Συρραφές αυτοσχέδιων στίχων σε ρεμπέτικα κομμάτια - Ναι ή όχι;

Τα έχω ακούσει αυτά τα τραγούδια και γενικά συμφωνώ με τον Περικλή. Αυτό όμως το οποίο θέλω να σταθώ είναι το εξής. Βρέθηκα πριν από αρκετό καιρό μαζί με κάτι παιδιά που έκαναν ακριβώς αυτό. Δεν θυμάμαι ποιο ακριβώς τραγούδι ήταν αλλά θυμάμαι ότι ήταν κάποιο χασικλίδικο. Μετά τους γνωστούς στίχους άρχισαν να προσθέτουν και δικούς τους και πρέπει να πω ότι αυτό με ξένισε πολύ. Ως και το ότι με “χάλασε”. Μου φάνηκε τόσο “ξένο” στα δικά μου αυτιά που περισσότερο μου φάνηκε ότι το έκαναν για να “δειχτούν”, παρά ότι ακολουθούσαν μια παράδοση χρόνων. Γενικά μου βγάζει κάτι το πολύ αρνητικό. Ίσως να φταίει ότι δεν έχω αντίστοιχα ακούσματα έστω και παραδοσιακής μουσικής όπως ο Περικλής, που αυτό το φαινόμενο είναι πιο κοινό. Δεν ξέρω αν αυτός ο τρόπος θα μπορούσε να σταθεί σήμερα. Βέβαια το ότι γίνεται μπορεί να σημαίνει ότι το θέμα το έχω εγώ, και κάλλιστα μπορεί να είμαι λάθος.

μια χαρά γίνεται ακόμα στις παρέες, και για μένα είναι κάτι ζωντανό. τώρα ο καθένας αναλόγως με το επίπεδό του βάζει και αντίστοιχα στιχάκια, αυτό είναι όμως σε κάποιο βαθμό ανεξάρτητο από την διαδικασία.

2 «Μου αρέσει»

Και έχεις δίκιο, δεν έχει να κάνει με την διαδικασία, απλά εμένα μου βγήκε αρνητικά. Δεν είναι κάτι που μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως να έχει να κάνει με την “καθαρότητα”, (αδόκιμος όρος), του καταγεγραμμένου. Για παράδειγμα θα προτιμούσα να ακούσω ένα καινούριο κομμάτι παρά να ακούω διάφορους να πλέκουν στίχους πάνω σε γνωστά κομμάτια.
Γιατί αν θέλεις μπορώ να το προεκτείνω. Ίσως να είναι κάτι που μπορεί να γίνεται σε κομμάτια που είναι πιο κοντά στις αρχές της αστικής λαικής παράδοσης, πχ μουρμούρικα, χασικλίδικα. Αλλά αν το κάνουμε και σε μετέπειτα κομμάτια πχ Μάρκος, Τσιτσάνης κλπ πως θα ακουστεί; Ή εκεί δεν “τολμά” κάποιος να το κάνει; Ή μπορείς να πεις ότι “εκεί δεν μας παίρνει;”

1 «Μου αρέσει»

Δεν ήμουν παρών, βέβαια, όταν τα παιδιά «χάλασαν» τον Λουκά, αλλά φοβάμαι ότι κι εμένα θα με χάλαγαν. Κυρίως, επειδή μας επισημαίνει αυτό:

Αν η κίνηση της προσθήκης δικών τους στίχων ξένισε, η αιτία μάλλον ήταν ότι δεν ακολουθήθηκε η «κλασική» την εποχή της αδέσποτης τραγουδοποιίας διαδικασία, η πρόσθεση δηλαδή στίχων από την υπάρχουσα παρακαταθήκη και όχι φτιαγμένων εκείνη τη στιγμή. Αν αντίθετα, οι στίχοι είχαν αντληθεί από την κοινής χρήσεως «βάση δεδομένων», θα ήταν και αυτοί οικείοι και δεν θα ξένιζαν.

Οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι και αυτό που αναφέρει ο Νικόλας ισχύει, ιδίως όταν έχουμε κάπως εξοιοκειοποιηθεί με τους καινούργιους στίχους ή με την καινούργια διαδικασία. Έτσι, πρόσθετα στιχάκια που έχουν δημιουργηθεί πάμπολα, π.χ. για την παξιμαδοκλέφτρα, συνήθως δεν ξενίζουν. Αφενός γιατί το ξέρουμε και το ψιλοπεριμένουμε, αφετέρου γιατί τα περισσότερα απ’ αυτά και γνωστά πλέον μας είναι και ωραία καμωμένα. Άλλωστε, μην μας διαφεύγει ότι και ο στιχουργός του αρχικού δίσκου, λίγα άντλησε από το «καλάθι», τα περισσότερα μόνος του, και αυτός, τα έφτιαξε.

2 «Μου αρέσει»

μα ειδικά αν μιλάμε για μάρκο ή μπάτη, τραγούδια όπως “κάντονε σταύρο” και “καραντουζένι” πάνω στην παρέα φτιαχτήκανε, όπως τα περισσότερα του μπάτη. επίσης ο τσιτσάνης έβαζε στιχάκια για τους μουσικούς στον μπουφετζή, ο καθένας έβαζε στιχάκια στο “ελ-ντάμπα”, κλπ κλπ.
ας μην γκρινιάζουμε, υπάρχουν πολλές παρέες που παίζουν το ρεμπέτικο και το νοιώθουν δικό τους, είτε λόγω συνθηκών είτε λόγω γούστου, και εκεί είναι ολοζώντανο. ας μην ασχολούμαστε με τον κάθε δήθεν, δεν του αξίζει.

2 «Μου αρέσει»

Και η Νίνου.

(σ’ αυτή την παρένθεση πρέπει να μπούν το λιγότερο 9 γράμματα “παραγέμισμα”. Ε, μπήκαν λίγα παραπάνω…)

Επεξεργασία:
Τώρα μου ήρθε στο μυαλό το παραγέμισμα που έπρεπε να έχει η παραπάνω παρένθεση. Το παραθέτω:

Οι ναργιλέδες στον τεκέ είναι μαλαματένιοι, και του Τσιτσάν’ η γκόμενα μας ήρθε γκαστρωμένη

2 «Μου αρέσει»

Έχετε δίκιο. Την εποχή του Μπάτη και του Μάρκου αυτός όμως ήταν ο κανόνας. Από την άλλη και ο Ζαμπέτας στα ζωντανά του έβαζε ότι σκεφτόταν, για πελάτες για μουσικούς για όποιον ήθελε. Η ένστασή μου είναι στο εξής. Αυτοί ήταν οι δημιουργοί και σύμφωνα με την εποχή τους κάνανε και φτιάχνανε τα πράγματα. Σήμερα όμως; Το όλο θέμα να βάλεις στίχους σε ένα τραγούδι που και η κουτσή μαρία έχει ΄βάλει μου κάνει κάτι το “εύκολο” και όχι με την καλή έννοια.

λουκά άμα δοκιμάσεις να βάλεις στιχάκια πάνω στο γλέντι, θα δεις ότι είναι πολύ ωραίο -ρώτα και το κουτρούφι!
μάλιστα είναι κάτι σαν κώδικας, ότι στον μπουφετζή βάζουμε αλλά πχ στην αχάριστη δεν βάζουμε.

1 «Μου αρέσει»

Έχεις δίκιο Νίκο και το δέχομαι. Αν και θα είχε πλάκα να δοκιμάσει κάποιος να βάλει έξτρα στίχους στην Αχάριστη που λες. Και με το πλάκα εννοώ την γιούχα που θα έτρωγε.

Πάντως εδώ μου βγαίνει και μια ερώτηση για τον Νίκο τον Λίγκα Ρόσα. Γενικά δεν νομίζω να είναι και πολλά τα τραγούδια που “πειράζουνε”, καμμιά δεκαριά όλα κι όλα;
Δηλαδή : Μπουφετζής, Κάντονε Σταύρο, Παξιμαδοκλέφτρα και ποια άλλα? Γιατί αν το σκεφτείς σαν να υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

1 «Μου αρέσει»

άμα σου πω ότι έχει τύχει να πειράξω μια λέξη στην αχάριστη για συγκεκριμένο άνθρωπο… και το θυμήθηκα αφού το έφερα σαν παράδειγμα.
έχεις δίκιο, είναι συγκεκριμένα τα τραγούδια που θα φορτώσουμε δίστιχα, αλλά μπορεί αυτό να είναι αλλιώς για διαφορετικές παρέες.

