Ο Α. Ξένος για τον Μάρκο

Έχει και το δίκιο του ο Ξένος, το ρεμπέτικο και λαϊκό πολλές φορές έπαιξε κοινωνικά και σε λιγότερο βαθμό πολιτικά αντιδραστικό ρόλο. Η Ελένη η ζωντοχήρα, υπαρξιστής θα γίνω, όσοι γινούν πρωθυπουργοί θα πεθάνουν αλλά καλώς μας ήρθες βασιλιά κλπ κλπ κλπ.

Πολύ ενδιαφέρον θέμα η φερόμενη κοινωνική και πολιτική (σε μικρότερο βαθμό) αντιδραστικότητα του ρεμπέτικου, emc.

Δεν συμφωνείς ότι δεν αρκούν οι ελάχιστες λέξεις που αφιέρωσες, τα 4 τραγούδια-παραδείγματα και τα πολλά κλπ;
Θεωρώ ότι εδώ θα άξιζε λεπτομερέστερη ανάπτυξη και επιχειρηματολογία εκ μέρους σου.

Και εδώ είμαστε να τοποθετηθούμε.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται επιχειρηματολογία, οι στίχοι των τραγουδιών μιλούν από μόνοι τους. Η ζωντοχήρα είναι γνωστή στο φόρουμ και οι στίχοι της συνοψίζουν την φαλλοκρατική αντίληψη της εποχής ότι χωρισμένη=πουτάνα. Για το “υπαρξιστής θα γίνω” υπάρχει η μαρτυρία του Λεωνίδα Χρηστάκη : μου πετούσαν γόπες στο δρόμο και μου τραγουδούσαν “υπαρξιστής θα γίνω και φράγκο δε θα δίνω” επειδή φορούσα μπερέ και είχα μούσι.

Τα άλλα δυο είναι σαφής πολιτική τοποθέτηση του Μάρκου: όταν πρόκειται για εκλεγμένους άρχοντες τότε είναι αντιεξουσιαστής, αλλά όταν πρόκειται για τον κληρονομικό άρχοντα στάζει μέλι.

Όμως, emc, η αντίληψη που αποτυπώνεται στην «Ελένη τη ζωντοχήρα» υπήρχε ούτως ή άλλως, δεν οφείλεται στα ρεμπέτικα. Και σε άλλου είδους τραγούδια τη βρίσκουμε, και σε ανέκδοτα κλπ. (αυτή τη γενική αίσθηση έχω, μη μου ζητήσετε πηγές).

Και για τον Μάρκο, όπως έχουμε ξανασυζητήσει -χωρίς να καταλήξουμε σε κάτι που να συμφωνούμε όλοι-, δε νομίζω ότι είχε οποιαδήποτε σαφή πολιτική θέση.

Τέλος ο «Υπαρξιστής» (που δεν τον ήξερα, τον άκουσα τώρα και με καταεντυπωσίασε) μου μοιάζει ότι:
α) είτε δεν εκφράζει ούτε αυτός κοινωνική ή πολιτική άποψη - ελαφρόμυαλη καζούρα απλώς, σαν αφορμή για να καταλήξει στο «τι κατάλαβα τόσα χρόνια που βασανιζόμουν, θα το ρίξω στην παλαβή να γειάνω» (πολύ κλασικό μοτίβο σε ρεμπέτικα και άλλα τραγούδια),
β) είτε ότι, αν εκφράζει συγκεκριμένη άποψη, μάλλον δεν αποτελεί τυπικό δείγμα ρεμπέτικου αλλά μάλλον εξαίρεση.

Όχι πως όλα αυτά δε θα μπορούσαν να δώσουν λαβή για αντιδράσεις όπως λες στο #41 βέβαια.

Μια και κατά μία άποψη περιττεύουν τα επιχειρήματα, ας πάμε στους στίχους που τα λένε όλα.

«Ελένη ζωντοχήρα»: ακριβώς όπως τα λέει ο Pepe. Ο ρεμπετοστιχουργός καταγράφει τσαχπίνικα και όμορφα μια ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα, τότε και τώρα. Καμμία σχέση με κοινωνική αντιδραστικότητα.

