Αλέξης Πολίτης: Πέθανε ο φιλόλογος με τη σπουδαία συμβολή στο δημοτικό τραγούδι

Χμ… Γενικός; Ίσως πάει κατά περιοχές. Μόλις βρήκα ένα μακεδονικό αντιπαράδειγμα:

Κάνεις μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση για τη διαφορά ανάμεσα στην καθημερινή ομιλία και το τραγούδι, όσον αφορά την προφορά. Όσο για το το Νεό Σούλι, το χωριό αυτό ανήκει στα περίμφημα Νταρνακοχώρια των Σερρών, όπου οι κάτοικοι έχουν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, τα νταρνάκικα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του κάμπου των Σερρών (ειδικά αυτοί που μένουν "μες στας Σέρρας¨ και επομένως είναι λίγο “ψηλομύτες” ) συχνά κοροϊδεύουν τους ντάρνακες για τη “χωριάτικη” προφορά τους. Δίπλα στο εξοχικό μας σπίτι μένει ο κυρ-Στέργιος από το Νεό Σούλι, και όταν βρίσκεται με την παρέα του από άλλες περιοχές, τα άστεια και τα πειράγματα για τους ντάρνακες και την ομιλία τους δίνουν και παίρνουν!

1 «Μου αρέσει»

Ασφαλώς και έχουν ιδιαίτερο ιδίωμα, όπως και κάθε περιοχή των 5-10 χωριών - όχι σπάνια και μεμονωμένα χωριά. Αλλά ο βόρειος φωνηεντισμός είναι κοινό στοιχείο στις μισές ντοπιολαλιές της Ελλάδας.

Βόρειος φωνηεντισμός σημαίνει ότι όταν ένα φωνήεν δεν τονίζεται (στην προφορά φυσικά, όχι στην ορθογραφία), τότε:
α. το α μένει α
β. το ε και το ο γίνονται ι και ου αντίστοιχα
γ. το ι και το ου, που προέρχονται από την αρχική μορφή της λέξης κι όχι από την περίπτωση β, χάνονται.

Η περίπτωση α δεν έχει καμία αλλαγή. Η περίπτωση β αλλάζει την προφορά της λέξης. Η περίπτωση γ όμως επηρεάζει και τον αριθμό των συλλαβών, επομένως αφορά και τον έμμετρο λόγο.

Στο τραγούδι που πόσταρα, η αρχή λέει:

Παναγή μας πάει για να πασταλιάσ’
στου Γιουργούσ’ του μαγαζί

Η Παναγή μας πάει για να πασταλιάσει [τα καπνά]
στου Γιωργούση (=Γιώργου) το μαγαζί.

Το κείμενο λοιπόν είναι σε φουλ ιδίωμα. Δύο σημεία έχει με άτονα [i], και στα δύο το φωνήεν χάνεται όπως προβλέπει ο βόρειος φωνηεντισμός. Αλλά λέει «στου Γιουργούσ’», και όχι «στ’ Γιουργούσ’» - αυτό δεν ξέρω πώς ερμηνεύεται.

Το ίδιο και σε θρακιώτικα τραγούδια: Στο Διδυμότειχο πανηγύρι θα γένει > στου Δ’δυμότ’κου παν’γύρ’ θα γέν’, από δεκατρείς συλλαβές οχτώ. Αλλά αμέσως μετά: μιγάλου παναΰρι, με όλες τις συλλαβές στη θέση τους.

…Ίσως δεν είναι τελικά και τόσο εύκολο να διατυπώσει κανείς κανόνα. Ωστόσο σίγουρα θα υπάρχει. Δεν μπορεί ο κάθε Θρακιώτης ή Ντάρνακας να αναγκάζεται να απομνημονεύει πότε κόβει το -ι στο πανηγύρι και πότε το κρατάει, θα ακολουθεί μια λογική που για τον ίδιον είναι προφανής και λειτουργεί αυτόματα.

