Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

  1. Από το Ρεμπέτικο γλωσσάρι:
    Μπουζουριάζω
    Συλλαμβάνω και φυλακίζω.

Από το τραγούδι:
“Ο Ισοβίτης” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…με τη ραδιουργία σου
μπουζούριασα το χύτη…”

Επίσης, στον Μπαμπινιώτη: (και) τρώω πολύ, περιδρομιάζω. Ο Μπ. έχει τη λέξη ως “αγνώστου ετύμου”.

Υπάρχει και η λέξη “μπουζουριέρα” (Μπάτης: “… κι ένας μάγκας παραπέρα, μα, κρατάει τη μπουζουριέρα”) της οποίας η χρήση μου είναι άγνωστη.

  1. Αν το μπουλασιλίκι προερχόταν από αγγλική / αμερικάνικη λέξη, δεν θα είχε την κατάληξη -ίκι, που δίνεται σε παράγωγα λέξεων τούρκικης προέλευσης.

“Αγνώστου ετύμου” θα έλεγα κι εγώ, εφόσον δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε για την ετυμολογία της λέξης αυτής.

Ενδέχεται να συγγενεύει ετυμολογικά με τη λέξη “μπουζουριέρα”:
Να προέρχονται και οι δυο τους από την ιταλική “bozzolo” = κουκούλι, με την έννοια του κρυπτού, του καλυμμένου, της κρυψώνας, της φυλακής.

Ο σπουδαίος Νίκος Τσιφόρος την χρησιμοποιούσε πάρα πολύ τη λέξη “μπουζουριέρα” με την έννοια της “κρυψώνας”, αλλά και της “βιτρίνας” [ δηλαδή της κάλυψης με κάτι άλλο άσχετο (π.χ. επάγγελμα ή απασχόληση) ώστε να γίνεται παραπλάνηση των τρίτων από το πραγματικό-παράνομο αντικείμενο].

Ο Μπάτης εννοεί πως κρατάει “τσίλιες”, με μέθοδο παραπλάνησης πάντως.

Αυτό δεν είναι και τόσο σίγουρο. Ερμηνεύοντας ελεύθερα τους στίχους, πρόκειται για “εκδρομή” παρέας προς αναζήτηση κατάλληλου παράκτιου τόπου (σπηλιάς κλπ.) για χασισοποτεία. Όλοι τους είναι στην τσίτα, μη δώσουν αφορμή στην αστυνομία.

“…να μην έρθει η αστυνομία και να μείνουμε στα κρύα
ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα…”

Εγώ το “διαβάζω”: Αστυνομία-τσίλιες…αχώριστο “δίδυμο”.
Αυτά…

το σύρμα είναι τουρκικής προελεύσεως το αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Άγιο Χασισάκι.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:21 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:18 —

Η μπουζού είναι η φυλακή. Είναι σίγουρα αργκοτική διάλεκτος και νομίζω υπάρχει και στα καλιαρντά…

Χρειάζεται διασταύρωση στοιχείων, πριν καταλήξουμε με σιγουριά σε κάτι.
Ο Πετρόπουλος δεν αποτελεί αξιόπιστη πηγή και, όσον αφορά στο συγκεκριμένο, θα διαφωνήσω.
Ελληνικότατη λέξη είναι το “σύρμα” από το “σύρω”, εδώ με τη συνθηματική της χρήση, πολυχρησιμοποιημένη στη γλώσσα μας.

Δεν λέει μας, λέει μα, καθαρότατα. Κάτι που το συνηθίζει πάρα πολύ ο Μπάτης, το “μα” σαν ένα είδος παραγέμισμα όταν δεν του βγαίνει το μέτρο στο στίχο. Οπότε, το συγκεκριμένο στίχο πρέπει να τον δούμε ως “ένας μάγκας παραπέρα, κρατάει τη μπουζουριέρα” που παραπέμπει περισσότερο σε αντικείμενο που κρατάει στα χέρια του κάποιος φίλος, παρά στην έκφραση “κρατάει τσίλιες”. Και μην ξεχνάμε ότι μέσα σε βάρκα ήταν όλοι, όχι στον τεκέ όπου βεβαίως θα έμπαιναν τσίλιες απ’ έξω.

