ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ
ΕΙΣ ΤΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΩΝ
Ενώ ο Τάσος σιγανοτραγουδάει στη φυλακή.
Όχι που είμαστε και μεις «λεβέντες». Αλλά έτσι – πάντα άνθρωποι είμαστε – κι έτυχε να περάσωμε μια μέρα από την περίφημη «Παληά». Εξάλλου η επίσκεψίς μας – τουλάχιστον αυτή τη φορά – έγινε «εντεύθεν» των κιγκλίδων και έτσι οπωσδήποτε δεν υπήρχε λόγος να διεκδικήσωμε τον τίτλο του «λεβέντη». Αλλά, καθώς επλησίαζεν η ώρα να κτυπήση το καμπανάκι - αχ! αυτό το καμπανάκι που ξαναφέρνει τη μελαγχολική σιωπή, εκάνατε ποτέ σας φυλακή; - άκουσα το βραχνό αποτελείωμα του τραγουδιού:
Ήρθανε οι πολιτσμάνοι
και μας βρήκανε χαρμάνι…
Τα μαρκούτσια μάς επήραν
τον τεκέ μας τον εκλείσαν…
Και ένα γλυκό σφύριγμα επανέλαβε τον ήχο της στροφής χωρίς λόγια.
Μα η φωνή όσο και το τραγούδι μού ήσαν γνωστά. Τα ήξερα και τα δυο. Πού; Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Και γι’ αυτό επλησίασα το αντικρυνό κιγκλίδωμα απ’ όπου ερχόταν το παράπονο… Στην αρχή παρ’ ολίγο να μην τον γνωρίσω. Πώς είχεν αλλάξει! Τα μαλλιά του που ήσαν πάντα καλοχωρισμένα απ’ τα αριστερά, έπεφταν τώρα άτακτα μπροστά στα μάτια του. Το χρώμα του είχε γίνει ακόμη πιο ωχρό απ’ ό,τι ήταν. Τα άλλοτα αεικίνητα μάτια του είχαν χάσει την λάμψι εκείνη που είχαν και απλανή και σκοτεινά εβυθίζοντο στις κόγχες των.
Αν δεν μού μιλούσε δεν θα τον καταλάβαινα:
-Ρε δάσκαλε, τον βρήκες τον χαλκά της γης; αντήχησεν η καθαρή φωνή του που δεν κατώρθωσαν να την «σκουριάνουν» εκατοντάδες «τσιγαρλίκια» και «λουλάδες» - όπως την είχα ακούσει κι άλλοτε, τότε που οι δουλειές επήγαιναν καλά κι οι πολιτσμάνοι δεν είχαν κλείσει τον τεκέ. Γιατί κατά το μυαλό του Τάσου του Κουσκούση - αυτουνού που είχε τον τεκέ κάτω κει στον Αη – Γιώργη – το μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχολεί τη διανόησι σήμερα, από τον καθηγητή Πανεπιστημίου ως τον τελευταίο φοιτητή, περνώντας από τους δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους κ.λπ., είνε να βρεθεί ο «χαλκάς της γης». Γι’ αυτό σκύβουν ώρες στα χαρτιά επάνω, γι’ αυτό καταναλίσκουν οκάδες μελάνι, όλοι αυτοί οι «αθρώποι της κουκουβάγιας».