1 «Μου αρέσει»

Μετακίνησα αυτά τα μηνύματα σε ξεχωριστό νήμα καθώς το θέμα “Συρραφές σκοπών με μουρμούρικα” που άνοιξε ο @pepe μιλάει για σκοπούς δηλαδή μελωδίες και όχι για στίχους. Εδώ όμως μπορούμε να συνεχίσουμε την συζήτηση κανονικά :slight_smile:


Στο θέμα μας όμως…

@loukasfilm νομίζω αυτό είναι το κλειδί για την επίλυση αυτού του θέματος. Σε εμάς τους “σκληροπυρηνικούς” του ρεμπέτικου που έχουμε χιλιο-ακούσει ένα τραγούδι με έναν συγκεκριμένο τρόπο και έχουμε γαλουχηθεί με αυτό, πολλές φορές το να το παραλάσσει κάποιος με οποιονδήποτε τρόπο (είτε αλλάζοντας την μουσική, είτε προσθέτοντας στίχους) είναι σαν να μας το μαγαρίζει. Προφανώς δεν περνάμε το ίδιο καλά ακούγοντας ένα τραγούδι που πια δεν μας είναι 100% γνώριμο και δεν μπορούμε να το νιώσουμε όπως θα το νιώθαμε αν ήταν “ανέγγιχτο”. Είναι το ίδιο περίπου θέμα που έχουμε και με την διαφορά πρώτης εκτέλεσης με τις μεταγενέστερες (ίσως σε πιο ελαφρύ βαθμό). Από την άλλη αυτό δεν σημαίνει ότι η τακτική της παραλλαγής ή της προσθήκης είναι κάτι κακό…

Το ότι αυτοί είχαν δημιουργήσει ένα τραγούδι στο παρελθόν σημαίνει ότι αυτό το τραγούδι πρέπει να παραμείνει ανέγγιχτο και απείραχτο από οποιοδήποτε άλλο; Παραμένει ιδιοκτησία τους αυτό το τραγούδι (πέραν της τυπικής έννοιας των πνευματικών δικαιωμάτων) ή είναι πια ιδιοκτησία του λαού - κόσμου και ο τελευταίος είναι ελεύθερος να το χειριστεί όπως θέλει;

Εγώ τείνω προς το δεύτερο - αφού η δημιουργία και η λαϊκή παράδοση (που το ρεμπέτικο αποτελεί μέρος της) είναι κάτι ζωντανό και πρώτα απ’ όλα ελεύθερο (και πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνει έτσι). Προφανώς, μπορεί μια συγκεκριμένη προσθήκη να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει αλλά εκεί δεν εστιάζεται το πρόβλημα στην πρακτική της προσθήκης αλλά στην ίδια καθ’ αυτή την αλλαγή.

Νομίζω η απάντηση σε αυτό είναι απλή:

Όλα αυτά είναι τραγούδια με απλοϊκό στίχο, που είτε δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα, ή έχει χιουμοριστικό - σκωπτικό ύφος ή που φαίνεται ότι γράφτηκε στο πόδι (ή και ίσως με προσθήκη στίχων από διαφορετικές παρέες). Προφανώς σε αυτά τα κομμάτια είναι πιο εύκολο να φορτώσεις δίστιχα καθώς δεν θα ακούγονται παράταιρα από το υπόλοιπο τραγούδι (από πλευράς επιπέδου στιχουργικής κυρίως). Άσε που δεν χρειάζεται να σκεφτείς και πολύ ώστε να παράγεις δίστιχα σε αυτά… Αρκεί να βρεις δυό λέξεις με ομοιοκαταληξία και είσαι έτοιμος!

Όμως αν είναι να φορτώσεις δίστιχα σε ένα τραγούδι σαν την Αχάριστη, πρέπει για να μην φανεί παράταιρο να καταφέρεις να αγγίξεις το επίπεδο της στιχουργικής που υπάρχει στο υπόλοιπο κομμάτι… Οπότε και οι περισσότεροι (σώφρονες) το αποφεύγουν.


