Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Αρη, δες εδώ
Τη λέξη πάντως δεν την εχω απαντήσει σε ρεμπέτικο τραγούδι.

“Τραμπούκος” σημαίνει πρόσωπο που πληρώνεται (πολύ σπάνια ενεργεί μόνο του) για να προκαλεί επεισόδια ή να βιαιοπραγεί σε βάρος κυρίως πολιτικών αντιπάλων κάποιου κομματάρχη, ο μπράβος του δηλαδή.
Και κατ’ επέκταση, εκείνος που χρησιμοποιεί οποιασδήποτε μορφής βία ή εκφοβισμό, για να επιβάλλει τις απόψεις του, ο νταής.
Προέρχεται από την ισπανική λέξη trabucos [ πληθυντικός που θεωρήθηκε ενικός ], μάρκα πούρων που παλιοί πολιτικοί προσφέρανε στους πιο ζωηρούς και «δραστήριους» οπαδούς τους ή τα πρόσφεραν στα πολιτικά σαλόνια σε εκείνους που πουλούσαν την ψήφο τους. [ “τραμπούκο” σημαίνει και φιλοδώρημα].
Της ισπανικής προηγείται η προβηγκιανή λέξη “trabuc” = καταπέλτης, πολιορκητική μηχανή και από εκεί πήραν την ονομασία τους τα πούρα, λόγω της ομοιότητάς τους με το “trabuco”, παλιό τύπο όλμου.

Άρη, μήπως απαντά η λέξη σε κάποιο τραγούδι;

Άλλη μια λέξη.
λεμές = άνθρωπος κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθρωπος.
Από το τουρκικό elleme (κατά πάσα πιθανότητα) = μεγάλο αντικείμενο που δεν περνάει από το κόσκινο.

Από το τραγούδι: “Μες στου Συγγρού τη φυλακή”, 1932, σε στίχους, μουσική και ερμηνεία από τον Αντ. Διαμαντίδη (Νταλγκά).
“… θα τον τσακίσω το λεμέ
και σένανε σουρουκλεμέ.
θε να σας κάνω τσιμπητούς
και θα σας πάνε σηκωτούς…”

λεμές κυριολεκτικά το χει βρει και τύπος ώριμης σταφίδας:079:

λογική η παρατήρησήσου αλλά τότε πρέπει να βρούμε μια ερμηνεία για το “γι” αλιώς η φράση δεν έχει νόημα
ποια όμως είναι η γνώμησου γιο το “δε με κόβεις”;

Σπύρο, σου απαντώ εγώ στο ερώτημά σου, αν μου επιτρέπεις.
Έχω την εντύπωση πως δεν ακούγεται το “για” πριν από το “αλάνι”.
Τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού τους έχουμε παραθέσει και εδώ.

Η φράση “δεν με κόβεις” σημαίνει “δεν με ρίχνεις”, “δεν με ξεγελάς”.

ξέρω τι σημαίνει “δε με κόβεις” αλλά νομίζω ότι πρόκειται για άλλη ένοια, που δεν τη βρήκα στο λεξικό, και γι’ αυτό πρότεινα προχτές να μπει σαν λήμμα στο γλωσάρι
όσο για το γιαλάνι βρήκα τους στίχους στο stixoi.info κι όπως έχω το τραγούδι το άκουσα πολλές φορές