Το καμπανάκι όμως εκτύπησεν αλύπητα. Εκατοντάδες χέρια διεσταυρώθησαν για τελευταία φορά στα σίδερα της φυλακής, δάκρυα εκύλησαν και ματιές βυθίστηκαν η μια στην άλλη ως σε σημείο να συγχισθούν και να γίνουν ένα. Με το κύμα των επισκεπτών βρέθηκα και γω έξω από τη βαρειά πόρτα που έκλεισε με ξηρό κρότο…
Πάνε χρόνια τώρα που τον γνώρισα. Σε ένα απόμερο δρομάκο των Αθηνών, κατά το Παλαιό Νεκροταφείο, ένα χαμηλό και άσημο καφενεδάκι κρατούσε τη μια γωνιά του σταυροδρομιού. Για τον «αμύητο» διαβάτη δεν επρόδιδε τίποτε το εξαιρετικό. Μια πάντα φρεσκομπογιατισμένη επιγραφή στον επάνω τοίχο έλεγε: «Καφενείον το Κλουπ». Κι’ από κάτω, πότε είχε και πότε δεν είχε το όνομα του ιδιοκτήτη. Αυτό εξηρτάτο από τις περιστάσεις, όπως άλλως τε και τι όνομα θάμπαινε. Λίγες καρέκλες, ένας φτωχός μπουφές και δυο καθρέφτες – όλα όμως καθαρά. Την επίπλωσι συνεπλήρωνε ένας … «πίνακας» ζωγραφικής: πάνω σε μια γαλήνια, φεγγαρόλουστη θάλασσα απλωνόταν μετέωρη, χωρίς να στηρίζεται από πουθενά μια θαλασσιά κορδέλλα και πάνω σ’ αυτή ένα κορίτσι καθισμένο δεν κατώρθωνε να πάρη την έκφραση που ήθελε να της δώση ο … «καλλιτέχνης» της και που την διατύπωνε στην επιγραφή: «Ρεμβασμοί παρθένου!»…
Ένα γραμμόφωνο διασκέδαζε τους θαμώνες. Και κάπου κάπου το «ξεκούραζεν» ένα μπαγλαμαδάκι, που το βαρούσεν ένας τσιμπλιάρης. Όμως στη γειτονιά όλοι ήξεραν τι κρύβεται πίσω από το «αθώο» αυτό καφενεδάκι. Το ήξεραν τόσο καλά, όσο και οι ίδιοι οι θαμώνες του. Ήξεραν πού βγάζει αυτό το μυστικό παραθυράκι από βάθος δεξιά του καφενείου…Το ήξερα κι εγώ. Γιατί παρακολουθώντας από την απέναντι πόρτα του σπιτιού μου έβλεπα να μπαίνη μυρμηκιά ολόκληρη στο καφενείο. Κι όταν πλησίαζα, τάχα για να πιω ένα καφέ, το καφενείο …ήταν άδειο! Είχαν όλοι περάσει από το μικρό παραθυράκι στο συνεχόμενο σπίτι – στον τεκέ.
Ήταν ένας κόσμος ολόκληρος. Ένας υπόκοσμος, μάλλον. Με τα ήθη, με τα έθιμά του, με την τιμή του, με τους κανόνας που ερρύθμιζαν τις σχέσεις των μελών του. Ένας κόσμος που συναθροιζόταν εκεί και παρεδίδετο στη νάρκη, στα φευγαλέα όνειρα του «λουλά» και της «τσίκας». Τι κι αν ο νόμος το απαγορεύη; Τα κλειστά παράθυρα που συγκρατούσαν μέσα στο δωμάτιο τους καπνούς του τρομερού δηλητηρίου με τη μυρουδιά λιβανιού, δεν ήσαν τα μόνα που προφύλασσαν τους ηδονιζομένους από τα περίεργα μάτια του νόμου…
Εμπιστοσύνη; Όση θέλετε. Ο Τάσος με το πλούσιο μουστάκι το κτενισμένο προς τα κάτω, είχε πάντα ανάγκη από κάποιο «γραμματιζούμενο». Γιατί ήταν ολόκληρος επιχειρηματίας. Οι υποθέσεις του απλωνόταν σ’ όλη την Ελλάδα και πέρα απ’ αυτή. Στη Μαρσίλια, στην Αλεξάνδρεια πάντα θα υπήρχε κάποιος με τον οποίο «νταραβεριζόταν» και στον οποίο έπρεπε να γράφη. Μα προ παντός η εμπιστοσύνη του βασιζόταν στην εχεμύθειά μου. Κι έτσι είδα… Τι; Δεν είνε εύκολο ούτε με μιας να το πω ούτε και όλα όσα είδα να τα περιγράψω. Μα ένα δυο επεισόδια, αρκούν για να σας μπάσουν στα μυστήρια του υποκόσμου αυτού.
