Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

22 posts were merged into an existing topic: “Κουκλάκι” (Τούντας): δρόμοι

Άνθιμε, αν με το καλό σμίξουμε κάποια φορά, οφείλω τσίπουρο…

1 «Μου αρέσει»

Ξεροσφύρι δεν πίνω ποτέ…οπότε βάλε και κάνα μεζεδάκι…να σε παιξοτραγουδήσω και το “Μπαρμπεράκι” όπως δεν τόχεις ξανακούσει (και ίσως όπως δεν θάθελες να το ξανακούσεις!) :dizzy_face:

Όλο και καλύτερο γίνεται…

Στο πνεύμα των ημερών.

Το 1931, το Κομιτάτο της Αποκριάς είχε την ιδέα να αναβιώσει την παλιά αθηναϊκή αποκριά, όπως γιορταζόταν πριν έρθουν εξ Εσπερίας τα άρματα και οι μασκαράτες.
Στην Παλιά Αθήνα, στις γειτονιές του Ψυρή και της Πλάκας, ξαναζωντανεύει η αποκριά του παλιού καιρού με φουστανέλες, σουραύλια, πίπιζες, ζουνάρια και φέσια καπετανέικα, λυχνάρια αθηνέικα με τα πέντε φιτίλια, με στολισμένες ταβέρνες να συναγωνίζονται ποια θα είναι η καλύτερη, με γιορτινά σπίτια αρματωμένα με χράμια, στρωσίδια του αργαλειού κι όλα τα προικιά, με κεράσματα στους μασκαράδες, τους μακαντάσηδες, τους γλεντοκόπους, με το γαϊτανάκι, την γκαμήλα, το αλογάκι, τα ρόπαλα, με θίασους φασουλήδων, με τον ποιητή του κάρου και τις μουσικές του Δήμου και της Φρουράς.
Το Κομιτάτο της Αποκριάς που διοργανώνει τη μεγάλη γιορτή είναι μια μεικτή επιτροπή από τον Οργανισμό Τουρισμού, με διευθυντή τον Κοκό Μελά και τμηματάρχη τον Στέλιο Χιλιαδάκη, από τον Δήμο Αθηναίων –δήμαρχος τότε ο Σπύρος Μερκούρης–, από δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και από κατοίκους της Πλάκας και του Ψυρή. Για να δώσει κίνητρο, προκηρύσσει χρηματικά βραβεία και επαίνους.
Συναγερμός στην Πλάκα και στου Ψυρή, που για δυο μέρες ξαναζωντανεύουν τα παλιά μεγαλεία, τα παλιά ζέφκια, οι παλιοί καημοί, οι παλιοί τύποι και τα παλιά αθηναϊκά τραγούδια.
Τι ρετσίνα κεχριμπάρι,
ταβερνιάρη, ταβερνιάρη,
βάλε μας να φύγ’ η έννοια
από την κεχριμπαρένια.
Συναγερμός στις παρέες. Μαζεύονται στα στέκια και αρχίζουν τις πρόβες. Πρόβες κάνουν και οι χορωδίες που θέλουν να διεκδικήσουν βραβείο.
Αν παρήλθον εκείνοι οι χρόνοι
των ερώτων φαιδρά εποχή
δεν παρήλθον και όμως οι πόνοι
των βελών σου, αγνώμων ψυχή.
Συναγερμός στις ταβέρνες. Καθαριότητα, στόλισμα, προετοιμασίες.
