Σχόλια για τις παραθέσεις της Ελένης:
Κουσουμάρω: (άποψή μου): χειρίζομαι. Την ερμηνεία γουστάρω δεν την έχω συναντήσει.
Καμωματού: Την ερμηνεία υποκρίτρια δεν την έχω συναντήσει. Αλλά η λέξη είναι τόσο κοινή στη πρώτη χρήση της, που δεν θα την έβαζα στο λεξιλόγιο.
Τζούρα: κυριολεκτικά: μικρή δόση. Περιέργως, το λεξικό μου δεν περιέχει το λήμμα, παρά μόνον ως «μπαγλαμάς» (κακώς, για τους γνωρίζοντες από οργανολογία).
Τρακάρω: η δεύτερη έννοια ξεκινάει από το ουσιαστικό τράκα, που δεν χρησιμοποιείται όμως και για την πρώτη έννοια. Και υπάρχει και τρίτη έννοια (παθητική φωνή): φέρομαι αμήχανα. «Για πρώτη φορά μπροστά σε μικρόφωνο, τρακαρισμένος, δεν μπόρεσε να τραγουδήσει καλά».
Χάσικος: κυριολεκτικά: αγνός (τουρκικά: has). Η έννοια, Μάρθα, στο δικό σου παράδειγμα είναι «δύο καθωσπρέπει χαστούκια, δύο καλά χαστούκια». Και του Μάρκου η χρήση (είσαι άσπρη σαν φρατζόλα, σαν το χάσικο ψωμί) την έννοια του σωστού ψωμιού έχει, που για την εποχή εκείνη, ήταν το άσπρο και καλοφουσκωμένο, σε αντιπαράθεση με το μαύρο που θεωρείτο δεύτερης ποιότητας, γιαυτό και οι νοικοκυρές κοσκίνιζαν με τις ώρες, όταν υπήρχε άφθονο αλεύρι, για να ακούσουν το μπράβο.
Τσίλικος: Την ερμηνεία λεβέντικος, περήφανος δεν την έχω συναντήσει. Δεν νομίζω πως ο Μάρκος εννοεί αυτό στο τραγούδι του.
Σερέτης: Την ερμηνεία «αυτός που τραβάει πιστόλι» δεν την έχω συναντήσει. Φυσικά και θα τραβήξει πιστόλι ή μαχαίρι ο σερέτης, ο μάγκας, ο νταής, ο…, όταν χρειαστεί, αλλά δεν έχω δή τέτοια χρήση.
Νεφέσι: κυριολεκτικά: αναπνοή, χνώτο (nefes).
Συνάχι: συμφωνώ και με τον Άρη, έστω και χωρίς βίντεο.
Τσαμπουκάς: cabuk = γρήγορος, ταχύς (!) Δηλαδή τσαμπουκαλίκι = αποφασιστικότητα;