Μισή ώρα πριν «γυρίση» η νύχτα. Καθώς ανοίγει η πόρτα του δωματίου με λούζει μια μυρουδιά λιβανιού και θαρρώ πως βρίσκομαι σε νεκροταφείο. Η ιεροτελεστία έχει φαίνεται αρχίσει προ πολλού γιατί η ατμόσφαιρα είνε γεμάτη καπνούς. Καμιά δεκαριά άνθρωποι κάθονται χάμω, σχηματίζοντας κύκλο. Ένας ξαπλωμένος, άλλος μισοξαπλωμένος κι όλοι τους βαρείς, νυσταλέοι, με κατακόκκινα μάτια, κάτι μάτια μικρούτσικα, τόσα δα, κατατσακισμένα, αναπνέουν βαθειά. Όλοι γνωστοί τύποι, θαμώνες του «Κλουπ». Μια μικρή ταραχή στην εμφάνισί μου, καθησυχάστηκαν αμέσως από ένα «εν τάξει» που «αμόλυσεν» ο Τάσος ενώ μού υπέδειχνε να καθίσω κι εγώ.
Στη μέση ένας ναργιλές με τρία μαρκούτσια τα οποία εδέχοντο αλληλοδιαδόχως τα δέκα στόματα. Ένα πιάτο γλυκά, εχρησίμευε για τον οργανισμό των ανθρώπων αυτών, όπως το λίπος στη μηχανή.
-Γρρρ…γρρρ…γρρ……… το ρυθμικό γουργούρισμα του «λουλά» συνώδευε το μπαγλαμά του Μήτσου του Γλαστράκια, σιγοντάροντας συγχρόνως τον ξεψυχισμένο ήχο της βραχνής φωνής του Νίκου του Ωμορφονηού.
Αχώριστα συντρο
συντρόφια μας
η κάμα και η
τσίκα…
η μια σκοτω
σκοτώνει τον οχτρό
κι η άλλη τρώ
ει την πίκρα…
Αλλά το χασίς είνε δηλητήριο. Εξάπτει τη φαντασία, διεγείρει τα νεύρα. Η «παρεξήγησι» είνε το συχνότερο αποτέλεσμα που δεν άργησε να δημιουργηθή και στην περίπτωσι του οργανοπαίκτου και του τραγουδιστή. Με μιας τινάχτηκαν και οι δυο επάνω και στο φως της λάμπας άστραψαν οι λεπίδες δυο καμών. Από τους «άλλους» κανένας δεν κινήθηκε. Λες και την ώρα τούτη που πλησίαζε το τέλος του ενός από τους συμπλεκομένους, δεν συνέβαινε τίποτε. Από ένστικτο, πετάχτηκα κι γώ επάνω με διαθέσεις να επέμβω προς ματαίωσιν του κακού. Αμέσως όμως δυο χέρια με ανάγκασαν να καθίσω πάλι:
-Α, δάσκαλε, κάτσε χάμω. Ας τα παιδιά να εξηγηθούν!
Η «εξήγησις» ήταν δυο μαχαιριές στην πλάτη του Γλαστράκια. Όμως ο νόμος είνε νόμος. Και σύμφωνα μ’ αυτόν, όταν δυο «ντερβισάδες» έχουν διαφορές, όταν «ξηγιούνται», κανείς δεν παρεμβαίνει. Το νόμο αυτό τον τηρούν οι πιστοί κατά γράμμα. Γι’ αυτό και ενώ ο Γλαστράκιας άφηνε μουγγούς μυκηθμούς από τον πόνο του, ο Γιάννης ο Κεκές (έτσι τον έλεγαν γιατί εψεύδιζε) έλεγε σκαλίζοντας το λουλά:
-Έ-ε-ένα κα-κα-κάρβουνο, Τάσο!
