Αφιέρωμα στο Πειραιώτικο Ρεμπέτικο

τί έγινε ρε παιδιά, γιατί τόσα νεύρα σε αυτό το θέμα;
μου φαίνονται άστοχα αυτά που λες, κανείς δεν μίλησε για αναπαράσταση και μεταμφιέσεις. το να έχεις όμως ένα όργανο με τον κατάλληλο ήχο που θα σε πάει προς αυτό το ύφος, το θεωρώ σημαντικό.
επίσης δείχνεις άγνοια σχετικά με τα καλοδιατηρημένα και καλοσυντηρημένα παλιά όργανα, εξάλλου πλέον υπάρχουν και καινούρια όργανα με τέτοια χαρακτηριστικά.
άλλωστε ο στέλιος που βάζεις συνέχεια, παίζει με αρκετά παλιό όργανο (προφανώς όχι προπολεμικό). θα έπρεπε δηλαδή να το πετάξει ως ξεχαρβαλωμένο και να πάρει ένα μοντέρνο;
και αν είναι ζωντανό το ρεμπέτικο, οφείλεται σε κάποιους που ψάχνουν την ιστορία του και το παίξιμό του, αλλιώς θα είχαμε μείνει στην εποχή του νικολαΐδη και του ζαγοραίου…
χαλαρά και φιλικά
νίκος

Γεια σου Μπάμπη.

Ας αφήσουμε απέξω το σημείο της διδασκαλίας (στην παραδοσιακή μουσική η εκμάθηση γίνεται κυρίως κλέβοντας, μπορεί κάποιος να δείξει σε κάποιον άλλο ένα κούρδισμα ή ένα τραγούδι αλλά διδασκαλία σε σταθερή βάση δε συνηθίζεται), κι ας πάμε στη δημιουργία:

Αν «μουσικός είναι αυτός που δημιουργεί», τότε δεν υπάρχουν παραδοσιακοί μουσικοί. Και πράγματι, αυτούς που εμείς θα λέγαμε παραδοσιακούς μουσικούς συνήθως αποποιούνται τον τίτλο. Μουσικό θεωρούν κάποιον άλλο, διαφορετικό τύπο από τους ίδιους. Για τον εαυτό τους μπορεί να λένε «είμαι οργανοπαίχτης» ή απλά «μερακλής» (αν και κανονικά το «μερακλής» σου το αποδίδουν οι άλλοι, δεν το λες εσύ για τον εαυτό σου).

Συνήθως βέβαια δεν εννοούν τη διαφορά δημιουργού - μη δημιουργού, αλλά το αν ξέρεις νότες. Όμως ούτε δημιουργοί υπάρχουν στην παραδοσιακή μουσική. Σε πρόσφατες περιπτώσεις μπορεί καμιά φορά να είναι γνωστός ο συνθέτης κάποιου παραδοσιακού κομματιού επειδή, πριν προλάβει να συγχωνευθεί στη συλλογική λαϊκή μνήμη, το όνομά του καταγράφηκε, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση.

Αντί δημιουργών υπάρχει η διαρκής συλλογική αναδημιουργία:

Καθόμαστε όλοι παρέα, εγώ γρατζουνάω το οργανάκι. Πιάνω ένα σκοπό που τον ξέρουμε όλοι και που μοιάζει να ήταν εδώ από πάντα. Λέει ο καθένας το στιχάκι του. Πάνω στο μεράκι της στιγμής, εσύ πετάς ένα στιχάκι ιδιαίτερα πετυχημένο, που το συγκρατώ για να το ξαναπώ άλλη φορά. Ο άλλος, επειδή μεράκλωσε, κάνει ξαφνικά ένα γύρισμα στη μελωδία που του ήρθε εκείνη την ώρα, δεν έχει ξαναγίνει αλλά ούτε και την κάνει εντελώς άλλη μελωδία, απλώς της δίνει μια νέα παραλλαγή. Το αρπάζω στο παίξιμο και το απομνημονεύω.

