Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Να και η καλλίφωνος Γ. Μητάκη (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 15/10/1938)

1 «Μου αρέσει»

Ευμενής υποδοχή από τον Τύπο της πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης για τη λογοκρισία των δίσκων γραμμοφώνου (Η ΕΘΝΙΚΗ 3/3/1939)

1 «Μου αρέσει»

Ε, ναι, αυτός είναι, δεν αδυνάτισε επί Κατοχής, φαίνεται….

1 «Μου αρέσει»

Η πρώτη (ίσως) διαφήμιση του Τζίμη, με την συγκεκριμένη εικόνα μας έρχεται από τα 1936. Στην εφημερίδα “Ακρόπολις” στις 26 Ιουνίου του 1936 βρίσκουμε την παρακάτω διαφήμιση με τετράστιχο για τον Τζίμη.

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 26-6-1936

Μερικές μέρες πιο πριν στου “Τζίμη” βρίσκουμε την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία τα “έτσουξε” λιγάκι όπως μας ενημερώνει πάλι η ίδια εφημερίδα στις 10 Ιουνίου του 1936.

ΑΚΡΠΟΛΙΣ 10-6-1936

3 «Μου αρέσει»

Με την ευκαιρία των δημοσιεύσεων του Άνθιμου, να συμπληρώσω στα παραπάνω για τον “Τζίμη” ότι έκανε εγκαίνια στο γνωστό μαγαζί της Αχαρνών, στις 8 Δεκεμβρίου του 1934 σύμφωνα με τις παρακάτω διαφημίσεις της ταβέρνας του.

Η πρώτη διαφήμιση του “Τζίμη” δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ελεύθερος Άνθρωπος” στις 27 Νοεμβρίου του 1934.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 27-11-1934

Οι επόμενες διαφημίσεις μπήκαν στο “Έθνος” .

Πρώτα στις 3 και 4 Δεκεμβρίου 1934 η παρακάτω διαφήμιση

ΕΘΝΟΣ 4-12-1934 ΚΑΙ 5-12-1934 ΚΑΙ

Μετά στις 7/12

ΕΘΝΟΣ 7-12-1934

Και τέλος ανήμερα των εγκαινίων στις 8/12/1934.

ΕΘΝΟΣ 8-12-1934

4 «Μου αρέσει»

Η ταβέρνα του Τζίμη “του Χοντρού” αποτεφρώθηκε στις 26/2/1963, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα “Ελευθερία”.
Από το απόσπασμα: “Η αστυνομία φρονεί ότι το πυρ προήλθεν από τσιγάρον το οποίον έπεσεν εις σωρούς από σερπαντίνες και κομφετί”.

http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=30940&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARdASfASJASZASVASmASV&CropPDF=0

2 «Μου αρέσει»

Δηλαδή, σαν σήμερα! Πες μας Ελένη, τυχαία δημοσίευσες σήμερα ή περίμενες επί τούτου να περάσουν οι μέρες;

Ο Τζίμης, παρά το υπερβολικόν πάχος του, φυσικά θα επέζησε, σε αντίθεση με άλλον, 29ετή μάλιστα, εκ Συρακουσών της Νέας Ιερσέης (New Jersey) που δεν τα κατάφερε, έστω κι αν δεν κάηκε το σπίτι του, όπου είχε καταβροχθίσει έξη πίτσες και καταναλώσει μια κάσα μπίρες (η είδηση, λίγο πιο κάτω).

2 «Μου αρέσει»

Επειδή κι εγώ πέρασα τα 35, καταλαβαίνω το συντάκτη :older_adult: .

Παίζουν τραγούδια του Κόκκινου ο οποίος είχε πεθάνει 14 χρόνια πριν, και τα επτανησιακά και δημοτικά που είναι ακόμα παλιότερα. Οι ζουγκλόπληκτοι κατονομάζονται, η τζαζ και η χαβάγια. Η τζαζ ειδικά συνάντησε κι αλλού αντιδράσεις, θυμάμαι στο «Ελεύθερο Πνεύμα» του Θεοτοκά, στο παράρτημα, μια από τις αρνητικές κριτικές να επικεντρώνεται στο ότι ο συγγραφέας ενθουσιάζεται με τη τζαζ.