Όπως και να 'χει, επιμένω ότι αυτό δε συμβαίνει σε θεσσαλορουμελιώτικα κλασικά δημοτικά τραγούδια. Και δε νομίζω να είναι επειδή ξέχασαν τους αυθεντικούς τοπικούς στίχους και τους ξανάμαθαν από τον Πολίτη.

Τεύχος 20. Ευχαριστούμε, Εύα!

Καλά, δε λέει και πολλά το άρθρο. Απλώς εκφράζει την απορία του συντάκτη.

Η υπόθεση για τη διαμόρφωση, από τον ίδιο τον λαό, μιας «πανελλήνιας ποιητικής γλώσσας» δεν είναι ισχυρή. Μιλάμε μόνο για έναν συγκεκριμένο ιδιωματισμό, το κόψιμο συλλαβών, που δεν εφαρμόζεται πάντοτε στα τραγούδια των περιοχών που έχουν αυτό τον ιδιωματισμό. Πέραν αυτού, οι τοπικές παραλλαγές των ίδιων τραγουδιών είναι σε φουλ ιδίωμα (ή και διάλεκτο), όπως μπορεί να διαπιστώσει όποιος ακούσει το ίδιο τραγούδι σε κρητικό, σε καρπάθικο, σε ποντιακό, σε κυπριακό κλπ.

Μια άλλη τροπή που θα μπορούσε να λάβει η αναζήτηση της εξήγησης είναι το πότε συντελέστηκε αυτή η φωνολογική αλλαγή. Πότε έπαψαν οι πληθυσμοί που σχηματικά αποκαλούμε στη διαλεκτολογία «βόρειους» να προφέρουν τα άτονα ι και ου; Μήπως σε εποχές όπου το αρχικό βασικό κόρπους των δημοτικών τραγουδιών είχε ήδη συντεθεί και φτάσει ως αυτές τις περιοχές; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτά τα τραγούδια (χωρίς κομμένες συλλαβές, ούτε καν στις τοπικές παραλλαγές των «βόρειων» περιοχών) έδωσαν το πρότυπο πάνω στο οποίο συντέθηκαν και τα μετέπειτα, φτάνοντας μέχρι πρόσφατα χρόνια όπου πλέον το πρότυπο είχε εξασθενήσει, και πλέον άρχισαν να βγαίνουν και τραγούδια με τον ιδιωματισμό.

Τα δύο που παρέθεσα, το νταρνάκικο και το θρακιώτικο, τραγουδούν ιστορίες που συνέβησαν όχι πολύ παλιά, το πρώτο γύρω στο 1900 και το άλλο σε απροσδιόριστο χρόνο αλλά και πάλι μοιάζει να είναι από κάπου εκεί και δώθε. Όσο για τα αποκριάτικα και λοιπά εύθυμα που ανέφερα (π.χ. Του Μλαρ), ανεξάρτητα από την ηλικία τους δε θα είχαν κανένα λόγο να επηρεαστούν από την ποιητική γλώσσα των ακριτικών τραγουδιών και των παραλογών - άλλος κόσμος!

Όντως, το άρθρο του Σαράκη δεν λέει πολλά, αλλα έγινε αφορμή για τις γλωσσολογικές παρατηρήσεις του Mackridge, που νομίζω ότι έχουν πιο πολύ βάρος.

Αυτό;

Σήκου βρε Κατίγκου τσι άψη του φανάρ,
να κάνουμι μια γύρα, μπα κι εύρουμι του μλάρ
Του μλάρ, του μλάρ, διν πάου στου Πλουμάρ!
Μέσ’ στου παχνί του είχα τση έτρουγε χουρτάρ,
τσι ήρταν τσι του κλέψαν τσ’ αφήκαν του σαμάρ!
Του μλάρ, του μλάρ, διν πάου στου Πλουμάρ! (δίχως μλάρ, πώς να πάω;)

1 «Μου αρέσει»

@Νίκο: Ναι, αυτό. Λογικό δε φαίνεται να υποθέσουμε ότι ο δημιουργός του δεν αισθανόταν ότι πρέπει να ακολουθήσει το στιχουργικό πρότυπο του Θανάτου του Διγενή, ή του Νεκρού Αδερφού;

@Εύα: Τον Μακρίτζ δεν μπόρεσα να τον ανοίξω. Από πότε ζητάει λογαριασμό η Ακαντέμια; Είχα κάποτε, και δε θυμάμαι για ποιον λόγο τον έκλεισα. Είναι λίγο ενοχλητικός ιστότοπος, αν και βέβαια βρίθει θησαυρών (αλλά όχι μόνο).

