Ιδού και η απάντηση από το ίδιο το περιοδικό…
“Ολίγα για το ρεμπέτικο, τις διασκεδάσεις και τις προκαταλήψεις μας”
των Ελένη Κοσμά - Στέργιου Μήτα
«Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη με μια κομπανία να παίξουμε στα νοσοκομεία. Παντού βαριά τραυματισμένοι. Οι περισσότεροι με χέρια και πόδια κομμένα. Παίξαμε μέσα σε. άλλα και τον «Τραυματία». Τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Όλοι οι άρρωστοι του νοσοκομείου τραγουδούσαν μαζί μας και με απεγνωσμένες προσπάθειες επιχείρησαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν οι γιατροί, οι νοσοκόμες. Τους παρακαλούσαν να καθίσουν στα κρεβάτια τους. Εκείνοι όμως είχαν γίνει λιοντάρια».
(Βασίλης Τσιτσάνης, προφορική μαρτυρία).
Στο τεύχος 917 (Παρασκευή 14 Μαρτίου) του περιοδικού διαβάσαμε ένα κείμενο υπό τον προβοκατόρικο τίτλο «Η Ελλάδα διασκεδάζει στα ρεμπετάδικα», υπογεγραμμένο στοιχειωδώς με τα αρχικά Τ.Μ. -η προχειρογραφία του οποίου ούτε δικαιολογεί τα ηχηρά ελλείμματα των επιχειρημάτων του αρθρογράφου, ούτε δικαιώνει την αφοριστική του διάθεση. Ο κύριος Τ.Μ., λοιπόν, δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι εν έτει 2008 οι θαμώνες ενός μαγαζιού στο Παγκράτι θα ήσαν ευαίσθητοι και απολύτως εξοικειωμένοι δέκτες ρεμπέτικων τραγουδιών «της ομάδας εκείνης που έχουν χαρακτηριστεί ως χασικλίδικα» (σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση του ιδίου), και ακόμη ότι η σημερινή νεολαία μπορεί να «διασκεδάζει με τραγούδια μίζερα, που δεν δίνουν καμία προοπτική για το μέλλον, στρέφονται στο παρελθόν, και μόνο σε αυτό». Ο φίλτατος «ρεμπετολόγος», ως αυτόκλητος συνήγορος υπεράσπισης της επίσημης Αριστεράς του '60, τη δικαιολογεί «που δεν είχε σε υπόληψη αυτό το είδος των τραγουδιών» και αισθάνεται ανακουφισμένος που, επιτέλους, εκείνη ακριβώς την εποχή εμφανίστηκαν, ως αντίπαλο δέος των ρεμπέτικων τραγουδιών (!), ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης για να καθαρίσουν τον καπνισμένο αέρα των τεκέδων.
Πρώτα πρώτα να πούμε ότι η σπουδαία παράδοση του ρεμπέτικου στην Ελλάδα δεν περιμένει από εμάς ούτε να τη δικαιώσουμε ούτε να τη δικαιολογήσουμε. Και είναι κρίμα που τέτοια κείμενα μας φέρνουν στην περιττή ανάγκη να πούμε πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Τα πλέον κατάλληλα εύσημα τα απονέμει ήδη το 1949 ο ίδιος ο Χατζιδάκις στην ιστορική του διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης: «Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς να αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάνει…Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία. Και στην τέχνη· ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή του ανθρώπου»1.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι βαθύτατα πολιτικό. Όχι μόνον διότι έρχεται «από τα κάτω», από τις σιωπηλές πλειοψηφίες του περιθωρίου, σε μια περίοδο εξαιρετικά σκληρή για τον τόπο μας, αλλά και διότι χτίζει μια εναλλακτική ευαισθησία και έναν αντίλογο στον δεσπόζοντα (κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό) λόγο, που είναι, σε τελική ανάλυση, ακριβώς αυτός που κατασκευάζει και ταξινομεί το περιθώριο. Το ρεμπέτικο τραγούδι αποσπασμένο από την ίδια την κοινωνία, τονίζει, ακριβώς, την κοινωνική του προέλευση. Όπως ένας ραγισμένος καθρέφτης που σου επιστρέφει το είδωλο σου -πλέον, όμως, θρυμματισμένο. Η φυγή στους «τεκέδες» δεν είναι παραίτηση, αλλά πολιτική διεκδίκηση: όχι μόνον διότι επιλέγει (και θεματοποιεί) την παραβατική συνθήκη, αλλά και διότι στοιχειοθετεί μιαν «ανάποδη» ανάγνωση της δοσμένης ιστορικής συγκυρίας. Δεν πρόκειται, λοιπόν, επ’ ουδενί λόγω για τραγούδια «που έχουν σαν μοναδικό τους θέμα τα ναρκωτικά», όπως ισχυρίζεται ο σύντροφος Τ.Μ.
Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η διαρκώς αυξανόμενη αριθμητικά κατηγορία των «απόκληρων» και «παρασιτικών» στοιχείων, η εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελούν «πινελιές» ενός πολύχρωμου κοινωνικού καμβά, όπου τα λούμπεν και λαϊκά στοιχεία δίνουν τον τόνο. Η «αλητογραφία» και η «ταβερνογραφία» της περιόδου, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από κείμενα του Βουτυρά, του Παρορίτη ή και του Πικρού ακόμη, αποτελούν παρακαταθήκη της ελληνικής λογοτεχνίας: και η «μοιραία» Πολίτισσα του Βαμβακάρη βγαίνει από την ίδια μήτρα που έθρεψε τους «Μοιραίους»του Βάρναλη. Τρεφόμαστε, λοιπόν, όντως, με τα απομεινάρια μιας εκπεσμένης παράδοσης; Και, από την άλλη, έχουν, πράγματι, «σιγήσει οι μεγάλοι συνθέτες»; Τέτοιοι εύκολοι αφορισμοί δεν μπορούν παρά να μας θυμίσουν μιαν άλλη, βαθύτατα συντηρητική, άποψη που ενορχηστρώνει θρήνους και οδυρμούς για την απώλεια, την έκπτωση και τη φθορά της σημερινής μας γλώσσας. Αυτά τα αντέκρουσε με έξοχο τρόπο ο μεγάλος γλωσσολόγος Α- Φ. Χρηστίδης. Και γλώσσα έχουμε και λογοτεχνία έχουμε και μουσική έχουμε, αγαπητέ σύντροφε, και δεν χρειαζόμαστε κανέναν να μας υποδείξει πώς θα γράφουμε, τι θα διαβάζουμε και τι θα ακούμε. Άλλωστε, η σημερινή απάντηση σε όλα αυτά περνάει ακριβώς μέσα από τα υπεύθυνα ερωτήματα που εμείς οι ίδιοι θα θέσουμε επανοικειοποιούμενοι την παράδοση μας. Το ξεκλείδωμα της σύγχρονης μουσικής ευαισθησίας θα περάσει αναγκαστικά (και) μέσα από τις «εκλεκτικές» συνομιλίες με τη ρεμπέτικη ευαισθησία. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Χατζιδάκις (στον Σκληρό Απρίλη του '44, στα Πέριξ και στα Λειτουργικά) και ο Θεοδωράκης (στον Επιτάφιο και στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού), αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτήν τη σπουδαία σελίδα της ελληνικής μουσικής (και πολιτικής) ιστορίας που ονομάστηκε ρεμπέτικο.
Και αν εδώ και καιρό διαμορφώνεται μια συνθήκη μόδας γύρω από το ρεμπέτικο που θέλει διάφορους «μουσικούς» με εκπληκτική ευκολία, άθλιες ενορχηστρώσεις και αμφίβολη μουσική σκευή, να κρατούν ζωντανό ένα κακέκτυπο του ρεμπέτικου - και όχι το ίδιο -, η λύση δεν βρίσκεται στην αποκήρυξη του ρεμπέτικου, αλλά στην αποκήρυξη του όψιμου «ρεμπετισμού». Το είχε, άλλωστε, προβλέψει και ο ίδιος ο Χατζιδάκις:
«Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους.
Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά και απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον.
Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα έχουμε νιώσει πλέον για τα καλά τη δύναμη τους.
Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρο μας και να ζουν
για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας» 2.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδ. Ίκαρος, 2004, σ. 10. 2.Ό.π.,σ. 12.