Ταβέρνες, καφενεία και μαγειριά στολίζονται με κιλίμια, φλοκάτες και παλιά αθηνέικα ταγάρια, τσότρες, τσίτσες και φλασκιά, γλόμπους, σημαιούλες και πολύχρωμα χαρτιά. Στα τραπέζια λαδολύχναρα και τα μεγάλα αθηναϊκά λυχνάρια με τα πέντε φιτίλια και στους τοίχους κρεμιούνται φοινικόκλαδα, καριοφίλια, κουμπούρια, σπαθιά, γιαταγάνια και μαυρομάνικα μαχαίρια σταυρωτά, φέσια κόκκινα με μακριά φούντα και οι εικόνες των ηρώων του Ψυρή και των τύπων της Πλάκας. Κάποιοι μερακλήδες ταβερνιάρηδες προμηθεύονται πιάτα και ποτήρια πήλινα (χωμάτινα, όπως τα έλεγαν) και αντί για μαχαίρια έχουν σουγιάδες κολοκοτρωνέικους. Από τα πατάρια κρεμιούνται ρόδια και μήλα και στο δάπεδο απλώνεται ένα παχύ χαλί από σκίνα και σμυρτιές, που όταν πατιέται αναδίνει μοσχοβολιά. Άλλες ταβέρνες πάλι είναι στρωμένες με… περσικό χαλί από ροκανίδια.
Για τις ανάγκες έχουν μεταμορφωθεί σε ταβέρνες και άλλα μαγαζιά, όπως το ποδηλατάδικο του Σταύρακα Χατζηλάκου στην πλατεία του Ψυρή, που έγινε «Ταβέρνα των Ηρώων» και καλωσορίζει τους γλετζέδες με την επιγραφή:
Ταβέρνα Ηρώων
κρασί κοκκινέλι,
μεζέδες άφθονοι,
πιπέρι τίμιο.
(Το πιπέρι είναι τίμιο «ένεκα που είναι το μαγαζί στην πλατεία Ηρώων»)
Πιο μέσα κρέμεται μια άλλη επιγραφή «Φίλοι μου, αν μ’ αγαπάτε, βερεσέ μη μου ζητάτε». Σε άλλη ταβέρνα είναι γραμμένο με κιμωλία πάνω στο βαρέλι: «Απαγορέβετε η είσοδος εις τους φέροντας φράκο ή ζμόκιν», ενώ κάποια άλλη ενημερώνει: «Εξαιρετικώς σήμερον ο βερεσές αναβάλλεται».
Δεν υπάρχει μαγαζί για μαγαζί που να μην έχει ταβερνοποιηθεί. Κουρεία, γαλακτοπωλεία, καφενεία, τσαγκάρικα, ένα αυγοπωλείο και ένα πεταλωτήριο.
Οι ταβερνόβιοι της Πλάκας και του Ψυρή θα ανεχτούν σιωπηλά τη βεβήλωση. Μπόρα είναι, θα περάσει. Γιατί και ζμόκιν θα κάνουν την εμφάνισή τους και μονόκλ και γαλλικά θ’ ακουστούν «Ον μπουά ντι ρεζινέ, μα σερ» από τους σαχλέ ολέ που πίνουν τη ρεζινέ κομμένη με σόδα. Εκεί που ίσαμε χτες έπινε ένας μονάχος του σήμερα στριμώχνονται πενήντα. Από το αποκριάτικο γλέντι θα λείπει ο μερακλωμένος που περιφρονεί την πλάση όλη και τα έγκατα της γης, που μπορεί πάνω στο ντέρτι του «να τραβήξει τον χαλκά της γης ν’ αναποδογυρίσει το σύμπαν», ο ασίκης με το ζωνάρι, το παλικάρι κι ο γεροντόμαγκας. Αυτοί θα εμφανιστούν σε σαράντα οχτώ ώρες που θα ’χει περάσει η φουρτούνα.
Οι μεζέδες είναι ελιές θρούμπες, που οι παλιοί τις λέγανε βελάνια, στουμπιστές μπεκάτσες (δηλαδή στουμπιστά κρεμμύδια που ήταν έδεσμα των φτωχών κρασοπατέρων), μαρίδες του Φαλήρου και μπακαλιαράκια στο τηγάνι, σπιτικό ψωμί σταρένιο, σουβλιστό αρνί, κοκορέτσι και λουκάνικα. Μαζί με την κνίσσα από τη σούβλα και το τηγάνι ανακατεύονται στον αέρα ήχοι από σουραύλια, νταούλια, πίπιζες, ζουρνάδες, κλαρίνα, φλογέρες, τουμπελέκια, λατέρνες, μπουζούκια, κιθάρες, μαντολίνα και κουδούνια κομπλέ, δηλαδή χορωδίες πρίμο, τενόρο, σεκόντο, βαρύτονο και μπάσο που λένε παλιά αθηνέικα τραγούδια.