Συνεπώς καταλήγουμε στην έννοια και μόνον της “βιτρίνας” ή και της “κρυψώνας” για τη λέξη “μπουζουριέρα” που μας απασχολεί, μια και με τη μαφία τον Μπάτη δεν “έβγαλαν άκρη” ούτε οι σύγχρονοι του με τα καμώματα ή τα λεγόμενα του.
Πόσο μάλλον εμείς…
Νομίζω;

Νομίζω ότι άλλο η μπουζουριέρα και άλλο το μπουζουριάζω. Η μπουζουριέρα είναι η επίδειξη κάποιου νόμιμου, προκειμένου να καλυφθεί κάτι παράνομο, όπως ειπώθηκε και παραπάνω. Μπουζουριάζω είναι συλλαμβάνω και οδηγώ στη φυλακή, όπως και πάλι γράφτηκε.
http://www.slang.gr/lemma/show/mpouzouriazo_1670:μπουζουριάζω

http://el.wiktionary.org/wiki/μπουζουριάζω

http://www.slang.gr/lemma/show/mpouzouriera_3575/

Αν δεν απατώμαι, σε κάποιο βιβλίο του Πετρόπουλου έχω δει ένα σκαρίφημα της μπουζουριέρας, η οποία είναι πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο: ένας κύλινδρος με καρφιά προς τα έξω, που τον φοράει κανείς στο μπράτσο (στον πήχυ) ως όπλο, και μάλιστα τον καλύπτει για να μη φαίνεται τυλίγοντας γύρω γύρω το σακάκι του ώστε να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Διατηρώ τις γνωστές επιφυλάξεις για τον Πετρόπουλο, αλλά εδώ η πληροφορία είναι τόσο συγκεκριμένη που δεν μπορώ να φανταστώ ότι την έβγαλε από την κοιλιά του. (Ωστόσο όποιος έχει τα άπαντά του ας το τσεκάρει, γιατί μπορεί να την έβγαλα εγώ από τη δική μου κοιλιά!)

Αν αυτό ισχύει, μπορεί κατ’ επέκταση η μπουζουριέρα να έφτασε να σημαίνει την κάλυψη, τη βιτρίνα, που λέτε και παραπάνω. Οπότε γιατί όχι και τις τσίλιες (ο τσιλιαδόρος πάντα παριστάνει πως κάτι κάνει, δε στέκει έτσι ξεκρέμαστος να φυλάει), και ακόμα και την κρυψώνα.

Στα λινκ του ΠεΒεν, δείτε και τον δεύτερο ορισμό της μπουζουριέρας στο σλανγκ.τζρ, ρίχνει κάποιο φως.

Με το μπουζουριάζω δεν μπορώ να φανταστώ καμία σχέση, αλλά μοιάζουν τόσο που ίσως τελικά να υπάρχει κάποια που δεν τη βλέπω.

“Μπουζουριέρα” σημαίνει “μόστρα”, “βιτρίνα”, “προκάλυμμα”, “κρυψώνας”, “φυλακή”, όχι κατ’ επέκταση, αλλά κυριολεκτικά.

Δεν θυμάμαι αν το αναφέρει και ο Πετρόπουλος, πάντως [b]ως[/b] μπουζουριέρα χρησιμοποιούσαν οι κούτσαβοι το πανωφόρι τους, ενίοτε με βγαλμένο το δεξί μανίκι και κρύβοντας από κάτω κάμα ή κάτι σχετικό, για να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο και για εντυπωσιασμό, εκφοβισμό.

//youtu.be/-GzzXOqQKqE

Μάν’ αργυρό κλωντήρι μα και μαλαματένιο
θέλω να σε στολίσω με πράσινα λουλούδια
με κόκκινο μετάξι να πάει να προσκαλέσει
συντέκνοι και μπρατίμοι του νιόγαμπρου το σόι.

2 άγνωστες λέξεις από αυτό το πανέμορφο παραδοσιακό τραγούδι.
κλωντήρι και μπρατίμοι

Απίστευτη σύμπτωση! Δεν έχω μισή ώρα που έψαχνα για τον μπράτιμο, για να βεβαιωθώ αν ήταν αυτό που έκανα σ’ ένα γάμο τελευταία.

