"Οι ρεμπέτισσες του '30" cd

Σίγουρα. Όμως, με τη συνειδητοποίηση και μόνο, ότι αυτά τα κάνουν (όχι εμείς αλλά) οι ανώτερες τάξεις, το θέμα κλείνει ad hoc και βήματα προς οποιανδήποτε ανατροπή δεν θα γίνουν. Οι φαντασιώσεις, βεβαίως δεν μετράνε…

Επειδή προσωπικά δεν ξέρω τι έκαναν οι ρεμπέτισσες, ή οι Ελληνίδες γενικά, και το πάω πιο πολύ με το τι μου φαίνεται λογικό να υποθέσω ότι έκαναν, και ίσως το ίδιο κάνουμε γενικά μέχρι στιγμής στη συζήτηση, τουλάχιστον μερικά στοιχεία που να ξεκαθαρίζουν το πλαίσιο.

Το λινκ που δίνω δεν ξεκαθαρίζει σε ποια χώρα ή χώρες αναφέρεται. Σϊγουρα πάντως όχι Ελλάδα και δη ξερωγώ Κοκκινιά και άλλες τέτοιες γειτονιές. Αλλά, όπως ξανάπα, ούτε και σε άλλον πλανήτη.

Κάπου, «εκεί όπου δημιουργείται η μόδα» (Παρίσι; ΗΠΑ; αλλού; …), βγήκαν και γυναίκες με παντελόνια. Αυτό θα πρέπει να έγινε αντιληπτό και στην Ελλάδα, μέσω ξερωγώ κινηματογράφου, περιοδικών, ίσως επιθεωρήσεων…

Η γυναικεία “τραγιασκομανία”, όχι μόνο δεν ξεκίνησε από το περιβάλλον του Μάρκου αλλά αμφιβάλλω και εάν ήλθε εξ Εσπερίας, εφόσον αυτοί που έφεραν τη “μόδα” στην Αθήνα ήταν οι Ρουμάνοι φοιτητές που επισκέφθηκαν την Ελλάδα το 1901.

Τότε έγινε το “σώσε” με τις τραγιάσκες που φορούσαν και εντυπωσίασαν τις Ελληνίδες και τους Έλληνες και ήδη τότε -οι γυναίκες κυρίως!- υιοθέτησαν τις τραγιάσκες και έγινε ελληνική μόδα για πλούσιους και φτωχούς.

Το «Γίνομαι άνδρας» (Τούντας, 1933) αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ρεμπέτικου στιχουργήματος όπου συνυπάρχουν: α) η άμεση παραπομπή στην εξωκειμενική πραγματικότητα, β) η διακειμενική επεξεργασία και γ) η «ποιητική-αφηγηματική» ρητορική.

Ως προς το α) το τραγούδι αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό, κατά το οποίο ένα κορίτσι του καλού κόσμου, η Μαίρη Γουλανδρή, ντύνεται αντρικά και περιδιαβάζει στους τεκέδες

Ως προς το β) ο Τούντας αντλεί ακόμα και αυτούσια στιχουργικά σημεία από το προηγηθέν σατιρικό στιχούργημα του Πολ Νορ για την ίδια υπόθεση

Ως προς το γ) ενδεικτικό είναι το «έχω γκόμενα μια δούλα και της τα 'χω πάρει ούλα»

Το 1901 οι Ρουμάνοι φοιτητές θα ήταν, υποθέτω, άντρες. Άντρες και οι Έλληνες μιμητές τους. Αντρική η μόδα της τραγιάσκας, μέχρι που κάποια στιγμή και οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκες, πράγμα αρκετά απρόσμενο ώστε να το σχολιάσει ο Μάρκος, που δε θα τον ενδιέφερε υποθέτω πόσ παλιά είναι η αντρική αυτή μόδα και πώς ξεκίνησε.

Όχι. Φοιτητές και φοιτήτριες τις φορούσαν.