Την επόμενη φορά, πιάνω τη μελωδία εξαρχής με το καινούργιο γύρισμα. Κάποιος που είναι καινούργιος στην παρέα και δεν την ήξερε (τη μελωδία), την πρωτοακούει σ’ αυτή την παραλλαγή και τη μαθαίνει έτσι. Έχω συγκρατήσει και το στιχάκι σου, αλλά το κολλάω σ’ έναν άλλο σκοπό, όχι στον ίδιο που το πρωτοείπες. Ο καινούργιος το ακούει, ενθουσιάζεται, και απαντά με μια δική του αυτοσχέδια έμπνευση, εξίσου πετυχημένη.

Ο καινούργιος επιστρέφει στις άλλες του παρέες και τους μεταφέρει τα «καινούργια» τραγούδια που άκουσε. Όπως τα θυμάται βέβαια - μπορεί και να τα έχει παραλλάξει ασυνείδητα λίγο. Η άλλη παρέα τα πάει ένα βηματάκι πιο πέρα.

Μετά από μερικά τέτοια σπασμένα τηλέφωνα, ο σκοπός έχει πλέον τόσα καινούργια στιχάκια και τόσες διαφορετικές λεπτομέρειες στη μουσική, που σε σχέση με τον αρχικό είναι πλέον δύο τραγούδια. Το καθένα συνεχίζει την πορεία και την εξέλιξή του.


Οι παλιές ηχογραφήσεις διασώζουν πολλά τέτοια:

Σκοπούς που λέγονται όχι απλώς με συρραφή στίχων αλλά με τελείως άλλους στίχους, σε άλλο θέμα κλπ., από εκτέλεση σε εκτέλεση. Σετ από συναφή στιχάκια που όλα μαζί περνάνε από σκοπό σε σκοπό. Σκοπούς που το πρώτο τους μισό είναι, σε άλλη ηχογράφηση, ολόκληρη η μελωδία.

Έτσι δουλεύει η προφορική, συλλογική δημιουργία. Δε χρειάζεσαι [i]δημιουργό /i. Φυσικά, τον αρχικό σκοπό κάποιος τον έβγαλε κάποτε από το κεφάλι του, δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία.

Πολύ σωστά αυτά που παρατηρεί ο Περικλής, στην παράδοση ήταν σχεδόν πάντα κανόνας η γέννηση μιας μελωδίας να σημαίνει ταυτόχρονο το τέλος μιας παλαιότερης, τώρα όμως έχουμε πλέον ηχογραφήσεις, δικαίωματα κλπ είναι τελείως διαφορετικό το σκηνικό , κανείς δεν αισθάνεται ελεύθερος να κάνει κάτι τέτοιο, το οποίο ήταν φυσιολογικό για κάθε είδος μουσικής.

Νομίζω οτί το ρεμπέτικο όμως δεν υπάρχει πια , τώρα σαν συνέχεια και έαν θα γίνει κάτι στο μέλλον, θα δείξει, αλλά και ο Στέλιος ακόμα σε μια συνέντευξη πριν πολλά χρόνια, έλεγε πως το ρεμπέτικο έχει πεθάνει δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί καθώς δεν υπάρχει ούτε ο προπολεμικός Πειραιάς αλλά ούτε και οι συνθήκες οι κατάλληλες που το γέννησαν εν γένη, ίσως να μην το ονομάσουμε λοιπόν ρεμπέτικο στο μέλλον αλλά κάπως αλλιώς.