Αχ για θυμήσου και για πες
πόσες με γέλασες βραδιές
και μες στα ξημερώματα
φωνές και μαχαιρώματα.
Η παρέα του Νικολάκη του Κοβαρδίγκα ή Βούπα-Βούπα ή Τζίρου ή Ριγολέτου ή Νεφροκαρδιολαυράγκα είναι ποτισμένη με αγάπη για το παλιό αθηναϊκό τραγούδι και με ρετσίνα απ’ όλα τα βαρέλια της Αθήνας. Μαζί με τον Βούπα-Βούπα, που είναι μπάσος σαν μπασαβιόλα, είναι ο Βασιλάκης ο Κοκολάκης ή Κεφάλας ή Κουμπαροβασίλης, ο Κώστας Χριστοδούλου ή Λάρισας, ο Μαντράκας κι ο Γιαμπανάς, ο Μασώνος, ο Λαγοβάρδος, ο Γεωργακόπουλος, ο Φώσκολος, οι Γραμματικόπουλοι κι ο Μωραΐτης. Χρυσά λαρύγγια που ξέρουν να πίνουν και να τραγουδάνε. Κι όταν λένε την Αυγούλα του Παριζίνη, ο χρόνος γυρνάει πίσω στα παλιά.
Χαράζ’ η αυγούλα,
ξυπνούνε τα πουλιά
κι εμείς με τη δροσούλα
ας πιάσουμε δουλειά.
Το κρασί ρέει άφθονο, ρετσίνα και κοκκινέλι, όπως τον παλιό καιρό που οι κρασοπατέρες σταμάταγαν το πιόμα το χάραμα, όταν εμφανιζόταν ο σαλεπιτζής.
Από το γιοματάρι
φέρνε, παιδί, και κέρνα.
Βαράτε τη λατέρνα,
κάθε καημός και πόνος
ας τυλιχτεί κι ας σβήσει,
με τους καημούς αντάμα
και της ψυχής το κλάμα
μες στο ποτήρι ας σβήσει
Οι τζαζ μπαντ και το φοξ εκτοπίζονται για λίγο από τον Χαραλάμπη:
Έλα, βρε Χαραλάμπη,
να σε παντρέψουμε,
να φάμε και να πιούμε
και να χορέψουμε.
— Δεν την παίρνω.
— Θα την πάρεις.
— Άλλα λόγια πέστε, βρε παιδιά,
τι καμώματα είναι τούτα
με το ζόρι παντρειά.
Μαζί με όλα τα παλιά, ξαναζούν και οι παλιές τιμές. Η ρετσίνα 40 λεπτά η οκά, το κοκορέτσι ζεστό και καθαρό μια δεκάρα το κομμάτι, η φασουλάδα 15 λεπτά και οι τηγανισμένες μαρίδες του Φαλήρου 20 λεπτά η μερίδα.
— Μια δεκάρα κι έμπα του!
Βέβαια οι ταβερνιάρηδες, επαγγελματίες και αυτοσχέδιοι, πληρώνονται σε δραχμές, αλλά αυτή η επαναφορά της μπακίρας, της παλιάς δεκάρας, χύνει βάλσαμο στις ψυχές των νοσταλγών, των παλιών Αθηναίων, των Γκάγκαρων.
Οι αυλές των σπιτιών καθαρές, στολισμένες και φωτισμένες δέχονται παρέες μασκαρεμένων, γνωστών και άγνωστων, γανωμένων όπως γινόταν παλιά, και οι νοικοκυρές τους κερνάνε. Στα μπαλκόνια, στα χαγιάτια και στις αυλές απλώνονται κιλίμια, χράμια, κεντημένα στρωσίδια, μπατανίες, κουβέρτες, λαχούρια, κοντογούνια, σημαίες, σημαιούλες, βεντάλιες και επιγραφές που χαιρετούν τους διαβάτες. Στα καλάθια λουλούδια, χαρτοπόλεμος και σερπαντίνες. Οι νοικυραίοι ντύνονται τα καλά τους και οι γυναίκες του σπιτιού παραδοσιακές φορεσιές.