Η οπερέττα δε ξέρουμε σε πιο στρατόπεδο ανήκει, στο παλαιοαθηναϊκό ή το ζουγκλόπληκτο;

Η κεμαλική απαγόρευση του αμανέ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ 24/11/1936)

1936

1 «Μου αρέσει»

Δεν θα ζημιωθούμε αβ λείψυουν και τα “περίφημα ρεμπέτικα” (ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ 28/6/1938)

1938

1 «Μου αρέσει»

Μεταπολεμικά η κρητική εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (7/10/1954) τα “ρίχνει” κανονικά στα μπουζούκια:

1 «Μου αρέσει»

“Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλα τα συγχωρνάω”…εκτός από τα…ρεμπέτικα… (ΠΑΤΡΙΣ 11/7/1959)

1 «Μου αρέσει»

Εν έτει 1960 τα ρεμπέτικα είναι “ύβρις δια τον λαόν!” (ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ 6/3/1960)

2 «Μου αρέσει»

Για να μας αρέσουν τα ρεμπέτικα, κάτι βαθιά τούρκικο είναι ριζωμένο μέσα μας… (ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ 14/8/1960)

2 «Μου αρέσει»

Κάπου εδώ τερματίζεται η περιδιάβασή μας.
Bonus η τελευταία συνέντευξη του Παπαϊωάννου, μία βδομάδα πριν τον θάνατό του (ΦΑΝΤΑΖΙΟ 22/8/1972):

1972

3 «Μου αρέσει»

Και πάλι εύγε Ανθιμε. Μη σου ξεφύγουν τα σχόλια στις εφημερίδες, όταν ο Γιαννίδης έκανε “τα νέα της Αλεξάνδρας”. Κάτι θα γράψαν δεν μπορεί. Η δεν τολμούσαν να τον σχολιάσουν?

(#131)
Απρόσμενα ενημερωμένος, ο κ. Σ. Ι. Φ! Εκεί που περίμενα να καταδικαστεί το μπουζούκι ως τουρκόφερτο, άρα αυτομάτως εξοβελιστέο όργανο, αντιθέτως τονίζεται η αρχαία του καταγωγή από Μεσοποταμία και Αίγυπτο και η οργανολογική συγγένειά του με το αγαπητό στους Κρητικούς (του συγγραφέα μάλλον συμπεριλαμβανομένου) –λαούτο. Τώρα, το ότι προσωπικά δεν του αρέσει ο Τσιτσάνης και οι άλλοι «άσσοι της πενιάς», ε, το έχει αυτό το δικαίωμα!..

Να είσαι καλά αγαπητέ.

Λοιπόν τα “Νέα της Αλεξάνδρας” είναι από τα αγαπημένα μου. Βάζω στοίχημα ότι όποιος δεν γνωρίζει τον συνθέτη του και απλώς το ακούει μέσα στα άλλα, είναι μάλλον απίθανο να μαντέψει ότι πρόκειται για αυτόν τον πολύ ταλαντούχο συνθέτη.

Είναι ένα ωραίο παράδειγμα του πώς μπορούσαν να γράψουν τέτοια τραγούδια και οι της "άλλης πλευράς’ και να μην είναι αυτά τα ζαχαρωμένα αρχοντορεμπέτικα. (Μιλάω για την εκτέλεση με τον Στράτο)

1 «Μου αρέσει»

Ας υπάρχει σ’ αυτό το νήμα απόσπασμα κειμένου από τα “Αστυνομικά Χρονικά” που έχει απ’ όλα: στιχουργήματα, το κυνήγι των αρχών στους τεκέδες, λεξιλόγιο, αναφορά στους συνθέτες του λαϊκού μας τραγουδιού:

«…Οι κατάδικοι τραγουδούσαν εκείνη την εποχή:

«"έξι μου δίνει ο πρόεδρος,
έξι κι ο σαγγελέας
και δώδεκα οι ένορκοι
στα Βούρλα, στον Περαία.
Με δέσαν χειροπόδαρα
σαν τον εγκληματία
στην καταδίκη μου αυτή,
λεφτά είν’ η αιτία…»

Στον Πειραιά τίποτε, εκείνη την εποχή των νταήδων, των προστατών, των χασικλήδων και των μαχαιράδων, δεν αντιστεκόταν στις συμμορίες, που είχαν «καταλάβει» την πόλη και ουσιαστικά διοικούσαν, από τα σκοτεινά άντρα τους, τη ζωή του Πειραιώς. Τα «τραγουδάκια», βγαλμένα μέσα από τα χασικλήδικα, έδιναν κι έπαιρναν, από τα «μαστουράκια», που τάλεγαν ανάμεσα από μυρωδάτους καπνούς της «μαύρης».

«…θα πάω να μαστουρωθώ
και τη χαρά μου νάβρω
μές τον τεκέ του Σάλωνα
πο’ χει το φίνο μαύρο…»

ΟΚΑΔΕΣ ΧΑΣΙΣ Σε οκάδες, τότε, εζυγίζετο το χασίς. Και μετεφέρετο από πόλη σε πόλη, με αρκετή «άνεση», από τα σκληρά αντράκια, που είχαν διαλέξει την παράνομη ζωή.

Ο υπόκοσμος στον Πειραιά, εκείνη την εποχή, ευρίσκετο στην «άνθησή» του. Ολόκληρο λεξιλόγιο με δικές τους λέξεις, είχαν κωδικοποιήσει, για να συνεννοούνται μέσα στη φυλακή, μέσα στον τεκέ, έξω στο δρόμο και στα στέκια τους, Για έναν άνθρωπον πέραν του υποκόσμου, αυτό το λεξιλόγιο θα ήταν εντελώς άγνωστο. Ό χ ι όμως και για την Αστυνομία του Πειραιώς. Στην Τρούμπα, στα Βούρλα και στο Χατζηκυριάκειο η κοινωνία των παρανόμων ζούσε στο δικό της κόσμο, μέσα στη λάσπη και κάτω από το θαμπό φως των υπογείων, των καπηλιών και των τεκέδων.
ΒΛΑΜΗΔΕΣ κ.ά. Περίεργοι τύποι που άκουγαν στις επωνυμίες κουτσαβάκης, βλάμης, μπάτιμας, ζεϊμπέκης, αμνός, αντάμης, ασίκης, βαποράκης, γκιουλέκας, γκιρίζης, καπάνταης, καρίπης, κατές, καψούρης, κιμπάρης, κοντραμπατζής, κοριός, κορνάζος, μαγκαντάσης και άλλα, άλλα πολλά κοσμητικά έπίθετα των ανθρώπων του υποκόσμου, εχρησιμοποιούντο τότε. Για το κάθε τι υπάρχει και μια λέξη.
Η αβανιά για τη συκοφαντία, ο αχταρμάς για την αρπαγή αντικειμένου, το ακούμπα για το ενεχυροδανειστήριο, η κατώγα για το κρατητήριο, η κατεβατή για τα χτυπήματα, ο καπατμάς για την παράνομη συμβίωση, το γκιστάνι για τη φυλακή, το παράρι για τη ζημιά, ο Θανάσης για τον αργιλέ, ο δικηγόρος για την κοκαΐνη, ο δάσκαλος για τον αστυνομικό, γρέκι για το πατρικό σπίτι, το καφάσι για το κεφάλι, ο κορνάζος για τον έξυπνο, το καζάρω για το βλέπω, η λιάρα για το παλτό, η κουτσουμπήνα για την υπηρετριούλα, η μπακοτίλια για τις οικονομίες, η μαρμάγκα για την παγίδα, ο πίτσης για τον πιτσιρίκο, η πρεσβεία για την ομάδα τοξικομανών και πολλές - πολλές άλλες λέξεις.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Μια μεγάλη σειρά από τραγούδια του υποκόσμου εμελοποιήθησαν από λαϊκούς συνθέτες κι έγιναν σουξέ, που σώζονται ακόμα και σήμερα. Τα τραγούδια αυτά είναι βγαλμένα μέσα από τον αμείλικτο πόλεμο Αστυνομικών και κακοποιών, μέσα στις φυλακές, στα χασισοποτεία, στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού.

