Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Ας αποκαλυφθούμε μπροστά στην οξυδερκή τόλμη αυτού του μοναχικού καβαλάρη.

Κανείς, απ’ όσο έχω υπόψη μου, δεν τόλμησε έστω και να σκεφτεί ή να νιώσει (πόσο μάλλον να γράψει και να δημοσιεύσει) τίποτε ανάλογο, ούτε πριν ούτε και αρκετά μετά από αυτόν.

2 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι δεν έχει αναφερθεί ξανά.
Το παρακάτω άρθρο από την εφημερίδα «Εμπρός» (15/6/1963) αφορά στη διαμάχη Μ. Χατζιδάκι – Γ. Μητσάκη

1 «Μου αρέσει»

Μήλο της έριδος γι αυτή τη διαμάχη ήταν το τραγούδι «Φτωχό μου κομπολογάκι» του Γ.Μ. το οποίο είχε συμπεριλάβει ο Μ.Χ., το Μάρτη του 1962, στο δίσκο του «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», στον οποίο δίσκο δεν αναγράφονταν τα ονόματα των δημιουργών (υπήρχαν τραγούδια και των Μάρκου, Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου επίσης) και οι τίτλοι των τραγουδιών ήταν παραποιημένοι.
Στη δίκη που έγινε μετά από αρκετές αναβολές, ο Μ.Χ. υποστήριξε ότι δεν ανέφερε τα ονόματα των συνθετών “για να μη χάσει η δημιουργία του την ενότητά της”. Μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Μ. Χ. στη δίκη δήλωσε πως αν γνώριζε ότι επιθυμία του Μητσάκη ήταν να αναφέρει το όνομά του, θα το είχε αναφέρει στο δίσκο. Επικράτησαν υψηλοί τόνοι, με το Μητσάκη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου να αποκαλεί “κλέφτη” τον Χατζιδάκι και να λέει: “…τα ποσοστά μου τα εισέπραξα, … αλλά η ηθική βλάβη που μου προκαλέσατε είναι μεγάλη. “Το κομπολογάκι” είναι το πρώτο μου τραγούδι, αυτό που με έκανε Μητσάκη…»
Τελικά, ο δίσκος αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και όταν επανακυκλοφόρησε, την επόμενη χρονιά, αποσύρθηκε και το επίμαχο τραγούδι του Γ.Μ. και αντικαταστάθηκε με «Το τραγούδι του γέρο-ναύτη» ή «Ναύτη γέρο-ναύτη» σε στίχ. Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το θεατρικό έργο του ίδιου «Παραμύθι χωρίς όνομα» και μουσική του Μ.Χ.

3 «Μου αρέσει»

Ακριβώς έτσι -και όχι μόνο.

Στη συνέχεια ενεπλάκη και ο ίδιος προσωπικά στη δισκογραφία ως συνθέτης και στιχουργός αλλά και ως επιμελητής ρεμπέτικων στίχων (έκτυπο παράδειγμα το “Χατζηκυριάκειο” του Γκόγκου) σε συνδυασμό και συνεργασία με τον αδερφό του Νίκο, που ήταν υπεύθυνος διαλογής μουσικών τεμαχίων στην Κολούμπια.

1 «Μου αρέσει»

Καλησπέρα, υπάρχουν αυτά τα δίστιχα δηλαδή καταγεγραμμένα το 1915 στην εφημερίς Ακρόπολη; Παρακαλώ μπορείς να βάλεις μια πηγή αν είναι δυνατόν.

1 «Μου αρέσει»

Φίλε Σάλτας, αν και δεν είναι από την εφημερίδα Ακρόπολη, μπορείς να δεις κάποια στιχάκια καταγεγγραμένα στα πρακτικά του Σεμιναρίου της Σκύρου 2013, στην ενότητα που αναφέρεται στον Φαλτάιτς. (σελίδα 35)

3 «Μου αρέσει»

Ευχαριστώ πολύ! καλό απόγευμα.