Όσο για τον Μάρκο, απλώς είχε χάσει επισόδια μοδός διότι το 1901 ήταν αγέννητος :wink:

Έστω, Ρουμάνοι και Ρουμάνες. Αλλά κι εγώ, που επί Μάρκου ήμουν αγέννητος, από τον στίχο του Μάρκου συμπεραίνω ότι στην Ελλάδα οι τότε γκόμενες έκαναν κάτι το πρωτοφανές. Άρα στην Ελλάδα η μόδα της τραγιάσκας (ή η συνήθεια, για όποιον -όπως ο Μάρκος- δεν ξέρει ή δεν ενδιαφέρεται για την ιστορία του πράγματος) ήταν αντρική. Άλλωστε στο τραγούδι δε φοράνε μόνο τραγιάσκες, γενικότερα κουσουμάρουν αντρίκεια. Ο Μάρκος δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο και μάλλον δεν είναι βέβαιος πώς ν’ αντιδράσει, εν μέρει γουστάρει αλλά κάπου μοιάζει και να ελεεινολογεί, δεν μπορεί να καταλάβει ποιοι είναι οι άντρες.

Ή, τέλος πάντων, για να μην επεκταθούμε στο αν ψυχολόγησα σωστά ή άκυρα τον Μάρκο, το βέβαιο είναι ότι γυναίκες με αντρίκεια φερσίματα είναι γι’ αυτόν κάτι καινούργιο.

Προς τα εκεί μας (παρ-) οδηγεί ο στίχος του Μάρκου -ωστόσο γνωρίζουμε ότι δεν αληθεύει η “πρωτοφάνεια”:

Ο Ρουμανικός κούκκος, όσο χειμωνιάζει, τόσο και διαδίδεται εις τας Αθήνας. Όλα τα κοριτσάκια φορούν κούκκον πλέον. Επίσης κούκκον φορούν και κάτι κοριτσάκια 35 ετών. Τας κουκκοφορούσας ο κόσμος τας εβάπτισε «Τραγιάσκες!» Τα χαμίνια εις τον δρόμον άμα ιδούν καμμιά με κούκκον φωνάζουν: «Τραγιάσκα!» (21-10-1901)

Άμα είν’ έτσι, πάσο για την τραγιάσκα.

Και πάλι όμως, κουσουμάρουν αντρίκεια. Δηλαδή κουσουμάρουν έτσι όπως ήταν καθιερωμένο να κουσουμάρουν μόνο οι άντρες. Εξακολουθώ να βλέπω μια κάποια ρήξη με τα στερεότυπα εκ μέρους των γυναικών.

Προσωπικά θα έλεγα ότι πρόκειται περισσότερο για το γ) που προανέφερα ("ποιητική-αφηγηματική» ρητορική.)

Μα θα σχολίαζε «πάει, χάθηκαν τα όρια μεταξύ των φύλων» χωρίς να έχει συμβεί το παραμικρό που να δικαιολογεί τέτοιο σχόλιο;

Σχετικά με τις τραγιάσκες, υπάρχει (στο σύμπαν) αρκετό φωτογραφικό υλικό της εποχής, ώστε να μπορέσει κανείς να βγάλει συμπέρασμα για το ποια είναι η επικρατούσα γυναικεία μόδα και αν συμπεριλαμβάνει την τραγιάσκα ή αν πρόκειται για κάτι που υποδηλώνει μια μεταβολή στα στερεότυπα για το γυναικείο φύλο.
Μεταβολή που αν δεν υπήρχε δεν θα έκανε και “τα χαμίνια στο δρόμο να φωνάζουν: Τραγιάσκα”, σαν να πρόκειται για κάτι το ξεχωριστό. Ήδη βέβαια από το 1901, αλλά να που και στη δεκαετία του 30 παραμένει αξιοσημείωτο για να γίνει τραγούδι.