Βρήκα στο γλωσάρι τις λέξεις Καραμπουρνάκι, Μπαξέ-τσιφλίκι, Μπεχτσινάρι ή Μπεξινάρι, όλες πόλεις γύρω απʼ τη Θεσαλονίκη που αναφέρονται στο τραγούδι του Τσιτσάνη το Μπαξέ-τσιφλίκι. Στο ίδιο τραγούδι όμως υπάρχουν και η Βάρνα, που θιμίζει την πόλη της Βουλγαρίας και η Ακρόπολη που μπορεί να μπερδευτεί με την Ακρόπολη της Αθήνας (άκουσα κάποιον να τραγουδάει πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη στην Πλάκα),
Προτείνω να προσθεθούν οι λέξεις:
Βάρνα. Δήμος στο βουνό πάνω απʼ τη Θεσαλονίκη
Ακρόπολη. Περϊοχή της Θεσαλονίκης στα υψώματα όπου βρίσκεται και το Γεντί κουλέ. Ήταν η επίσημη ονομασία για νʼ αντκατασταθεί ο όρος Κουλέ καφέ. Τώρα λέγεται Άνω πόλη.
Στο τραγούδι του Τσιτσάνη ο ασυρματιστής ή στο τάγμα τηλεγραφητών αναφέρεται το Ντεπό
μα πήρα τον ασύρματο και έγινα προφήτης.
Στον ώμο τον φορτώνομαι και στο Ντεπό πηγαίνω

Ντεπό. Γειτονιά στην ανατολική Θεσαλονίκη χωρίς προσδϊορισμένα σύνορα που ένα τμήματης βρίσκεται στην Καλαμαριά. Προέρχεται απʼ τη γαλική λέξη dépôt, που θα πει αποθήκη, γιατί αναπτύχτηκε γύρω απʼ το γκαράζ των τραμ, ιδϊοκτησία μιας γαλόφωνης εταιρίας (dépôt des trams) :

Δε βρήκα όμως στο γλωσάρι καμιά πόλη ή γειτονιά της Ατικής εκτός απʼ τα Λεμονάδικα ενώ συναντιούνται συχνά στα ρεμπέτικα: Άγιος νείλος, Βοτανικός, Χατζηκυριάκειο, Βούλα (είναι χωριό ή γυναίκα;), του Ψυρή (ταβέρνα ή γειτονιά;)
Κι υπάρχουν τα τοπονύμϊα στα τραγούδια του Βαμβακάρη ή σʼ αυτά που μιλούν για την Ισταμπούλ (τότε Κωνσταντινούπολη) ή την πριν την καταστροφή Σμύρνη.
Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι αν μπουν στο γλωσάρι όλες αυτές οι λέξεις θα καταντήσει γεωγραφικό και όχι ρεμπέτικο

δεύτερη απάντηση
έχει πολλά χρόνια που κατάργησα το “υ” το όνομάμου είναι “σπίρος” ή “Σπίρος” αν θέλεις

Εγώ το ακούω καθαρά το γι-. Και εξʼ ίσου καθαρά το ακούω και συχνότατα από τη Ρόζα, σε ανάλογες περιπτώσεις. Λιλή σκανταλιάρα, 0:42, …γιατʼ είμʼ εγώ η γιαλανιάρα, 0:54: και δεν τρώγω κρύγιες ματσαράγκες (το «δεν με μέλλει εμένα αν είσʼ αλάνι» πάντως, καθαρά χωρίς γι-). Και αλλού εκφέρει έτσι η Ρόζα, δεν μπορώ τώρα να ψάξω. Είναι γλωσσολογικό φαινόμενο που παρατηρείται και σε όλες τις γλώσσες, ένα είδος «ευφωνικού γ».

Όσο για το κόψιμο, καλά, κανείς δεν έπαιζε πρέφα, ως φοιτητής; Μία μπάζα (χαρτωσιά) που προσπαθεί κάποιος να πιάσει, κόβεται από τον αντίπαλο αν διαθέτει ισχυρότερο χαρτί. Με λιμά όμως (τα χαμηλής αξίας χαρτιά) μπάζες δεν κόβονται.

Έχω την εντύπωση πως το γενικότερο νόημα του τραγουδιού αυτού συγκεκριμένα δεν έχει να κάνει με τα χαρτιά.
“Δεν με ρίχνεις, δεν με ξεγελάς με τα ψεύτικα λόγια σου” μάλλον εννοεί ο Μάρκος.

Πιστεύω πως πρέπει να προσθέσουμε στο γλωσσάρι όλα τα τοπωνύμια που απαντούν στα ρεμπέτικα τραγούδια.

