Νομίζω όχι, αλλά υπήρξαν εποχές που δεν κυνηγήθηκαν (μέσα στον 20ό αιώνα εννοώ). Είναι πάντως σχετικά εύκολο για κάποιον που θα το βάλει στόχο, να βρεί πότε. Τα αναγκαία στοιχεία υπάρχουν νομίζω.
Επομένως στα χρόνια του ρεμπέτικου τραγουδιού οι τεκέδες δεν ήταν ποτέ σαν καφενεία, με τραπεζοκαθίσματα και με όλα φόρα παρτίδα (ταμπέλα «Χασισοποτείον Η Συνάντησις» κλπ.), αλλά πάντα ζούλα, έτσι;
Βασικά σκέφτομαι ότι τεκές μεν είναι το κατάστημα όπου σερβίρεται χασίσι, αλλά ότι αυτό είναι ανεπαρκής ορισμός. Και ψάχνω πώς μπορεί να συμπληρωθεί χωρίς ανακρίβειες, και χωρίς περιττές λεπτομέρειες.
Θα ήταν άραγε εντάξει κάτι του τύπου «πρόχειρο παράνομο κατάστημα όπου σερβιριζόταν χασίσι και ναργιλέδες»;
Και το “πρόχειρο” δεν νομίζω ότι ισχύει. Ίσα ίσα που ο χώρος ήταν προετοιμασμένος με κρυψώνες για τον ναργιλέ σε περίπτωση εφόδου.
Εγώ θα πρότεινα πολύ απλά το
“Παράνομος χώρος κατανάλωσης χασίς, επί πληρωμή ή όχι.- Χασισοποτείο.”
Ναι αλλά υπάρχει η έκφραση “τεκέ το κάνατε εδώ μέσα”. 'Οταν έμπαινες σε ένα χώρο με πολλούς καπνιστές και χωρίς καλό εξαερισμό. Το χασισοποτείο ήταν πολύ “επίσημη” λέξη.
pepe πόσο κόστιζε ένα γραμμάριο;
Στα ρεμπέτικα όμως, ή μόνο σήμερα;
Όχι. Από το 1890 που εκδόθηκε η πρώτη απαγορευτική εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών, όλα τα σχετικά καφενεδάκια/χασισοποτεία τελούσαν υπό διωγμό.
Πολλές φορές, βέβαια, η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια, διότι στους τεκέδες έβρισκε κάποιον που καταδίωκε και επίσης εκεί έβρισκε την πληροφόρηση που ήθελε για τα κακοποιά στοιχεία.
Δε νομίζω ότι είναι σημερινή έκφραση. Ίσα ίσα που σήμερα δεν νομίζω να λέγεται ιδιαίτερα λόγω που δεν επιτρέπεται το κάπνισμα όπως αρκετά πιο παλιά.
Εξάλλου δεν επηρεάζει σε τίποτα τον ορισμό του τεκέ.
Δείχνει όμως ότι για μια περίοδο που δεν νομίζω να είναι πολύ μετά από τα χρόνια του ρεμπέτικου, ένα σπίτι που μαζευόντουσαν και φουμάρανε, μια χαρά θα χαρακτηριζότανε τεκές.
Γνωρίζουμε όμως από τις βιογραφίες ( και όχι μόνο) πως υπήρξαν και οι αυτοσχέδιοι τεκέδες, π.χ. σε σπηλιές ή σε εξωτερικούς , απομακρυσμένους από την πόλη, χώρους, οπότε δεν μπορούμε να περιορίσουμε τον ορισμό μόνο σε «καταστήματα».
Αν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι στο λήμμα, θα πρότεινα το παρακάτω:
Εδώ τώρα είναι ένα ζήτημα που εγώ τουλάχιστον δεν το έχω ξεκαθαρίσει:
Όταν ο Μπάτης πάει με τους φίλους στου στη σπηλιά του Δράκου και φτιάχνουν τον ναργιλέ για πάρτη τους, ή οι Πέντε μάγκες πάνε πάν’ εκεί στο βουνελάκι (ή όπου τέλος πάντων) που ο ένας έχει ζούλα ναργιλέ, ή ο νεαρός μαθητής Μάρκος τραβάει στο βουνό με μάγκες να φουμέρνει, αυτά τα μέρη τα λένε επίσης τεκέδες; Τα έχουμε δει σε συγκεκριμένο τραγούδι ή άλλη μαρτυρία εποχής (έγκυρη όμως, π.χ. αυτοβιογραφία, όχι κείμενα άσχετων) να ονομάζονται τεκέδες;
Εγώ νομίζω πως όχι, αλλά βλέπω άλλοι να το υποστηρίζετε. Αν στέκει, να συμπεριληφθεί.
τεκές ειναι κλειστός χώρος (οίκημα).
υπόγειος, ισόγειος, η παράγκα κτλ.
η χρήση χασίς εξω, σε σπηλιά, σε φαράγγια η βουνά, ειναι γενικώς χασισοποτεία.
“…στης θάλασσας την αμμουδιά
είχες το ντεκεδάκι…”
[“Τα χανουμάκια”, Καρίπης]
ναι ειναι για το θερινούς μήνες.
