Διάβασα σε αυτή τη σελίδα του Ριζοσπάστη και παραθέτω μερικά αποσπάσματα καθώς ενδιαφέρουν τη θεματολογία του φόρουμ:
Το 1904 ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος σκηνοθετεί σε μια πρωτοποριακή στην εποχή της παράσταση τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Πολύβιου Δημητρακόπουλου.
"Η πρότασή του προς το θεατρικό κοινό είναι πρωτότυπη, καθώς την εμποτίζει στα συμφραζόμενα των νέων αθηναϊκών ηθών, με όρους καθημερινού βίου.
Ετσι, η σκηνική δράση δεν εγκιβωτίζεται σε μία απονεκρωμένη αρχαιοελληνική αναπαράσταση του επινοημένου «ένδοξου» παρελθόντος, αλλά σηματοδοτείται από χρονικά και χωρικά σήματα, ανοιχτά και οικεία, στην καθημερινότητα των σκονισμένων δρόμων της πρωτεύουσας."
Όπως φαίνεται, τη σκηνοθετική αυτή αντίληψη στήριξε και ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης με τη μουσική που έγραψε για την παράσταση:
"Πώς, όμως, αντιμετωπίζει ο Τύπος το αντικλασικιστικό εγχείρημα, χωρίς τα αναγνωρίσιμα ιδεαλιστικά πεδία της προγονολατρείας; Οπωσδήποτε αρνητικά, γιατί δεν προσαρμόζεται στα πρότυπα του βρικολακιασμένου Μιστριωτισμού. Ετσι, στις 13 Αυγούστου, αποτυπώνει η εφημερίδα «Αθήναι», στη στήλη «Θεατής»:
Η κριτική είδε στην παράσταση στοιχεία κωμειδυλλίου
«Με πεσμένον τον Παρθενώνα, με τα τείχη τα σημερινά, με τ’ Αναφιώτικα ακόμη και με οίκους, τους οποίους βλέπει τις εις τους Μυλωνάδες (σ.σ. εξελληνισμένο ιταλικό κωμειδύλλιο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, σε μουσική του Βαυαρού συνθέτη Αντρέα Ζάιλερ) εν τη περιφήμω σκηνή της Σιλβέστρας και του Μπάρμπα Γιώργη, εις ην μετετράπη προφρόνως η τελευταία πράξις των ερώτων των πρώτων των γραιών και της νεανίδος ».
Οπως καταλαβαίνετε, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος προσπαθεί να φέρει την αρχαία κωμωδία κοντά στον λαό, γι’ αυτό χρησιμοποιεί την ιδιόλεκτο των «οινοπωλείων» - όπως τον κατηγορούν οι «ξεροί» αρχαιολάτρες - και του μουσικού αστικού ιδιώματος, όπως έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην ελληνική πρωτεύουσα.
Ο ήχος του αμανέ και οι αρμονίες του ζεϊμπέκικου
Τι είχε συμβεί; Σε αντίθεση με το ανέβασμα των τραγωδιών «Αλκηστις» του Ευριπίδη κι «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που επενδύθηκαν με συνθέσεις των Κρίστοφ Γκλουκ και Φέλιξ Μέντελσον αντίστοιχα, οι «Εκκλησιάζουσες» επενδύθηκαν με την πρωτότυπη μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, με επιρροές εξ Ανατολών.
Πάλι στην ίδια εφημερίδα, ιδιοκτησίας του Γεωργίου Πωπ (1872 - 1946), γράφεται αρνητική κριτική, χρεώνοντας στον συνθέτη ότι τα μοτίβα του κινούνται «άλλοτε υπό τον ήχον αμανέ κι άλλοτε υπό τας αρμονίας Ζεϊμπέκικου χορού».
Ο δημιουργός απαντά, με επιστολή του, στην εφημερίδα «Εστία» (13 Αυγούστου 1904), εξηγώντας ότι «ο χορός του Κόρδακος δεν είνε ο Ζεϊμπέκικος καθότι ο ημέτερος Κόρδαξ είναι συντεθειμένος επί του ρυθμού των εξ ογδόων (6/8), ενώ ο Ζεϊμπέκικος εις των εννέα ογδόων (9/8)»."
Δυστυχώς δεν βρίσκω κάπου τη μουσική της παράστασης, οπότε συμπληρώνω την ανάρτηση με ένα επίσης γυναικείας θεματολογίας (όπως κι οι Εκκλησιάζουσες) γνωστό τραγούδι του Θ. Σακελλαρίδη σε στίχους Γιώργου Τσοκόπουλου και Μπάμπη Άννινου και ερμηνεία Σωτηρίας Ιατρίδου (1908).