Στους δρόμους και στις ταβέρνες του Ψυρή και της Πλάκας επικρατεί το αδιαχώρητο. Γέλια, φωνές, σκουντήματα, πειράγματα, τραγούδια, σερπαντίνες, πανζουρλισμός. Κι ανάμεσα στους γλεντοκόπους ο Πορφύρας, ο Καμπούρογλου, ο Τίμος Μωραϊτίνης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Αιμίλιος Βεάκης κι άλλοι γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Περνάνε οι πουλητάδες του παλιού καιρού. Ο σαπουνάς που διαλαλούσε «σαπούνι σκούρο δυο δεκάρες την οκά», ο καρεκλάς «Ποιος έχει καρέκλες για φτιάξιμο», ο γιαουρτάς, ο γανωτής ή ο μανάβης, που τον καιρό των σταφυλιών διαλαλούσε στη διαπασών:
Πάρτε γλυκό σαββατιανό
ξανθό κεχριμπαράτο,
που κάνει το καλό κρασί
και τ’ άσπρο ρετσινάτο.
Και την εποχή των σύκων φώναζε:
Έχω και σύκα, έχω και σύκα
*που στάζουν ομορφιά και γλύκα, *
σαν τα δικά σου σύκα, τα μαντουλάρικα.
Ένας ντελάλης με κουδούνι –η ζωντανή εφημερίδα του παλιού καιρού– περνάει και διαλαλεί ποιες ταβέρνες έχουν καλό κρασί και καλό μεζέ, σε ποιες γωνίες θ’ αναφτούν ρετσινοφωτιές, όπως γινότανε παλιά στα πανηγύρια, και πού θα καούν πυροτεχνήματα αργά τη νύχτα.
Ένας γέρος φοράει φουστανέλα, φράκο και ζωνάρι και λέει πως έτσι κατάντησε και η Αθήνα. Παραδίπλα ένας αυτοσχέδιος στιχοπλόκος με κουστούμι παλιού άρχοντα απαγγέλει και καταχειροκροτείται:
Πού ’ν’ η Αθήνα η παλιά
με τ’ όμορφο το δείλι;
Πού ’ν’ η κοπέλα η αγνή
με τ’ άβαφα τα χείλη;
Πού ’ναι, μωρέ, ο ανδρισμός
και οι παλληκαράδες;
Πού ’ναι κι οι φουστανέλες μας,
πού ’ναι οι ντουλαμάδες;
Πού ’ναι στα γλέντια τα παιδιά
κείνα τα ντερμπεντέρικα,
που δεν φοράγανε κορσέ
και κάλτσ’ απ’ την Αμέρικα;
Οι μαχαιριές, οι κουμπουριές
κι ο Γέρος να ορίζει;
Πού ’ν’ τα μωρέ, Πού ’ν’ τα όλ’ αυτά;
Η μόδα τα ’κανε κλεφτά
και τώρα βάλ’ του ρίγανη
κι ακόμα βράσε ρύζι.
Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα ξεχωρίζουν οι μασκαράδες. Γενοβέφες, ιππότες, πιερότοι, κολομπίνες… Ένας Πλακιώτης έχει ντυθεί κακούργα πεθερά. Είναι πρόσφατο το άγριο φονικό του Αθανασόπουλου από την πεθερά του Άρτεμη Κάστρου. Ο Πλακιώτης ανακηρύσσεται Αρτε-Μις Πεθερά 1931.
Περνάνε παρέες μασκαρεμένων με λογιών λογιών στολές. Πρόγκα και άγριο σφύριγμα από τους άλλους:
— Σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε!
Κάποιες παρέες φωνάζοντας τις παλιές αποκριάτικες κραυγές «Αούα» και «Αέρα» κάνουν έφοδο, καταλαμβάνουν τραπεζάκια σε ταβέρνες και εκδίδουν πολεμικό ανακοινωθέν. «Συνοικία Ψυρή κρασοκρατείται».