«Ο υπαρξιστής»: εδώ τα ανακλαστικά του ρεμπετοστιχουργού αποδεικνύονται αμεσότατα. Ο Σίμος ο «υπαρξιστής» (μακρινή έως ανύπαρκτη η σχέση με τον φιλοσοφικό υπαρξισμό τύπου Σαρτρ) με την «ιπτάμενη» παράγκα του Ψυρρή το 1953 κερδίζει μεγάλη δημοσιότητα, ιδίως το καλοκαίρι του έτους αυτού, που δίνει το δεύτερο πάρτυ του. Οι δημοσιογράφοι ασχολούνται, γίνεται τζέρτζελο, ο κόσμος το κουβεντιάζει, και να σου ατάκα κι επί τόπου τον Σεπτέμβριο του 1953 (κατά τον Μανιάτη) κυκλοφορεί το τραγουδάκι Μπακάλη-Βίρβου. Και με αυτή την αφορμή το ρεμπέτικο καταγράφει και σχολιάζει με τον τρόπο του τον «άνθρωπο της ημέρας» (τον Σίμο τον υπαρξιστή) και αυτό που πρέσβευε. Ούτε εδώ βρίσκω έρεισμα κοινωνικής αντιδραστικότητας: ίσα ίσα συνοψίζει το αίσθημα της κοινής γνώμης, βάζοντας και μια πινελιά μποεμισμού στον καθʼ ημάς υπαρξισμό, όπως τον εξέφραζε ο Σίμος.

«Ο Μάρκος υπουργός»: αυτό παρα-μιλάει από μόνο του, οπότε όχι μόνο τα επιχειρήματα, αλλά και τα σχόλια περιττεύουν

«Ξανάρθες βασιλιά»: κι εδώ βλέπω να καταγράφεται μια πραγματικότητα της εποχής: ότι οι μισοί Έλληνες, και διορθώστε με, ήταν φιλοβασιλικοί. Πολύ λίγο με ενδιαφέρει εάν και ο ίδιος ο Μάρκος ήταν εκείνο το φεγγάρι -ή και επόμενο- «βασιλικός». Στο τραγούδι αυτό ακούγεται η φωνή εκείνης της μερίδας του ελληνικού λαού.

Προφανώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου έκαναν τη συνηθισμένη τους δουλειά ρουφιανιάς-καταστολής, όπως τα λες, και το τραγούδι ανέλαβε να εκλαϊκεύσει αυτό το μήνυμα και να το διαδώσει στα λαϊκά στρώματα, παίζοντας το ρόλο που σήμερα παίζουν τα τηλεοπτικά κανάλια.

Άραγε και σήμερα τα χασαπάκια κοιτούν τις χωρισμένες με λαγνεία, ενώ σέβονται τις παρθένες και τις παντρεμένες όπως τα περιγράφει “όμορφα” ο ρεμπετοστιχουργός;

Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου, στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν πολέμιοι του ρεμπέτικου. Χοντρικά, από την έλευση των προσφύγων και ύστερα, συνεχώς και μέχρι περίπου την εποχή της δικτατορίας. Και όταν λέμε πολέμιοι εννοούμε πολέμιοι. Τώρα, με αυτό δεδομένο, πού μπορούσε να βρεθεί χώρος ώστε να αναλάβουν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους της καταστολής (που τους είχαν ανατεθεί), να εκλαϊκεύσουν το μήνυμα της καταστολής και να το διαδόσουν στα λαϊκά στρώματα, μου είναι κάπως δύσκολο να το φανταστώ. Ιδιαίτερα γιατί τα λαϊκά στρώματα δεν διάβαζαν εφημερίδες, άρα μόνο κάποια λαϊκά περιοδικά τύπου Θησαυρός κλπ ή Μπουκέτο ή Λαϊκό Τραγούδι θα μπορούσαν να είναι κατάλληλα.