Εγώ βλέπω σαφέστατη την προέλευση από το συγκεκριμένο παιχνίδι, δεν εννοεί ψεύτικα λόγια και ξεγέλασμα ο Μάρκος, αφού συνεχίζει: δεν περνάει αλάνι μου πιά για με η μπογιά σου: τα προσόντα σου, δηλαδή, δεν είναι αρκετά για να με κατακτήσεις. Βέβαια, το τραγούδι δεν δείχνει σύνδεση με χαρτιά αλλά η έκφραση υπάρχει και την χρησιμοποιούσαμε στην πρέφα. Μεταφορικά βέβαια τη χρησιμοποιεί και ο Μάρκος.

Για τα τοπωνύμια συμφωνώ και εγώ. Όχι για όλα, όμως. Ο Βοτανικός είναι γειτονιά γνωστή, υπάρχει και σχετική λεωφορειακή γραμμή (Ιπποκράτους – Βοτανικός, γραμμή τράμ παλαιότερα). Το τοπωνύμιο είναι πασίγνωστο, όπως και η προέλευσή του. Ίσως τα ίδια να πούν και οι Σαλονικιοί για το Καραμπουρνάκι (και το μακρυνότερο Καραμπουρνού).

Μου έκανε εντύπωση η παρατήρηση του Σπίρου (αφού έτσι το θέλει) για τη Βάρνα, δεν την ήξερα ούτε αυτήν ούτε και το σχετικό δήμο στο βουνό (ποιο βουνό; τον Χορτιάτη;) Δεν ήξερα επίσης και την Ακρόπολη ως Άνω πόλη. Βέβαια, λιγάκι δύσκολο είναι να μπερδευτεί η Ακρόπολη (της Αθήνας) με οτιδήποτε άλλο. Εγώ πάντως φανταζόμουνα κέντρα διασκεδάσεως με αυτά τα ονόματα, ίσως πάνω στην γραμμή της τσάρκας που τελειώνει με τα (υπάρξαντα, βέβαια) Κούτσουρα του Δαλαμάγκα. Αλλά δεν είμαι Σαλονικιός.

Και βέβαια η Βούλα (η παραλιακή), ούτε χωριό ούτε γυναίκα είναι. Όταν ήμουν παιδάκι δεν υπήρχε εκεί τίποτα εκτός από πεύκα και άμμος, και κανα ΄δυό ταβέρνες. Η γειτονιά του Ψυρρή δεν ξέρω πως πήρε το όνομά της, ενώ για τον Άγιο Νείλο και το Χατζηκυριάκειο τα πράγματα είναι σαφέστερα. Εκείνο που σίγουρα δεν είναι τόσο γνωστό είναι π.χ. το Κουτσουκάρι, έξω από τον Πειραιά και προσδιορισμοί του τύπου η σπηλιά του δράκου που την ήξεραν μόνο οι χασικλήδες, η Κρεμμυδαρού κλπ.

Τοπωνύμια της Πόλης και της Σμύρνης υπάρχουν πάμπολλα, όχι τόσο στα τραγούδια του Μάρκου αλλά στα σμυρναίικα κλπ. Και πάλι, ο Γαλατάς ή το Πέραν είναι πασίγνωστα, τα Ψάμμαθα ή τα Θεραπειά όχι. Το Κορδελιό, πόσοι το ξέρουν;

Συμφωνώ με το Νίκο.
“Δεν με κόβεις πια με τα λιμά σου” = “δε με κερδίζεις”.
Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρη η χαρτοπαιχτική ορολογία. Και από την πρέφα αλλά και από το μπουρλότο, όταν πρέπει να “κόψεις το καπό”, να πάρεις δηλαδή μία μπάζα, πράγμα που δε γίνεται με τα λιμά φύλλα.

Γαλησσάς: χωριό στη δυτική πλευρά της Σύρου, 7 χιλιόμετρα από την Ερμούπολη.

Φοίνικας: χωριό παραθαλάσσιο, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σύρου.

Παρακοπή: οικισμός στα νότια και δυτικά της Ερμούπολης.