Ο ποιητής του κάρου, μια φιγούρα με πολλά γένια, πολλά μαλλιά και μεγάλη γραβάτα, απαγγέλει τους σατιρικούς στίχους του κι κόσμος στριμώχνεται γύρω από το κάρο για ν’ ακούσει:
Κι η παλιά εφημερίδα
που ’χε χίλιες δυο ειδήσεις,
μα και δεκαέξι φύλλα
που μπορούσες να σαστίσεις.
Με μια μόνη πενταρίτσα
είχες τέλειο ραβαΐσι.
Διάβαζες όλη τη μέρα
κι έκανες και άλλη χρήση.
Ο ποιητής του κάρου είναι φόρος τιμής στον Παναγιώτη Θεοδοσίου, έναν αμίμητο τύπο της παλιάς Αθήνας, που όταν πέρναγε με τον αραμπά και την κωμική συνοδεία του, οι νοικοκυρές, οι καταστηματάρχες, οι υπηρέτριες και τα παραπαίδια, όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους για ν’ απολαύσουν το θέαμα. Και πίσω από τον αραμπά έτρεχαν οι γαβριάδες. Ο Θεοδοσίου δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν κέφι. Οι στίχοι του κάρου που απήγγελε με ιδιόρρυθμες κινήσεις σκόρπιζαν ευθυμία σε όλη την πόλη και σατίριζαν αμίμητα τους πολιτικούς, τα γεγονότα, τα σκάνδαλα.
Στην προμετωπίδα του Μικρού Ρωμιού, της σατιρικής εφημερίδας που εξέδιδε, και στον αραμπά του κατείχε πρώτη θέση το καυστικό δίστιχο:
Γραφεία μας εις την οδόν Θεσσαλονίκης
μόνιμον έδραν βουρκαριών,
της σκόνης και της φρίκης.
Τον ποιητή του κάρου τώρα ερμηνεύουν δύο ηθοποιοί, ο Ρέντζος στην Πλάκα και ο Κυριακός στου Ψυρή, και απαγγέλουν στίχους που γράφτηκαν ειδικά για την περίσταση από τον Γεώργιο Πωπ, Νικόλαο Λάσκαρη, Τίμο Μωραϊτίνη και άλλους.
Βλέπω τριγύρω αρχόντισσες
και μες σ’ αυτές μια βλάμισσα
στολίδια στα μπαλκόνια σας
και μπαλωμένα υποκάμισα.
Δεν βλέπω όμως φιλόσοφους
Πλακιώτες Σοπενάουερ
κι ασβέστη κατακάθαρο
κι ολόλευκο στους δρόμους.
Ούτε και κλεφτοφάναρα.
Τα ηλεκτρικά της Πάουερ
κι αυτά τ’ αντικατέστησαν
που μέλλουν για ν’ ανοίγει, φευ,
η Ούλεν υπονόμους.
Οι Αθηναίοι πληρώνουν στην Πάουερ περισσότερο ρεύμα απ’ όσο καταναλώνουν και διαμαρτύρονται για το χαράτσι που τους επιβάλλει να πληρώσουν. Όσο για την Ούλεν; Άλλη πληγή κι αυτή! Ένας αυτοσχέδιος ποιητής διασκευάζει το «Ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ»:
Ένα νερό κυρα-Ουλενιώ
ένα νερό αλμυρό νερό,
ένα νερό αλμυρό νερό,
και τον κακό μας τον καιρό.
—Κι από πούθε κατεβαίνει,
Βαγγελιώ μου παινεμένη;
—Από τον Μαραθώνα βγαίνει
και στον Μαραθώνα μένει.
Εκτός από τον ποιητή του κάρου στην Πλάκα υπάρχει και ο θίασος του κάρου που παίζει την κωμωδία «Από ηθοποιός δικηγόρος».
Στου Ψυρή η καρότσα ενός φορτηγού έχει γίνει σκηνή θεάτρου. Ένας μαύρος κατσαρομάλλης, μια έντονα βαμμένη νέα (που την υποδύεται κάποιος άντρας), και κάμποσοι άλλοι παίζουν κάποιο έργο. Ποιο; Κανείς δεν ξέρει.