Οσο για τα όργανα , το είδος αντιμετωπίζεται πλέον με σεβασμό ειδικά το προπολεμικό από αρκετούς μουσικούς, οπότε νομίζω και οι οργανοποιοί πρέπει να στραφούν προς τα εκεί,δεν είμαστε πλέον στην δεκαετία του 80, ο κόσμος έχει πρόσβαση σε χιλίαδες ηχογραφήσεις και έχουν γραφτεί πολλά σε σχέση με το είδος, περισσότερο από οποιοδήποτε πιθανά, το ρεμπέτικο αποτελεί μιας από τις κορυφές του λαικού μας πολιτισμού και ίσως ένα από τα σημαντικά επιτέυγματα της χώρας μας κατά τον 20 ο αιώνα, παγκοσμίως.
Όταν λέμε οτί τα όργανα σε κατεθύνουν προς ένα συγκεκριμένο τρόπο εκτέλεσης δεν είναι υπερβολή , ένας μουσικός που έχει παίξει παλιά όργανα το καταλαβαίνει αυτό και πιστέυω πως για έναν που ενδιαφέρεται να διεισδύσει στο προπολεμικό είδος είναι βασικό.Τα προπολεμικά πειραιώτικα παιξίματα κυρίως πριν το 1937 ήταν σπουδαία γιατί είχαν και σπουδαία όργανα που τα υποστήριζαν.Η εξέλιξη έφερε άλλο στυλ κατασκευής και συνάμα άλλο στυλ παιξίματος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό επιβλήθει και από τις εταιρείες , οι οποίες πιστεύεω κατέστρεψαν αυτό το είδος όταν αποφάσισαν να το λαικεύσουν δεν είναι τυχαίο οτί κανένας δεν βαράει ανοιχτά από το 38 και μετά, τον Μπαγιαντέρα τον σταμάτησαν αρκετά νωρίτερα , το λέει και ο ίδιος, οπότε η καταγραφή αυτόματα δημιούργησε άλλη σχολή παιξίματος.

Στην εποχή μας κατασκευάζονται μπουζούκια που ακούγωνται καλά σε κομμάτια δεκαετίας του 1960, στην καλύτερη 1950 αλλά είναι τρίχορδα με φιλοσοφία τετραχόρδου και όταν παίζεται προπολεμικό με αυτό δεν ταιριάζει γιατί οι διαφορές είναι τεράστιες.

Βλέπωντας πχ τον Στέλιο να παίζει με παλιό μπουζούκι του Ζοζέφ σε αντίθεση με αυτό του Καλκέψου που έχει συνήθως διακρίνω άλλο παίχτη, το όργανο σου γεννά καταστάσεις. Φυσικά η συνηθής δικαιολογία των μαστόρων είναι οτί πρέπει να καλύπτουν όλες τις εποχές , έλα μου ντε που όμως αυτό δεν γίνεται εκ φύσεως.Επομένως τα αντίγραφα αποτελούν την μόνη λύση.
Πέρα όμως από τους Φρονιμόπουλο και Τσουλόγιαννη δεν βλέπω πραγματικά σοβαρές προσπάθειες.
Μιας και ο Νίκος ανέφερε το Ζοζέφ θα αναφέρω κάτι που μου πε ο Γκολές κάποτε που ήταν ακόμη πιο σκληροπυρηνικός στο θέμα και μέγας γνώστης αλλά συλλέκτης οργάνων, οτί ο Ζοζέφ κατέστρεψε το μπουζούκι. Δεν το είχα καταλάβει τότε, αλλά εν καιρώ συνητοποίησα οτί αυτό που ήθελε να πει είναι πως ο Ζοζέφ επέβαλε ένα διαφορετικό ήχο, που στην συνέχεια εξελίχτηκε σε κάτι εντελώς διαφορετικό και από τους υπόλοιπους με αποτέλεσμα αυτή η εξέλιξη να μην έχει σχέση με οτιδήποτε παραδοσιακό, θυμάμαι που έλεγε σχετικά πάνω σε αυτό το θέμα οτί αν θέλω να παίξω ούτι θα πάρω ούτι ,μιλώντας προφανώς για τις τεράστιες φωναχτές νότες που έβγαζαν τα όργανα του Ζοζέφ σε αντίθεση με τις παλιές τσιμπητές νότες που έβγαζαν τα παλιά όργανα. Μεγάλο το θέμα και τρομερά σημαντικό.