Ντελαγκράτσια ή Ποσειδωνία: μια από τις πιο γνωστές παραθαλάσσιες γειτονιές της Σύρου.
Χτισμένη σε μια γόνιμη έκταση στη νοτιοδυτική ακτή της Σύρου.
Το όνομα Ντελαγκράτσια προέρχεται από τον καθολικό ναό της Σάντα Μαρία Ντε λα Γκράτσια.

Αληθινή: παραδοσιακό χωριό ανάμεσα στην Ερμούπολη και την Άνω Σύρο.

Πισκοπιό ή Επισκοπείο : Βρίσκεται στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου δυτικά της Ερμούπολης.
Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των προυχόντων Ερμουπολιτών, που έκτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές βίλες.

Χατζηκυριάκειο: συνοικία του Πειραιά, στα νοτιοανατολικά της πόλης, στο δυτικό άκρο της Πειραϊκής χερσονήσου.
Το όνομα της το οφείλει στον Σμυρναίο κτηματία και έμπορο Ιωάννη Χατζή-Κυριακό ο οποίος το 1889 ίδρυσε το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο.

Άγιος Νείλος: περιοχή του Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο, όπου και η ομώνυμη εκκλησία.

Τρούμπα:περιοχή του Πειραιά, αποτελεί μέρος της συνοικίας της Τερψιθέας.
Το όνομα της το οφείλει στην τρόμπα – αντλία - που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας, από το οποίο έπαιρναν νερό τα πλοία.
Κέντρα διασκέδασης και τεκέδες υπήρχαν στην περιοχή πριν την κατοχή, ενώ μετά απ’ αυτήν, οίκοι ανοχής και καμπαρέ μέχρι το 1968 που έκλεισαν από το Σκυλίτση.
Χαρακτηριστικό το [b]σχετικό βίντεο.[/b].

Κουτσουκάρι ή Κουτσικάρι ο σημερινός Κορυδαλλός.
Από το όνομα του Γεωργίου Κουτσικάρη, ο οποίος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι στην περιοχή.

Γαλατάς: περιοχή της Κωνσταντινούπολης, στη βόρεια πλευρά του Κερατίου κόλπου.

Πέραν: στην πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από το Γαλατά.

Μπράβο Ελένη!
Το Κουτσουκάρι και το Πέρα απαντάνε σε ρεμπέτικα; Το πρώτο το ακούω πρώτη φορά, το δεύτερο το ξέρω από βιβλία αλλά και τα δύο δεν τα έχω ακούσει σε τραγούδια (σημ.: στα σμυρνέικα και πολίτικα είμαι αδιάβαστος).

Μάνο, το Κουτσουκάρι από το “Για μια Κουτσουκαριώτισσα” του Μπαγιαντέρα, με το Στράτο, αν θυμάμαι καλά.

Για το “Πέραν” είναι αλήθεια πως δεν θυμάμαι ούτε εγώ κάτι τώρα…
Αν δεν την εντοπίσουμε, δεν θα την βάλουμε στο γλωσσάρι.

Μερικά ακόμα τοπωνύμια:

Κουσάντασι: απέναντι από τη Σάμο, πόλη χτισμένη αμφιθεατρικά, 95 χλμ. νότια της Σμύρνης,

Κορδελιό: παραλιακή κωμόπολη της Μ. Ασίας, 13 χλμ. Από τη Σμύρνη.

Αλάτσατα: κωμόπολη της παλιάς Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης.

Προύσα: μεγάλη πόλη στη ΒΔ Τουρκία.

Δραπετσώνα: δήμος της Αττικής, στην επαρχία Πειραιά, απέναντι από τη νησίδα Ψυττάλεια.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί πρόσφυγες σε ξύλινες παράγκες, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι και το 1968, οπότε αντικαταστάθηκαν από τις προσφυγικές πολυκατοικίες.
[πιθανόν από τη ρεματιά Ντράπε Τσώνα που έδωσαν στην περιοχή αρβανιτόφωνοι ναυτικοί της Σαναμίνας (αρβαν. Drape = ρέμα + Τσώνης : επώνυμο ντόπιου κτηματία].