Μα, ανοίγει…δεν ανοίγει;

1 «Μου αρέσει»

Ε, μα φυσικά! Άλλο ο Διγενής Ακρίτας, άλλο το του Νεκρού Αδερφού (που είναι και πανευρωπαϊκό!), άλλο του μλάρ… (που δεν μας ψόφση κιόλας, απλά χάθκη. Ε, θα βρεθεί!)

Τη δεύτερη φορά όντως ανοίγει!

Δεν ξέρω, κάτι δε μου πάει… Ο Μακρίτζ αφενός είναι γνωστός για την απίστευτη οξυδέρκεια με την οποία εξετάζει τη νεοελληνική γλώσσα. Επίσης, είναι σε θέση να κρατήσει αποστάσεις από τις διάφορες ιδεολογικές τάσεις παλαιότερων γλωσσολόγων, τους οποίους μελετά και συγκρίνει. Αφετέρου, κι αυτός σε γραπτές συλλογές τραγουδιών στηρίζεται. Τα έχει ακούσει τα τραγούδια; Εκτενώς; Τα ίδια τα νεοελληνικά ιδιώματα, τα έχει ακούσει; Μου κάνει εντύπωση ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ Ελλήνων από διαφορετικές περιοχές: σαφέστατα και μπορεί, ακόμα και σήμερα που όλοι έχουν πάει στο ίδιο σχολείο και βλέπουν την ίδια τηλεόραση, πόσο μάλλον το 1900 ή το 1800 που τόσος κόσμος δεν είχε ακούσει άλλα ελληνικά εκτός από του χωριού του.

Μέχρι στιγμής δε βλέπω καμιά πειστική απάντηση στο γιατί αυτοί που μιλούν κόβοντας φωνήεντα τραγουδούν αποκαθιστώντας τα. Το πώς το κάνουν, μπορώ να το καταλάβω: είναι πεποίθησή μου, στηριγμένη σε πολλές ενδείξεις, ότι ο βόρειος ομιλητής που λέει π.χ. «γρούνj» έχει ενδόμυχα συνείδηση ότι η λέξη είναι «γουρούνι» και ότι τα φωνήεντα που δεν προφέρονται υπάρχουν παρά ταύτα. (Όπως ο Γάλλος, και ο αγράμματος, ξέρει ότι κάποια άηχα σύμφωνα στο τέλος της λέξης υπάρχουν, όπως αποδεικνύει το φαινόμενο της liaison όπου αυτά αποκαθίστανται - θέλω να πω, δεν είναι αδύνατον).

Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί λέει αλλιώς τη λέξη μιλώντας κι αλλιώς τραγουδώντας. Σίγουρα όχι για μετρικούς λόγους, αυτό το αποδεικνύει σαφέστατα ο Μακρίτζ. Εκεί που λέει:

Έτσι, για παράδειγμα, ο ωραιότατος στίχος

έκοψε το θηλύκι της κι εφάν’καν τα βυζιά της (Ήπειρος)

θα μπορούσε να εμφανιστεί σε άλλες περιοχές με την ακόλουθη μορφή:

έκοψε το θηλύκι της, φανήκαν τα βυζιά της

…έχει δίκιο, γιατί στην Κάρπαθο ο στίχος λέει «εκόπη το λουρίκιο της κι εφάνη το (β)υζί της». Αλλά το γιατί ο Ηπειρώτης φτιάχνει ένα 15σύλλαβο με το «θηλύκι» κι όχι με το «θ’λύκ’», που θα του ερχόταν πιο φυσικό, από τη στιγμή που έχει όλη την ελευθερία και την ικανότητα να συμπληρώσει τις υπόλοιπες συλλαβές τ’ στίχ’ με ό,τ’ λεξς θέλ’, παραμένει αναπάντητο.

