«Μπαρμπούτι» του Τούντα: λεξιλογικά

Στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», στο χτεσινό άρθρο που αφορά κυρίως τη λέξη μπαλαμούτι, παρατίθεται η τραγουδάρα του Τούντα «Μπαρμπούτι» με τον Ρούκουνα:

Οι στίχοι:

Χτες το βράδυ στο μπαρμπούτι
μου τη σκάσαν μπαλαμούτι.
Όλο μπαρμπουτήδες φίλοι
στ’ Αργυρού το ?μπε(ν)τιρίνι.

Παίζαν με γεμάτο ζάρι
και δεν έπαιρνα χαμπάρι.
Και μ’ αφήσανε στον άσο,
κι είμαι, αδέρφι μου, να σκάσω.

[-Άιντε, να ζήσουν τα παιδιά του ?Μπικερίνη!]

Χάνω, μ’ άσοι, τις διακόσες,
και με ντόρτια άλλες τρακόσες.
Το ζακέτο βάζω σάνο,
φέρνω δυάρες και το χάνω.

Κάνω βόλτα και φουμάρω,
ξαναπαίζω και ρεφάρω.
Τώρα, αδέρφι, ντερβισάκι,
μπαγλαμά και χασισάκι.

[-Γεια σου, Σαμιωτάκι μου!]

Η καταγραφή των στίχων αρχικά προέρχεται από τον ανεβάστορα του ΥΤ, αλλά στα σχόλια έγιναν κάποιες διορθώσεις, που στο παραπάνω παράθεμα έχουν περαστεί. Για μερικές το πράγμα είναι σίγουρο, για όσες δεν είναι βέζω ερωτηματικό (?).

Συγκεκριμένα αμφιβολίες υπάρχουν για το μπετιρίνι ή μπεντιρίνι, και για τον Μπικερίνη. Αρχικά και τα δύο ήταν γραμμένα «μπιτιρίνι». Το μπιτιρίνι υπάρχει στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι, με παραπομπή ακριβώς στο συγκεκριμένο τραγούδι. Το ερμήνευμα φαίνεται να είναι σωστό, αλλά εδώ η λέξη ακούγεται να προφέρεται αλλιώς, και μάλιστα διαφορετικά τη μία φορά στον στίχο και διαφορετικά την άλλη στο «επιφώνημα».

Η λέξη «σάνο» (το ζακέτο βάζω σάνο) αρχικά ήταν γραμμένη «χάμω». Αλλά ο Ρούκουνας λέει «σάνο», που δεν υπάρχει στο Γλωσσάρι.

Στην ανάρτηση και στα σχόλια έγινε συζήτηση γι’ αυτές τις δύο λέξεις, που έβγαλε και ενδιαφέρουσες πληροφορίες και που θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη στη δημιουργία ενός λήμματος και τη συμπλήρωση ενός άλλου.

Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αφενός στο σημείο του αρχικού κειμένου που βρίσκεται αμέσως μετά από το βιντεάκι και τους στίχους, και αφετέρου στα σχόλια #39, #50, #83 (πολύ ψωμί) και #87.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και για άλλες λέξεις ρεμπέτικου ενδιαφέροντος γίνεται λόγος και μαθαίνουμε πληροφορίες, είτε στην κυρίως ανάρτηση είτε στα σχόλια. Πρώτα απ’ όλα βέβαια, για το μπαλαμούτι (κλασικό ζευγάρι με το μπαρμπούτι σε αρκετά ρεμπέτικα), που είναι και το θέμα της ανάρτησης. Καθώς λοιπόν το τραγούδι του Τούντα έφερε εξαρχής τη συζήτηση και στον τζόγο, γίνεται λόγος και για άλλες τζογαδόρικες λέξεις όπως σότος και τέρτσος (που αναφέρονται στον «Τεκετζή»), κ.ά.

«το σάνο όμως τι είναι;»

Μα προφανώς, πρέπει να σημαίνει «ενέχυρο». Αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω.

Υπάρχει (κακώς βέβαια) στο “Β” (“βάζω σάνο”)

Ωστόσο, η ετυμολόγηση [ΕΤΥΜ. < από το ιταλ. επίθ. (στο ουδέτ. εδώ ) sano «υγιής», «ασφαλής»] δεν με πείθει… Πώς έχει προκύψει;

1 «Μου αρέσει»

Η ετυμολόγηση από το ιταλικό sano = υγιής, ασφαλής πρέπει βέβαια να αποσυρθεί. Καλύτερα έλλειψη ετυμολόγησης, παρά μη σωστή τοιαύτη.

η μετάφραση sano= υγιής, είναι σωστή.
σχετικές οι λέξεις
sanitär =τα περι υγειονομικών
sanitas (αλουμινόχαρτο), περιέλιξης τροφίμων.

Σπύρο μου, μιλάμε εδώ για την έκφραση «Το ζακέτο βάζω σάνο» που συμφωνήσαμε ότι σημαίνει ενέχυρο. Με την υγειονομία, το αλουμινόχαρτο κ.τ.τ. καμμία σχέση.

Μία απο τις μεταφράσεις του Sano είναι Sound στα αγγλικά, που έχει μια ευρεία χρηση…
Παραδείγματα:
to be of sound mind : να έχει σώας τας φρένας
sound advice: υπεύθυνη συμβουλή

κλπ. Παρότι δεν μεταφράζεται ακριβώς ως λέξη, η χρήση της περιλαμβάνει μια δόση υπευθυνότητας, ορθότητας και σωστού χαρακτήρα.

εδώ που τα λέμε και η λέξη υγεία χρησιμοποιείται με αυτό τον τρόπο. Έχει τη σημασία, κατάλληλος, σώφρων, ικανός.

το Sano δεν μου φαίνεται πολύ μακριά ως το στοίχημα κάποιου του οποίου ο λόγος έχει βάρος.

1 «Μου αρέσει»

Να θυμίσω ότι στου @sarant κάποιος έγραψε:

Βάζω σανό = βάζω ενέχυρο, σανός το χρήμα Βλ. Online Λεξικά Κ.Ε.Γ.

και κάποιος άλλος σχολίασε ότι εδώ ο τόνος ανέβηκε για την ομοιοκαταληξία.

Το δεύτερο δεν το βρίσκω πολύ πειστικό, αλλά το πρώτο (που δε στέκει χωίς το δεύτερο) πώς να το παραβλέψεις; Τόσο παρόμοιες λέξεις με τόσο παρόμοιες σημασίες, να είναι σύμπτωση;

Εδώ είναι η λέξη στο λεξικό ΚΕΓ.

1 «Μου αρέσει»