Θα ήθελα να πώ επίσης, ότι η γυναικεία χειραφέτηση - όπως κι αν την κατανοεί κανείς - μάλλον δεν πρέπει να κατανοηθεί κάπως μηχανικά, σαν κάτι που ξεκίνησε από τις ανώτερες τάξεις και επεκτάθηκε στις λαϊκές, όπως ίσως μπορεί να υπάρχει ένα τέτοιο πνεύμα στη συζήτηση.
Σίγουρα υπάρχει μια γενική κοινωνική τάση που πιάνει όλες τις τάξεις, με τους όρους που προσιδιάζουν στην καθεμιά.
Αλλά το γεγονός ότι η γυναίκα βγαίνει από το σπίτι και μπαίνει στην παραγωγή σαν βιομηχανική εργάτρια κλπ, αποτελεί από μόνο του “υλικό” παράγοντα που φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της γυναικείας ισοτιμίας, σαν ζήτημα που αφορά τα λαϊκά στρώματα με τη δική του αυτοτέλεια και όχι εξ αντανακλάσεως των διεργασιών στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις…

Από το παράθεμα του Άνθιμου θα μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι το ξεχωριστό αφορά την ίδια την καινούργια μόδα, και όχι το ότι πρόκειται για γυναίκες. (Άλλο «τώρα βλέπεις και γυναίκες με τραγιάσκα, πριν έβλεπες μόνο άντρες», και άλλο «τώρα βλέπεις γυναίκες με τραγιάσκα, πριν δεν υπήρχαν τραγιάσκες».)

Κατά τα άλλα, συμφωνώ:

Θεωρώ ότι στην «παραδοσιακή» τάξη πραγμάτων, όσο χαώδης κι αν ήταν η διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες διάφορων κοινωνικών τάξεων, η ομοιότητα μεταξύ τους ως προς τη σχέση με τους άντρες εντός της κάθε τάξης ήταν μεγαλύτερη. Η γυναίκα στο σπίτι κι ο άντρας στη δουλειά ήταν κάτι που χονδρικά αφορούσε όλες τις τάξεις. Υπήρχαν και οι περιπτωσιακά αποδεκτές ή λιγότερο αποδεκτές εξαιρέσεις (π.χ. χήρες, γυναίκες ξενιτεμένων…), αλλά μια μεγάλη αλλαγή γίνεται πράγματι όταν…

Δηλαδή εδώ ίσα ίσα ξεκινάμε από κάτω!

2 «Μου αρέσει»

Ωστόσο το πείραγμα στις γυναίκες απευθυνόταν, όχι στους άντρες. Το “ρηξικέλευθο” άλλωστε μπορεί να προϋπήρχε ήδη στους Ρουμάνους φοιτητές (και μάλιστα ως φοιτητές - έχει κι αυτό τη σημασία του - καθώς και φοιτήτριες = ιδιότητα ήδη από μόνη της ριζοσπαστική για την εποχή), από τους οποίους ήρθε η τραγιάσκα στην Ελλάδα, σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Και νομίζω διεθνώς η εικόνα της τραγιάσκας είναι συνδεμένη με αντρική ενδυμασία. Το να δει κανείς γυναίκα με τραγιάσκα π.χ. σε ταινία εποχής, αμέσως υποδηλώνει κάτι για τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της και τα παρόμοια.

Έτσι νομίζω κι εγώ. Και μάλιστα ίσως για τις γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, αυτό το “καθεστώς” ενδεχομένως παρουσίαζε όψεις πιο επώδυνες, με δεδομένο - από τη μια - ένα οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο που τις “προίκιζε” με προσωπικές δυνατότητες οι οποίες ματαιώνονταν στο πλαίσιο αυτών των όρων. Και - από την άλλη - λόγω της ταυτόχρονης ανίας σε ένα περιβάλλον που λίγο πολύ για όλα αναλάμβανε το υπηρετικό προσωπικό (κι αυτό από ταινίες εποχής και αντίστοιχη λογοτεχνία το συνάγω), “πρόβλημα” το οποίο μάλλον δεν αντιμετώπιζαν οι γυναίκες της εργατικής τάξης και εν γένει των “κατώτερων” λαϊκών στρωμάτων.

Μετά και από τα παραπάνω και το κοινό στοιχείο, ίσως χωρά μια ακόμα γενική σκέψη σχετικά “με τους όρους που προσιδιάζουν στην καθεμια”:

Νομίζω λοιπόν πως είναι επόμενο, στο πλαίσιο της χειραφέτησής τους, οι μεν γυναίκες των ανώτερων τάξεων να προτάσσουν το φύλο “απέναντι” στους άνδρες, ενώ οι γυναίκες που χειραφετούνται μπαίνοντας στην παραγωγή να ανακαλύπτουν και να προτάσσουν, απέναντι στους όρους που συναντούν εντός αυτής, ένα κοινό μέτωπο ολοκλήρωσης της χειραφέτησής τους, όχι μόνο πια ως γυναίκες αλλά ως άνθρωποι και από κοινού με τους άντρες.