Περικλή, εδώ είναι το άρθρο του Mackridge σαν προσάρτημα.
29981777.pdf (157,5 KB)

1 «Μου αρέσει»

Ευχαριστώ Εύα, τελικά άνοιξε. Ήθελε σμπρώξιμο.

Για να μην ξεχνάμε τελείως και το θέμα μας, ο Μακρίτζ έχει μεταξύ των παραπομπών του και την Ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών του Αλέξη Πολίτη.

Τεράστιος μεν, αλλά το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι επιεικώς άστοχο

οι κύπριοι και οι κρητικοί θα πρόφεραν ή θα προσπαθούσαν να προφέρουν κύριε και όχι τσ’ύριε.

Ίσως να έχει δίκαιο για τους κρητικούς παλιότερων εποχών, ότι και να ήθελαν δε μπορούσαν να πουν «κυ», δε ξέρω από πρώτο χέρι. Στην Κυπρο δε νομίζω κανένας να πρόφερε ποτέ το «κύριε» διαφορετικά. Η κυπριακή λέξη «τζύρης» σημαίνει «πατέρας», ο κύριος αν θέλετε είναι δάνειο της διαλέχτου από την καθαρεύουσα αλλά προφέρεται χωρίς αλλαγή της προφοράς. Πιο εύστοχο παράδειγμα λέξης που ταυτίζεται και ετυμολογικά και στο νόημα ίσως να ήταν η Τζιερκατζιή/Κυριακή αλλά και πάλι η διαφορά δεν είναι απλά διαφορά προφοράς. Διαφορά προφοράς είναι π.χ. Κυρϊακή και όχι Κυργιακή.

Σ’ ό,τι αφορά τους Κυπρίους, το ότι μπορεί να υπάρχει και κανονικό κ πριν από ι/ε (π.χ. Κύπρος!) αλλά και tch/dj, σε άλλες λέξεις το ένα και σε άλλες το άλλο, είναι μια ιδιαιτερότητα χωρίς αντίστοιχο αλλού στην ελληνοφωνία. Μάλλον δε θα το είχε υπόψη του ο Μακρίτζ.

Όσο για τους Κρητικούς: σήμερα, βέβαια, οι περισσότεροι έχουν κάποιον μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό επηρεασμού από την πανελλήνια κοινή. Από τους λίγους όμως που φαίνεται να μην έχουν επηρεαστεί καθόλου, έχει τύχει ν’ ακούσω να λένε «το λέει σαν Αθηναίος, δηλαδή…» και στην προσπάθεια μίμησης να βγαίνει ένα κ εντελώς αφύσικο, που ποτέ κανείς Έλληνας δε θα το έλεγε, και που στους ίδιους κάνει κόπο. (Αδιαφόρετο μεν, αλλά κόπο.)

Ε, δε νομίζω ότι το 1900 ή το 1800 οι Κρητικοί θα έμπαιναν σ’ όλον αυτό τον κόπο για να συνεννοηθούν με άλλους Έλληνες. Άλλωστε το tch δεν προκαλεί καμία δυσκολία, όλοι καταλαβαίνουμε ότι είναι κάππα, όπως καταλαβαίνουμε ότι το λji του Ρουμελιώτη είναι λι.

Προσωπικά έχω αρκετούς φίλους Κρητικούς που δεν έχω καν προσέξει αν προφέρουν κ ή tch (ενώ γενικά τα παρατηρώ αυτά τα πράγματα), και το προσέχω μόνο στο τηλέφωνο, με ήχο χωρίς εικόνα!