Δεν είμαι κατά της εξέλιξης, απεναντίας, άσχετα με τις προτιμήσεις μας και τα κολλήματα μας , είμαι όμως κάθετα αντίθετος απέναντι σε οτιδήποτε καταδικάζει οτιδήποτε έχει σχέση με το παρελθόν, σε δηλώσεις του στυλ παλιά δεν φτιάχναν καλά όργανα, ίσως… αλλά αυτός ήταν ο ήχος και πρέπει να τον σεβαστούμε και να τον διατηρήσουμε ταυτόχρονα με οποιαδήποτε εξέλιξη.

Φίλε Νίκο, το πήρες στραβά, δεν είναι εκνευρισμός, είναι μια μικρή αγανάκτηση γιατί συζητιόνται τα ίδια και τα ίδια σε μια βάση που θεμελιωδώς έχουμε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Δεν έχω τίποτα με τα παλιά όργανα, ούτε με τα προπολεμικού ήχου. Γιατί αυτά είναι 2 διαφορετικά πράγματα. Το μπουζούκι του Στέλιου είναι εξαιρετικό όργανο αλλά όχι προπολεμικό όπως είπες. Αυτός είναι ο ήχος που θέλει ως μουσικός, αυτό το μπουζούκι κράτησε. Όπως και τόσοι άλλοι που έχουν “δικό τους ήχο”.

Για το Στέλιο συγκεκριμένα νομίζω συμφωνείς ότι ο τρόπος που έπαιξε (και παίζει) δεν παραπέμπει στο αυθεντικό παίξιμο που θα ακούσεις στα ίδια τραγούδια από αναβιωτές του είδους. Καλή είναι και η αναβίωση (και μένα μ άρεσει) αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχεις τον Στέλιο ο οποίος έχει το στυλ του. Τι έπρεπε δηλαδή, να του δώσουν μπουζούκι προπολεμικού τύπου; Με την ίδια λογική μετά θα έπρεπε να του πεις παίξε όπως παίζει ο Μάρκος ακριβώς.
Το ίδιο θα έλεγα και για τον Πάππο, τον Βλάχο, τον Κορακάκη και τόσους άλλους…

Και σε αυτούς (τους αναβιωτές) οφείλεται, όχι μόνο σε αυτούς. Στο ότι εξελίσσεται όμως οφείλεται στον Στέλιο, στον Κορακάκη, στον Πάππο, στο Βλάχο και άλλους… Το ξέρω ότι θα μου πεις ότι αυτοί δεν γράφουνε ή παίζουνε ρεμπέτικο (όπως το ορίζεις). Έτσι είναι! Αλλά είναι οι σύγχρονοι μουσικοί που με αυτά που γράφουν και παίζουν κρατάνε ζωντανή “την ιδέα” του ρεμπέτικου ή του λαικού χωρίς να προσπαθούν να μιμηθούν ένα συγκεκριμένο στυλ που όπως έχω ξαναπεί επιλέχθηκε αυθαίρετα ότι είναι το αυθεντικό του ρεμπέτικου. Λες και μετά τον πόλεμο δεν υπήρχε ρεμπέτικο ή οι συνθέτες που το ανέδειξαν.

Άνθρωποι όπως οι παραπάνω μουσικοί είναι απευθείας συνδεδεμένοι με το ρεμπέτικο, έχουν αυτή την πάστα ανθρώπου, έχουν την αυθεντικότητα των ρεμπετών αλλά στον 21 αιώνα. Για μένα εκεί βρίσκεται όλη η ουσία. Πολύ ωραία είναι και η “αναπαράσταση” αλλά αν μείνεις μόνο σ αυτήν, το έκανες μουσειακό είδος… Ξέρω ότι πολλοί (ειδικά εδώ) διαφωνούν αλλά υπάρχει και αυτή η άποψη…

Επίσης φιλικά και χαλάρα…

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 11:49 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 11:40 —

Είναι όντως έτσι; Προσωπικά δεν το διακρίνω. Τι θα έλεγες όμως για την επιλογή του να κρατάει αυτό το μπουζούκι; Δεν είναι χθεσινό, 30 χρόνια το έχει. Θέλω να πω, προφανώς έχει επιλέξει να παίζει με του Καλκέψου γιατί αυτό του ταιριάζει, του κάθεται καλά, χωρίς να σημαίνει ότι είναι καλύτερο ή χειρότερο απ του Ζοζέφ.