Εγώ πάλι κάποτε (όσο ήμουν στο λύκειο) φόρτωσα ολόκληρη στροφή στην Συννεφιασμένη Κυριακή! :joy::sweat_smile::rofl:

Αυτό που θέλω πιο πολύ
Απ’ όλα στη ζωή μου
Είναι η καρδιά σου Κυριακή
που ποτέ δεν θα 'ν δική μου

(Εκεί που ο Τσιτσάνης εννοούσε την μέρα, εγώ το μετέφερα το νόημα σε γυναίκα)

Μια πρόσθετη στροφή που την λέγανε στο “Σαλιγκάρι” και στο “Αλώνι”, στη Σίφνο, τα τότε σχήματα (δεκαετίες 80, 90), πάνω στο “Μες στης Πόλης το χαμάμ”. Το θυμήθηκα πρόσφατα:
Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα
η ελληνική μαστούρα, φτάνει στα ουράνια

Αυτό που γίνεται στα σιφνέικα γλέντια, όταν παίζονται με το τακίμι (βιολί-λαούτο) ρεμπέτικα, είναι συμφυρμός από άλλα τραγούδια της δισκογραφίας και, καμιά φορά, αυτοσχεδιασμός (όπως ο Χρήστος. Μπράβο, Χρήστο!). Αυτό δεν περιορίζεται στα πρώτα-πρώτα τραγούδια της δισκογραφίας, που, ας πούμε, ήταν πιο κοντά στην δημοτική παράδοση, αλλά γίνεται και στα πιο πρόσφατα, της δεκαετίας του 50. Αυτό γίνεται πιο εύκολα, στα τραγούδια στα οποία δεν υπάρχει νοηματική συνέχεια μεταξύ των στροφών και όπου κάθε στροφή μπορεί να την πεις με όποια σειρά θέλεις. Αν ένας σκοπός είναι αγαπητός, η παρέα δεν θέλει να περιοριστεί στο τρίλεπτο συνήθως της ηχογράφησης αλλά θέλει να το συνεχίσει επιστρατεύοντας στιχάκια (παρόμοιου κατά προτίμηση, αλλά όχι αποκλειστικά, περιεχομένου).

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πρόσθετων στίχων σε τραγούδι της δισκογραφίας είναι αυτό του Νταλγκά. Πάνω σε αυτό το σκοπό (που έχει διασκευαστεί προς το γρηγορότερο), εκτός από τα στιχάκια της ηχογράφησης τραγουδιούνται και πολλά άλλα.

Δείγμα:

Στις μαζώξεις, μένουμε αρκετά στις ηχογραφήσεις και ελάχιστα διαφοροποιούμαστε. Καμιά φορά, κοιταζόμαστε “Έχει κι άλλο;”. Αυτό που θα μπορούσαμε να λέγαμε με τις ώρες είναι το “μανάκι μου, μανάκι μου” στο οποίο μπορούν να τραγουδιστούν άπειρα δίστιχα και όχι μόνο αυτά που υπάρχουν ηχογραφημένα. Ένα άλλο τραγούδι (που το 'χουμε δοκιμάσει κάνα δυο φορές) είναι το “ψηλά ειν τα παραθύρια σου”. Αλλά αυτό είναι παραδοσιακό, ούτως ή άλλως. Βάζουμε και τη στροφή με το Σκλάβαινα στο “όσοι γινούν πρωθυπουργοί”. Άλλες περιπτώσεις (με βάση αυτά που ξέρω από τα σιφνέικα γλέντια) που θα μπορούσαν είναι: η “Σύρα”, το “Κάθε βραδάκι με γελάς”, το “Απονε τύραννε”, ο “Μπατίρης”, η “Μοδιστρούλα”. Είτε μπαίνουν στιχάκια από αλλού είτε γίνεται επιτόπου αυτοσχεδιασμός.

2 «Μου αρέσει»

και μόλις γύρισα από φαΐ μετά μουσικής, όπου παίχτηκε η κανελόριζα. με έπιασα να περιμένω ποια εκδοχή θα μπεί στο τέλος, για τα χανιά ή για την ικαρία. δεν ξέρω όμως αν εμπίπτει στις περιπτώσεις που εξετάζουμε.
θυμήθηκα επίσης τους “φωνογραφιτζήδες”, του έχουμε βάλει άπειρα στιχάκια αναλόγως την περίσταση. εξάλλου κι ο μπάτης ως καλός παραγωγός/μάνατζερ τα δύο πρώτα ήθελε να βάλει για να παινέψει τους φωνογραφιτζήδες και να παίζουν την πλάκα του, τα υπόλοιπα μπήκαν ως παραγέμισμα.