Το δίστιχο «Θέλω να γίνεις φθισικιά» τραγουδισμένο σε διαφορετικό περιβάλλον με διαφορετική μελωδία αρκετές δεκαετίες αργότερα από το δημοσίευμα του 2018:

1 «Μου αρέσει»

Ωραία!

Τα Θερμιά είναι ένας ολόκληρος κόσμος -και μουσικός βέβαια!

Υπήρξαν για χρόνια ο “μυστικός” τόπος προορισμού μου -από το 1977 που πρωτοπήγα…

2 «Μου αρέσει»

Σε ρεπορτάζ από τον Φεβρουάριο του 1932 επισημαίνεται ο κίνδυνος από την παρείσφρηση τραγουδιών, όπως ο “Αθανασόπουλος” και οι “Ομολογίες”, στα γλέντια των νησιών…
Η “νεκρολογία” και η “διεκτραγώδησις της απαισιότητος” βρίσκεται προ των πυλών!

6 «Μου αρέσει»

Για τον «Αθανασόπουλο» στη Σίφνο, έχω αναφερθεί εδώ.
Δεν ξέρω με τι ύφος παιζόταν τότε στα Σιφνέικα γλέντια αλλά αυτό που συνάντησα εγώ, εδώ και 50 χρόνια, είναι τελείως διαφορετικό από το κλίμα που περιγράφει ο απόκοσμος. Όταν παίζεται στα Σιφνέικα γλέντια (με όποιον από τους δυό διαφορετικούς σκοπούς) γίνεται της κακομοίρας. Ως προς αυτό λοιπόν, δεν δικαιώθηκε ο απόκοσμος. Οι Σιφνιοί συνεχίζουν να γλεντούν και με τον Αθανασόπουλο. Είναι λίγο σουρεαλιστικό ενδεχομένως. Από τη μια να έχεις λυπητερά στιχάκια που περιγράφουν ειδεχθές έγκλημα και από την άλλη να έχεις σαματατζίδικη εκτέλεση.

2 «Μου αρέσει»

Από τη δεκαετία '60 ήδη, προσπαθώντας να εξηγήσω σε Γερμανούς συμφοιτητές μου το περίεργο γι αυτούς φαινόμενο, Έλληνας να διασκεδάζει χορεύοντας ενώ το τραγούδι μιλάει για απίστευτη δυστυχία, είχα καταλάβει ότι ο χορευτής αποδεσμεύει πλήρως την δική του διάθεση της στιγμής από το όποιο θέμα του τραγουδιού.

Λοιπόν, πολύ ενδιαφέρον! Διάβασα στο πρώτο λινκ για τους δύο σκοπούς που λένε τον Αθανασόπουλο στη Σιφνο. Άκουσα στο δεύτερο λινκ τη σαματατζήδικη εκτέλεση, που είναι στον έναν από τους δύο: τον κοινό σκοπό των τραγουδιών «Στο Περιστέρι γνώρισα» και «Μέσα στην Πόλη βρίσκομαι». Διάβασα επίσης κι άλλη αναφορά του Γιάννη @koutroufi σ’ αυτό τον σκοπό, εδώ, σχετική με την ευρύτερη κινητικότητά του (άλλα δύο τραγούδια στον ίδιο σκοπό, κι ένα ακόμη παρακάτω στη συζήτηση). Συνολικά λοιπόν άκουσα έξι τραγούδια στον ίδιο σκοπό: Απότην Πόλη, Στο Περιστέρι, τον σιφναίικο Αθανασόπουλο, και τα άλλα τρία της άλλης συζήτησης, τα οποία είναι κυπραίικα.

Αυτό που έχω να πω είναι ότι, σαματατζήδικη - ξεσαματατζήδικη, το γκρουβ της σιφναίικης εκτέλεσης άλλη δεν το ‘χει. Κι η μία από τις κυπραίικες δεν είν’ κακή.


(τεκμήριο: Ἑφημερίς των φυλακών, οργανιστική, νομική, οικονομική : εκδίδοται κατά μήνα υπό τας εμπνεύσεις του παρά τοις εν Αθήναις Εφέταις Εισαγγελέως)

Για όσους τους ενδιαφέρουν οι λουμπενιές, η ‘‘Εφημερίς των Φυλακών’’ εκδόθηκε από τον Μάιο του 1875 έως και τον Ιούλιο του 1878 και περιέχει πλήθος στοιχείων για τα σωφρονιστικά ιδρύματα της εποχής.