Για τη ρουφιανιά, συγνώμη αλλά δεν κατάλαβα: Ρουφιανιά είναι η κατάδοση πράξεων ή και ιδεολογικών αξιολογήσεων ανθρώπων που συγκροτούν μίαν ομάδα, από μέλη της ομάδας (που οι υπόλοιποι ονομάζουν ρουφιάνους) προς εκείνους που είναι εντεταλμένοι να ελέγχουν την ομάδα αυτή. Αλλά η ομάδα των λαϊκών ανθρώπων δεν περιλάμβανε στους κόλπους της δημοσιογράφους. Πώς λοιπόν να μάθουν, οι δεύτεροι, τις ιδιαιτερότητες του κάθε μέλους της ομάδας για να τις καταδόσουν στην Αστυνομία; Να σημειώσουμε ότι το τί γίνονταν στα κέντρα διασκεδάσεως, ποιοί μπαινόβγαιναν, τί λεγόταν κλπ. το μάθαινε η Αστυνομία μέσω των γνωστών δικών της κυκλωμάτων, που δεν περιλάμβαναν δημοσιογράφους είτε του έντυπου τύπου είτε του ραδιοφώνου.

Λοιπόν, μια και έπιασα την Αυτοβιογραφία του Αλέκου Ξένου στα χέρια μου (εκδ. Μουσείου Μπενάκη 2013), να δώσουμε κάπως πληρέστερα το πλαίσιο του περιστατικού.

Γύρω στα 1934 ο Ξένος υπηρετεί στρατιώτης και εξαιτίας κάποιων «κινήσεων» βρίσκεται με 15 μέρες φυλακή στο «μπαλαούρο». Εκεί μαζί του στη φυλακή είναι και 5-6 χασικλήδες/πρεζάκηδες, μεταξύ των οποίων και ένας μαγκάκος από το Λαύριο που τον φώναζαν «Σταύρακα». Αυτός μαζί με την παρέα του χόρευαν και τραγούδαγαν, όπως λέει ο Ξένος, «τα λυπητερά τραγούδια του τεκέ». Ο Ξένος αισθάνθηκε πολύ άσχημα αλλά ταυτόχρονα του κεντρίστηκε και η περιέργεια, οπότε την άλλη μέρα ρωτάει τον Σταύρακα πού τα είχε μάθει αυτά τα τραγούδια και ποιος τα είχε «βγάλει». Ο μαγκάκος του απαντά ότι αυτά είναι τραγούδια του Μάρκου και ο Ξένος ζητά να μάθει πού παίζει ο Μάρκος και του λέει ο μαγκάκος: «στον τεκέ, αν θες πάμε μια μέρα να μερακλωθείς. Έχει και γκόμενες εκεί…».

Και συνεχίζει την αφήγηση ο Ξένος: «Πραγματικά πήγαμε. Μου είχε κεντρίσει την περιέργεια νʼ ακούσω αυτά τα τραγούδια από πρώτο χέρι. Μπήκαμε σε μια παράγκα γεμάτη κόσμο, ντουμανιασμένη, έτσι που δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις τις φάτσες. Μόλις άκουσα τη φωνή του Μάρκου είπα: “Μωρέ Σταύρακα, μιμείσαι περίφημα τη φωνή του”»

Από εκεί και μετά ακολουθεί το απόσπασμα που μπήκε στην αρχή του θέματος.

Επομένως, μάλλον πήγε πραγματικά στον τεκέ και μάλλον σωστά υποθέσαμε: ηθελημένη αλλοίωση της πραγματικότητας. Μπορεί βέβαια να ήταν δύσκολο να διακρίνεις χαρακτηριστικά προσώπων μέσα στα ντουμάνια, αλλά η γενική θωριά ενός ανθρώπου δεν θα άλλαζε και τόσο. Για να γίνει ο Μάρκος του 1934 (29 χρόνων) κοντός και χοντρός σα βόδι, κάτι συνέβη.

Χα! Ξαναδιάβασα το ενδιαφέρον αυτό νήμα και, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ξιπάστηκα που στο #17 μου, και έχοντας ήδη διαβάσει το #15 του Παρασάνταλου, μιλάω για τον κ. Βλησίδη σε τρίτο πρόσωπο. Αμέσως βέβαια συνειδητοποίησα ότι, την εποχή εκείνη, δεν ξέραμε ότι Παρασάνταλος και Βλησίδης ταυτίζονται. Και έχει πλάκα που ο κ. Βλησίδης, ενώ ξέρει πολύ καλά τα της συζήτησης στον Ριζοσπάστη, δεν μπορεί να τα πεί ανοιχτά, αφού προσέχει να μην προδώσει την ταυτοπροσωπία.

1 «Μου αρέσει»