— Είναι ο Οθέλος και η Δυσδαιμόνα, φωνάζει κάποιος από το πλήθος.
Οι καρδιές των νοσταλγών χτυπάνε πιο γρήγορα μόλις εμφανίζεται ο Αράπης με την άσπρη σκούφια και την άσπρη ποδιά –μαύρος γνήσιος, καλός, γελαστός, με τον ίδιο ήχο φωνής και τα ίδια αστεία του– και η Γκαμήλα. Η Γκαμήλα υπήρξε το έμβλημα της αθηναϊκής αποκριάς.
Φτιαχνόταν από σαγόνι αλόγου, ξύλα, προβιές και χαλιά. Ήταν η χαρά των πιτσιρικάδων που χώνονταν από κάτω και τη ζωντάνευαν κάνοντάς την να χορεύει, να τρέχει, ν’ αρπάζει τα καπέλα των περαστικών. Ο γκαμηλιέρης τραγουδούσε:
Πορτοκάλι ψάρεψε,
βρε κυρα-νταρντάνα.
Ο πιο γνωστός γκαμηλιέρης ήταν ο Βαγγελάρας από τα Πετράλωνα. Ο Βαγγελάρας πέθανε από το κρασί και ο Τίμος Μωραϊτίνης του έγραψε τον επικήδειο:
Κι ο Βαγγελάρας πέθανε,
κι οι φίλοι του τον κλάψανε
μ’ αληθινό τους δάκρυ.
Μουτζούρη τον επήγανε,
*μουτζούρη τον εθάψανε *
κι εγράψανε στην άκρη:
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς,
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.
Η γειτονιά του Ψυρή όμως με τα σοκάκια και τους στενούς δρόμους δεν έχει την ευρυχωρία της Πλάκας. Κάποιος παραπονιέται:
— Να ’χουμε, αδερφέ, στενότητα χρήματος, καλά. Να έχουμε όμως και στενότητα αποκριάτικου χώρου, πάει πολύ! Δηλαδή, πάει λίγο!
Το γλέντι δίνει και παίρνει στα ταβερνάκια της Πλάκας και του Ψυρή. Είναι ξημερώματα και αντί να λιγοστεύει, δυναμώνει.
— Κερνάτε κι ας μη φέξει!
— Να μην πεθάνει η Αθήνα ποτές!
Στον Μωραΐτη, την υπόγεια ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη στην οδό Αριστοφάνους, σατιρίζουν τα καλλιστεία που έγιναν πρόσφατα και που η εκλογή των διάφορων μις Κοκκινιά, μις Παγκράτι κ.λπ. μέχρι βγει η μις Ελλάς, απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα. Βραβεύουν τη ρετσίνα του Κοντοβαζενίτη «Μις Ρετσίνα» και ύστερα τη βγάζουν «Μις Σταφύλιος» γιατί είναι η πιο αγνή απ’ όλες.
Η παρέα της παμπάλαιας ταβέρνα του Γιαβρούμ στου Ψυρή μοιράστηκε το βραβείο της πιο εύθυμης και καλλίφωνης παρέας, μαζί με την παρέα κάποιας άλλης ταβέρνας.
Μα και η ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις ταβέρνες του Ψυρή. Πήρε μάλιστα και βραβείο για την ομορφιά της. Εκτός από την παλιά τοιχογραφία του Διογένη με το πιθάρι του, ο Κοντοβαζενίτης στόλισε την ταβέρνα του με οπλοθήκες ολόκληρες με καριοφίλια, γιαταγάνια, τσότρες, λυχνάρια, κατέβασε τις φωτογραφίες των διάφορων μις και κρέμασε εικόνες πολιτικών, έβαλε χωμάτινα πιάτα και για μεζέ είχε γουρουνίσια πηχτή.