1 «Μου αρέσει»

Ας μπει και ο σύνδεσμος για απευθείας πρόσβαση:
http://editions.academyofathens.gr/epetirides/xmlui/handle/20.500.11855/1151

1 «Μου αρέσει»

Και κάπου εδώ να ενημερώσω ότι ο κύκλος των Αστικολαϊκών Παραλειπομένων κλείνει οριστικά.

Χαίρομαι που το εν λόγω εγχείρημα έτυχε μη αμελητέας αναγνωσιμότητας και θαρρώ πως εισέφερε πρωτογενή πληροφορία που δεν υπήρχε ούτε στο διαδίκτυο ούτε αλλού

7 «Μου αρέσει»

Καλημέρα σου Άνθιμε, γιατί να κλίσει ο κύκλος των Αστικοκαικών Παραλειπόμενων, κρίμα θα είναι…συνέχισε αν θέλεις, έβγαλες πολλά ντοκουμέντα αξιόλογα και θα ήτο ενδιαφέρον να το συνέχιζες.

1 «Μου αρέσει»

Θα έλεγα να συνεχιστεί αυτό το νήμα, να ανεβάζουμε αξιόλογα κείμενα ειδικά από το αρχείο Τύπου στο οποίο έχουμε πλέον πρόσβαση.
Ξεκινώ με την παράθεση μερικών από αυτά. Δεν είμαι σίγουρη αν έχουν ήδη αναδημοσιευθεί, πιστεύω όμως πως ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση αξίζει να υπάρχουν, μια και δεν είναι εύκολη η πρόσβαση όλων μας σε κάθε έντυπο.

