Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται στο excel να βάλουμε και τους δρόμους. Είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα. Μαζεύουμε τις γνώσεις μας και τις εμπλουτίζουμε για το θέμα της ρεμπέτικης φρασεολογίας. Συνεπώς στο excel αν πρέπει να μπει κάτι είναι ότι έχει σχέση με το στίχο. Τα υπόλοιπα αφορούν άλλες συζητήσεις.

Θα συμφωνήσω με το Γιώργο. Δεν μπορείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι φρούτα και αυτοκίνητα. Όμως, το θέμα των δρόμων είναι πάρα μα πάρα πολύ καυτό και δεν έχει καν απαντηθεί σε θεωρητικό επίπεδο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την ανατολή. Φοβάμαι λοιπόν πως δεν μπορούμε στα πλαίσια του φόρουμ να φτιάξουμε κάτι που να συγκεντρώνει δρόμους ώστε εκείνοι που ελπίζουν να βρούν συγκεντρωμένα πέντε πράγματα να λύσουν τις απορίες τους, αυτοί απλά θα πρέπει να απογοητευθούν. Εγώ για να λύσω τις δικές μου απορίες πήγα και έκανα έξη χρόνια μουσική, με αποτέλεσμα να βγώ περισσότερο προβληματισμένος από όταν μπήκα.

Για το λεξιλόγιο, Ελένη, δεν διόρθωσες την αναφορά του Μάρκου στους κουτσαβάκηδες (γίνεται θετικά στο όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά ενώ στις Τραγιάσκες αναφέρεται σε ντερβισάκια, όχι κουτσαβάκια).

Νίκο, έχεις δίκιο!
Θα επανορθώσω προσεχώς…

Προσθέτω και άλλες λέξεις για επεξεργασία:

Κουσουμάρω= χρησιμοποιώ, γουστάρω

Καμωματού= ναζιάρα, σκερτσόζα, παιχνιδιάρα, αλλά και υποκρίτρια.

Πουλεύω= φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά).
«Την πούλεψα»= την πάτησα, την έβαψα

τζούρα: (τουρκική λέξη)= ρουφηξιά ναρκωτικού ή τσιγάρου, γουλιά.
Επίσης, το υπόλειμμα ενός υγρού στο δοχείο που το περιέχει.

Τρακάρω: συναντώ τυχαία. Επίσης, παίρνω κάτι χωρίς να έχω τη διάθεση να το επιστρέψω.

Χάσικος: (τουρκική λέξη) σημαίνει καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος.

Τσίλικος: καινούριος, αστραφτερός, φινετσάτος, λεβέντικος, περήφανος.

Χαρμάνης: ο εθισμένος χρήστης ναρκωτικών, που δεν έχει κάνει χρήση για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να υφίσταται το σύνδρομο της στέρησης.

Σερέτης: δύστροπος, ευέξαπτος, εριστικός, βαρύς.

Κοντραμπατζής: λαθρέμπορος.
Κοντραπάντο ή κοντραμπάντο ( λατινικής καταγωγής) σημαίνει λαθραίο εμπόριο, λαθρεμπόριο
(και μεταφορικά: τέχνασμα, απάτη)

[ θα παρακαλούσα τους φίλους που επιμένουν να υπάρχει αναφορά και στους “δρόμους” του ρεμπέτικου, να αναφέρουν και δημοσίως τα επιχειρήματά τους.
Εγώ θα κάνω ό,τι αποφασίσει η ομάδα…]

Ελένη, την λέξη χάσικος κατάλαβα διαφορετικά στο τραγούδι “τα παιδιά της γειτονιάς σου”> οι στίχοι είναι
… θα τους δώσω δυο χαστούκια να 'ναι χάσικα…
Εγώ το πήρα σαν "χλωμά, άσπρα, γιατί υπάρχει και ψωμή χάσικο, αλλά αν το ξέρω καλά και δεν είμαι σίγουρη για την σωστή μετάφραση. Με αυτήν την ευκαιρία ζητώ βοήθεια.