«…εγώ ’μαι αλάνης μάγκα γιος,
μάγκας σωστός στην τρίχα,
και στον καθένα ζόρικο
κόβω με μιας το βήχα…».

Άλλο ένα έμμετρο, εμπνευσμένο από τή ζωή στά Λεμονάδικα:

«…Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
Στα χέρια πιάστηκ’ ο θωμάς μαζί με τον Ηλία.
Βρε συ θωμά μην κάνεις φασαρίες
γιατί θα μπλέξεις άσχημα
και θάχεις ιστορίες.
Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυό λαχανάδες πιάσανε και κάναν την κυρία…».

Οι λαθρέμποροι είχαν κι εκείνοι τα δικά τους τραγούδια:

«…Ναύτες πιάστε τα κουπιά σας, μάϊνα τα πανιά
να περάσουμε τον κάβο, βοήθα Παναγιά
το καΐκι φορτωμένο μέχρι κουπαστή
π’ έχουμε λαθραία να μη γίνουμε πιαστοί…».

Ένα ζεϊμπέκικο του 1935 παρουσιάζει τις φυλακές:

«…ετράβηξαν τις αμπάρες,
έτριξε η κλειδαριά
ο κατάδικος στενάζει,
είν’ ή φυλακή βαριά…»

ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Όλη αυτή η ζωή της παρανομίας, του κυνηγητού, του επικίνδυνου παιγνιδιού, περιγράφεται σε πλήθος τραγουδιών, που έχουν μελοποιήσει συνθέτες, οι οποίοι εργάζονται ακόμη και σήμερα.
Ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Στράτος, ο Μητσάκης, ο Πλέσσας, ο Ρούκουνας, ο Τααουσάκης, ένας Τούντας, ένας Μουφλουζέλης, αλλά πιο πολύ από όλους ο Βασίλης Ταιτσάνης έχουν δημιουργήσει το δικό τους είδος λαϊκής μουσικής. Η αστυνομία ήταν πάντα το φόβητρο, ο μπαμπούλας.
Ήταν το μπλόκο στους άθλιους τεκέδες. Από το 1923, μέχρι τις ημέρες μας, πέρασαν πενήντα χρόνια. Και τι δεν άλλαξε σ’ αυτό το διάστημα! Οι άνθρωποι και η ζωή μας. Οι απασχολήσεις μας, τα ενδιαφέροντα. Άλλαξαν ακόμη και οι άνθρωποι της νύχτας. Όχι πως το έγκλημα σταμάτησε. Πως οι παράνομοι δεν υπάρχουν. Αλλά η αθλιότητα των τεκέδων, η απειλή της διπλομούτσουνης, το νταηλίκι και το χασίς στα υπόγεια καπηλειά εσταμάτησαν πια….

[ΠΗΓΗ: https://www.policemagazine.gr/sites/default/files/pdf/ΑΠ_1972-04-0431.pdf
σελ.225 -227]

2 «Μου αρέσει»

Ειδικά τα κοντραμπατζήδικα (κοντραμπάντο = λαθρεμπόριο) προϋπήρχαν, ως παράδοση ανεξάρτητη και εν μέρει διαφορετικού πνεύματος από τα ρεμπέτικα. Οι κοντραμπατζήδες δεν ήταν απλώς υποκοσμικοί τύποι που υμνούσαν τον εαυτό τους ή τους υμνούσαν οι όμοιοί τους. Ήταν λαϊκοί ήρωες περιβεβλημένοι μιαν αίγλη ανάλογη με των προεπαναστατιών Κλεφτών ή των κοινωνικών ληστών τύπου Τσακιτζή.

1 «Μου αρέσει»