Άρθρο στο περιοδικό Αντί

Μεταφέρω μια σχετική συζήτηση από άλλο φόρουμ που ασχολείται και αυτό με τη μουσική για την ενημέρωσή σας

Ενταξει Αρη δεν θα το ξανακανω, αλλα πιστευω οτι μπροστα σ αυτα που λεει ο τυπος για το τραγουδι μας, αυτα που του ειπα εγω δεν ειναι τιποτα.

Μην ψαρώνεις φίλε μου, δεν χρειάζεται να δικαιολογούμαστε για τα τραγούδια που μας αρέσουν και να μπαίνουμε στην διαδικασία να αποδείξουμε ότι τα ρεμπέτικα έχουν αξία.Και ιδίως, σε τύπους σαν τον Τ.Μ…Το έδειξε ο χρόνος. Πέρασαν 60-70-80 χρόνια και είναι ζωντανά και φρέσκα.Θεματολογία διαχρονική.
Άκου το “Μάγισσα της αραπιάς” για παράδειγμα,και ταξίδεψε…Αυτό είναι το ρεμπέτικο, εικόνες νοερές…

Δεν ψαρωνω καθολου φιλε μου, απλα αυτου του τυπου, του αξιζουν πολλα περισσοτερα επιθετα απ αυτα που του αποδωσα, και δεν περιμενα να το σβησουν το μηνυμα.

Ελένη, έριξα μια γρήγορη ματιά στην κουβέντα που υπάρχει στο post σου και έχω να πω τα εξής:
Πρώτον και κυριότερον: Δεν περιμένω απο κάποιον να μάθει για το ρεμπέτικο απο συναυλίες στο Ηρώδειο ή στο Μέγαρο. Ούτε να μάθει για το ρεμπέτικο απο τον Νταλάρα ή τον Στόκα. Γιατί είναι σίγουρο, οτι σ’ αυτού του τύπου τις εκδηλώσεις μαζεύονται συνήθως κάποιοι θαυμαστές του τάδε ή του δείνα καλλιτέχνη, που η σχέση τους με το είδος είναι…τουριστική. Όπως επίσης ενα μεγάλο μέρος του κοινού που ναι μεν λέει οτι ακούει ρεμπέτικο, αλλά μάλλον εννοεί το…γνωστό και πλέον εμπορικό κομμάτι του (αυτό που παίζεται στις μπουζουκοταβέρνες της Πλάκας). Εξ’ ου και οι αρνητικές αντιδράσεις στο άκουσμα λέξεων όπως “τεκές”.
΄Οσον αφορά για τα ρεμπετάδικα που κάνεις λόγο, συμφωνώ οτι φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια πλέον. Μήπως όμως έχουμε γεμίσει απο “ρεμπετάδικα” και οχι απο ρεμπετάδικα; Πιασάρικα ονόματα στα μαγαζιά και απο κάτω η ένδειξη ρεμπετάδικο, έτσι για να τραβήξουμε τον κόσμο; Η νεολαία που “ανακαλύπτει” ξαφνικά το ρεμπέτικο, μήπως υπάγεται στην κατηγορία των ακροατών του εμπορικού του κομματιού που αναφέρω πιο πάνω και στην ουσία δεν ανακαλύπτει τίποτα;
Όντως δεν πρόκειται να ακούσεις ρεμπέτικο σε πολλά μαγαζιά του είδους και συμφωνώ και στο οτι και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει οτι αυτό που ακούγεται μόνο ρεμπέτικο δεν είναι. Λίγο απο ρεμπέτικο (εμπορικό πάντα), λίγο απο τσιφτετέλι, λίγο απο λαικό του ‘60 και του ‘70 και μάνι-μάνι βγήκε το πρόγραμμα του μαγαζιού…για όλα τα γούστα.Προσωπικά εχω δει “ρεμπετάδικο” να μετατρέπεται σε…τσιφτετελάδικο για χάρη μιας μεγάλης παρέας!
Και κάτι ακόμα για το άρθρο του Κ.Μ.: Ποιά είναι τα τραγούδια της γενιάς μου που πρέπει να ακούω; Μήπως αυτά με τα εύκολα στιχάκια; Τα άλλα με την επαναλαμβανόμενη ατάκα (σ’ αγαπώ, σε θέλω, πεθαίνω κτλ); Ή μήπως τα λογής-λογής καψουροτράγουδα; Ή καλύτερα τα νεοελληνικά ποπ με “γαρνιτούρα” μπουζουκιού; Γιατί δεν μας εξηγεί πώς γίνεται σ’ αυτήν την χώρα να μένουν οι αξιόλογοι μουσικοί, συνθέτες κτλ. στην αφάνεια, την ώρα που άλλοι και άλλοι επιπλέουν;
Εν πάση περιπτώση, δεν ζητάω ούτε απο τον Κ.Μ., ούτε απο κανένα άλλο να αγαπήσει ξαφνικά το ρεμπέτικο. Είναι δικαίωμά τους και άλλωστε αντιρρήσεις υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Αυτό που ενοχλεί στην υπόθεση είναι η άνευ αντιλόγου εύκολη κριτική και η νεοπλουτίστικη νοοτροπία στην αντιμετώπιση του ρεμπέτικου.