http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_s.php?lang=el&a=%C1

αλα-τούρκα, μουσική, σύμφωνα με το "Λεξικό Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Ορων"του [i]Αριστοτέλη Παν. Βρέλλη[/i], οι Τούρκοι χώριζαν τα μουσικά όργανα σε "χοντρά"([i]καμπά σαζ[/i]) και "ψιλά"όργανα ([i]ιντζέ σαζ[/i]). Στα πρώτα ανήκαν οι ζουρνάδες, τα νταούλια κι οι τρομπέτες που σχημάτιζαν τις στρατιωτικές μπάντες ([i]τα[/i][i] "[/i][i]μετερανέ[/i][i]"[/i]). Στις μπάντες αυτές, που ήταν οργανωμένες κατά το ασιατικό πρότυπο, έπαιζαν ειδικά εκπαιδευμένοι ακόλουθοι του σουλτάνου ([i]οι [/i][i]ιτσογκλάν[/i][i] ή [/i][i]αζαμογκλάν[/i]). Στην Κων/πολη οι στρατιωτικές μπάντες έπαιζαν στο ύπαιθρο το πρωί και το βράδυ. Τα "ψιλά"όργανα τα έπαιζαν στους κλειστούς χώρους των σεραγιών.Ετσι διαμορφώθηκε το Συγκρότημα κλασικής (εθνικής) τουρκικής μουσικής (το φασίλ”), το οποίο επικράτησε να λέγεται "αλα-τούρκα"μουσική και το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με την ελλ. κουμπανία σχηματιζόμενο από νάι, κεμάν, ούτι, ταμπουρά, κανονάκι, ντέφι, και τραγουδιστή.

αλα-τούρκα, χόρδισμα, είδος “σκορντατούρας”(χορδίσματος). Λαϊκή ονομασία στο παλαιότερο χορδισμα που γινόταν σε διαστήματα 5ης και 4ης καθαρής (αχλαδόσχημη λύρα, λαϊκό βιολί, κ.λπ.). `Ετσι στην αχλαδόσχημη λύρα (τρίχορδη), το χόρδισμα "αλά τούρκα"ήταν “ρε-λα-ρε”, αντί του κανονικού "ρε-λα-μι"και στο (τετράχορδο) βιολί “σολ-ρε-λα-ρε”, αντί του κανονικού “σολ-ρε-λα-μι”. Και στις δυο περιπτώσεις ο οργανοπαίκτης χόρδιζε το "καντίνι"του (την ψηλότερη χορδή) χαμηλότερα από το κανονικό κατά ολόκληρο τόνο.

αλα-φράνκα, χόρδισμα, χόρδισμα έγχορδου οργάνου κατά 5ες καθαρές· σύμφωνα δηλαδή με το ευρωπαϊκό σύστημα (όπως στο βιολί, τη βιόλα, το τσέλο, το μαντολίνο, κ.λπ.).

Προσθέτω κι άλλες λέξεις για συμπλήρωση ή διόρθωση:

Σερέτης: βαρύς, δύστροπος, σκληρός, ευέξαπτος.
Το σερέτης από το τούρκικο sert (: σκληρός, σκαιός, απότομος), εξ ού το σερετιλίκι (τούρκικο sertlik: τραχύτητα, σκληρότητα, ορμητικότητα).
Επίσης αυτός που σέρνει, τραβάει πιστόλι.

Σέρτικος: βαρύς

Νεφέσι: εισπνοή, ρουφηξιά

Παππάς: παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, υποθέτοντας πως αυτό είναι ο ρήγας.
Παππατζής: ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παππάς», ο απατεώνας.

Ρεζίλης: άνθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.

Λαχανάδες-λάχανο: Πορτοφολάδες-πορτοφόλι. πορτοφολάδες, κλέφτες, λαθρόβιοι.

Κάνω την κυρία: προσποιούμαι τον ανήξερο

σίδερα-στενή: φυλακή

Συνάχι: η χρήση ναρκωτικών
Συναχωμένος: Αυτός που έχει πάρει ναρκωτικά.

Ντερμπεντέρης, ντερμπεντέρισσα: λεβέντης, ανοικτόκαρδος, άνθρωπος που διασκεδάζει χωρίς να νοιάζεται για το μέλλον, κουβαρδάς.
[από την τούρκικη λέξη “derbeder” που σημαίνει αλήτης, τυχοδιώκτης].

αλάνης: αναφορά στην ΚΛΙΚΑ

Τσαμπουκαλεύομαι: συμπεριφέρομαι επιθετικά, εριστικά, δημιουργώ προβλήματα, παρεξηγιέμαι.
Τσαμπουκάς: ζόρικη και μάγκικη συμπεριφορά, μαχητικότητα, ζοριλίκι, φασαρία, αφορμή για παρεξήγηση

"Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι*, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:

  • Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!"

"Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης* άνθρωπος ήταν. "

«ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ» ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Για την ακρίβεια, πρόκειται για τη χρήση σκληρών ναρκωτικών που παίρνονται από τη μύτη (μυτιές), δηλαδή οι πρέζες, όπως η κόκα, η ηρωίνη κλπ. Ο χρήστης είχε τη συνήθεια να ρουφάει ή να “παίζει” με τη μύτη του, λόγω των ερεθισμών που προκαλούνταν.
Στο μάγκικο (ακριβέστερα κουτσαβάκικο) φέρσιμο, ο τύπος μιλάει πιάνοντας κάθε τόσο τη μύτη του, κάνοντας ανεπαίσθητα την κίνηση της μυτιάς, άσχετα με το αν είναι χρήστης ή όχι. Κάτι ανάλογο με τους πιτσιρικάδες που φουμάρουν το Μάλμπορο (σε πιο βαριές περιπτώσεις το Σαντέ), ρουφώντας το δυνατά και με θόρυβο. Δείτε κανα βίντεο με το Ζαμπέτα, όταν τον πιάνει η …βαρυμαγκιά του.

Σχόλια για τις παραθέσεις της Ελένης:

Κουσουμάρω: (άποψή μου): χειρίζομαι. Την ερμηνεία γουστάρω δεν την έχω συναντήσει.

Καμωματού: Την ερμηνεία υποκρίτρια δεν την έχω συναντήσει. Αλλά η λέξη είναι τόσο κοινή στη πρώτη χρήση της, που δεν θα την έβαζα στο λεξιλόγιο.

Τζούρα: κυριολεκτικά: μικρή δόση. Περιέργως, το λεξικό μου δεν περιέχει το λήμμα, παρά μόνον ως «μπαγλαμάς» (κακώς, για τους γνωρίζοντες από οργανολογία).

Τρακάρω: η δεύτερη έννοια ξεκινάει από το ουσιαστικό τράκα, που δεν χρησιμοποιείται όμως και για την πρώτη έννοια. Και υπάρχει και τρίτη έννοια (παθητική φωνή): φέρομαι αμήχανα. «Για πρώτη φορά μπροστά σε μικρόφωνο, τρακαρισμένος, δεν μπόρεσε να τραγουδήσει καλά».

Χάσικος: κυριολεκτικά: αγνός (τουρκικά: has). Η έννοια, Μάρθα, στο δικό σου παράδειγμα είναι «δύο καθωσπρέπει χαστούκια, δύο καλά χαστούκια». Και του Μάρκου η χρήση (είσαι άσπρη σαν φρατζόλα, σαν το χάσικο ψωμί) την έννοια του σωστού ψωμιού έχει, που για την εποχή εκείνη, ήταν το άσπρο και καλοφουσκωμένο, σε αντιπαράθεση με το μαύρο που θεωρείτο δεύτερης ποιότητας, γιαυτό και οι νοικοκυρές κοσκίνιζαν με τις ώρες, όταν υπήρχε άφθονο αλεύρι, για να ακούσουν το μπράβο.

Τσίλικος: Την ερμηνεία λεβέντικος, περήφανος δεν την έχω συναντήσει. Δεν νομίζω πως ο Μάρκος εννοεί αυτό στο τραγούδι του.

Σερέτης: Την ερμηνεία «αυτός που τραβάει πιστόλι» δεν την έχω συναντήσει. Φυσικά και θα τραβήξει πιστόλι ή μαχαίρι ο σερέτης, ο μάγκας, ο νταής, ο…, όταν χρειαστεί, αλλά δεν έχω δή τέτοια χρήση.

Νεφέσι: κυριολεκτικά: αναπνοή, χνώτο (nefes).

Συνάχι: συμφωνώ και με τον Άρη, έστω και χωρίς βίντεο.

Τσαμπουκάς: cabuk = γρήγορος, ταχύς (!) Δηλαδή τσαμπουκαλίκι = αποφασιστικότητα;

νίκο, για μένα είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που εξηγείς σχετικά με το “χασικός”, δεν το ήξερα και ευτυχώς ρώτησα. πως σου φαίνεται η καλύτερη γερμανική λέξη? έφτασαν οι χαιρετισμούς σου, χάρηκα πολύ! μάρθα

Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τις διορθώσεις!

Προσθέτω στον κατάλογο.

Νταής: γενναίος, παλληκάρι.
Νταϊλίκι: παλληκαριά, ζοριλίκι.
Λέγεται και ειρωνικά, με την έννοια του ψευτοπαλληκαρά, του κουτσαβάκη.