«Καρμενομανία»
Μα τι φταίει, βρε αδελφέ, ο κακόμοιρος ο κοσμάκης που έχη υποχρεωθή εδώ και κάμποσο καιρό να ακούη από το πρωί μέχρι το βράδυ ένα μοιρολόι αφιερωμένο στο γνωστό ηρωικό ταυρομάχο της Σεβίλλης που εμείς θελήσαμε να τον κάνουμε και βαρκάρη, έτσι για να τον ανακηρύξουμε, τρόπον τινά, επίτιμο δημότη Πειραιώς; Εδώ τόσοι συμπαθείς τύποι Πειραιωτών βαρκάρηδων αφανίστηκαν με την νέα διαμόρφωσι του λιμανιού και κανείς δεν ακούστηκε εκδηλώνοντας την παραμικρή λύπη για τη στέρησί τους.
Αντιθέτως για τον θάνατο του περιβόητου Αντώνιο – Βάργκας έχει αναστατωθή το σύμπαν και δεν ακούς παρά την επανάληψιν της κλαψιάρικης επωδού της τεθλιμμένης του Κάρμεν, θρηνούσης για τον τραγικό χαμό του αγαπημένου της,
Αντώνιο Βάργκας Χερέδια
με τη μεγάλη καρδιά…
Ας διαμαρτύρωνται όσο θέλουν οι αδιάφοροι κι οι θιγόμενοι Δανδήδες απ’ την αποθέωσι αυτή του ταυρομάχου και την εξύμνησι της μεγαλοψυχίας και της ομορφιάς του.
Για χάρι του όχι μόνο τα κορίτσια της Σιέρα Μορένα, αλλά και όλες οι Πειραιώτισσες έχουν σκύψει τα κεφάλια επάνω από το φέρετρό του κρατώντας το μαντήλι μπραστά στα μάτια κι αδιαφορώντας τελείως για τον συμπολίτη μας Δον Ζουάν που περιφρονημένος τώρα – τι εξευτελισμός για τον τρομερό γυναικοκατακτητή – προσπαθεί να συγκινήση με ικεσίες που απευθύνονται όχι πια στον Χερέδια, για τον οποίο η Κάρμεν τις προώρισε, αλλά στην απιστήσασαν ωραία Ελένη του:
Χωρίς αγάπη αχ! πώς να ζήσω
Φίλησέ με σαν πρώτα κι ας ξυψυχήσω…
Όπως κι αν έχη το πράγμα, ένα είναι το γεγονός: Ότι όλοι, μικροί και μεγάλοι αντιπρόσωποι και των δύο φύλων έχουν ξετρελλαθή, για να μην ειπώ αφηνιάσει, με την Κάρμεν και τα τραγούδια της.
Πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς, οι μάλλον ξενομανείς και γλωσσομαθέστεροι, καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να αποδώσουν τους στίχους στο πρωτότυπο Ισπανικό κείμενο, που αν τους ακούση κανείς δεν θα μπορέση να διακρίνη αν πρόκειται για Ισπανικά ή …κορακίστικα.
Πόρτον κούρπα κουρπίτα για τέγκο κ.λπ.
Τέτοιο κρούσμα Καρμενομανίας, ας την πούμε, είχε καιρό να παρουσιαστή ή αν θυμάμαι καλά δεν ξανάχε παρατηρηθή ύστερα απ’ την επιδημία της πολυθρυλήτου πάλι Ραμόνας, που απήλαυσε την τιμή να γίνη και νούμερο θεατρικής επιθεωρήσεως, αφού και οι κουλουρτζήδες ακόμη διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους κατά παράφρασι επάνω στις νότες του τραγουδιού της.
Να’ ναι άραγε ενθουσιασμός οφειλόμενος στην τσαχπινιά της δημοφιλούς Ιμπέριο Αρζεντίνας που απέδωσε την Κάρμεν ή εκδήλωση συμπαθείας προς τον ατυχή πάντα ήρωα Χερέδιο;
Κι αν η Ραμόνα ευτύχησε να τιμηθή μόνο απ’ την πέννα του επιθεωρησιογράφου , τι πρέπει να γίνη για την Ιμπέριο χάριν της οποίας και μάντρες κινηματογράφων γκρεμίζονται και προγράμματα προβολών «κατά γενικήν απαίτησιν» μεταβάλλονται για να προσφερθή η γοητεία της στην ικανοποίησι του φιλοθεάμονος κοινού;
Ύστερα απ’ αυτές τις εκδηλώσεις ας τολμήση να ισχυρισθή κανείς πως η έκρηξι του πολέμου κι ο σάλος μέσα στον οποίο παλεύει η μισή σχεδόν Ευρώπη, επηρέασε τη διάθεσι των κινηματογραφοφίλων και μουσικοφίλων Πειραιωτών.
Προς το παρόν τουλάχιστον, οι αναλαμπές των εκπυρσοκροτούντων κανονιών που φτάνουν μέχρι την όρασι της φαντασίας μας και οι χείμαρροι των καθημερινών ειδήσεων που αφήνουν στον καθένα μας να υπολογίση τον αριθμό των νεανικών κορμιών που χάνονται, δεν αρκούν για να εμποδίσουν την εκδήλωσι της μουσικοφιλίας μας.
Ίσως το πείτε αυτό ασυνειδησία.

[«Θάρρος» Πειραιώς 2/10/ 1939]

3 «Μου αρέσει»

«Όργανον αντί οργάνου»
Μουσόληπτος κάτοικος του Πειραιώς ετραυμάτισε σοβαρώς δια μουσικού οργάνου εις την κεφαλήν τον μεθ’ ου συνδιασκέδαζε, διότι ο δεύτερος, εμπλησθείς πνεύματος Απολλωνείου, επέμενε να ερμηνεύση τας υψηλάς εμπνεύσεις του δια του γνωστού αβροχόρδου οργάνου μπουζουκίου.
Να εθεώρει, άραγε, ο πρώτος ότι ο φίλος του αδεξίως εχειρίζετο το μπουζούκιον;
Εν τοιαύτη περιπτώσει, αν αι περί σχετικών κυρώσεων αντιλήψεις του εγενικεύοντο, μέγα πλήθος αβρών δεσποινίδων που κακομεταχειρίζονται το πιάνο, προς απόγνωσιν των συνοίκων και των γειτόνων, να έφερε συνεχώς κεφαλοδέσμους. Ή μήπως εθεώρει ότι η μπουζουκομυσταγωγία ετελείτο ακαίρως;
Εν πάση περιπτώσει, ο παρά τας αντιρρήσεις του τολμήσας να κρούση το έγχορδον όργανον, αντελήφθη ότι ο φίλος του εγνώριζε καλώς τον χειρισμόν των σιδηρών οργάνων.