το ξαναλέω, μιλάω συγκεκριμένα για αφιερώματα. εκεί θα προσπαθήσεις να αποδώσεις έναν ήχο και ένα ύφος με κάποια πιστότητα.
ο καθένας στην προσωπική του πορεία ή απλά στο μεροκάματο σίγουρα θα βάλει από την πινελιά του ως και την σφραγίδα του.

εδώ συμφωνούμε, μακάρι το λαϊκό να είχε πάρει από την αρχή τον δρόμο του στέλιου, του πάππου, του κορακάκη κλπ. νομίζω ότι η εκτίμησή τους στο πειραιώτικο τους κράτησε σε καλό δρόμο, με γούστο και έμπνευση.

Ναι αλλά υπάρχουν δύο ειδών αφιερώματα. Το πρώτο είδος αναπαράγει πιστά τον ήχο και την ατμόσφαιρα. Οι πενιές, οι φωνές θυμίζουν έντονα εκείνη την εποχή που όντως έχει πεθάνει. Πολύ ωραίο αλλά και πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί ειδικά μέσω τηλεόρασης.
Το δεύτερο είδος αναπαράγει “την ιδέα” του ρεμπέτικου στη σύγχρονη εποχή, με άλλα παιξίματα, άλλες φωνές αλλά πατώντας γερά στα θεμέλια του ρεμπέτικου. Εδώ το έχασαν οι Ζαγοραίος, Νικολαίδης κλπ… Ίσως δεν είχαν το υπόβαθρο, ίσως το είδαν πιο εμπορικά…δεν ξέρω.

Είναι σαν ένα παράλληλο σύμπαν το οποίο υπήρχε όλο αυτό το διάστημα υπογείως (εννοώ μακριά απ τα πολλά φώτα της δημοσιότητας). Υπήρχε πάντως και συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό είναι το βασικό.

Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.

Αν ο παίχτης δεν έχει το ύφος, και τον ταμπουρά του Γιοβάν Τσαούς να του δώσεις, χάλια θα ακουστεί. Για μένα, καλύτερα να παίξεις αυθεντικά με σύγχρονο όργανο, παρά χάλια με αυθεντικό.