Και κάτι επίσης γενικό:

Αυτό βέβαια με τον ένα ή άλλο τρόπο συνέβαινε και στους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς, όμως μέχρι και τη φεουδαρχία ήταν επί της ουσίας κανόνας η ιδιοκτησία του αφέντη πάνω στους ανθρώπους και κατ’ επέκταση πάνω στη γυναίκα. Μπορεί πια ο κολίγος να μην ήταν δούλος αλλά σαν πρόσωπο παρέμενε κομμάτι της γαιοκτησίας. Και στις αστικές συντεχνίες δεν έπαυε να είναι προσωπική η ιεραρχία και σχέση ανάμεσα σε μάστορα - κάλφα - τσιράκι κλπ.
Αν κάτι έκανε ο καπιταλισμός, είναι ότι κατάργησε την προσωπική ιδιοκτησία πάνω στον άνθρωπο, κι αυτό - υποθέτω - αποτέλεσε την αφετηρία για τις μεταβολές στις σχέσεις των φύλων.

Για το αρχικό θέμα, δεν περίμενα κάτι καλύτερο από click bait, και ως συνήθως με ξένα κόλλυβα αντί για πρωτογενή έρευνα. Εδώ σε βίντεο στο γιουτιούμπ, στηλιτεύει τους άλλους ότι ανεβάζουν χάλια ψηφιοποιήσεις και εκθειάζει (ορθώς φυσικά) τον Charlie που έβγαλε καθαρό τον Μάρκο. Το θέμα είναι ότι στο εν λόγω βίντεο έχει μπουκώσει με επεξεργασία τον ήχο, οπότε τελικά καταλήγει να δυσφημεί το έργο του Charlie…
Στο θέμα που αναπτύχθηκε εδώ μετά από 15 χρόνια, υπάρχει μια δόση αλήθειας στην ελευθερία που είχαν κατακτήσει κάποιες γυναίκες του ρεμπέτικου σε σχέση με τις υπόλοιπες της εποχής (πχ να επιλέγουν ελεύθερα σύντροφο εκτός γάμου και χωρίς προξενειό, να διαχειρίζονται δικά τους χρήματα, να συναναστρέφονται ελεύθερα με άντρες, κλπ). Επίσης, δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη έννοια της ελευθερίας, αντίθετα είναι πολλά και διάφορα τα πεδία όπου όχι μόνο δεν έχει γίνει πλήρης εξίσωση αλλά έχουμε κάνει βήματα προς τα πίσω τα τελευταία χρόνια… Τέλος, το αν μια χειραφέτηση ξεκινάει από τα ανώτερα στρώματα, δεν δείχνει παρά το μέγεθος της καταπίεσης που δέχονται οι γυναίκες και στον οικονομικό τομέα. Για τις γυναίκες με κάποια κοινωνική θέση ήταν πιο εύκολο να έχουν πρόσβαση σε παιδεία και αναγνωρισιμότητα, ή απλά την δυνατότητα να συναναστρέφονται ελεύθερα μεταξύ τους, ώστε να ξεπηδήσουν απελευθερωτικές ιδέες. Αυτό πολλές φορές συνέβαινε και στους προοδευτικούς άντρες των παλιών εποχών.
Και το σύγχρονο #metoo ξεκίνησε από δημοφιλείς ηθοποιούς και δημοσιογράφους (ούτε ένα θηλυκό επίθετο σε αυτήν την πρόταση…), πολύ απλά γιατί είχαν καταφέρει να έχουν μια οικονομική ανεξαρτησία και μια αναγνωρισιμότητα που τους εξασφάλιζε ένα μίνιμουμ ασφάλειας και επιβίωσης. Μετά ευτυχώς εξαπλώθηκε και σε ευρύτερα στρώματα, αν και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.