Νταλ(γ)κάς και νταλ(γ)καδάκι: πόθος, επιθυμία, σεβντάς, ερωτικός καημός.

Δερβίσης και ντερβίσης: , ο λεβέντης, ο περήφανος.
[Ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. ( τουρκ. derviş `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό)]
δερβισόμαγκας: λεβέντης, μάγκας.

Ταπί: χωρίς λεφτά
[γαλλ. Tapis = τα ρέστα μου]

Ρέστος: κατεστραμμένος οικονομικά.
Ρεστάρω: μένω χωρίς λεφτά.

Μπατίρης: αυτός που δεν έχει χρήματα, ο αδέκαρος.
[τούρκ: batirmak= βουλιάζω]
Μπατιρίζω: πτωχεύω, ξεπέφτω.

Μπαφιάζω: αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή ενέργεια που συνεχίζεται, [ιταλ. baf(a) βαριά ατμόσφαιρα, δύσπνοια]

σεκλέτι: στενοχώρια, καημός, συνήθως ερωτικός.
[τουρκ. Sιklet= βάρος, θλίψη, καϋμός]

κουρνάζος: ξύπνιος, ανοιχτομάτης, πονηρός, κατεργάρης.
[kurnaz: ατσίδα, τσακάλι, στα τουρκικά].

χαράμι: ανώφελα, μάταια, για κάτι που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος
[τουρκ. haram «απαγορευμένο από τη θρησκεία, κακό»( αραβ. Harim «απαγορευμένος, ιερός», φράση: haram olsun ʽνα μην το χαρείςʼ]
χαραμίζω: διαθέτω ή ξοδεύω κάτι άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα.

Κάνω ντου: εισβάλλω σε κλειστό χώρο, αιφνιδιάζω με την παρουσία μου, ορμάω.

Μπερμπάντης: γλεντζές, άστατος, γυναικάς
[ιταλ. birbant(e) απατεώνας]

κουρμπέτι: η πιάτσα, η σκληρή και δύσκολη ζωή, αυτή που είναι γεμάτη βάσανα, η βιοπάλη.
[τουρκ. kurbet, gurbet `μακριά από το σπίτι, ξενιτιά]

βερεσέ: μάταια, άδικα, (ακούω) χωρίς να δίνω σημασία ή να παίρνω υπόψη μου κάτι.
[για αγοραπωλησίες: με πίστωση].

Λάγνος: φιλήδονος, αυτός που εκπέμπει ή προκαλεί ερωτισμό.

Ελένη, καινούργια σχόλια!

Νταής (dayi): περιέχει οπωσδήποτε και την παράμετρο του τολμηρού, του προκλητικού, όχι σκέτο παλληκάρι.

Νταλγκάς: ναι, αλλά και ο πόνος. Και όχι ειδικά ο ερωτικός καημός, που είναι βεβαίως ο σεβντάς. (dalga = κύμα).

Μπαφιάζω: κορέννυμι κυρίως, μπουχτίζω. Εξʼ ού και, στην μάγκικη αργκό, και η έννοια του «απολαμβάνω ικανοποιητική ποσότητα χασισιού». Μπάφα λένε στις λιμνοθάλασσες της δυτικής Ελλάδας τον αυγωμένο κέφαλο.

Βερεσέ: αρχικά, χωρίς αντίκρυσμα, με πίστωση. Οι άλλες έννοιες, δευτερογενείς.

Λάγνος: και αυτό δεν θα το έβαζα σε ειδικό γλωσσάρι ρεμπέτικων εκφράσεων.

Μάρθα, για το Χάσικος, στο νου μου έρχεται το echt, αλλά ψάξε και σε λεξικό (δεν διαθέτω) για την απόδοση του Αγνός. Να σημειώσεις πάντως πως σήμερα η λέξη είναι σε αχρησία.

Εντυπωσιακό και διαφορετικό είναι το ψάρεμα με μπάφα.
Γνωρίζοντας οι ψαράδες πως το … σέρνει καράβι, δένουν προσεκτικά μια ζωντανή μπάφα (στόμα – βράγχια) και την βγάζουν βόλτα στα ρηχά. Ο ένας την τραβάει κατά μήκος της παραλίας και ο άλλος είναι έτοιμος με το μπιζόβολο, ένα μικρό δίχτυ που χρησιμοποιείται πεταχτά, να πιάσει τα αρσενικά :085:που θα εμφανιστούν για να γονιμοποιήσουν τ΄ αυγά.

