδο της ταβέρνας και του ρεμπετάδικου κι άλλο η χρήση του τρίχορδου σαν να ήταν τετράχορδο.
Αξίζει να ειπωθεί σε αυτό το σημείο, πως η νέα τάση δεν απαξίωσε, ούτε υποτίμησε κανένα είδος. Απλώς, αυτοπροσδιορίστηκε δυναμικά έναντι των άλλων ειδών ή στυλ που είχαν υιοθετήσει το μπουζούκι ως βασικό σολιστικό όργανο.
Τα χρόνια περνάνε και το ρεμπέτικο με το τρίχορδο είναι πια εδώ, με την παρουσία του στέρεα εδραιωμένη. Αυτό κρατάει σταθερά ως τις μέρες μας και όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, μάλλον ενισχύεται παρά φθίνει. Κοινό σημείο όλων των προηγουμένων: Μια αντίληψη επανανακάλυψης του ρεμπέτικου και των όμορων ιδιωμάτων. Συχνά η έρευνα των νέων μουσικών φτάνει σε πρόσωπα και γεγονότα που χάνονται στα βάθη του χρόνου.
Η «Σχολή Εξαρχείων».
Οι εξελίξεις που περιγράφονται παραπάνω συμβαίνουν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Υπάρχει όμως ένα κομμάτι της Αθήνας που μοιάζει να τραβάει πάνω του τη συνισταμένη του φαινομένου. Κι αυτό είναι η ευρύτερη περιοχή Νεάπολης-Εξαρχείων. Θες ότι η Αθήνα είναι η μισή Ελλάδα; Θες ο ιδιαίτερος κόσμος των ολοζώντανων τότε Εξαρχείων με τις φοιτητοπαρέες και τα μικρά μαγαζιά; Θες η τύχη; Η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα στέκια που παίχτηκε Ρεμπέτικο, βρίσκονταν στα Εξάρχεια και στα πέριξ αυτών. Προσωπικά, έχω την άποψη ότι υπάρχει ένας ακόμα λόγος: Το Ρεμπέτικο, ως ιδίωμα υπογείως επαναστατικό, ταίριαξε πολύ και καλά με την αριστερά και το αναρχικό κίνημα. Ήρθε κι έδεσε με τους νέους ανθρώπους που προσδοκούσαν έναν κόσμο καλύτερο. Συνομίλησε με το Ροκ μέσα από μουσικούς σαν τον Νικόλα Άσιμο, τον Χρήστο Ζυγομαλά, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τόσους άλλους. Μοιάζει, στα Εξάρχεια απ’ το '75 ως το '95, να συνέβη μια ελάχιστα γνωστή στον πολύ κόσμο ζύμωση, που έδωσε «άλλου τύπου» παιξίματα και κάποια νέα τραγούδια. Ο λόγος που αυτή η «άλλου τύπου» προσέγγιση δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια είναι ο μικρός αριθμόςνέων τραγουδιών που συνεισέφερε στο ρεπερτόριο. Όμως στο μεγάλο σώμα της Αναβίωσης του Ρεμπέτικου, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να επισημάνουμε τον παραπάνω τρόπο, τον οποίο αποκαλώ «Σχολή Εξαρχείων».
Δεν θέλω καθόλου να μπω σε μορφολογικές αναλύσεις. Άλλωστε, το φαινόμενο βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε την απαραίτητη χρονική απόσταση, για να βγάλουμε συμπεράσματα. Τίποτα όμως δεν με εμποδίζει να μιλήσω με την καρδιά μου. Το εξαρχειώτικο Ρεμπέτικο δεν είναι απλώς μια απ’ τις αισθητικές περιπέτειες της πρώτης μου νεότητας. Είναι κάτι που το έζησα. Το έζησα σε ταβερνάκια όπως το Εφήμερο, σε μουσικές σκηνές σαν το Μπαράκι του φίλου κι αδερφού Βασίλη Τσιπίδη, σε ρεμπετάδικα σαν τη Ρεμπέτικη Ιστορία, το Ταξίμι και άλλα πολλά.
Αλλά και σε μικρά νεολαιίστικα καφενεία σαν το Μποχώρι, τον Μπούσουλα (αλήθεια, ποιος τον θυμάται πια;), σε υποφωτισμένα
μπαράκια που που κατά τ’ άλλα έπαιζαν αποκλειστικά Ροκ, σε, σε, σε Το έζησα σαν παγερό άνεμο που σείει τους κορμούς των δέντρων μέσα στα στενά τον Φλεβάρη και σαν νυχτερινό γλυκό μελτεμάκι που ανακατεύει τις φυλλωσιές, δροσίζοντας τις καλοκαιρινές νύχτες.