τραπεζάκια εξω…
Υποψιάζομαι ότι τα παιδιά (magkes) έφερναν επίσης το δικό τους χασίς στο tekke και το αντάλλασσαν ή το πουλούσαν, κάτι που θα ήταν χαρακτηριστικό της χασισοφιλικής σκηνής. Αλλά φυσικά αυτό είναι απλώς μια εικασία.
μεταφρασμένο με deepl
Όχι στον τεκέ κάπνιζαν το χασίσι που είχε ο τεκετζής.
Αν θυμάμαι καλά ο Μάρκος αναφέρει μια περίπτωση που είχε τελειώσει το χασίσι, ότι έστελναν κάποιον να πάει να φέρει να τους το ετοιμάσει ο τεκετζής.
Ο Μάρκος αναφέρει:
“Όλοι οι τεκέδες ήτανε ίδιοι. Ίδιοι και απαράλλαχτοι. Μια κάμαρα ήταν τεκές. Ένα σπιτάκι ήταν τεκές. Ένα άλλο παραγκάκι. Δεν υπήρχε δηλαδή να 'ναι σαλόνι να το κάνουνε τεκέ. Όχι. Μια κάμαρα μεγάλη και καθαρή, αυτό.”
Πηγή: Αυτοβιογραφία, σελίδα 110, εκδόσεις Παπαζήση.
Πάντως μια καλύβα με ψαθιά και καλάμια μια χαρά στηνότανε μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο. Το λέω γιατί έχω περάσει καλοκαίρια σε τέτοια καλύβα στο Φτελιό στον Βόλο, πάνω στην αμμουδιά. Πιθανότερα σε κάτι τέτοιο αναφέρεται και ο Καρίπης.
Γίνεται όμως διάκριση κανονικών τεκέδων από σπήλαια: <<Παν’ εκεί στο Κουνελάκι/έχω ζούλα ναργιλέ/πάμε μάγκες να τον πιούμε/να μην πάμε στον τεκέ>>. Στα χανουμάκια κάποιοι στίχοι μιλάνε για κανονικό τεκέ πλάι στο κύμα, και μάλιστα <<στου Μπαρμπαγιάννη τον τέκε μες στο Πασαλιμάνι>>, ενώ άλλοι θα μπορούσαν να αναφέρονται σε κάποιο εξοχικό σημείο που χαρακτηρίζεται <<τεκές>> λόγω χασισοποσίας που γίνεται εκεί (ή να αναφέρονται βέβαια σε πρόχειρη καλύβα).
Μωρέ το σκεφτόμουνα κι αυτό. Αλλά και πάλι «μαγαζί» δεν είναι, κατά κάποιο τρόπο; Θερινό, όπως λέει ο κύριος Σπύρος, αλλά όχι απλώς στέκι όπου φέρνουμε το πράμα μας με την παρέα να την πιούμε για πάρτη μας.
Αυτά δεν είναι τεκέδες, είναι οι “ζούλες”, τα “πέριξ” όπως τα λέγαν οι παλιοί.
Πάντως, μαγαζί κανονικό, με μαγαζάτορα όπως ανέφερες πιο πάνω, δεν το λες, αυτό που περιγράφουν οι στίχοι:
Γενικότερα, θεωρώ πως αν οριστεί ως
“τεκές” «ο χώρος χρήσης χασίς, το χασισοποτείο»
[όπως και αν το εννοούμε, οργανωμένο/ επίσημο/ αυτοσχέδιο / πρόχειρο κ.λπ.]
είμαστε καλυμμένοι.
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω όλοι, με τις μαρτυρίες και τις πληροφορίες που θυμήθηκαν, συμφωνούν ότι ο τεκές δεν είναι ο κάθε χώρος χρήσης χασίς, ή μάλλον δεν είναι χώρος για οποιαδήποτε χρήση χασίς, αλλά συγκεκριμένα εκεί που πας ως πελάτης για να καπνίσεις το δικό τους χασίς. Μένει να δούμε πώς διατυπώνεται αυτό με σαφήνεια, οικονομία και περιοριστικά (δηλαδή καθιστώντας σαφές ότι αν την έπιναν σε άλλους χώρους υπό άλλους όρους, εκεί δεν ήταν τεκές).
Σχετικά λοιπόν με το πώς θα το διατυπώσουμε, προτείνω να μην μπλέξουμε με τη λέξη χασισοποτείο, που ούτε τα λεξικά δεν είναι σίγουρα τι σημαίνει. Είναι λέξη που δε διευκολύνει. Μόνο τα νερά θολώνει. Και δε θα κάτσουμε βέβαια εμείς να ξεδιαλύνουμε την ακριβή της σημασία: δε μας ενδιαφέρει να τη λημματογραφήσουμε, δεν είιναι ρεμπέτικη λέξη. Θα τη χρησιμοποιούσαμε στο ερμήνευμα αν μας διευκόλυνε. Έτσι πως είναι τώρα, άσ’ την κι ας πάει.
Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη μου.
Μάλλον όμως το <<χασισοποτείο>> αντιστοιχεί ακριβώς στο <<τεκές>>, τουλάχιστον την εποχή των τεκέδων στην Ελλάδα. Θα πρέπει να είναι συνώνυμο που λανσαρίστηκε ακριβώς για να σημάνει τον <<τεκέ>>, αλλιώς πώς θα υπήρχε καν ως έννοια στα ελληνικά το <<χασισοποτείο>>;
Και αυτά νομίζω είναι για Γλωσσάρι.