στον τελευταίο στίχο του κοματιού “οι φωνογραφιτζήδες” δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει ο μπάτης. με ψαρέψαν μιαν ημέρα με… στον περαία. αναφέρει κάποιο είδος ψαρέματος;

Ετσι ψαρεύανε παλιά τους σκάρους. Εσερναν ένα ζωντανό θηλυκό πίσω από τη βάρκα και ο (λαλάκας ως συνήθως) αρσενικός ερχόταν και κόλλαγε απάνω της! Τον βούταγαν με την απόχη.

κουσουμάρω = και με την έννοια του “φέρω” (μάρκος: “…και οι κυρίες κουσουμέρουνε τραγιάσκες”).
και αυτή την έννοια πιθανώς χρησιμοποιείται και από το δελιά. δηλαδή για να κουβαλάς μαχαίρι, πρέπει να έχει την ψυχή να το βγάλεις. πάντως το “χρησιμοποιώ” μοιάζει να είναι το επικρατέστερο.
το “γουστάρω” δεν ισχύει σίγουρα.

"το παραγάδι αποτελεί πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο.
τούτο συνίσταται από μακρύ (παλαιότερα) βαμβακερό σήμερα πλαστικό νήμα (χοντρή πετονιά) μήκους και 1000 μέτρων επί του οποίου ανά αποστάσεις 2 – 3 μέτρων προσδένονται συνολικά 200 - 300 έτερα νήματα από ίδιο υλικό, “τα παράμαλα”, που καταλήγουν σε ισάριθμα άγκιστρα. (αγκίστρια).

το νήμα (μάνα) του παραγαδιού συγκεντρώνεται σε ρηχό πανέρι κυκλοτερώς στα χείλη του οποίου φέρονται φελλοί όπου και καρφώνονται τα άγκιστρα. κατά το στάδιο του δολώματος ένα ένα αγκίστρι απαγκιστρώνεται από το φελό, δολώνεται και αφήνεται μια σπιθαμή έξω από το πανέρι. ο εξοπλισμός του εργαλείου αυτού συμπληρώνεται με τους λεγόμενους “πόδες” (κ. ποδάρια) του παραγαδιού. αυτοί είναι δύο ισχυρά νήματα που φέρουν στο ένα άκρο τους βαρίδια (μολύβι) και στο άλλο (καλαδούρι) που παλαιότερα ήταν κενή κολοκύθα. η αρχή του παραγαδιού δένεται στον ένα πόδα και ποντίζεται σε ορισμένο σημείο που ανευρίσκεται αργότερα από το σημαντήρα. στη συνέχεια ρίπτεται αργά αργά ολόκληρο το παραγάδι “εν κινήσει” είτε κωπηλατώντας, είτε με μικρή ταχύτητα από μηχανοκίνητη λέμβο, έτσι ώστε αυτό ν΄ απλωθεί σε ευθεία, συνήθως παράλληλα προς την ακτή. όταν ολοκληρωθεί η ρίψη (καλάρισμα) του, στο τέλος προστίθεται και ο έτερος πόδας με τον σημαντήρα. σε περίπτωση που ο βυθός είναι βραχώδης, έχει, δηλαδή, πολλά σκαλώματα, μπορούν να τοποθετηθούν ενδιάμεσοι σημαντήρες, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η ανέλκυσή (λεβάρισμα) του, σε περίπτωση που κοπεί η μάνα.

η παραμονή του αλιευτικού αυτού εργαλείου στη θάλασσα εξαρτάται, εν πολλοίς, από το χρησιμοποιούμενο δόλωμα, αλλά είναι, συνήθως, της τάξεως των 2-3 ωρών. το σημείο πόντισής του γίνεται αναγνωρήσιμο και από τα “σημάδια” που βάζουν οι αλιείς που δεν είναι τίποτε άλλο από ευθυγραμμίσεις με χαρακτηριστικά σημεία επί της ακτής.
ως καλύτερος χρόνος ρήψης και ανέλκυσης του παραγαδιού είναι από τις 05.00 μέχρι τις 08.30 το πρωί. πολλοί ρίχνουν παραγάδι και απόγευμα ή, ακόμη, και μεσημέρι.