Έπεσα πάνω σ’ αυτήν την ωραία και περιεκτική συνέντευξη του Α. Πολίτη, που καλύπτει πολλά ζητήματα που εμένα τουλάχιστο με ενδιαφέρουν πολύ:

Η ιστοσελίδα περιέχει επίσης πολλά άρθρα και βιβλιοκρισίες του Πολίτη, που θα τα διαβάσω όταν βρω καιρό. Πάντως, πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο παρακάτω, που έχει και σχέση με την πρόσφατη συζήτηση:

1 «Μου αρέσει»

Ευχαριστούμε Εύα! Διαβάζω στο άρθρο του δεύτερου λινκ:

Το 1869 εκδίδεται ο τρίτος τόμος του Η Κωνσταντινούπολις του Σκαρλάτου Βυζάντιου – από τα αγκωνάρια της νεοελληνικής λογιοσύνης.

Αλλ’ έχουσι μουσικήν ιδίαν οι Γραικοί; δύναταί τις να ερωτήσει, και μηδέν ενδοιάζων ν’ αποκριθεί Ουχί· διότι όλα των τα τραγούδια είναι ή τουρκικά ή ιταλικά.

Σίγουρα μεταγενέστεροι Έλληνες μουσικολόγοι θα σκίστηκαν ν’ αποδείξουν ότι όλη μας η μουσική είναι ακραιφνώς αρχαιοελληνική, αλλά δεν τα έχω παρακολουθήσει αυτά (μόνο το παραλήρημα του Γ. Φαίδρου Περί του Σμυρναϊκού Μανέ ή του αρχαίου Μανέρω έχω διαβάσει).

Ένας όμως που με πραγματική μεθοδικότητα αναζήτησε και εντόπισε συγκεκριμένα στοιχεία συνέχειας της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα μέχρι τα επιβιώματα δημοτικού τραγουδιού στον 20ό αιώνα είναι ο Σ. Μπο-Μποβί, ο οποίος έγραψε γι’ αυτά στο Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, το ευσύνοπτο απόσταγμα από όλη την υπερπεντηκονταετή τριβή του με το αντικείμενο, λίγο πριν πεθάνει, στη δεκαετία 1980. Ο Μπο-Μποβί ήταν σοφός άνδρας, είχε βυθιστεί πολύ μέσα στην ελληνική δημοτική μουσική, και μπορεί να ήταν φλογερός φιλέλλην αλλά σίγουρα δεν ήταν Έλληνας ρομαντικός εθνικιστής του 19ου αιώνα, άρα έχει ισχυρότερο τεκμήριο αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

Γενικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις…

Αμ’, κι εγώ…

Ο Μπο Μοβί πάντως, ογκόλιθος, τί να λέμε τώρα…

Ε, σημαντικό έργο άφησε ο άνθρωπος, σίγουρο είναι αυτό. Πάντως, από μουσική μάλλον δεν πολυσκάμπαζε, αν θεωρεί ότι τα τραγούδια τους οι Γραικοί τα πήραν απ’ τους Τούρκους και τους Ιταλούς…

Ε πού να σκαμπάσει, δε σπουδάζονταν πουθενά αυτά τα πράγματα τότε.

Προσωπικά δεν κακίζω τους παλαιούς. Στον 19ο αιώνα δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το δημοτικό, στον 20ό το ρεμπέτικο. Σήμερα το να διαβάζουμε τέτοιες θέσεις απλώς μάς διαφωτίζει για το πνευματικό κλίμα της κάθε εποχής.

2 «Μου αρέσει»

Κι ο Κοραής κάπου έγραψε συγκεκριμένα για τους Κρητικούς ότι η μουσική τους είναι ιταλική, νομίζω την εκκλησιαστική είχε υπόψη του, όπως επιβίωσε στα Επτάνησα.

Μεταγενέστερη προσθήκη: το παραθέτει στο «ο λόγος και το τραγούδισμα»

καθώς η γλώσσα εμολύνθη με τουρκικάς και ιταλικάς λέξεις κατά την φύσιν και θέσιν των τόπων εις τους οποίους λαλείται, απαράλλακτα και η Μουσική ανακατώθη εις με το Βυζάντιον», την Κωνσταντινούπολη δηλαδή, με μελωδήματα των Μιναρέδων, εις δε τινάς άλλους τόπους (ως εις την Χίον και Κρήτην) με Ιταλικά τονίσματα. Τούτε σε λέγω, φίλε, διά να καταλάβεις και άλλους να διδάξεις»