Τις τελευταίες ώρες της τελευταίας Κυριακής της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς ακουγόταν το δίστιχο:
Μασκαράδες και πολίται,
στις Κολώνες να βρεθείτε!
που προσκαλούσε τους γλεντζέδες να βρεθούν την Καθαρή Δευτέρα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Και τότε μασκαράδες και πολίτες εύχονταν:
Και του χρόνου καλύτερα!


Είχε επιτυχία η αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς; Δεν είχε; Οι εφημερίδες έγραψαν πολλά. Οι περισσότερες δηλαδή, γιατί υπήρξαν κι άλλες που απαξίωσαν το πανηγύρι με τηλεγραφικά κείμενα.
Την καλύτερη αποτίμηση έκανε στη στήλη του ο ανεπανάληπτος Τζογές της Βραδυνής. (*)

Το μνημόσυνο

Λοιπόν. Ξέρετε τι κάνανε χτες και προχτές οι Αθηναίοι στην Πλάκα και στου Ψυρρή; Δεν γιορτάσανε, κύριοι, τις απόκριες, δεν γιορτάσανε τα κάλλη της Πλάκας και του αλησμόνητου Ψυρρή, δεν ξανάζησε η Αθήνα μέσα στης Πλάκας τα στενά και κάτω από τα χαγιάτια. Δεν έγινε τίποτα το χαρμόσυνο. Ό,τι έγινε, έγινε με κλάμα, με πόνο, με παράπονο και πίκρα. Έγινε ένα μνημόσυνο της τεθνεούσης προ χρόνια Παλιάς Αθήνας. Οι καντάδες ήτανε μοιρολόγια και το κρασί που χύθηκε στα στόματά μας ήταν η «παρηγοριά». Το στόλισμα των χαγιατιών και οι χοροί, οι παλιοί οι ελληνικοί, ήτανε τα κόλλυβα. Η επιτροπή του Τουρισμού μας κάλεσε με τις μνημόσυνους προσκλήσεις της να παραστούμε ευαρεστούμενοι στο μνημόσυνο της αείμνηστης Παλιάς Αθήνας μας, την οποία τόσο προώρως επήρε ο χάρος του μοντερνισμού και ο Σπάθης ανέλαβε να μας τονίσει την επιμνημόσυνο δέηση, το «Τραγούδι της Αποκριάς», το οποίο κατασπάραξε την καρδιά μας χάρη στη μελωδία της μουσικής και μας έκανε κι αρρωστήσαμε χάρη στην αρλούμπα των στίχων της, οφειλομένων εις τον εμπνευσμένον μετα-ποιητήν κ. Χιλιαδάκην (!)
Επιμνημοσύνους ψαλμούς έψαλλον πολλοί άλλοι Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων και ο Ψυρριώτης Φλέτα κ. Πέτρος Επιτροπάκης:
Που ’σαι, μικρή Παλιά μου Αθήνα,
που ’χες θεό σου τη ρετσίνα
κι έκρυβε η γλάστρα δυο ματάκια
σαν άστρα
που πέταγαν φωτιές.
Που ’ν’ τα παλιά της Πλάκας κοριτσάκια
που σαν αφήναν το σκολειό,
τα ’βλεπες πίσω από τα κουρτινάκια
να κάθονται στον αργαλειό
και τα φαιδρά τους κι ασημένια γέλια
με μιαν ελπίδα τους γλυκιά
κι αυτά να πλέκουν εις τα κοπανέλια
στα φτωχικά τους τα προικιά.
Κι ύστερα ο άλλος σπαραχτικός επιμνημόσυνος ψαλμός της Πλάκας:
Χτίζουνε στα μπαλκόνια της
φωλιές τα χελιδόνια της
και πάνω από το Κάστρο της
τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της.
Κι όταν σιγοψιχαλίζει
τα βασιλικά ποτίζει.