Ξαβέρι: τα παλιά Καρβουνιάρικα, περιοχή του Πειραιά, η οποία σήμερα συγκεντρώνει τις κυριότερες ναυτιλιακές δρστηριότητες του Πειραιά.

Σακραμέντο: πρωτεύουσα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού.

Γεντί Κουλέ: Η διαβόητη, ίσως η δεύτερη (μετά τʼ Ανάπλι) χειρότερη φυλακή του ελληνικού χώρου, στη Θεσσαλονίκη, ένα κάτεργο που χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για ποινικούς κρατούμενους, αλλά και για χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων του ελληνικού λαού κατά την περίοδο του Εμφύλιου.
Ένα μνημείο του οποίου ένα μέρος ακουμπά σε αρχαίο τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα και το υπόλοιπο στο φρούριο του Επταπυργίου, κτίσμα του 12ου αιώνα.Υμνήθηκε σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, αλλά και στη λογοτεχνία περνώντας και το βίωμα της σκληρής διαβίωσης των κρατουμένων, αλλά και το αίσθημα της άδικης ή υπερβολικής τιμωρίας.

Ντεπώ: περιοχή στη νότια Θεσσαλονίκη.
Παλιότερα, είχε τους μεγαλύτερους μύλους των Βαλκανίων και ονομαστές ταβέρνες, όπως τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα», γνωστή και από το «Μπαξέ τσιφλίκι» του Τσιτσάνη.
[από το Γαλλικό Dépôt = Αποθήκη].

Ακρόπολη: το βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Άνω Πόλης.
Ό,τι διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917, περιλαμβάνει τα τείχη της Ακρόπολης και το Επταπύργιο, το Γεντί Κουλέ.

Βάρνα: περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης.

Ψυρρή: ιστορική συνοικία με πλατεία που έφερε το ίδιο όνομα (σήμερα λέγεται “πλατεία Ηρώων” ) στο κέντρο της Αθήνας.
Πρώτοι της κάτοικοι εσωτερικοί μετανάστες από ορεινές περιοχές, άγονα νησιά και αλύτρωτες πατρίδες από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.
Μάζες άνεργες και εξαθλιωμένες οι περισσότεροι από αυτούς, ωθήθηκαν και στην παρανομία για τις ανάγκες της σκληρής επιβίωσης ή «αξιοποιήθηκαν» από εκπροσώπους των δυο κυρίαρχων κομμάτων της εποχής για προπαγάνδα και εκφοβισμό ψηφοφόρων στη μεταξύ των κομμάτων πολιτική αντιπαράθεση.
Ανάμεσά στους παλικαράδες του Ψυρρή χαρακτηριστικός τύπος οι κουτσαβάκηδες, με τον ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και ενδυματολογίας και την προκλητική απέναντι στους εχθρούς τους συμπεριφορά, οι μόρτηδες [: νεκροθάφτες που είχαν μαζέψει τους νεκρούς της επιδημίας χολέρας κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1854 - 1857)] και οι τραμπούκοι.
Από το 1892 άρχισε η διαδικασία “εκκαθάρισης” της περιοχής του Ψυρρή από τα παραβατικά στοιχεία από τον τότε αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.


Μου επισημαίνουν και τη φράση: “να καεί το πελεκούδι”, η οποία κάπου απαντά σε ρεμπέτικο τραγούδι.
πελεκούδι: ο πολύ λεπτός φλοιός που αποσπάται από το ξύλο, γι’ αυτό και πολύ εύφλεκτο υλικό.
[από το “πέλεκυς”].

Δεν είναι ο (εξωτερικός) φλοιός το πελεκούδι, είναι οι μικρές “σχίζες” του εσωτερικού, άσπρου ξύλου που απομένουν από τη διαδικασία της κοπής αντιδιαμετρικά, με δύο πελέκεις και οι οποίες συνήθως παραμένουν επί τόπου και σαπίζουν μαζί με τις φλούδες που και αυτές απορρίπτονται. Όταν πρόκειται να καεί το πελεκούδι, έχουν προηγουμένως σωθεί και τα τελευταία αποθέματα καυσόξυλων και ο κρυώνων (ή διασκεδάζων) αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει και αυτά.

