Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Προσθέτω κι άλλες λέξεις για συμπλήρωση ή διόρθωση:

Σερέτης: βαρύς, δύστροπος, σκληρός, ευέξαπτος.
Το σερέτης από το τούρκικο sert (: σκληρός, σκαιός, απότομος), εξ ού το σερετιλίκι (τούρκικο sertlik: τραχύτητα, σκληρότητα, ορμητικότητα).
Επίσης αυτός που σέρνει, τραβάει πιστόλι.

Σέρτικος: βαρύς

Νεφέσι: εισπνοή, ρουφηξιά

Παππάς: παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, υποθέτοντας πως αυτό είναι ο ρήγας.
Παππατζής: ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παππάς», ο απατεώνας.

Ρεζίλης: άνθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.

Λαχανάδες-λάχανο: Πορτοφολάδες-πορτοφόλι. πορτοφολάδες, κλέφτες, λαθρόβιοι.

Κάνω την κυρία: προσποιούμαι τον ανήξερο

σίδερα-στενή: φυλακή

Συνάχι: η χρήση ναρκωτικών
Συναχωμένος: Αυτός που έχει πάρει ναρκωτικά.

Ντερμπεντέρης, ντερμπεντέρισσα: λεβέντης, ανοικτόκαρδος, άνθρωπος που διασκεδάζει χωρίς να νοιάζεται για το μέλλον, κουβαρδάς.
[από την τούρκικη λέξη “derbeder” που σημαίνει αλήτης, τυχοδιώκτης].

αλάνης: αναφορά στην ΚΛΙΚΑ

Τσαμπουκαλεύομαι: συμπεριφέρομαι επιθετικά, εριστικά, δημιουργώ προβλήματα, παρεξηγιέμαι.
Τσαμπουκάς: ζόρικη και μάγκικη συμπεριφορά, μαχητικότητα, ζοριλίκι, φασαρία, αφορμή για παρεξήγηση