[Από την εφημερίδα «Πρωία», 13/10/ 1938]

4 «Μου αρέσει»

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ
ΕΙΣ ΤΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΩΝ

Ενώ ο Τάσος σιγανοτραγουδάει στη φυλακή.

Όχι που είμαστε και μεις «λεβέντες». Αλλά έτσι – πάντα άνθρωποι είμαστε – κι έτυχε να περάσωμε μια μέρα από την περίφημη «Παληά». Εξάλλου η επίσκεψίς μας – τουλάχιστον αυτή τη φορά – έγινε «εντεύθεν» των κιγκλίδων και έτσι οπωσδήποτε δεν υπήρχε λόγος να διεκδικήσωμε τον τίτλο του «λεβέντη». Αλλά, καθώς επλησίαζεν η ώρα να κτυπήση το καμπανάκι - αχ! αυτό το καμπανάκι που ξαναφέρνει τη μελαγχολική σιωπή, εκάνατε ποτέ σας φυλακή; - άκουσα το βραχνό αποτελείωμα του τραγουδιού:

Ήρθανε οι πολιτσμάνοι
και μας βρήκανε χαρμάνι…
Τα μαρκούτσια μάς επήραν
τον τεκέ μας τον εκλείσαν…

Και ένα γλυκό σφύριγμα επανέλαβε τον ήχο της στροφής χωρίς λόγια.
Μα η φωνή όσο και το τραγούδι μού ήσαν γνωστά. Τα ήξερα και τα δυο. Πού; Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Και γι’ αυτό επλησίασα το αντικρυνό κιγκλίδωμα απ’ όπου ερχόταν το παράπονο… Στην αρχή παρ’ ολίγο να μην τον γνωρίσω. Πώς είχεν αλλάξει! Τα μαλλιά του που ήσαν πάντα καλοχωρισμένα απ’ τα αριστερά, έπεφταν τώρα άτακτα μπροστά στα μάτια του. Το χρώμα του είχε γίνει ακόμη πιο ωχρό απ’ ό,τι ήταν. Τα άλλοτα αεικίνητα μάτια του είχαν χάσει την λάμψι εκείνη που είχαν και απλανή και σκοτεινά εβυθίζοντο στις κόγχες των.
Αν δεν μού μιλούσε δεν θα τον καταλάβαινα:
-Ρε δάσκαλε, τον βρήκες τον χαλκά της γης; αντήχησεν η καθαρή φωνή του που δεν κατώρθωσαν να την «σκουριάνουν» εκατοντάδες «τσιγαρλίκια» και «λουλάδες» - όπως την είχα ακούσει κι άλλοτε, τότε που οι δουλειές επήγαιναν καλά κι οι πολιτσμάνοι δεν είχαν κλείσει τον τεκέ. Γιατί κατά το μυαλό του Τάσου του Κουσκούση - αυτουνού που είχε τον τεκέ κάτω κει στον Αη – Γιώργη – το μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχολεί τη διανόησι σήμερα, από τον καθηγητή Πανεπιστημίου ως τον τελευταίο φοιτητή, περνώντας από τους δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους κ.λπ., είνε να βρεθεί ο «χαλκάς της γης». Γι’ αυτό σκύβουν ώρες στα χαρτιά επάνω, γι’ αυτό καταναλίσκουν οκάδες μελάνι, όλοι αυτοί οι «αθρώποι της κουκουβάγιας».
Το καμπανάκι όμως εκτύπησεν αλύπητα. Εκατοντάδες χέρια διεσταυρώθησαν για τελευταία φορά στα σίδερα της φυλακής, δάκρυα εκύλησαν και ματιές βυθίστηκαν η μια στην άλλη ως σε σημείο να συγχισθούν και να γίνουν ένα. Με το κύμα των επισκεπτών βρέθηκα και γω έξω από τη βαρειά πόρτα που έκλεισε με ξηρό κρότο…