είδη παραγαδιού

τα παραγάδια διακρίνονται σε “χοντρά”, “μέτρια” (ή σκαθαρωτά ή μέντζα) και σε “ψιλά”. στα πρώτα τα νήματα είναι χοντρά και τ΄ αγκίστρια μεγάλα, στα δεύτερα όλα είναι μέτρια και στα τρίτα το νήμα είναι λεπτό και τ΄ άγκιστρα ψιλά. τα χοντρά παραγάδια είναι κυρίως για αλιεία τη νύκτα, στο πέλαγος και σε συνήθη βάθη από 50 ως 100 μέτρα για αλιεία μεγάλων ιχθύων. γενικά στα παραγάδια συλλαμβάνονται παντός είδους αλιεύματα εκτός από τα αφρόψαρα."

http://www.diveandfish.gr/DF_forum/photos/get-photo.asp?photoid=326

"Το παραγάδι έρχεται από πολύ μακριά. Πρώτος ο Αριστοτέλης περίγραψε την αλιεία ενός είδους καρχαρία με πελαγίσια παραγάδια. Αναφέρει σχετικά (Αριστ. Περί τα ζώα, ιστορ.Θ,κέ): «Των δε ιχθύων αι ονομαζόμεναι αλώπεκες (είδος σκυλόψαρου)αλίσκονται περί ενίους τόπους πολυαγκίστρους εν ρωώδεσι και βάθεσι τόποις»

http://www.diveandfish.gr/DF_forum/forums/thread-view.asp?tid=188&posts=1

Zambelis, ο τίτλος αυτού του θέματος είναι “Ρεμπέτικη φρασεολογία κ άγνωστες λέξεις”. Για οποιαδήποτε άλλη συζήτηση μπορείς να ανοίξεις νέο θέμα.

συγνώμη. ο άκης εδώ έκανε ερώτηση . πέσαμε έξω…

“στον τελευταίο στίχο του κοματιού “οι φωνογραφιτζήδες” δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει ο μπάτης. με ψαρέψαν μιαν ημέρα με… στον περαία. αναφέρει κάποιο είδος ψαρέματος;”

Κι εδώ ισχύει ό,τι ισχύει για όλες τις πληροφορίες που μας δίνει το ιντερνετ: Χρειάζεται προσεκτική διασταύρωση των πληροφοριών που παίρνουμε. Εάν αυτή η διασταύρωση δεν μπορεί να γίνει, τότε η πληροφορία που πήραμε μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη. Η επικινδυνότητα αυτή ξεκινάει από το να γίνουμε “ρόμπα” στο χώρο όπου αναπαράγουμε την πληροφορία που πήραμε, έως να βρεθούμε σε κώμα σε κανα νοσοκομείο επειδή χρησιμοποιήσαμε φάρμακα ή διάφορα σκευάσματα που μας πρότεινε κάποιο site (οποιοδήποτε διεστραμμένο μυαλό μπορεί να ανεβάσει μία ιστοσελίδα και να παρέχει ιατρικές συμβουλές, χωρίς να έχει καμία σχέση με τη ιατρική).
Στην περίπτωσή μας, το άρθρο για το παραγάδι είναι εν ολίγοις …παιδικό, απλοϊκό ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε το. Το μόνο ίσως με το οποίο θα συμφωνούσα είναι το ότι με το παραγάδι ψαρεύουμε. Τα υπόλοιπα είτε είναι ανακριβή είτε γράφτηκαν το 19ο αιώνα, όταν τα ψάρια …δεν είχαν μάτια.
Στο θέμα μας (για να μη μας ξαναβρίσει ο μάστορας):
Αυτό που έχει ουσία στη φράση που χρησιμοποιεί ο Μπάτης (“σαν μουγκρί στο παραγάδι”) είναι η επεξήγηση της παρομοίωσης. Το μουγκρί είναι ψάρι που μοιάζει με φίδι. Δεν τσιμπάει το δόλωμα, αλλά το καταπίνει με τη μία, δηλαδή αν βρεθεί στο δρόμο μας είναι σίγουρο ότι θα πιαστεί. Όταν πιαστεί στο παραγάδι, συνηθίζει να στροβιλίζεται με αποτέλεσμα να “στρίβει” τη μάνα και το παράμαλλο γύρω από το φιδίσιο κορμί του, μπερδεύοντας το παραγάδι. Συχνά έρχεται πάνω πνιγμένο από την πετονιά. Μετά από το πιάσιμο του μουγκριού, κατά 90% το παράμαλλο πρέπει να αλλαχτεί, ενώ υπάρχει περίπτωση να χρειάζεται και αλλαγή κομματιού από τη μάνα.
Εντέλει η φράση “πιάστηκα σαν μουγκρί στο παραγάδι” σημαίνει “πιάστηκα άσχημα και δε γλιτώνω με τίποτα”, “βρέθηκα πολύ άσχημα μπερδεμένος”.