Το έζησα στο παλιό μαγαζάκι του Άσιμου, που για έναν καιρό έγινε μπαράκι. Στις μεταμεσονύχτιες μπύρες και στις νύχτες που μας βρήκε η αυγή μεθυσμένους από αλκοόλ και έρωτα! Στον τρόπο που η Μπενάκη παρακάμπτει τον Στρέφη για να καταλήξει από την Καλλιδρομίου, στη Βουλγαροκτόνου. Σε ταξίμια με πέντε νότες που έφταναν και περίσσευαν, τόσο που μια έκτη θα ακουγόταν περιττή και παραπανίσια. Σε κασέτες φθαρμένες απ’ το πολύ παίξιμο, από τις οποίες πολεμούσα να περάσω τραγούδια. Το έζησα μέσα στον τρόπο που η Ροκ ερχόταν μέσα μου για να συνομιλήσει με τον Τσιτσάνη και τον Μάρκο τις μπλε νύχτες των Εξαρχείων. Στους φίλους που χάθηκαν και άλλους που καμιά φορά συναντιόμαστε, στις μαζώξεις, στις καταλήψεις, στις πορείες του Πολυτεχνείου. Στην πίκρα αποχωρισμών και στη χαρά καινούριων ερώτων. Σε πρωτοβρόχια και πρώτες ζέστες. Στον άσσο σκέτο που σιγοκαιγόταν στο τασάκι πλάι στον πρώτο καφέ της μέρας. Στα μαγαζιά που έπαιξα, φοιτητής ακόμα, για να βγάλω το ψωμί μου. Στα διαβάσματα που με ταξίδεψαν, στα κόμικς, στις παλιές Βαβέλ και τα Παραπέντε. Στις ταινίες που με άγγιξαν και στο ποτό μετά το σινεμά. Στα τραγούδια που συνέλαβα κυριολεκτικά στον αέρα, τριγυρίζοντας άσκοπα στα στενά.
Στις μεσημεριάτικες πρόβες μετά το live της προηγούμενης νύχτας και πριν από κείνο της επόμενης. Σε ούζα και καφέδες, σε πάρτυ και συναυλίες, στην ομορφιά της Καλλιδρομίου και στο παλιό αρχοντικό που καταρρέει χρόνια τώρα εκεί προς το τέρμα της. Στη φυγή, στο ταξίδι, στην επιστροφή, στο κυνήγι της μελωδίας και του στίχου…
Σ’ όλα τούτα έζησα με σώμα-καρδιά-μυαλό, την εξαρχειώτικη όψη του Ρεμπέτικου και έφτασα στο συμπέρασμα, ότι αυτή, μαζί με παρεμφερείς τάσεις σε Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Πάτρα και αλλού, μας οδηγεί στο σύγχρονο είδος ενός Νέου Ρεμπέτικου. Αυτό το νέο-παλιό είδος υπηρετεί ετούτος ο δίσκος, και ο προηγούμενος.
Το Νέο Ρεμπέτικο και τη νοσταλγία της πρώτης μου νεότητας.
Επανεφευρίσκοντας τον τροχό…
Είπα στην αρχή ότι το μουσικό κοντέρ της ιστορίας δε γίνεται να μηδενιστεί κατά παραγγελία, ακόμα κι αν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο (ή παρόμοιο). Γίνεται όμως να κινείσαι σ’ αυτή την κατεύθυνση κι ας μη φτάσεις ποτέ. Αυτό το cd προτείνει έναν τρόπο για να κινηθεί κανείς: Ας ανακαλύψουμε πάλι τον τροχό! Από την αρχή. Ας γράψουμε τραγούδια και σόλο από το μηδέν, αγνοώντας, σα να μην υπάρχει, κάθε τι το αγοραίο. Ας αγνοήσουμε τα ωδεία και τις πάσης φύσεως ακαδημίες! Ας παίξουμε, στην ανάγκη, άτεχνα, αλλά συναισθηματικά. Αργά, δυνατά, καθαρά, ντόμπρα, κόντρα σε λογικές βιρτουοζιτέ και επίδειξης, για το κέφι μας και το κέφι της παρέας. Με σθένος και πάθος για να καταθέσουμε ότι αναγνωρίζει ο καθένας μας ως προσωπική του Α-λήθεια. Ας ηχογραφήσουμε όλοι μαζί, χωρίς play back και σύγχρονες δυνατότητες, πέραν βεβαίως των απολύτως απαραίτητων. Αυτό έχει να καταθέσει ετούτο το cd, αγαπημένοι φίλοι. Μια προτροπή σε μια κατεύθυνση.
Τέλος, να πω το εξής: Ένας χειροποίητος Τροχός προβιομηχανικής έμπνευσης και αντίληψης, δεν μπορεί παρά να έχει ατέλειες και λάθη, το σημαντικό όμως είναι να γυρίζει. Και το πιο σημαντικό, να τον έχει ανακαλύψει κανείς μέσα από την προσωπική του διαδρομή.
Στο μεταξύ, πέρα απ’ όλα αυτά, ελπίζω όσα ακούσετε εδώ μέσα να σας αρέσουν.
Γιώργος Παπαντώνης
Σεπτέμβριος 2020