Πάνε χρόνια τώρα που τον γνώρισα. Σε ένα απόμερο δρομάκο των Αθηνών, κατά το Παλαιό Νεκροταφείο, ένα χαμηλό και άσημο καφενεδάκι κρατούσε τη μια γωνιά του σταυροδρομιού. Για τον «αμύητο» διαβάτη δεν επρόδιδε τίποτε το εξαιρετικό. Μια πάντα φρεσκομπογιατισμένη επιγραφή στον επάνω τοίχο έλεγε: «Καφενείον το Κλουπ». Κι’ από κάτω, πότε είχε και πότε δεν είχε το όνομα του ιδιοκτήτη. Αυτό εξηρτάτο από τις περιστάσεις, όπως άλλως τε και τι όνομα θάμπαινε. Λίγες καρέκλες, ένας φτωχός μπουφές και δυο καθρέφτες – όλα όμως καθαρά. Την επίπλωσι συνεπλήρωνε ένας … «πίνακας» ζωγραφικής: πάνω σε μια γαλήνια, φεγγαρόλουστη θάλασσα απλωνόταν μετέωρη, χωρίς να στηρίζεται από πουθενά μια θαλασσιά κορδέλλα και πάνω σ’ αυτή ένα κορίτσι καθισμένο δεν κατώρθωνε να πάρη την έκφραση που ήθελε να της δώση ο … «καλλιτέχνης» της και που την διατύπωνε στην επιγραφή: «Ρεμβασμοί παρθένου!»…
Ένα γραμμόφωνο διασκέδαζε τους θαμώνες. Και κάπου κάπου το «ξεκούραζεν» ένα μπαγλαμαδάκι, που το βαρούσεν ένας τσιμπλιάρης. Όμως στη γειτονιά όλοι ήξεραν τι κρύβεται πίσω από το «αθώο» αυτό καφενεδάκι. Το ήξεραν τόσο καλά, όσο και οι ίδιοι οι θαμώνες του. Ήξεραν πού βγάζει αυτό το μυστικό παραθυράκι από βάθος δεξιά του καφενείου…Το ήξερα κι εγώ. Γιατί παρακολουθώντας από την απέναντι πόρτα του σπιτιού μου έβλεπα να μπαίνη μυρμηκιά ολόκληρη στο καφενείο. Κι όταν πλησίαζα, τάχα για να πιω ένα καφέ, το καφενείο …ήταν άδειο! Είχαν όλοι περάσει από το μικρό παραθυράκι στο συνεχόμενο σπίτι – στον τεκέ.
Ήταν ένας κόσμος ολόκληρος. Ένας υπόκοσμος, μάλλον. Με τα ήθη, με τα έθιμά του, με την τιμή του, με τους κανόνας που ερρύθμιζαν τις σχέσεις των μελών του. Ένας κόσμος που συναθροιζόταν εκεί και παρεδίδετο στη νάρκη, στα φευγαλέα όνειρα του «λουλά» και της «τσίκας». Τι κι αν ο νόμος το απαγορεύη; Τα κλειστά παράθυρα που συγκρατούσαν μέσα στο δωμάτιο τους καπνούς του τρομερού δηλητηρίου με τη μυρουδιά λιβανιού, δεν ήσαν τα μόνα που προφύλασσαν τους ηδονιζομένους από τα περίεργα μάτια του νόμου…
Εμπιστοσύνη; Όση θέλετε. Ο Τάσος με το πλούσιο μουστάκι το κτενισμένο προς τα κάτω, είχε πάντα ανάγκη από κάποιο «γραμματιζούμενο». Γιατί ήταν ολόκληρος επιχειρηματίας. Οι υποθέσεις του απλωνόταν σ’ όλη την Ελλάδα και πέρα απ’ αυτή. Στη Μαρσίλια, στην Αλεξάνδρεια πάντα θα υπήρχε κάποιος με τον οποίο «νταραβεριζόταν» και στον οποίο έπρεπε να γράφη. Μα προ παντός η εμπιστοσύνη του βασιζόταν στην εχεμύθειά μου. Κι έτσι είδα… Τι; Δεν είνε εύκολο ούτε με μιας να το πω ούτε και όλα όσα είδα να τα περιγράψω. Μα ένα δυο επεισόδια, αρκούν για να σας μπάσουν στα μυστήρια του υποκόσμου αυτού.
Μισή ώρα πριν «γυρίση» η νύχτα. Καθώς ανοίγει η πόρτα του δωματίου με λούζει μια μυρουδιά λιβανιού και θαρρώ πως βρίσκομαι σε νεκροταφείο. Η ιεροτελεστία έχει φαίνεται αρχίσει προ πολλού γιατί η ατμόσφαιρα είνε γεμάτη καπνούς. Καμιά δεκαριά άνθρωποι κάθονται χάμω, σχηματίζοντας κύκλο. Ένας ξαπλωμένος, άλλος μισοξαπλωμένος κι όλοι τους βαρείς, νυσταλέοι, με κατακόκκινα μάτια, κάτι μάτια μικρούτσικα, τόσα δα, κατατσακισμένα, αναπνέουν βαθειά. Όλοι γνωστοί τύποι, θαμώνες του «Κλουπ». Μια μικρή ταραχή στην εμφάνισί μου, καθησυχάστηκαν αμέσως από ένα «εν τάξει» που «αμόλυσεν» ο Τάσος ενώ μού υπέδειχνε να καθίσω κι εγώ.
Στη μέση ένας ναργιλές με τρία μαρκούτσια τα οποία εδέχοντο αλληλοδιαδόχως τα δέκα στόματα. Ένα πιάτο γλυκά, εχρησίμευε για τον οργανισμό των ανθρώπων αυτών, όπως το λίπος στη μηχανή.
-Γρρρ…γρρρ…γρρ……… το ρυθμικό γουργούρισμα του «λουλά» συνώδευε το μπαγλαμά του Μήτσου του Γλαστράκια, σιγοντάροντας συγχρόνως τον ξεψυχισμένο ήχο της βραχνής φωνής του Νίκου του Ωμορφονηού.