Λοιπόν, ο μπράτιμος (λέξη σλαβογενής, συγγενής με τη ρίζα που σημαίνει «αδελφός») είναι ένας πολύ κοντινός φίλος ή συγγενής του γαμπρού που τον έχει από κοντά τις τελευταίες ώρες μέχρι το γάμο. Ανάλογα με τα κατά τόπους γαμήλια έθιμα μπορεί να είναι συγγενής ή όχι (και αν ναι από συγκεκριμένη πλευρά ή όχι), ένας ή περισσότεροι, μπορεί να υπάρχουν και μπρατίμισσες, μπορεί να αναλαμβάνει και κάποια τελετουργικά καθήκοντα στο γαμήλιο γλέντι, να φοράει κάποια σημάδια κλπ., αλλά η κεντρική ιδέα είναι αυτή του κολλητού που συντροφεύει το γαμπρό στις τελευταίες ώρες της λευτεριάς του.

Το κλωντήρι δεν το ξέρω. Μου θυμίζει τη λέξη κροντήρι (κούπα, ποτήρι) του Καζαντζάκη, ο οποίος ως γνωστόν αντλούσε πολύ από τη δημοτική γλώσσα. Η ανομοίωση κρ-ρ > κλ-ρ δεν είναι απίθανη. Νοηματικά με ψιλοκαλύπτει: αργυρό χρυσό ποτήρι, σε χρέη ανθοδοχείου, με πράσινα λουλούδια (ποιο λουλούδι είναι πράσινο όμως;). Το ωμέγα αντί όμικρον μπορεί κάλλιστα να είναι ορθογραφικό λάθος σε μια λέξη άγνωστης, στον χρήστη που ανέβασε το κείμενο, ετυμολογίας. Πάντως όλα αυτά είναι απλές υποθέσεις μου και το αφήνω ανοιχτό για τυχόν ασφαλέστερη ερμηνεία.

Βέβαια όλα αυτά πολύ ρεμπέτικα δεν είναι, αλλά εγώ τσιμπάω (εμ δημοτικό τραγούδι, εμ γλωσσικές αναζητήσεις, βάλε και τη σύμπτωση με τον μπράτιμο, δε θέλω και πολύ ο άνθρωπος…).

Όπως το λέει ο Περικλής είναι.

“Κροντήρι” ή “κρωντήρι”, σίγουρα πρέπει να είναι η λέξη, λέξη γνωστή και αρκετά χρησιμοποιημένη ήδη στις μεταφράσεις της “Οδύσσειας” κυρίως, αλλά και της “Ιλιάδας”, αλλά και στα δημοτικά μας τραγούδια εμφανίζεται.
Ήταν ή κανάτι για νερό ή δοχείο για κρασί και όπως διαπιστώνουμε, πράγματι ταιριάζει και νοηματικά:
προσφορά στην αιώνια μάνα, ένα δοχείο γεμάτο λουλούδια.

Και οι “μπράτιμοι”, οι στενοί φίλοι, οι αδελφοποιτοί, οι βλάμηδες.
Βουλγάρικης προέλευσης λέξη, σημαίνει κυριολεκτικά “αδελφός”.

Οι μπράτιμοι ή τα μπρατίμια.
Φοράνε πετσέτες στους ώμους για να ξεχωρίζουν, κερνάνε πιοτί τους καλεσμένους, χορεύουν συνοδεύοντας τον γαμπρό στην εκκλησία και γενικά πρωτοστατούν στα τελετουργικά για τον γαμπρό.
Πάντα άντρες, στενοί φίλοι του γαμπρού που τους διαλέγει, συνήθως άγαμοι, από την παρέα που τον…χάνουν, λόγω γάμου.
Αρβανίτικης προέλευσης…νομίζω.

Θα ξεφύγουμε για λίγο από τη θεματολογία του φόρουμ, αλλά μια και το 'φερε η συζήτηση…

Ήταν επιβεβλημένη συνήθεια η αδελφοποιΐα, να γίνονται σταυραδέλφια δηλαδή παλιότερα άνθρωποι, χωρίς να τους συνδέουν δεσμοί αίματος, αλλά παραταύτα οι δεσμοί αυτοί να είναι πιο ισχυροί και από αυτούς της οικογένειας.
Στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία λέγονται “μπράτιμοι”, στην Ήπειρο “βλάμηδες” και στη Μεσσηνία το έθιμο ήταν γνωστό ως “μπραζερία”: άλλοτε για να σχηματιστούν κλέφτικες ομάδες (και με προτροπή της Φιλικής Εταιρείας), άλλοτε για να ολοκληρωθούν οι αγροτικές εργασίες, άλλοτε για την επιβίωση, με ανταλλαγή αγαθών, ενώνονταν με μια συμβολική τελετή άτομα, άντρες και γυναίκες, σε μια “μπραζερία”, αδελφοποιΐα, με πολύ ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους.