συμφωνώ με το Νίκο Πολίτη ότι δε γίνεται να μπουν όλα τα τοπονύμϊα στο γλωσάρι αλλά πού θα μπει το σύνορο ;
εγώ δεν είμαι αθηνέος και δεν ξέρω ούτε τι είναι ούτε πού είναι ο Βοτανικός αλλά λήματα για την Αθήνα, τα Τρίκαλα, την Καλαμπάκα είναι περιτά
οι στίχοι του τραγουδιού όπου αναφέρεται είναι απαραίτητοι αλλά σε πολλά τοπονύμϊα όπως το Καραμπουρνάκι δεν υπάρχουν
μου φαίνεται ότι το Ξαβέρι δεν υπάρχει σε κανένα τραγούδι αλλά υπάρχει η ξαβεριώτισα και νομίζω ότι θάπρεπε αυτή να γραφτεί στο γλωσάρι
ποιες όμως απʼ τις γκόμενες θʼ αποχτήσουν το δικαίωμα να καταγραφούν; νά μερικές παρμένες από τίτλους τραγουδιών : φραγκοσυριανή, πολίτισα, ταταυλιανή, τρικαλινή, καλαμπακιώτισα, σαλονικιά, παγκρατιώτισα, πριγκιπιώτισα, πειραιώτισα, θεσαλονικιά, φαληριώτισα, τσερκέζα, αθηνέισα, τουρκολιμανιώτισα

πιο πολύ από μπράβο για την ταχύτητα και την ακρίβεια αλλά ξέχασες το Πατέλι ή Παντέλι (δεν ακούω καλά) και το Νιχώρι

Εδώ ακριβώς προβληματίζομαι…
Μήπως εννοεί τον Άγιο Παντελεήμονα; Δεν υπάρχει χωριό ή κωμόπολη με αυτό το όνομα στη Σύρο.
Νιχώρι, πάλι, δεν βρίσκω… Μήπως, Νεοχώρι;
Μήπως γι’ αυτά τα τοπωνύμια να πούμε έτσι γενικά “τοποθεσίες στη Σύρο” και να ξεμπερδεύουμε;

Κανείς Συριανός στην παρέα μας, μήπως υπάρχει, να μας διαφωτίσει καλύτερα;

Όσο για τις “μούσες” των δημιουργών, νομίζω πως καλύτερα είναι να γίνεται αναφορά στον τόπο καταγωγής τους, όπου χρειάζεται διευκρίνιση, π.χ. : Ξαβεριώτισσα, αναφορά στο Ξαβέρι.

Υ.Γ. Βέβαια, δεν έχουμε τελειώσει με τα τοπωνύμια.
Για οικονομία στο χώρο, ό,τι άλλο βρω, θα το εντάξω σ’ αυτό το post.

Εγώ ακούω μάλλον ρώ: Παντέρι ή Πατέρι.

Αυτη η πληροφορια μου αρεσε , αλλα φιλτατε κ. Πολιτη , πηρα φοβο και δεν πατω
μπραβοκουμπο , αλλα σας το καταθετω , μεσα απο την καρδια μου … το μπραβο μου …

Το “Πέραν” υπάρχει στο τραγούδι “Στο Γαλατά ψιλή βροχή”. Οι στίχοι λένε:

“Στο Γαλατά θα πιω κρασί
στο Πέραν θα μεθύσω
και μέσ’ απ’ το Γεντί κουλέ
κοπέλα θ’ αγαπήσω”

Νομίζω ότι γράφεται Ντεπό, μιας και προέρχεται από ξένη λέξη.

Και όπως έγραψε κι ο Παλαμάς, “…βρίσκεται το ταπεινό Νιχώρι”, εννοώντας, φυσικά, το Νεοχώρι (Μεσολογγίου).
Άρα, Νιχώρι= Νεοχώρι