Αχώριστα συντρο
συντρόφια μας
η κάμα και η
τσίκα…
η μια σκοτω
σκοτώνει τον οχτρό
κι η άλλη τρώ
ει την πίκρα…

Αλλά το χασίς είνε δηλητήριο. Εξάπτει τη φαντασία, διεγείρει τα νεύρα. Η «παρεξήγησι» είνε το συχνότερο αποτέλεσμα που δεν άργησε να δημιουργηθή και στην περίπτωσι του οργανοπαίκτου και του τραγουδιστή. Με μιας τινάχτηκαν και οι δυο επάνω και στο φως της λάμπας άστραψαν οι λεπίδες δυο καμών. Από τους «άλλους» κανένας δεν κινήθηκε. Λες και την ώρα τούτη που πλησίαζε το τέλος του ενός από τους συμπλεκομένους, δεν συνέβαινε τίποτε. Από ένστικτο, πετάχτηκα κι γώ επάνω με διαθέσεις να επέμβω προς ματαίωσιν του κακού. Αμέσως όμως δυο χέρια με ανάγκασαν να καθίσω πάλι:
-Α, δάσκαλε, κάτσε χάμω. Ας τα παιδιά να εξηγηθούν!
Η «εξήγησις» ήταν δυο μαχαιριές στην πλάτη του Γλαστράκια. Όμως ο νόμος είνε νόμος. Και σύμφωνα μ’ αυτόν, όταν δυο «ντερβισάδες» έχουν διαφορές, όταν «ξηγιούνται», κανείς δεν παρεμβαίνει. Το νόμο αυτό τον τηρούν οι πιστοί κατά γράμμα. Γι’ αυτό και ενώ ο Γλαστράκιας άφηνε μουγγούς μυκηθμούς από τον πόνο του, ο Γιάννης ο Κεκές (έτσι τον έλεγαν γιατί εψεύδιζε) έλεγε σκαλίζοντας το λουλά:
-Έ-ε-ένα κα-κα-κάρβουνο, Τάσο!