Zabe, ήμουν online όταν το έγραψες και πρόλαβα να το διαβάσω.
Τα έχωνες άσχημα και να που ευτυχώς υπάρχουν τα **** !
Δεν διαφωνούσαμε πουθενά.

Πάντως, αν δε το έσβηνε ο Αρης θα το έκοβα εγώ.
Το ίδιο θα έκανες κι εσύ. Σκέψου το.

Ελένη, η άποψ’η μου για το tar.gr/forum είναι λίγο σουρεάλ: Εμείς εδώ είμαστε… αλλού.

Έχουν τις απόψεις τους και καλά κάνουν. Στη βάση και με το ύφος που συζητάνε τα θέματα, εγώ τουλάχιστον δεν θα μπορούσα να συμμετέχω. 'H παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Ασε που δεν έχω και το χρόνο.

Νομίζω ότι επιβάλλεται να στείλουμε μια επώνυμη απάντηση στην εν λόγω επιστολή, αλλίως τσάμπα μαγκιά.

Ετοίμασε μία ΚΚ και εγώ την προσυπογράφω a priori.

ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ. ΟΠΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ (ΟΣΑ ΑΝΤΕΧΟΥΝ) ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΕΕΣ. Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΔΕΝ ΑΠΑΞΙΩΝΕΤΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΧΑΙΩΜΕΝΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ. ΔΕΝ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΑ, ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ, ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΞΙΑ. ΑΛΑΡΓΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΥΡΣΟΥΛΙΝΕΣ ΚΑΛΟΓΡΙΕΣ, ΟΥΤΕ ΠΟΛΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΑ!!!

Λες κι αν δεν υπήρχαν τα ρεμπέτικα θα ακούγαμε όλοι “Φουέντε Οβεχούνα”.

Όταν έπαιζα σε ρεμπετάδικο, είχα βγάλει το Bella Ciao σε χασαποσέρβικο (ξέρεις, με σκάσιμο-ανοιχτές και περάσματα, κανονικά) να είναι έτοιμο για τέτοιους τύπους.
Λες να ανοίξω ένα “Αριστεράδικο”, να χεστώ στο χρήμα ?

Γιατί ρε φίλε έκοψες το εξαιρετικό κείμενο που είχες ανεβάσει αρχικά;

Ελα ντε…

Δημοσιεύεται απάντηση στο τελευταίο τεύχος του Aντί (τ.919). ο Τ.Μ. είναι ένας Τάκης Μπάρλας, αρθρογράφος στην Καθημερινή και στο Βήμα.