Υπήρξα 4 χρόνια μαθητής του Γκούμα, κι αν οι συνθήκες το επέτρεπαν θα καθόμουν δίπλα του άλλα 400. Τα έχω πει ξανά, ο Σπύρος Γκούμας τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιήσει έργο μελετώντας το ρεμπέτικο εντατικά, τα προπολεμικά παιξίματα, τα ντουζένια, τα μακάμια κτλ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου που σε ένα μάθημα μου παρουσίασε στο δικό του όργανο το “κούρδισμα του Βαμβακάρη”, δηλαδή το πως ο Μάρκος “άκουγε” κουρδισμένο το μπουζούκι του σε ρε-λα-ρε, ενώ στην πραγματικότητα σε ένα περιβάλλον “απόλυτου” κουρδίσματος ή κουρδίσματος με ηλεκτρονικό κουρδιστήρι, το όργανο αυτό θα ήταν ξεκούρδιστο… Μέχρι δηλαδή και το “ξεκούρδισμα” του Μάρκου ξέρει να σου κάνει. Μιλάμε για τόσο πολύ καλό αυτί ο Σπύρος Γκούμας… Θυμάμαι μου έπαιξε το “ταξίμι ζειμπέκικο”, ίδιο με την ηχογράφηση ακριβώς, ταξίμι και μελωδία… Τι κι αν κράταγε εκείνη την ώρα ένα σύγχρονο τρίχορδο του Καρβούνη, τον Μάρκο είχες μπροστά σου, δηλαδή το παίξιμό του, ζωντανό.
Ο Γκούμας επίσης μου έμαθε κάτι ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ πολύ σημαντικό. Ότι η ΔΥΝΑΜΗ στο παίξιμο, το ΚΟΠΑΝΗΜΑ στο μπουζούκι, είναι ανύπαρκτο στις παλιές ηχογραφήσεις. Ακόμα και στου Δελιά, στου Κερομύτη, ακόμα και στα πιο ντουζενάτα παιξίματα, το “κοπάνημα”, η ατσαλιά και η βρώμα, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Άλλο οι ανοιχτές, κι άλλο βαράω από πάνω στο γάμο του Καραγκιόζη. Παίξιμο “γάμος του Καραγκιόζη” επικρατεί σε πάρα πολλές κομπανίες που ανακαλύπτουν την ηδονή των ανοιχτών χορδών σε ρε κούρδισμα, αλλά που στερούνται τη δυνατότητα να ακούσουν τη λεπτότητα της μελωδίας. Ο Σπύρος, παρά την ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ τεχνική του, όταν παίζει προπολεμικό ρεμπέτικο, το μόνο που προσθέτει είναι απόλυτη καθαρότητα στο παίξιμο, σε τέτοιο βαθμό που είναι εξωπραγματικό (σε αντίθεση με άλλους π[ου προσθέτουν 600 νότες σε 32α ανά κομμάτι, μπας και πάρουν το βραβείο ΠΑΟΥΡΗΣ 2017). Απλά βγάζει από κάθε όργανο, ό,τι έχει να βγάλει.

Τέλος, να πω κι εγώ τη γνώμη μου για την εκπομπή.
Είδα μια κομπανία, τους Παραπεταμένους, που είναι μέλη του φόρουμ (ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. και makres) και φίλοι μαζί με το δάσκαλό μου Σπύρο Γκούμα να παίζουν σαν μια παρέα, χωρίς στησίματα και δηθενιές. Τακίμιασε κι ο Στέλιος και παίξανε όλοι μαζί αγαπημένα τραγούδια του Πειραιά, του Ρεμπέτικου που αγαπάμε, του κλασσικού, του Μάρκου, του Μπάτη, του Γενίτσρη κτλ. Της πόλης που κυοφόρησε το πρώιμο λαΐκό του Παπαιωάννου και του Χατζηχρήστου. Της Πόλης των Πόλεων και Πατρίδας του Ρεμπέτικου.
Πιστεύω ότι ο κύριος Θανάσης Βλάχος έπρεπε να έχει μιλήσει περισσότερο και ότι ήθελε δύο εκπομπές (δύο μέρη) για να γίνει καλύτερη παρουσίαση τραγουδιών.

Επειδή έχω παίξει το μπουζούκι του Ζοζέφ του Μάρκου , σε διαβεβαιώ είναι απλησιάστο, τέλειο όργανο, μαλακό και δυνατό, ο άνθρωπος ηταν ιδιοφυία με τη σημασία της λέξεως, τι να κάνουν και οι άλλοι μάστοροι, αυτή είναι αλήθεια αυτό πιστεύω, όπως και εγώ δεν είμαι Δελιάς έτσι και αυτοί δεν είναι Ζοζέφ.