Μια άλλη καλοκαιρινή βραδυά, ενώ το γραμμόφωνο του «Κλουμπ» έπαιζε το «Κουκλάκι μου», και η κίνησις ήτο ζωηρή στο καφενείο, εσταμάτησε στην πόρτα μια κλειστή λιμουζίνα. Οι επιβαίνοντες διέταξαν δυο ούζα.
-Θέλετε και μεζέ; Ερώτησεν ο Τάσος.
Και αφού έλαβε καταφατική απάντησι, επέστρεψε σε λίγο με ένα δίσκο επί του οποίου ευρίσκοντο 4 ποτήρια ούζο και δυο καρύδια. Οι επιβάται τα ήπιαν χωρίς να ξεμυτίσουν, επήραν τα καρύδια κι ύστερα είδα να πέφτη στο δίσκο ένα χαρτί. Κι ενώ ο σωφέρ «έβαζε μπρος», η φωνή του Τάσου εσκέπασε τη βοή που ανεδύετο από τις σιγοκουβέντες που έκαναν οι διάφορες παρέες στα τραπεζάκια.
-Γεια χαρά!
Σε λίγο ο Τάσος, με την απεριόριστη εμπιστοσύνη του, μού απεκάλυπτε το μυστικό. Ήταν ο κ.Χ…(και μου είπε ένα γνωστότατο αριστοκρατικό όνομα). Όσο για το «μεζέ», αυτός είχε τακτοποιηθεί από προηγουμένως, αφού τα καρύδια δεν ήσαν τέτοια παρά μόνον όσον αφορά το φλοιό. Γιατί το περιεχόμενο είχεν αντικατασταθή με «μαύρο».
Έτσι περνούσεν η ζωή. Λεπτά «άμμος». Κάθε βράδυ ο Νώντας ο σωφέρ, ο αγαπητικός της Μαρίας της χήρας, ήξερε πως έπρεπε νάρθη να πάη τα παιδιά «μια βόλτα ως το Φάληρο». Ο ράφτης δεν πρόφτανε να ράβη όλο και καινούρια «τζογιέ». Ως που ήρθε και η περίοδος των «ισχνών αγελάδων».
Μυστήριο το γιατί έκαμε την εμφάνισί της η αστυνομία. Οπωσδήποτε όμως μια βραδυά η γειτονιά αναστατώθηκεν από τους πυροβολισμούς. Ο «μπλόκος» είχε πιάσει «σκαστό» τον Τάσο την ώρα που παράδινε κάτι «γραμμάρια» στη γρηά Τσαρούχαινα, που λεν πως ήταν επίτηδες «βαλτή». Μα ο Τάσος δεν παραδινόταν τόσο εύκολα και τράβηξε πιστόλι. Στο τέλος αναγκάστηκε να υποκύψη. Παραδόθηκε στους πολλούς μα δεν μίλησε.
-Πού είναι το «πράμα»; Ρώτησεν ο επικεφαλής συνοδεύων την ερώτησί του με ένα ισχυρό μπάτσο.
-Τι λε… ρε ; ήταν η απάντησι.
Ένας αστυφύλακας όμως θέλησε να πιη κρύο νερό. Κι άρχισε να τραβά το «μάγγανο» του πηγαδιού… Αντί όμως για νερό, ήρθε στην επιφάνεια μια ογκώδης στάμνα. Και τι δεν βγήκε από κει μέσα… Χασίς, ηρωίνη, κοκαΐνη, μορφίνη…
Και τέλος ο Τάσος περιμένοντας να περάσουν τα 3 ½ χρόνια του, σιγοτραγουδεί κάθε βράδυ στην «Παληά»:
«τα μαρκούτσια μάς επήραν
τον τεκέ μας τον εκλείσαν»
Α/Ν
[Βραδυνή, 25/8/1931]