Μια άλλη καλοκαιρινή βραδυά, ενώ το γραμμόφωνο του «Κλουμπ» έπαιζε το «Κουκλάκι μου», και η κίνησις ήτο ζωηρή στο καφενείο, εσταμάτησε στην πόρτα μια κλειστή λιμουζίνα. Οι επιβαίνοντες διέταξαν δυο ούζα.
-Θέλετε και μεζέ; Ερώτησεν ο Τάσος.
Και αφού έλαβε καταφατική απάντησι, επέστρεψε σε λίγο με ένα δίσκο επί του οποίου ευρίσκοντο 4 ποτήρια ούζο και δυο καρύδια. Οι επιβάται τα ήπιαν χωρίς να ξεμυτίσουν, επήραν τα καρύδια κι ύστερα είδα να πέφτη στο δίσκο ένα χαρτί. Κι ενώ ο σωφέρ «έβαζε μπρος», η φωνή του Τάσου εσκέπασε τη βοή που ανεδύετο από τις σιγοκουβέντες που έκαναν οι διάφορες παρέες στα τραπεζάκια.
-Γεια χαρά!
Σε λίγο ο Τάσος, με την απεριόριστη εμπιστοσύνη του, μού απεκάλυπτε το μυστικό. Ήταν ο κ.Χ…(και μου είπε ένα γνωστότατο αριστοκρατικό όνομα). Όσο για το «μεζέ», αυτός είχε τακτοποιηθεί από προηγουμένως, αφού τα καρύδια δεν ήσαν τέτοια παρά μόνον όσον αφορά το φλοιό. Γιατί το περιεχόμενο είχεν αντικατασταθή με «μαύρο».
Έτσι περνούσεν η ζωή. Λεπτά «άμμος». Κάθε βράδυ ο Νώντας ο σωφέρ, ο αγαπητικός της Μαρίας της χήρας, ήξερε πως έπρεπε νάρθη να πάη τα παιδιά «μια βόλτα ως το Φάληρο». Ο ράφτης δεν πρόφτανε να ράβη όλο και καινούρια «τζογιέ». Ως που ήρθε και η περίοδος των «ισχνών αγελάδων».
Μυστήριο το γιατί έκαμε την εμφάνισί της η αστυνομία. Οπωσδήποτε όμως μια βραδυά η γειτονιά αναστατώθηκεν από τους πυροβολισμούς. Ο «μπλόκος» είχε πιάσει «σκαστό» τον Τάσο την ώρα που παράδινε κάτι «γραμμάρια» στη γρηά Τσαρούχαινα, που λεν πως ήταν επίτηδες «βαλτή». Μα ο Τάσος δεν παραδινόταν τόσο εύκολα και τράβηξε πιστόλι. Στο τέλος αναγκάστηκε να υποκύψη. Παραδόθηκε στους πολλούς μα δεν μίλησε.
-Πού είναι το «πράμα»; Ρώτησεν ο επικεφαλής συνοδεύων την ερώτησί του με ένα ισχυρό μπάτσο.
-Τι λε… ρε ; ήταν η απάντησι.
Ένας αστυφύλακας όμως θέλησε να πιη κρύο νερό. Κι άρχισε να τραβά το «μάγγανο» του πηγαδιού… Αντί όμως για νερό, ήρθε στην επιφάνεια μια ογκώδης στάμνα. Και τι δεν βγήκε από κει μέσα… Χασίς, ηρωίνη, κοκαΐνη, μορφίνη…
Και τέλος ο Τάσος περιμένοντας να περάσουν τα 3 ½ χρόνια του, σιγοτραγουδεί κάθε βράδυ στην «Παληά»:

«τα μαρκούτσια μάς επήραν
τον τεκέ μας τον εκλείσαν»
Α/Ν

[Βραδυνή, 25/8/1931]

2 «Μου αρέσει»