Μπάμπη αυτά που καταθέτεις είναι πολύ ενδιαφέροντα.Αφετέρου μου θυμίζουν αυτό που έλεγε κάποτε ο Αινίτης οτί το όργανο έχει ένα ορισμένο σημείο να το βαρέσεις και δεν πρέπει να το παρακάνεις και την ίδια περίπου μαρτυρία έχουμε από τον Γιώργο Μαργαρίτη για τον Τσιτσάνη οτί το κοπάναγε όσο έπρεπε και πόσο μεγάλη εντύπωση του είχε κάνει αυτό, άρα και ο Γκούμας πολύ σωστά και αυτός με την σειρά του, το διδάσκει. Πάντως στις προπολεμικές ηχογραφήσεις το κυριότερο στοιχείο είναι ο τονισμός ο οποίος είναι παντού και συνέχεια, αυτό δεν σημαίνει ταυτόχρονα δύναμη αλλά δεν σημαίνει και φλατ παίξιμο.Οσο για το ξεκούρδισμα αυτό δεν το έχω καταλάβει ακριβώς τι εννοεί(ς).Τα προπολεμικά μπουζούκια λόγω του σπαστού καπακιού , δίνουν την εντύπωση ακόμα και τέλεια να τα κουρδίσεις, κάποιων άλλων συχνοτήτων, πολλές φορές σαν να ακούς δύο φωνές σε μία, έτσι μου το περιέγραψε κάποτε ο Γκολές.Ισως κάποιος μάστορας να μας το εξηγήσει καλύτερα .Με λίγα λόγια δεν το συμερίζομαι ακριβώς αυτό που λέει δηλαδή αν ήταν όντως ξεκούρδιστα τα όργανα των παλαιών, πιστεύω σε αυτό εφταιγε ο τρόπος κατασκευής τους, σε σχέση με το σήμερα, κάποιες φορές ενδέχεται όμως και να ξεκούρδισαν κατά την διάρκεια της ηχογράφησης.Τέλος για την καθαρότητα, δεν νομίζω οτί είναι το παν, εξάλλου η παλιοί είχαν κάτι στον ήχο τους που και τα λάθη τους ακόμα ασκούνε γοητεία.

Έχεις κάποιο στοιχείο συγκεκριμένο για τη φάμπρικα αυτή, Lοukasfilm; Αν ναι, σε προτρέπω να το καταθέσεις, γιατί εδώ είναι δημόσιος χώρος.

Σε μένα απευθύνεται , δεν λέει γιά το φόρουμ κύριε Νίκο.

Ακριβώς Νίκο, είναι ειρωνικό. Όπως το λέει ο Μπάμπης.

Ακριβώς αυτή είναι η θεωρία του Γκούμα,αγνοεί τη επίδειξη για χάρη της ομορφιάς και της αυθεντικότητας αν και μπορεί να παίξει όπως λίγοι! Ωστόσο να προσθέσω ότι ασχολείται αυτή τη στιγμή ενεργά για να εδρεωθει στην unesco το ρεμπέτικο ως απόλυτα ελληνικό! Οπότε αν πρέπει να τον κρίνεις,που εγώ δεν θα το έκανα,δεν θα τον εκρινα απλά σαν οργανοπαίχτη,σαφώς είναι εξαιρετικός κιθαρίστας και μπουζουξής αλλά είναι και ενεργός συνεχιστής του ρεμπέτικου!

Ζητώ συγνώμη loukasfilm, είχα χάσει κάποιο επεισόδιο…

Δεν υπάρχει θέμα κύριε Νίκο, και να ευχαριστήσω τον Μπάμπη για την παρέμβασή του.

Ο Σπύρος Γκούμας είναι ένας εξαίρετος μουσικός, ένας εξαίρετος άνθρωπος, σεμνός δάσκαλος και λάτρης του καθαρού ρεμπέτικου, Δηλαδή δάσκαλος με τα όλα του. Ο γιός μου που μαθήτευσε κοντά του στη λαϊκή κιθάρα έμαθε πράγματα που ελάχιστοι γνωρίζουν.
Έχετε δίκιο Μπάμπη και Β.Κ. για την καθαρότητα της πενιάς του Γκούμα και την ομορφιά του παιξίματός του που αναδεικνύει τη μουσικότητα των τραγουδιών. Αν για οποιονδήποτε λόγο κάτι δε βγήκε στο αυτί κάποιων φίλων, πιστεύω ότι είναι καθαρά και μόνο λόγω ηχοληψίας.