Aude

Φίλε, το είδες το τεύχος;
Τι απάντηση δημοσιεύεται; Κάποιου άλλου αρθρογράφου; Της “σύνταξης”;
Κοίταξα να το βρω σήμερα Κυριακή αλλά… δεν.

Φίλη μας, κατ΄αρχήν καλώς ήρθες στο φόρουμ.
Την ίδια απορία με τον Κώστα έχω κι εγώ.
Το έχω δει το τελευταίο τεύχος του “Αντί” αλλά δεν θυμάμαι να είδα κάτι σχετικό.
Επίσης, το όνομα Τάκης Μπάρλας σαν δημοσιογράφου στα έντυπα αυτά, δεν μου λέει κάτι.
Για βοήθησέ μας…

Χαίρετε!Λοιπόν, στο τελευταίο τεύχος του Αντί (αριθμός τεύχους 919 -αυτό στο οποίο ο Παπουτσάκης ανακοινώνει την αναστολή της έκδοσης του περιοδικού), στις σελίδες 84-85 δημοσιεύται απάντηση στο κείμενο του Μπάρλα, με τίτλο “Ολίγα για το ρεμπέτικο, τις διασκεδάσεις και τις προκαταλήψεις μας”. Τώρα, οι απορίες για την προσωπικότητα και τη δράση του αρθρογράφου είναι κοινές. Ούτε εγώ τον γνωρίζω ή θυμάμαι να έχω διαβάσει κείμενά του. Αν κρίνω, πάντως, από το τελευταίο, και να είχα διαβάσει δε θα τα θυμόμουν. Η αποκωδικοποίηση των αρχικών έγινε με τη βοήθεια του Παπουτσάκη, τον οποίο ομως δεν κατάφερα να ρωτήσω περισσότερα. Εν ευθέτω - αν ενδιαφέρεστε για τον “ρεμπετολόγο” Μπάρλα. Δυστυχώς, δεν ξέρω πώς να περάσω από το τεύχος στον υπολογιστή ένα κείμενο, αλλά σίγουρα θα το βρείτε. Το τελευταίο Αντί θα έχει μείνει, φαντάζομαι, σε κάποια περίπτερα. Αυτά προς το παρόν και ευχαριστώ για το καλωσόρισμα.
Aude

Ιδού και η απάντηση από το ίδιο το περιοδικό…

“Ολίγα για το ρεμπέτικο, τις διασκεδάσεις και τις προκαταλήψεις μας”
των Ελένη Κοσμά - Στέργιου Μήτα

«Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη με μια κομπανία να παίξουμε στα νοσοκομεία. Παντού βαριά τραυματισμένοι. Οι περισσότεροι με χέρια και πόδια κομμένα. Παίξαμε μέσα σε. άλλα και τον «Τραυματία». Τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Όλοι οι άρρωστοι του νοσοκομείου τραγουδούσαν μαζί μας και με απεγνωσμένες προσπάθειες επιχείρησαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν οι γιατροί, οι νοσοκόμες. Τους παρακαλούσαν να καθίσουν στα κρεβάτια τους. Εκείνοι όμως είχαν γίνει λιοντάρια».
(Βασίλης Τσιτσάνης, προφορική μαρτυρία).