Με το πέρασμα των χρόνων το έθιμο δεν συναντάται με αυτή του ακριβώς τη μορφή, γίνονται μόνο και κατά περίπτωση ιδιωτικές συμφωνίες για ένωση - όταν εμφανίζονται έκτακτες ανάγκες - και αργότερα αντικαθίστανται με το έθιμο της κουμπαριάς: όπου επιλέγεις πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό και έμπιστο και τον/την θεωρείς σαν αδελφό / αδελφή.

Οι “μπρατίμοι” που αναφέρονται στο τραγούδι αυτό πρέπει να αποτελούν το ενδιάμεσο πέρασμα σε αυτή τη νέα μορφή σχέσης, την κουμπαριά, εξ’ ίσου δυνατή όπως και η προηγούμενη, των σταυραδελφών.
Όσο για το αν είναι αρβανίτικης προέλευσης, ας το ψάξουμε περισσότερο.

Είναι πολύ διαφωτιστικό το σχετικό λήμμα του σλανγκ.τζρ. Διαβάστε και τα σχόλια μέχρι κάτω.

Η λέξη δεν έχει μία μοναδική σημασία. Εδώ εξετάζουμε τη σημασία που έχει σχέση με τα γαμήλια έθιμα. Ο μπράτιμος του γάμου, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι κάποιος που ήδη εκ των προτέρων είχε στενή σχέση με το γαμπρό, και με το να γίνει μπράτιμος απλώς την επισφραγίζει. Ιδίως φυσικά αν είναι ήδη συγγενής. Στην κουμπαριά μπορεί να είναι κι έτσι, μπορεί όμως να είναι και αντίστροφα: η σχέση να δημιουργείται από την κουμπαριά.

Οι άλλες σημασίες είναι βέβαια παράλληλες και σχετικές, αλλά δε σημαίνει ότι η μία προέρχεται από την άλλη.

Η λέξη δεν είναι αρβανίτικη, είναι ξεκάθαρα σλάβικη. Ο «αδελφός» σε όλες τις σλάβικες γλώσσες λέγεται brat-κάτι. Δεν ξέρω αν πέρασε και στα αρβανίτικα όπως πέρασε και στα ελληνικά, αλλά αν ναι, θα είναι δάνειο. Μάλιστα και αυτό το brat προέρχεται προφανώς από την ίδια παλαιότατη ρίζα όπως τα αγγλ. brother, γερμ. Bruder κλπ… Αλλά μπράτιμος δε σημαίνει αδελφός, σημαίνει «σαν αδελφός» (όπως ο σταυραδελφός / αδερφοποιτός κλπ., ακόμη και ο -άνευ επίσημης ιδιότητος- αδελφικός φίλος).

Υ.Γ. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο κουμπάρος είναι εξέλιξη οποιουδήποτε πράγματος. Ο κουμπάρος είναι ο πρωταγωνιστής του γάμου. Λογικά είμαι βέβαιος ότι είναι αρχαίος όσο κι ο ίδιος ο γάμος. Θυμίζω ότι γάμος δεν είναι η ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας (αυτό το κάνουμε και μόνοι μας όσες φορές θέλουμε), αλλά η επίσημη επισφράγιση αυτής της σχέσης ενώπιον της κοινωνίας. Ο κουμπάρος, επίσημα μάρτυρας, είναι ο εγγυητής αυτής της επίσημης ένωσης. Γάμος στην ανάγκη γινόταν ακόμα και χωρίς παπά. Χωρίς κουμπάρο ποτέ. Και στον πολιτικό γάμο άλλωστε υπάρχει κουμπάρος.

Για τα άλλα δεν ξέρω αλλά στον πολιτικό δεν υπάρχει κουμπάρος. Συμμετείχα προ ημερών σε έναν ως μάρτυρας.

Ε ναι, μάρτυρας. Αυτό είναι ο κουμπάρος.

Και καθώς προείπα, εγώ συμμετείχα τις προάλλες σ’ έναν άλλο γάμο και νόμιζα ότι ήμουν απλά καλεσμένος, αλλά μάλλον τελικά ήμουν μπράτιμος…