[Από την Τέτη Σώλου: Όταν ξαναζωντάνεψε η παλιά αθηναϊκή αποκριά και κάηκε το πελεκούδι στην Πλάκα και στου Ψυρή – HELLAS SPECIAL]

(*) «Η Στήλη του Τζογέ» της «Βραδυνής», «Τζογές» ο Σώτος Πετράς του οποίου τα ευθυμογραφήματα δημοσιεύονταν στη «Βραδυνή» από το 1925.

4 «Μου αρέσει»

ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ (“Καθημερινή” 27/2/1957)

1 «Μου αρέσει»

Στη μπουτίκ “Βαβυλωνία”, που διατηρούσε ο Γιώργης Χριστοφιλάκης το 1974, είχε την ωραία πρωτοβουλία να διακινεί ρεμπέτικο υλικό (περιοδικό “τετράδιο”, Νοέμβριος 1974):

1974

1 «Μου αρέσει»

Για τον Μουφλουζέλη (“τετράδιο” , Γενάρης-Φλεβάρης 1975)

1 «Μου αρέσει»

Ίσως να πρόκειται για το “Σύλλογο φίλων της Ελληνικής Μουσικής”. Π.Κουνάδης, Ν.Γεωργιάδης, Σ.Παπαϊωάννου κ.ά. Δεν το έχω ακούσει άλλη φορά. Νίκο Πολίτη ίσως ξέρεις καλύτερα.

1 «Μου αρέσει»

Για τον Γ. Γκρέτση (S. Chianis: George Grachis (a+b) LAOGRAFIA 1995)

1

2 «Μου αρέσει»

(#151) Ξέρουμε ποιός είναι ο Γ. Κ. Β.;

Ναι, αυτός ήταν ο σύλλογος, που όμως από πολύν καιρό δεν υπάρχει πλέον, στην ουσία.

Όχι.
Ο υπόψη σύλλογος ιδρύθηκε αρχές 1975 υπό την επωνυμία “Δημιουργοί και Φίλοι του Ρεμπέτικου-Λαϊκού Τραγουδιού”

Άλλου τύπου ευρήματα τώρα: από τα δημοσιεύματα της εποχής που το ρεμπέτικο ήταν στη δημιουργική του φάση, περνάμε σ’ εκείνα της αναβιωτικής φάσης, περί της οποίας πιστεύω σοβαρά ότι δεν είναι γνωστή όσο θα μπορούσε.

Μου κάνει εντύπωση που το 1974 ονόματα όπως Καραπιπέρης, Κωστής, Κατσαρός, Ιωαννίδης, Χαλικιάς αναφέρονται ως κάτι το γνωστό!

Από την άλλη πλευρά, δεν πολυκατάλαβα τι γινόταν στη Σίνα 21: δημόσιες ακροάσεις ηχογραφήσεων;

Τα γράφανε σε κασέτες και τα διακινούσαν

Ταπεινή μου γνώμη: θα μου φαινόταν σκοπιμότερο (καθώς με αυτή τη λογική ξεκίνησε) το εδώ νήμα να περιέχει μόνο αθησαύριστα (ή θεωρούμενα αθησαύριστα) κείμενα και να μη γεμίσει με παραθέσεις από το διαδίκτυο.

Χορταστική διήγηση του Γιάννη Κυριαζή (περ. ΗΧΟΣ Αύγουστος 1981)

2 «Μου αρέσει»

Για τη Σοφία Καρίβαλη (ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ 7/10/1972)

2 «Μου αρέσει»

Εδώ η Στέλλα Μορένα μας τραγουδάει και ρεμπέτικα και μάγκικα και μόρτικα και σερέτικα! (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ 13/4/1961)

1 «Μου αρέσει»

Εδώ αρθράκι για τον Μπάτη με την υπό διερεύνηση πληροφορία ότι ο Λαπαθιώτης σύχναζε στο μαγαζί του και είχε δώσει και στίχους του προς ρεμπετομελοποίηση (ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ 2/9/1972):

2 «Μου αρέσει»