Στο τεύχος 917 (Παρασκευή 14 Μαρτίου) του περιοδικού διαβάσαμε ένα κείμενο υπό τον προβοκατόρικο τίτλο «Η Ελλάδα διασκεδάζει στα ρεμπετάδικα», υπογεγραμμένο στοιχειωδώς με τα αρχικά Τ.Μ. -η προχειρογραφία του οποίου ούτε δικαιολογεί τα ηχηρά ελλείμματα των επιχειρημάτων του αρθρογράφου, ούτε δικαιώνει την αφοριστική του διάθεση. Ο κύριος Τ.Μ., λοιπόν, δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι εν έτει 2008 οι θαμώνες ενός μαγαζιού στο Παγκράτι θα ήσαν ευαίσθητοι και απολύτως εξοικειωμένοι δέκτες ρεμπέτικων τραγουδιών «της ομάδας εκείνης που έχουν χαρακτηριστεί ως χασικλίδικα» (σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση του ιδίου), και ακόμη ότι η σημερινή νεολαία μπορεί να «διασκεδάζει με τραγούδια μίζερα, που δεν δίνουν καμία προοπτική για το μέλλον, στρέφονται στο παρελθόν, και μόνο σε αυτό». Ο φίλτατος «ρεμπετολόγος», ως αυτόκλητος συνήγορος υπεράσπισης της επίσημης Αριστεράς του '60, τη δικαιολογεί «που δεν είχε σε υπόληψη αυτό το είδος των τραγουδιών» και αισθάνεται ανακουφισμένος που, επιτέλους, εκείνη ακριβώς την εποχή εμφανίστηκαν, ως αντίπαλο δέος των ρεμπέτικων τραγουδιών (!), ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης για να καθαρίσουν τον καπνισμένο αέρα των τεκέδων.
Πρώτα πρώτα να πούμε ότι η σπουδαία παράδοση του ρεμπέτικου στην Ελλάδα δεν περιμένει από εμάς ούτε να τη δικαιώσουμε ούτε να τη δικαιολογήσουμε. Και είναι κρίμα που τέτοια κείμενα μας φέρνουν στην περιττή ανάγκη να πούμε πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Τα πλέον κατάλληλα εύσημα τα απονέμει ήδη το 1949 ο ίδιος ο Χατζιδάκις στην ιστορική του διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης: «Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς να αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάνει…Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία. Και στην τέχνη· ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή του ανθρώπου»1.

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι βαθύτατα πολιτικό. Όχι μόνον διότι έρχεται «από τα κάτω», από τις σιωπηλές πλειοψηφίες του περιθωρίου, σε μια περίοδο εξαιρετικά σκληρή για τον τόπο μας, αλλά και διότι χτίζει μια εναλλακτική ευαισθησία και έναν αντίλογο στον δεσπόζοντα (κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό) λόγο, που είναι, σε τελική ανάλυση, ακριβώς αυτός που κατασκευάζει και ταξινομεί το περιθώριο. Το ρεμπέτικο τραγούδι αποσπασμένο από την ίδια την κοινωνία, τονίζει, ακριβώς, την κοινωνική του προέλευση. Όπως ένας ραγισμένος καθρέφτης που σου επιστρέφει το είδωλο σου -πλέον, όμως, θρυμματισμένο. Η φυγή στους «τεκέδες» δεν είναι παραίτηση, αλλά πολιτική διεκδίκηση: όχι μόνον διότι επιλέγει (και θεματοποιεί) την παραβατική συνθήκη, αλλά και διότι στοιχειοθετεί μιαν «ανάποδη» ανάγνωση της δοσμένης ιστορικής συγκυρίας. Δεν πρόκειται, λοιπόν, επ’ ουδενί λόγω για τραγούδια «που έχουν σαν μοναδικό τους θέμα τα ναρκωτικά», όπως ισχυρίζεται ο σύντροφος Τ.Μ.

Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η διαρκώς αυξανόμενη αριθμητικά κατηγορία των «απόκληρων» και «παρασιτικών» στοιχείων, η εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελούν «πινελιές» ενός πολύχρωμου κοινωνικού καμβά, όπου τα λούμπεν και λαϊκά στοιχεία δίνουν τον τόνο. Η «αλητογραφία» και η «ταβερνογραφία» της περιόδου, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από κείμενα του Βουτυρά, του Παρορίτη ή και του Πικρού ακόμη, αποτελούν παρακαταθήκη της ελληνικής λογοτεχνίας: και η «μοιραία» Πολίτισσα του Βαμβακάρη βγαίνει από την ίδια μήτρα που έθρεψε τους «Μοιραίους»του Βάρναλη. Τρεφόμαστε, λοιπόν, όντως, με τα απομεινάρια μιας εκπεσμένης παράδοσης; Και, από την άλλη, έχουν, πράγματι, «σιγήσει οι μεγάλοι συνθέτες»; Τέτοιοι εύκολοι αφορισμοί δεν μπορούν παρά να μας θυμίσουν μιαν άλλη, βαθύτατα συντηρητική, άποψη που ενορχηστρώνει θρήνους και οδυρμούς για την απώλεια, την έκπτωση και τη φθορά της σημερινής μας γλώσσας. Αυτά τα αντέκρουσε με έξοχο τρόπο ο μεγάλος γλωσσολόγος Α- Φ. Χρηστίδης. Και γλώσσα έχουμε και λογοτεχνία έχουμε και μουσική έχουμε, αγαπητέ σύντροφε, και δεν χρειαζόμαστε κανέναν να μας υποδείξει πώς θα γράφουμε, τι θα διαβάζουμε και τι θα ακούμε. Άλλωστε, η σημερινή απάντηση σε όλα αυτά περνάει ακριβώς μέσα από τα υπεύθυνα ερωτήματα που εμείς οι ίδιοι θα θέσουμε επανοικειοποιούμενοι την παράδοση μας. Το ξεκλείδωμα της σύγχρονης μουσικής ευαισθησίας θα περάσει αναγκαστικά (και) μέσα από τις «εκλεκτικές» συνομιλίες με τη ρεμπέτικη ευαισθησία. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Χατζιδάκις (στον Σκληρό Απρίλη του '44, στα Πέριξ και στα Λειτουργικά) και ο Θεοδωράκης (στον Επιτάφιο και στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού), αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτήν τη σπουδαία σελίδα της ελληνικής μουσικής (και πολιτικής) ιστορίας που ονομάστηκε ρεμπέτικο.
Και αν εδώ και καιρό διαμορφώνεται μια συνθήκη μόδας γύρω από το ρεμπέτικο που θέλει διάφορους «μουσικούς» με εκπληκτική ευκολία, άθλιες ενορχηστρώσεις και αμφίβολη μουσική σκευή, να κρατούν ζωντανό ένα κακέκτυπο του ρεμπέτικου - και όχι το ίδιο -, η λύση δεν βρίσκεται στην αποκήρυξη του ρεμπέτικου, αλλά στην αποκήρυξη του όψιμου «ρεμπετισμού». Το είχε, άλλωστε, προβλέψει και ο ίδιος ο Χατζιδάκις:
«Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους.
Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά και απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον.
Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα έχουμε νιώσει πλέον για τα καλά τη δύναμη τους.
Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρο μας και να ζουν
για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας» 2.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδ. Ίκαρος, 2004, σ. 10. 2.Ό.π.,σ. 12.

Elpizo na sas arese to keimeno. Tha mporousan na eipothoun sigoura poli perissotera. Tha ginei kai afto kapoia stigmi.

xaireto,
Aude

Μήνυμα από συντονιστή: Τιμωρία 20 φορές: όχι greeklish, όχι greeklish, όχι greeklish, όχι greeklish, όχι greeklish… :slight_smile:

Καλή απάντηση.
Εκείνο που μου προκαλεί εντύπωση είναι το πώς ένα περιοδικό, που έχει τη δυνατότητα δημοσίευσης κειμένων σαν αυτό των Κοσμά - Μήτα, αποφασίζει να δημοσιεύσει κείμενα όπως αυτό του Τ.Μ.
Και μη βγει κανείς να μου πει ότι “ολες οι απόψεις πρέπει ν’ ακούγονται”…

Πιστεύω ότι όλες οι απόψεις πρέπει να ακούγονται!!!